Η Φωτεινή Τομαή απαντάει στο άρθρο της Άννας Μαρίας Δρουμπούκη («Ενθέματα», 10.2.2013). Η ανταπάντηση της Ά.-Μ. Δρουμπούκη στο τέλος του ποστ.
της Φωτεινής Τομαή
Αξιότιμε κ. Διευθυντά,
Με τη βαθιά κι εδραιωμένη πεποίθηση ότι η έγκυρη, έγκριτη και ιστορική εφημερίδα, που διευθύνετε, παρεσύρθη κατά τη δημοσίευση κειμένου, που περιλαμβάνει αυταπόδεικτα ανακριβή και ψευδή στοιχεία σε βάρος της προσωπικότητός μου, της επιστημονικής μου κατάρτισης, του έργου μου, αλλά και των πρωτοβουλιών της ηγεσίας του Υπουργείου των Εξωτερικών, θεωρώντας ότι παρέλκει η αναφορά της προφανούς περισσής και άκρως αδικαιολόγητης εμπάθειας της όλως άγνωστης σε εμένα συντάκτριας αυτού, σπεύδω προς αποκατάσταση της αληθείας και προς πληροφόρηση του σεβαστού σας κοινού, να σας ενημερώσω τα ακόλουθα:

Στρατόπεδο συγκέντωσης Μπούχενβαλντ, Απρίλιος 1945 (Πηγή: United States Holocaust Memorial Museum)
ρχικώς, σε ό,τι αφορά στο «νέο, που μάθαμε (sic) μόλις προχθές», θέτω υπ’ όψιν σας ότι η σοβαρή και υπεύθυνη απόφαση του Υπουργού των Εξωτερικών, Δημήτρη Αβραμόπουλου, να θεσμοθετήσει για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη θέση του Απεσταλμένου για Θέματα Ολοκαυτώματος, αξίωμα, το οποίο ήδη σε πλειάδα πολιτισμένων χωρών υπάρχει και λειτουργεί, είχε ως αποτέλεσμα ο αντίκτυπος τόσο σε διεθνές επίπεδο, όσο και σε ημεδαπό –και από τις ξένες πρεσβείες στη χώρα, αλλά κι από την ιδία την ηγεσία των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων της Ελλάδος– να είναι όχι μόνον θετικός, αλλά εντυπωσιακός.
Ακολούθως, τα συγγράμματα, στα οποία αναφέρεται η συντάκτρια του κειμένου, δεν είναι δικά μου, αλλά εκδόσεις του Υπουργείου των Εξωτερικών, προϊόν συλλογικής και επίπονης εργασίας ομάδας επιστημόνων, δύο εκ των οποίων μάλιστα σε συνεργασία με καθηγητές εγνωσμένου κύρους του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εάν, όπως ισχυρίζεται η συγκεκριμένη υποψήφια διδάκτωρ βρίθουν λαθών, τότε ας κάνει τον κόπο να τα απαριθμήσει. Ας σημειωθεί, ότι δύο από τις εκδόσεις αυτές έχουν διακριθεί σε διεθνή for a.
Την κακόβουλη αναφορά περί ανεκδότων, που κυκλοφορούν σε fora του εξωτερικού περί τη Μνήμη του Ολοκαυτώματος, απλώς την προσπερνώ. Χαρακτηρίζει την ποιότητα τόσο της συντάκτριας του κειμένου, όσο και οιουδήποτε τολμά να αστειεύεται με ανθρώπινα δράματα, καταστροφές και εγκλήματα, διότι περί αυτού πρόκειται…
Υπενθυμίζω, ωστόσο, ότι τόσο το υψηλό επίπεδο εθνικών εκπροσώπων σημαντικού αριθμού κρατών, όσο και αυτό καθ’ εαυτό το ιερό θέμα του Ολοκαυτώματος, δεν συνάδουν με συμπεριφορές πεζοδρομίου, προφανώς οικείες σε διάττοντες αστέρες, που –κατά την πλέον καλοπροαίρετη εκδοχή– το νεαρό της ηλικίας τους και η φιλοδοξία τους να αναδειχθούν ως τάχιστα στο εγχώριο στερέωμα δεν τους επιτρέπουν την, αν μη τι άλλο, λογική θεώρηση της σύγχρονης ιστορίας της διπλωματίας, η οποία γράφεται με προσωπικές θυσίες των εκπροσώπων της.
Συνακόλουθα, εκ της θέσεώς μου ως Προϊσταμένης του Ιστορικού και Διπλωματικού Αρχείου του Υπουργείου των Εξωτερικών, καταγγέλλω ως εικονική πραγματικότητα τον δήθεν αποκλεισμό υποψηφίων ερευνητών από τους φακέλλους του Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου των Εξωτερικών.
Η πραγματικότητα, Αξιότιμε κ. Διευθυντά, είναι μία και μοναδική. Εκείνο, που ενοχλεί, είναι ότι, σε αντίθεση με το παρελθόν, όταν πρόσβαση στα αρχεία είχαν μόνο οι «ημέτεροι», μονοπωλώντας την έρευνα, σήμερα έχουν οι πάντες, μεταξύ των οποίων και η ιδία η συντάκτρια του κειμένου, ως συνομολογεί, αλλά και διάφοροι άλλοι, που διαμαρτύρονται –συμπαριστάμενοι δήθεν, από κακώς εννοούμενη συναδελφική αλληλεγγύη– σε λιγότερους της δεκάδας ερευνητές – σε σύνολο 480 για το παρελθόν έτος. Σε έρευνα για τα κατά καιρούς διατυπωθέντα «παράπονα» διεπιστώθη αρμοδίως ότι το αντικείμενο της ερεύνης των διαφόρων επίδοξων δημίων μου ήταν άσχετο με την παρ’ ημίν τηρουμένη διπλωματική αλληλογραφία.
Περαιτέρω, όσον αφορά στην αρθρογραφία μου στο Βήμα της Κυριακής, για την οποία έχει στο παρελθόν λάβει επίσημη θέση ο εκπρόσωπος Τύπου του Υπουργείου των Εξωτερικών, επικαλούμαι εκ νέου την κοινή λογική. Καθίσταται αντιληπτό, ότι δεν θα μπορούσα να επεκταθώ ιδιωτικώς ή δημοσίως για τον λόγο για τον οποίο ενδεχομένως επί μακρόν κάποιοι φάκελλοι παραμένουν κλειστοί. Αναρωτιέμαι, όμως: Εάν εγώ η ιδία, η οποία δέχομαι την πολιτική εντολή να διατηρήσω το απόρρητο για κάποιους φακέλλους, χρησιμοποιήσω το περιεχόμενο αυτών, και δη αρθρογραφώντας(!), επί επτά συναπτά έτη, δεν θα έπρεπε να κληθώ να απολογηθώ; Να τιμωρηθώ γι’ αυτό; Πόσες κυβερνήσεις διαφόρων παρατάξεων γνώρισε αυτός ο τόπος κατά την παρελθούσα επταετία; Όλες επέτρεψαν σε εμένα ό,τι απαγορεύουν σε έτερους ερευνητές, και δη την κοινοποίηση των διπλωματικών απορρήτων στον Τύπο; Τα συμπεράσματα εκ νέου δικά σας.
Επιπροσθέτως, σε ό,τι αφορά στα Αρχεία Bad Arolsen και τον Οργανισμό ITS, που τα διέπει βάσει της Συμφωνίας της Βόννης (1955), στον οποίο εκπροσωπώ τη χώρα μας, έχοντας πρωτοστατήσει στην αποδέσμευσή τους στην έρευνα, σας ενημερώνω ότι πρόκειται για φακέλλους 17,5 εκατομμυρίων θυμάτων Ολοκαυτώματος και καταναγκαστικής εργασίας, ανάμεσά τους και πολλών χιλιάδων συμπολιτών μας Ελλήνων. Η κύρωση της απόφασης για την αποδέσμευσή τους από το Ελληνικό Κοινοβούλιο ελήφθη ομόφωνα τον Ιούλιο του 2007. Σας θυμίζω ότι η χώρα μας κατεκαίετο με πυρκαγιές από άκρη σε άκρη και ουδείς λόγος μπορούσε να γίνει για δέσμευσή μας να καταβάλουμε το ποσόν των 300.000 ευρώ για την αντιγραφή δίσκου με τους 55 εκατομμύρια φακέλλους, χωρίς να συνυπολογίζεται στο προαναφερθέν υπέρογκο χρηματικό ποσόν η εγκατάσταση ηλεκτρονικού εξοπλισμού ικανού για τη διαχείριση του εν λόγω Αρχείου.
Άλλωστε, το αυτό σκεπτικό εξέφρασαν έτερα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη της Συμφωνίας, που δεν αντιμετώπιζαν, ούτε αντιμετωπίζουν σήμερα τη δεινή οικονομική κατάσταση, την οποία διέρχεται η χώρα μας, και, πράγματι δεν αιτήθηκαν να εξασφαλίσουν αντίγραφα. Επιπλέον, το γεγονός ότι σε τρία διαφορετικά σημεία του πλανήτη, συγκεκριμένα δε στο Bad Arolsen της Γερμανίας, στα Ιεροσόλυμα (Ίδρυμα Yad Vashem) και στις ΗΠΑ (Ηolocaust Memorial Museum της Ουάσινγκτον) μπορεί οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος ερευνητής να έχει πρόσβαση ακόμα και ηλεκτρονικά/διαδικτυακά στα εν λόγω αρχεία αντισταθμίζει το πλεονέκτημα της εθνικής «ιδιοκτησίας» των δεδομένων.
Εν κατακλείδι, το ότι κατηγορούμαι ως εθνικίστρια, το αφήνω στη δική σας κρίση. Η συμμετοχή μου στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και οι αγώνες μου είναι γνωστοί. Σε ό,τι αφορά την αντικειμενικότητά μου ως ιστορικού, λάβετε υπ’ όψη ότι αυτή αποδεικνύεται από την ορθή τεκμηρίωση των στοιχείων, που παρατίθενται λεπτομερώς σε όλες μας τις εκδόσεις.
Εάν, όμως, στον χαρακτηρισμό μου ως εθνικίστριας υποκρύπτεται η πραγματικά σημαντική προσφορά μου στα εθνικά θέματα, τότε ας αναρωτηθεί κανείς περαιτέρω ποιοι ακριβώς δόλιοι, άρρωστοι εγκέφαλοι, εξυπηρετούνται από την κατάταξη του αισθήματος της αγάπης για την πατρίδα και της συναίσθησης ευθύνης σε εθνικιστικό παραλήρημα…
Τα οιοδήποτε αξιώματα, που προφανώς ενοχλούν τους εντεταλμένους και άκρως υπόπτων συμφερόντων επικριτές μου, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι έρχονται ως φυσική κατάληξη μίας προσωπικής πορείας και ενός επώδυνου αγώνα ζωής. Θα μπορούσε κανείς να δεχθεί και ωσαύτως να αποδεχθεί σε ψυχολογικό τουλάχιστον επίπεδο το ρηθέν «Eίναι κρίμα, που για να είσαι καλός πατριώτης, πρέπει να γίνεις εχθρός της ανθρωπότητος» (Voltaire), αλλά σε ημεδαπό επίπεδο είναι τώρα πιο επιβεβλημένο από ποτέ όλοι, από οποιοδήποτε μετερίζι αγωνιζόμαστε για τούτον εδώ τον τόπο, να είμαστε, αν μη τι άλλο, ειλικρινείς. Η κριτική ήταν και είναι τεράστιο δώρο για την εξέλιξη ενός ανθρώπου… Η συκοφαντία, όμως, όχι… Τόσο απλά…
Μετά τιμής
Φωτεινή Τομαή
Η Άννα Μαρία Δρουμπούκη ανταπαντά:
«Απαντώντας» με ανακρίβειες και βαρύγδουπα τσιτάτα, θεωρώ ότι η Φ. Τομαή εκτίθεται. Συγκεκριμένα:
Υποκρίνεται: Ενώ προφανώς γνωρίζει ότι ήδη έχω επισημάνει λεπτομερώς και δημόσια, στο The Books Journal,* τα πιο ζουμερά λάθη της, την αβάσταχτη ελαφρότητα της τεκμηρίωσης, σιωπά! Από τον Νοέμβριο περιμένουμε απάντηση…
Διαστρεβλώνει: Τα ανέκδοτα σε διεθνή φόρα ασφαλώς δεν αφορούν τη γενοκτονία, αλλά την Greek representative και τα ευφάνταστα αποφθέγματα και ευρήματά της: από τη «σάουνα» στο Άουσβιτς –το οποίο τάχα απελευθερώθηκε από τους Αμερικανούς– μέχρι τη συγκίνηση για τη νεκρή γάτα της, που της θύμιζε τον πόνο που προκάλεσε το Ολοκαύτωμα.
Τέλος, αυτοδιαψεύδεται: Αποποιείται την ευθύνη για γκάφες της σε δημοσιεύματα, που όλα σχεδόν φέρουν μόνο το όνομά της, κρύβεται πίσω από συνεργάτες που πριν αγνοούσε. Παρεμπιπτόντως: εναντίον της εκκρεμεί αγωγή για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και πλαστογραφία.
* Βλ. goo.gl/wLwmN Όσο για τις συνθήκες στο Αρχείο του Υπ.Εξ. ξαναπαραπέμπω, απλώς, στο άρθρο των Αντώνη Λιάκου, Χάγκεν Φλάισερ και Γιάννη Στεφανίδη, Αthens Review of Books, Ιανουάριος 2010 (goo.gl/EbmyN)
Άννα Μαρία Δρουμπούκη
Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.