ME AΦΟΡΜΗ ΤΟ 35ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΓΣΕΕ-1
του Τζανλούκα ντε Άντζελις και της Λίζα Ντοριγκάτι
μετάφραση από τα ιταλικά: Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης

Έργο του Ρούντολφ Σλίχτερ, 1923
Η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία ξέσπασε το 2007 και εντάθηκε, ιδίως στις χώρες της νότιας Ευρώπης, μετά την κρίση του εθνικού χρέους, θέτει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και την εκπροσώπηση του κόσμου της εργασίας ενώπιον μιας πολύπλοκης και μεγάλης πρόκλησης. Από τη μια μεριά, επιταχύνοντας διαδικασίες οι οποίες είχαν γίνει ήδη έκδηλες στο πεδίο της εκπροσώπησης και των εργασιακών σχέσεων και, από την άλλη, θέτοντας νέα ερωτήματα στο πεδίο της δημοκρατίας.
Για παράδειγμα, η παρέμβαση των ευρωπαϊκών θεσμών έδωσε μια νέα ώθηση στις διαδικασίες απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και αποδιάρθρωσε εκείνα τα συστήματα τα οποία είχαν ακόμα ως ραχοκοκαλιά τους τις συλλογικές συμβάσεις. Ας σκεφτούμε την περίπτωση της Ιταλίας και την εισαγωγή, μετά από την άμεση απαίτηση εκ μέρους των ευρωπαϊκών θεσμών, υπό τη μορφή μιας επιστολής που στάλθηκε από τον πρώην διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ζαν-Κλωντ Τρισέ, και τον διάδοχό του, τον Μάριο Ντράγκι, στην κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, η οποία βρισκόταν τότε στην εξουσία, του άρθρου 8 του Προϋπολογισμού του 2011, με το οποίο δίνεται η δυνατότητα οι επιχειρησιακές συμβάσεις να παρακάμπτουν όχι μόνο τις συλλογικές συμβάσεις, αλλά και την ίδια τη νομοθεσία. Παρόμοια μέτρα πάρθηκαν και στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία, όπου, σήμερα, οι εταιρικές συμβάσεις υπερισχύουν των συλλογικών.
Έπειτα, η περίοδος της ύφεσης φανέρωσε την αδυναμία των συνδικαλιστικών οργανώσεων και την ακαταλληλότητά τους να προασπίσουν τα δικαιώματα των μη τυπικών εργαζόμενων. Σε διάφορες χώρες, οι δειλές προσπάθειες επέκτασης της κοινωνικής προστασίας σε υποκείμενα τα οποία ως τότε ήταν αποκλεισμένα δεν μπόρεσαν να κρύψουν την αδυναμία των δικτύων κοινωνικής προστασίας να καλύψουν τους εργαζόμενους εκείνους οι οποίοι ήταν οι πιο ευάλωτοι και απείχαν περισσότερο από το μοντέλο του εργαζόμενου του μεγάλου εργοστασίου φορντικού τύπου. Ακόμα κι εκείνες οι προσπάθειες οι οποίες θεωρήθηκαν πιο επιτυχείς, λόγω της ικανότητάς τους να αντιμετωπίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης στη δομή της απασχόλησης, από τη μια μεριά προάσπισαν τους επονομαζόμενους core workers, από την άλλη, όμως, υποβοήθησαν τη μαζική έξοδο από την αγορά εργασίας των μη τυπικών εργαζόμενων. Ο κίνδυνος, σε αυτή την περίπτωση είναι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις να θεωρηθούν ότι υπεραμύνονται πάλι μόνο ενός τμήματος του κόσμου της εργασίας: εκείνου που είναι το πιο προστατευμένο, μια κατηγορία η οποία επιτείνεται, σε κάποιες περιπτώσεις, και από την έντονη αντίθεση των συνδικάτων στη διεκδίκηση εργαλείων κοινωνικής ένταξης όπως, για παράδειγμα, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Μια άλλη αδυναμία, της οποίας η σημασία εντάθηκε από την κρίση, φανερώνεται στο πεδίο της διεθνοποίησης της συνδικαλιστικής δραστηριότητας. Οι εθνικές λύσεις γίνονται όλο και πιο ακατάλληλες την περίοδο της παγκόσμιας αναδιοργάνωσης των παραγωγικών διαδικασιών και απέναντι στη βαρύτητα που αποκτούν οι διεθνείς οικονομικές οργανώσεις στη ζωή των ανθρώπων, κι όμως, παρ’ όλα αυτά, στην περίοδο της κρίσης οι απαντήσεις ήταν κυρίως εθνικές. Τα ευρωπαϊκά συνδικάτα επέδειξαν μια ουσιαστική αδυναμία να προσφέρουν συντονισμένες απαντήσεις στην οικονομική κρίση και στις πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Από τη μια μεριά, εντάθηκε στα συνδικαλιστικά κινήματα των πιο «ισχυρών» κρατών η ιδέα της άμυνας των ιδιαίτερων εθνικών συστημάτων από τις ευρωπαϊκές παρεμβάσεις (ο επονομαζόμενος lonely road, η μοναχική οδός, η οποία συζητείται ιδίως στις βόρειες χώρες, ως μια μέθοδος άμυνας των δικών τους μοντέλων κοινωνικού κράτους και βιομηχανικών σχέσεων). Από την άλλη μεριά, έχουν ανακύψει ισχυρές διαφωνίες, ιδίως στο ζήτημα της διαχείρισης της κρίσης των εθνικών χρεών, μεταξύ των συνδικαλιστικών κινημάτων των κρατών που διαθέτουν θετικό εμπορικό ισοζύγιο κι εκείνων των χρεωμένων κρατών.
Τέλος, η κρίση φανέρωσε και κάποιες πρωτόγνωρες προκλήσεις. Η προοδευτική φτωχοποίηση του ευρωπαϊκού πληθυσμού και του παραγωγικού ιστού συνοδεύονται, εκ των πραγμάτων, από μια πρωτοφανή διάβρωση της εθνικής κυριαρχίας των κρατών. Η ισχύς της οικονομικής τεχνοκρατίας έχει καταλάβει τον χώρο της πολιτικής εξωθώντας, στο πεδίο του δημόσιου διαλόγου, σε μια διολίσθηση από την «αξία» των επιλογών στη «μέθοδο» των επιλογών, κάτι το οποίο αφορά όχι μόνο τα παραδοσιακά κόμματα, αλλά και τους συνδικαλιστικούς θεσμούς και τους θεσμούς αντιπροσώπευσης. Η πιθανή διέξοδος από αυτό τον μονόδρομο δεν μπορεί παρά να περνά από το να θέσουμε στο επίκεντρο της συζήτησης τις νεοφιλελεύθερες αξίες, οι οποίες κατευθύνουν, σήμερα, την «καλή κυβέρνηση». Αυτό ισχύει ιδίως για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπου η επιστροφή στη δημοκρατία δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να επικρέμεται ο εκβιασμός της χρεωκοπίας.
Πίνγκμπακ: Τα συνδικάτα σε ύφεση: τα πολλά ευρωπαϊκά μέτωπα | Lalio203's Blog