Κύριε Μούιζνιεκς, «η χώρα μας κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση»…

Standard

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Αντιφασιστική αφίσα του Ισπανικού Εμφυλίου

Αντιφασιστική αφίσα του Ισπανικού Εμφυλίου

Αν υπάρχει ένα «κλειδί» για να διαβάσει κανείς τις 37 σελίδες της Έκθεσης Μούιζνιεκς για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα,1 αυτό είναι η διαρκής αντιπαραβολή νόμου (ή νομοθετικών κενών) και πράξης, η οποία και διατρέχει ολόκληρο το κείμενο. Γράφτηκε ότι η Έκθεση αποτελεί «κόλαφο». Όντως. Αποδέκτης της, όμως, δεν είναι η Χρυσή Αυγή, όπως μπορεί να θεωρήσει κανείς με μια επιπόλαιη ανάγνωση. Κείμενα του είδους της Έκθεσης απευθύνονται πρωτίστως στο ανώτατο «συλλογικό» όργανο, το οποίο ασκεί δημόσια διοίκηση στο ελληνικό κράτος — σε αυτό, δηλαδή, που έχει και τον πρώτο λόγο για το νόμο και την πράξη. Ο κόλαφος, λοιπόν, αφορά εξολοκλήρου την ελληνική κυβέρνηση.

Αναγκαία επισήμανση: ο Μιούζνιεκς δεν είναι κάποιο ακραίο στοιχείο, απόγονος των Κομμουνάρων ή ένας σύγχρονος Πασιονάριος, που παρεισέφρησε, γύρευε πώς, στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Υπήρξε συμπρόεδρος του λετονικού FirstParty, που περιγράφεται ως φιλελεύθερο-συντηρητικό, με βάση δε το βιογραφικό του ο ίδιος είναι μάλλον «κεντρώος». Έχει βαρύνουσα σημασία, λοιπόν, ότι η Έκθεση, από το χέρι κάποιου κατά τεκμήριο μετριοπαθή, αποδοκιμάζει διαδοχικά: τις δηλώσεις του πρωθυπουργού περί «ανακατάληψης των πόλεων» και του υπουργού ΠΡΟ.ΠΟ. περί «βόμβας στα θεμέλια του κράτους»· την αδιαφορία της Βουλής ενώ βουλευτές της Χρυσής Αυγής εκφράζουν λόγο μίσους· την ακύρωση του νόμου για την ιθαγένεια από το ΣτΕ και τη μη ανέγερση τεμένους και μουσουλμανικού νεκροταφείου, αν και σχετική σύσταση υπάρχει από το 2002· την «εξευτελιστική» πρακτική που ακολουθείται για τους αιτούντες άσυλο, τις «απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες διαβίωσης που αντιμετωπίζουν οι κρατούμενοι μετανάστες». Έχει επιπλέον σημασία ότι η Έκθεση δεν προτείνει μόνο την απαγόρευση της Χρυσής Αυγής, βάσει διεθνούς σύμβασης του 1966 (ΙCERD, αρ. 4β), η οποία κυρώθηκε το 1970 (επί Χούντας!), και η οποία έχει υπερ-νομοθετική ισχύ κατά το Σύνταγμα (αρ. 28, παρ. 1).2 Προτείνει, επίσης, την περίληψη αυτορρυθμιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση του ρατσισμού στον Κανονισμό της Βουλής (αρ. 77)· τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου μηχανισμού καταγγελιών αστυνομικής αυθαιρεσίας· «την εξαίρεση από τις θέσεις αρχών επιβολής του νόμου οποιουδήποτε μέλους του προσωπικού τους διαπράττει αδικήματα με ρατσιστικά κίνητρα ή υποστηρίζει αντιδημοκρατικές εκδηλώσεις του ελληνικού νεοναζιστικού κόμματος». Και, τέλος, ζητάει «να δοθεί τέρμα στην πολιτική της συστηματικής κράτησης όλων των παράτυπων μεταναστών και να προβλεφθούν εναλλακτικές της κράτησης λύσεις στην ελληνική νομοθεσία και πράξη», αφού η κράτηση είναι «εξαιρετικά πολυδάπανη και μη αποτελεσματική». Συνέχεια ανάγνωσης

Η Μακρόνησος του Ολιβιέ Ζισουά

Standard

της Μάρως Δούκα

Η ταινία «Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας» του Ολιβιέ Ζισουά, προβάλλεται αυτή τη βδομάδα: στην Ταινιοθήκη στην Αθήνα και στην αίθουσα Παύλος Ζάννας στη Θεσσαλονίκη. Η πρεμιέρα έγινε την Πέμπτη, και αξίζει να σημειώσουμε τις θερμές αντιδράσεις του κοινού, με τα δάκρυα στα μάτια — και ιδίως των Μακρονησιωτών. Δημοσιεύουμε σήμερα, με μια μικρή περικοπή, τα όσα είπε η Μάρω Δούκα στη συζήτηση που ακολούθησε. Θυμίζουμε επίσης τη συνέντευξη του σκηνοθέτη Ο. Ζισουά στον Κώστα Τερζή, στην προηγούμενη Αυγή της Κυριακής (14.4.2013).

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας

Χαρακτικό του Χρίστου Δαγκλή

Χαρακτικό του Χρίστου Δαγκλή

Τρεις σκέψεις, βλέποντας το Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας, ένα δοκίμιο τεκμηρίωσης, ευθύβολο, λιτό: ένα αριστούργημα.

Σκέψη πρώτη: Η ομορφιά που δεν είναι μόνο ομορφιά. Πίσω από το εμβληματικά ωραίο τοπίο: ο πόνος, ο τρόμος, η φρίκη. Όπως και έπειτα από το βιβλικό θέαμα της πυρηνικής έκρηξης, ο θάνατος. Όπως και μέσα στο χορό της φωτιάς, τα αποκαΐδια.

Να σιχαθείς για πάντα το γαλάζιο; Να καταραστείς τη θάλασσα; Ή να υποψιάζεσαι μόνο, όπου κι αν είσαι, με όποιους κι αν είσαι, την ομορφιά;

Σκέψη δεύτερη: Αν οι χιλιάδες «υπό εθνικήν αναμόρφωσιν», στα ξερονήσια και στις φυλακές, ούτε προφήτες ούτε ήρωες ούτε εσταυρωμένοι, λογαριάζονταν μόνο ως άνθρωποι, με την πείνα, τη δίψα, τον πόνο, το ασήκωτο φορτίο. Κι αν ύψωναν απ’ της ψυχής τους τα μεγάφωνα, ως πρώτιστο καθήκον, κόντρα στον σαδισμό των βασανιστών, τη φωνή: –Αλλού τα κόλπα σας υπάνθρωποι! Με τον Προμηθέα Δεσμώτη εμείς, ή με τον Ναζωραίο, ή με τον Σπάρτακο, θα λογαριαστούμε αλλιώς.

Σκέψη τρίτη: Η διαρκής, η μέσα, η αβάστακτη Μακρόνησος. Οι σύντροφοί σου σε λένε «δηλωσία». Να σε αποδιώχνουν. Να σε περιφρονούν. Οι «αναμορφωτές» σου να σε λένε «ανανήψαντα». Να σε εξευτελίζουν. Να σε δείχνουν.

Και οι αρουραίοι, τη δουλειά τους αυτοί, στους τάφους-αντίσκηνα. Και θυμάμαι μια παράγραφο από τον Λοιμό του Α. Φραγκιά: Συνέχεια ανάγνωσης

Δώστε βήμα στους άνεργους!

Standard

του Χριστόφορου Κάσδαγλη

Το «Ημερολόγιο ενός ανέργου» είναι μια διαδικτυακή συλλογική καμπάνια, με σκοπό να δώσει φωνή και λόγο στους άνεργους και τις άνεργες: να γράψουν, να μιλήσουν, να ανεβάσουν φωτογραφίες και βίντεο και άλλα πολλά. Θεωρώντας εξαιρετικά σημαντικό και το ζήτημα και την ιδέα του εγχειρήματος, ζητήσαμε από τον εμπνευστή του, Χριστόφορο Κάσδαγλη, να μας το περιγράψει.

 ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Το Ημερολόγιο ενός ανέργου

 «Δεν βρίσκω δουλειά ούτε στην… επιφάνεια εργασίας μου»

Χιουμοριστική-αυτοσαρκαστική ατάκα από το Ημερολόγιο ενός ανέργου

 chrisssΤο «Ημερολόγιο ενός ανέργου» (imerologioanergou.gr), που ήδη συμπλήρωσε δυο βδομάδες λειτουργίας με μεγάλη ανταπόκριση, έρχεται να μας βγάλει από την αμεριμνησία μας και να μας ξεβολέψει.

Σε μια συνέντευξή μου στο περιοδικό δρόμου Σχεδία, διατυπώθηκε η επιφύλαξη ότι πάλι μιλάμε για την κακή όψη των πραγμάτων, γι’ αυτά που ξέρουμε και όχι για κάποια θετική πρόταση που θα δώσει ελπίδα. Απάντησα πως Όχι, καθόλου δεν τα ξέρουμε! Έχουμε μια αφηρημένη εικόνα της ανέχειας και του αδιεξόδου των ανέργων, αλλά δεν έχουμε ιδέα από τα πραγματικά περιστατικά, από τα ψυχολογικά και πρακτικά δράματα. Αποφεύγουμε να μιλήσουμε και ν’ ακούσουμε για ό,τι σοβεί γύρω μας με την ένταση μιας αποτρόπαιης ανθρωπιστικής κρίσης.

Άλλη δημοσιογράφος, Ολλανδέζα αυτή, διατύπωσε την εξής συναφή απορία: «Οι ελληνικές εφημερίδες είναι προφανώς γεμάτες από ιστορίες ανέργων. Τι παραπάνω μπορεί να προσθέσει αυτή η καταγραφή;». Η απάντηση ήταν πως κάνει λάθος, τα ελληνικά ΜΜΕ αποφεύγουν να γράψουν για όλ’ αυτά, πρώτα πρώτα γιατί θεωρούν το θέμα αντιεμπορικό, έπειτα γιατί «οι άνεργοι δεν διαθέτουν αγοραστική δύναμη» και, τέλος, επειδή τέτοιες ιστορίες υπονομεύουν την εικόνα που θέλουν να δώσουν, ότι πάμε καλύτερα και οσονούπω βγαίνουμε από το τούνελ.

Μιλάμε λοιπόν για την ανεργία και όχι για τον άνεργο. Μιλάμε για τα νούμερα αλλά όχι για τους ανθρώπους. Για τους δείκτες, αλλά όχι για τις οικογένειες και τα δράματα που κρύβονται πίσω απ’ αυτούς. Για να είμαι ειλικρινής, όταν ξεκινούσε το μεγάλο κοινωνικό και ιντερνετικό πείραμα της δημιουργίας ενός εκτεταμένου ελληνικού δικτύου ανέργων μας διέφευγε αυτή η πλευρά — τη θεωρούσαμε αυτονόητη. Συνέχεια ανάγνωσης

Να κλαις γοερά και σταματημό να μην έχεις

Standard

της Μαρίας Πετρίτση

nea petrΟ λόφος του Φιλοπάππου, ή λόφος Μουσών, βρίσκεται απέναντι από την Ακρόπολη. Δίπλα του υψώνονται ο λόφος του Αστεροσκοπείου, ή λόφος Νυμφών, και ο λόφος της Πνύκας. Στην κορυφή του υπάρχει το μνημείο Φιλοπάππου, το οποίο έστησε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ο ύπατος Φιλόπαππος και βάφτισε το λόφο. Ο ίδιος κατηγορήθηκε για υπεροψία όταν άφησε εντολή να ταφεί εκεί, έτσι ώστε μετά θάνατον η τελευταία κατοικία του να βρίσκεται στο ίδιο ύψος με τα μνημεία των Θεών που ορθώνονται στους απέναντι λόφους. Χάρη στις ευεργεσίες του στο κράτος των Αθηνών, και στην ευρύτερη προσφορά του στα κοινά, οι Αθηναίοι σεβάστηκαν το θέλημά του.

Το 2002, στο πλαίσιο της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Xώρων Αθηνών, ξεκίνησε μια προσπάθεια ο λόφος να περιφραχθεί, να είναι επισκέψιμος με ωράριο, και στα σχέδια ήταν και η ένταξή του στο ενιαίο εισιτήριο των χώρων της ενοποίησης. Το ελληνικό κράτος αποφάσισε πως έπρεπε να εκμεταλλευτεί οικονομικά την ευρύτερη περιοχή, όπου άλλοτε αγόρευαν ρήτορες και συναθροίζονταν πολίτες για να συζητήσουν περί Δημοκρατίας και κοινών, δίνοντας έτσι ένα σύγχρονο νόημα στην τραγική ειρωνεία, που ουδεμία σχέση είχε πλέον με αυτήν του Αισχύλου και του Σοφοκλή.

Το κίνημα των κατοίκων που αναπτύχθηκε αμέσως έβαλε φρένο σε αυτά τα σχέδια και η πρόσβαση στο λόφο παραμένει ελεύθερη. Οι λόφοι δεν έγιναν μουσεία. Από απέναντι, οι Θεοί χαμογελούν. Ο αττικός ουρανός λάμπει.

Στους πρόποδες του λόφου υπάρχουν χαράδρες, βράχια και δύσβατα μονοπάτια. Ο τόπος στολίζεται από πεύκα, πουρνάρια και ελιές. Ο αέρας μυρίζει φρέσκο χώμα. Αλλιώτικο εδώ το μεγαλείο. Εκεί που ξεκινά η αναρρίχηση για τα ιερά μνημεία ο διαβάτης συναντά κάποιες χαμηλοτάβανες, φυσικές σπηλιές. Βράχια και πέτρες με ασύμμετρη είσοδο και τραχύ θόλο. Σπηλιές όπου άλλοτε φώλιαζαν ζώα, προστατευμένα κι ευλογημένα από τους Θεούς. Συνέχεια ανάγνωσης

Βασανιστήρια, ψυχικός τραυματισμός και αντιστάσεις

Standard

ΑΠΟ ΤΗ ΧΟΥΝΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

Βασανιστήρια, ΕΑΤ-ΕΣΑ, Σπύρος Μουστακλής: λέξεις άρρηκτα συνδεδεμένες με τη χούντα. Δεν είναι όμως λόγοι ιστορικής μνήμης που μας κάνουν να ασχολούμαστε με τα βασανιστήρια, καθώς κάθε άλλο παρά περασμένη ιστορία μπορούν να θεωρηθούν στις αρχές του 21ου αιώνα. Μιλήσαμε λοιπόν για τον βασανισμό, τις επιπτώσεις του, τους βασανιστές, την εξουσία με τον ψυχίατρο Δημήτρη Πλουμπίδη, αναπληρωτή καθηγητή ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

 συνέντευξη του Δημήτρη Πλουμπίδη

Αντιδικτατορική αφίσα της Διεθνούς Ένωσης Σπουδαστών, την εποχή της χούντας (Συλλογή Γιάνη Γιανουλόπουλου-Αρχείο ΕΜΙΑΝ).

Αντιδικτατορική αφίσα της Διεθνούς Ένωσης Σπουδαστών, την εποχή της χούντας (Συλλογή Γιάνη Γιανουλόπουλου-Αρχείο ΕΜΙΑΝ).

Τα βασανιστήρια είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που μας έρχονται αμέσως στο μυαλό, μιλώντας για τη χούντα…

Η φράση «γίνονται βασανιστήρια» δεν ειπώθηκε ποτέ από τους ιθύνοντες. Δεν μπορούσαν να το πουν ανοιχτά, γιατί τα βασανιστήρια απαγορεύονταν ρητά από τις διεθνείς συμβάσεις. Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, διαβάζουμε στην εισηγητική έκθεση του Γ.Α. Μαγκάκη στη Βουλή, για το σχέδιο νόμου «Περί ποινικού κολασμού των βασανιστηρίων» το 1984, ότι όλα τα ελληνικά Συντάγματα τα απαγόρευαν, αρχίζοντας από το Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1821, ενώ το Σύνταγμα του 1975 προβλέπει και την τιμωρία των βασανιστών. Ούτε καν ένα δικτατορικό καθεστώς δεν μπορεί με υπερηφάνεια να δηλώσει ότι βασανίζει. Μην ξεχνάτε, και ο Λεπέν, που ήταν βασανιστής στην Αλγερία, είχε πει: «Μα τι λέτε! Μόλις άρχιζαν να μιλάνε, σταματάγαμε αμέσως» (να τους βασανίζουμε)… Τα βασανιστήρια όμως αφήνονταν να εννοηθούν, υπήρχαν ως απειλή, για όποιον δεν ήταν υπάκουος.

Τα βασανιστήρια της χούντας, αλλά και η χούντα συνολικότερα, είναι μια συνέχεια, μια «αναπαραγωγή» της εμφυλιακής Ελλάδας. Έτσι, είχαμε κυρίως σωματικό βασανισμό: ξύλο, απομόνωση σε κακές συνθήκες, πρόκληση σωματικού πόνου, εκφοβισμό και ταπείνωση. Δεν είχαμε, όσο ξέρω, «λευκά κελιά», αισθητηριακή αποστέρηση, βασανιστήρια τύπου Γκουαντάναμο. Είχαμε τα «παραδοσιακά» βασανιστήρια.

 Πώς ορίζουμε το βασανιστήριο;

Θα έλεγα ότι βασανιστήριο έχουμε όταν, με τον φυσικό πόνο και με την εκμηδένιση των ψυχολογικών αντιστάσεων, επιδιώκεται το χάσιμο των ορίων που στηρίζουν την προσωπικότητά και η «συνεργασία» του βασανιζόμενου στο έργο της ανάκρισης.

 Αν πάμε τώρα στην άλλη πλευρά, ποιοι είναι αυτοί που γίνονται βασανιστές;

Υπάρχει το ωραίο φιλμ που βασίστηκε στην έρευνα της Μίκας Φατούρου για τους ΕΣΑτζήδες («Ο γιος του γείτονά σου: Πώς κατασκευάζεται ένας βασανιστής», 1982). Βέβαια, το φιλμ έγινε αφού έπεσε η Χούντα, όταν οι τέως βασανιστές ήταν μετέωροι στο νέο κοινωνικό περιβάλλον.

Δέχομαι το γενικό συμπέρασμα της Φατούρου: ο βασανιστής μπορεί να είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Υπό κάποιες συνθήκες, πολλοί άνθρωποι μπορούν να γίνουν βασανιστές. Όλοι; Θα έλεγα όχι. Χρειάζονται κάποια ειδικά στοιχεία, λ.χ. κάποιες δόσεις σαδισμού, που δεν τα έχουν όλοι. Δεν πρόκειται όμως για ξεχωριστό είδος ανθρώπων — αν τους δεις χωρίς εξουσία, πολύ συχνά είναι ανθρωπάκια. Συνέχεια ανάγνωσης

Η Χρυσή Αυγή ως «μαζικό κόμμα» αποτελεί νέο φαινόμενο

Standard

συνέντευξη του Χριστόφορου Βερναρδάκη

Ο Χρυσαυγίτης και το "πουλί"

Ο Χρυσαυγίτης και το «πουλί»

Η εκλογική, αλλά και η γενικότερη επιρροή της Χρυσής Αυγής πρέπει να αναχθεί στη Χούντα, στην παράδοση της ελληνικής ακροδεξιάς ή πρόκειται για νέο φαινόμενο;

Δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει προφανώς τις εκλεκτικές συγγένειες της σημερινής Χρυσής Αυγής με την παράδοση του παρακράτους και της Άκρας Δεξιάς στην Ελλάδα, καθώς επίσης και με το κράτος της απριλιανής δικτατορίας. Ωστόσο, η Χρυσή Αυγή ως «μαζικό κόμμα» είναι ένα νέο φαινόμενο. Απαντά σε καινούργια «αιτήματα», είναι φαινομενικώς τουλάχιστον «αντισυστημική» (και όχι το ίδιο το «σύστημα», όπως ήταν η παράδοση του μετεμφυλιακού παρακράτους και το κράτος της δικτατορίας), έχει καινούργια ακροατήρια. «Ακουμπά» στην εκλογικο-πολιτική γεωγραφία της παλιάς μετεμφυλιακής Δεξιάς, η κοινωνική της επιρροή ωστόσο συντίθεται από «νέα» ιδεολογικά υλικά.

Εκτιμάς ότι, στις συνθήκες της κρίσης, πρώτον συντηρητικά και δεύτερον λαϊκά στρώματα μπορούν να στρέφονται στην ακροδεξιά ή σε λύσεις αυταρχικές, μέσα από την απαξίωση της δημοκρατίας;

Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο σενάριο έχει πολλές πιθανότητες πραγματοποίησης. Κάθε κρίση τέτοιας έκτασης, όπως η σημερινή, παρέχει γενικά δύο εναλλακτικές διεξόδους. Η πρώτη είναι η δημοκρατική διέξοδος της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η δεύτερη είναι η διέξοδος ενός αυταρχικού κοινωνικού αυτοματισμού, που θα μεταφέρει τα βάρη στην πλάτη του «άλλου». Η δεύτερη περίπτωση συμβαβίζει με τη διαμόρφωση αυταρχικών πολιτικών δομών και την κυριάρχηση αντιδραστικών τάσεων. Σε μια πρώτη φάση δεν είναι η πιθανότερη, αλλά είναι απολύτως πιθανή αν η πρώτη εναλλακτική αποτύχει (για διάφορους λόγους). Συνέχεια ανάγνωσης

Από τον γύψο των συνταγματαρχών στη «μνημονιακή δημοκρατία»: 4 ερωτήματα

Standard
Χαυτεία, 17.11.1973

Χαυτεία, 17.11.1973

Η φετινή επέτειος της 21ης Απριλίου είναι η πρώτη που βρίσκει τους νεοναζιστές στο Κοινοβούλιο, ενώ παράλληλα η συρρίκνωση πολιτικών, κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων είναι προωτοφανής για την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Θελήσαμε λοιπόν να συζητήσουμε μια σειρά ερωτήματα που είναι στην καθημερινή ατζέντα: τι σημαίνει η απαξίωση της μεταπολίτευσης, αν ζούμε μια «νέα χούντα», τι σημαίνει η συρρίκνωση της δημοκρατίας και πώς πρέπει να την αντιμετωπίσει η Αριστερά, αν ο αυταρχισμός της μνημονιακής εποχής, αλλά και η άνοδος της Ακροδεξιάς αποτελούν «αναβιώσεις» ή νέα φαινόμενα; Απευθυνθήκαμε έτσι στην Αθηνά Αθανασίου (κοινωνική ανθρωπολόγο) την Ελένη Βαρίκα (ιστορικό, Paris VIII), τον Κωστή Κορνέτη (ιστορικό, New York University-NYU), τον Ηλία Νικολακόπουλο (πολιτικό επιστήμονα, Πανεπιστήμιο Αθηνών), τον Μιχάλη Σπουρδαλάκη (πολιτικό επιστήμονα, Πανεπιστήμιο Αθηνών), τον Δημήτρη Σαραφιανό (δικηγόρο), τον Γιάννη Χαμηλάκη (αρχαιολόγο, University of Southampton), Δημήτρη Χριστόπουλο (νομικό, Πάντειο Πανεπιστήμιο). Τους θέσαμε, σε όλους και όλες, τα τέσσερα ερωτήματα που ακολουθούν. Τις απαντήσεις τους, τις διαβάζετε στη συνέχεια. Tους ευχαριστούμε θερμά, όλους και όλες για την ανταπόκρισή τους.

Τα τέσσερα ερωτήματα

1. Το 1974 σηματοδοτεί μια καθοριστική τομή σε πολλά επίπεδα, ταυτόχρονα όμως στοιχεία της χούντας επιβιώνουν. Ποια είναι η κληρονομιά της χούντας που επιβιώνει και ποια η σημασία της;

2. Τα τελευταία χρόνια, από πολλές πλευρές, η μεταπολίτευση αμφισβητείται, ως περίοδος κυριαρχίας του λαϊκισμού, της χαλάρωσης, της διαφθοράς, του κομματισμού κ.ο.κ., που οδήγησε στη σημερινή κρίση. Στην προσέγγιση αυτή συμπίπτουν απόψεις από πολύ διαφορετικές αφετηρίες — από την ακροδεξιά μέχρι νεοφιλελεύθερους και υποστηρικτές του Μνημονίου. Πώς πιστεύετε ότι πρέπει να αποτιμήσουμε τη μεταπολίτευση;

3. Μαζί με την ιδεολογική αυτή αμφισβήτηση, παρακολουθούμε σήμερα την ανατροπή βασικών κατακτήσεων της μεταπολίτευσης, μαζί με την έξαρση του αυταρχισμού. Το σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73» φωνάζεται όλο και περισσότερο

στις διαδηλώσεις, ενώ συναντάμε διάχυτη την αντίληψη ότι ζούμε μια «χούντα». Πρώτον, πιστεύετε ότι ζούμε μια «νέα χούντα»; Δεύτερον, γιατί υπάρχει και ενισχύεται αυτή η αντίληψη; Τρίτον, ποια πρέπει να είναι η στάση της Αριστεράς, αφενός απέναντι στη συρρίκνωση της δημοκρατίας και τον αυταρχισμό, αφετέρου στην αντίληψη περί «νέας χούντας»;

4. Βλέπουμε επίσης να αναβιώνουν ιδεολογήματα και όροι όπως ο «εχθρός λαός», ένας νέος αντικομμουνισμός, ένας τιμωρητικός-ιατρικός λόγος κλπ. Για όλα αυτά αλλά και για τη δυναμική εμφάνιση της Χρυσής Αυγής έχει σημασία να αναζητήσουμε τις ιστορικές συνέχειες, τις κληρονομιές λ.χ. της χούντας; Ή πρέπει να τα δούμε ως νέα φαινόμενα που εδράζονται στο σήμερα και στην κρίση;

Διαβάστε τις απαντήσεις:

Ηλίας   Νικολακόπουλος
Μιχάλης  Σπουρδαλάκης
Ελένη Βαρίκα
Δημήτρης Σαραφιανός
Κωστής  Κορνέτης
Αθηνά Αθανασίου
Γιάννης Χαμηλάκης
Δημήτρης  Χριστόπουλος Συνέχεια ανάγνωσης

Ακροδεξιά πολιτική παράδοση: ισχυρή και διαχρονικά παρούσα

Standard

21.4.1967-21.4.2013: Απαντήσεις σε τέσσερα ερωτήματα-1

του Ηλία Νικολακόπουλου

Δημοσθένης Κοκκινίδης, «Ιούνιος», 1967

Δημοσθένης Κοκκινίδης, «Ιούνιος», 1967

1. Η μετάβαση στη δημοκρατία, τον Ιούλιο του 1974, χαρακτηρίζεται από ένα προσεκτικά διαμορφωμένο ισοζύγιο μεταξύ ρήξης και συνέχειας, σε σχέση με το αυταρχικό προδικτατορικό καθεστώς. Ρήξη σε θεσμικό αλλά και πραγματικό επίπεδο, αφού για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία διαμορφώθηκε ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς το οποίο λειτουργεί χωρίς εξωγενείς περιοριστικούς παράγοντες.

Ταυτόχρονα όμως τα στοιχεία συνέχειας με το προδικτατορικό παρελθόν ήταν εμφανή, και όχι μόνο στο ηγετικό πολιτικό προσωπικό της μεταπολίτευσης. Γι’ αυτό άλλωστε και στον επίσημο πολιτικό λόγο, αυτό που γιορτάζεται στις 24 Ιουλίου δεν είναι η αρχή ενός νέου δημοκρατικού καθεστώτος, αλλά η «αποκατάσταση» της δημοκρατίας. Το κρισιμότερο ίσως στοιχείο στο πεδίο της συνέχειας είναι ότι δεν υπήρξε κανένας επίσημος στιγματισμός ούτε καν σαφής οριοθέτηση ως προς τους συνεργασθέντες με το δικτατορικό καθεστώς. Και αυτό γιατί σε αρκετούς τομείς η δικτατορία δεν ήταν παρά η ακραία και παραμορφωμένη –μέχρι βαρβαρότητας– εκδοχή του προδικτατορικού αυταρχισμού. Αυτό επομένως που ορισμένοι χαρακτηρίζουν ως «κληρονομιά της χούντας» δεν είναι παρά η διαχρονικά παρούσα ακροδεξιά πολιτική παράδοση, το εύρος και η εμβέλεια της οποίας συχνά υποτιμάται.

2. Καταρχάς απαιτείται μια εννοιολογική διευκρίνιση: η «μεταπολίτευση» ως διαδικασία μετάβασης και εδραίωσης ενός δημοκρατικού-κοινοβουλευτικού καθεστώτος πρέπει να θεωρείται πλήρως ολοκληρωμένη τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, με την οριστική αποχώρηση όλων των πρωταγωνιστών της από την ενεργό πολιτική. Επομένως, οι κριτικές που αφορούν, στην πραγματικότητα, την ποιότητα και τις στρεβλώσεις της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, κακώς αναφέρονται στην «μεταπολίτευση», δημιουργώντας μια σύγχυση μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας. Και για μεν την Ακροδεξιά η σύγχυση αυτή είναι απολύτως ηθελημένη, αφού κατατείνει στον εξαγνισμό της δικτατορίας. Λιγότερο κατανοητή είναι η στόχευση που έχει η νεοφιλελεύθερη κριτική, η οποία αποδίδει στη «μεταπολίτευση» την κατηγορία του «λαϊκισμού», δηλαδή αυτό που εκλαμβάνει ως αριστερή ιδεολογική ηγεμονία κατά τη μακρά μεταδικτατορική περίοδο. Αναφερόμενη όμως και αυτή γενικά στη «μεταπολίτευση», οδηγείται εκ των πραγμάτων στην έμμεση αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας. Συνέχεια ανάγνωσης

Oι επικαιροποιημένες παρακαταθήκες της Χούντας

Standard

21.4.1967-21.4.2013: Απαντήσεις σε τέσσερα ερωτήματα-2

του Μιχάλη Σπουρδαλάκη

To περίφημο "πουλί"

To περίφημο «πουλί»

1. Η ελεγχόμενη και από τα πάνω μετάβαση στη δημοκρατία το 1974, παρά τις σημαντικές ανατροπές και νεωτερισμούς που επέφερε στο μετεμφυλιακό και μεταδιδακτορικό κράτος, δεν ανέτρεψε ριζικά νοοτροπίες και συμπεριφορές, κατεστημένες για δεκαετίες. Στερεοτυπικές, αν όχι φολκλορικές, αντιλήψεις και ερμηνείες (λ.χ. τα προβλήματα γίνονται αντιληπτά ως αποτέλεσμα των ελληνικών ιδιοτυπιών, που αποδίδονται στην εγωιστική αντικοινωνικότητα και οκνηρία των «Νεοελλήνων» κ.ά.) παγιώθηκαν, υποκαθιστώντας κριτικές αναλύσεις των χαρακτηριστικών του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, ενώ ταυτόχρονα το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης δεν ξεπέρασε τις λογικές μηδενικού αθροίσματος. Κατά συνέπεια, η υπερπολιτικοποίηση που χαρακτήρισε τη μεταπολίτευση και τον κομματικό ανταγωνισμό ήταν ουσιαστικά απολίτικη, αφού δεν γειώνονταν στις κοινωνικές/ταξικές διαιρετικές τομές και τη δυναμική τους.

2. Η μεταπολίτευση, παρά τις αντιφάσεις, τις αντινομίες της και τους κομματικούς/πολιτικούς περιορισμούς που επέβαλε στην κοινωνική συμμετοχή σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των θεσμών, γεγονός που επέβαλε το κρατικοβαρές πρότυπο μετάβασης στη δημοκρατία, πρέπει να αποτιμηθεί θετικά. Και τούτο ισχύει γιατί, πέρα από τη γρήγορη, σχετικά ομαλή και εν τέλει αποτελεσματική μετάβαση και παγίωση στη δημοκρατική νομιμότητα (κάτω από τις διαδικασίες που καθόριζε το κράτος δικαίου), οδήγησε σε θεσμοθέτηση ενός σημαντικού πλέγματος φιλελεύθερων, δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Είναι αυτά τα δικαιώματα που σήμερα τόσο οι νεοφιλελεύθεροι και οι συνοδοιπόροι τους, διαφόρων προελεύσεων και ιδιοτελειών, όσο και εκείνοι που κατά παράδοση αντιστέκονται στον Διαφωτισμό, αν και φυσικά από διαφορετικές αφετηρίες ορμώμενοι, συγκλίνοντας, επιδιώκουν τη μέχρι εξαφανίσεως απομείωσή τους. Δυστυχώς, τα συμφέροντα που στη συγκυρία ωφελούνται από αυτή τη σύγκλιση αποκαλύπτουν ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις, οι οποίες απειλούν την δημοκρατία. Συνέχεια ανάγνωσης

Μεταπολίτευσηή το «κράτος του δήμου»;

Standard

21.4.1967-21.4.2013: Απαντήσεις σε τέσσερα ερωτήματα-3

της Ελένης Βαρίκα

 fasian1. Η σημαντική τομή που σηματοδότησε η μεταπολίτευση δεν περιορίζεται στο τέλος της δικτατορίας. Για πολλούς, αποτέλεσε υπόσχεση και ελπίδα κατάργησης του βάναυσα αντικομμουνιστικού και ανελεύθερου καθεστώτος που είχε εγκαθιδρυθεί μετά την ήττα του Εμφυλίου: της ποινικοποίηση των ιδεών, των τιμωρητικών στρατοπέδων, της επαγγελματικής απαγόρευσης και των πιστοποιητικών εθνικοφροσύνης, της αστυνόμευσης των πολιτών, της εκλογικής βίαςκαινοθείας, τηςκαταστολήςτουεργατικού κινήματος — ενός καθεστώτος που εγκατέστησε μακρόχρονα στην καρδιά του κρατικού και ιδιαίτερα του κατασταλτικού μηχανισμού την αυθαίρετη εξουσία των συνεργατών και δοσιλόγων της ναζιστικής Κατοχής.

Αυτή η πολιτική κληρονομιά, την οποία η χούντα ήρθε να υπερασπίσει ενάντια στους αγώνες της δεκαετίας του ’60, και ενάντια στην οποία ορθώθηκαν τα κινήματα της μεταχουντικής περιόδου, είναι αυτή που επιβιώνει και αναβιώνει στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού, καθώς και στον σημερινό κυβερνητικό λόγο, την τιμωρητική κυβερνητική πολιτική και, κυρίως, στην άνοδο του νεοναζισμού.

2. Η πρώτη περίοδος της μεταπολίτευσης σήμανε ένα πρωτοφανές ξέσπασμα πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, εργατικών και φοιτητικών κινητοποιήσεων, κινημάτων όπως το φεμινιστικό, κάποιων δειλών αλλά επίμονων αντιαυταρχικών απαιτήσεων της νεολαίας που συνέθεταν την απαίτηση μιας ριζικής αλλαγής. Η μεταπολίτευση, όπως δηλώνει ο όρος, υπήρξε αλλαγήπολιτεύματος, όχι όμως όπως υποστηρίζεται ενίοτε, «βελούδινη» μετάβαση στη δημοκρατία. Οι επίσημοι και μη διεκδικημένοι νεκροί της κρατικής βίας της μεταπολίτευσης αμφισβητούν μια τέτοια αμνησία, από τον μαθητή Σιδέρη Ισιδωρόπουλο και τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά μέχρι τα ξεχασμένα θύματα των διαδηλώσεων του Πολυτεχνείου και τις εκδικητικές σκευωρίες κατά ανένταχτων και ασυμβίβαστων αγωνιστών, όπως ο Γιάννης Σερίφης. Η μεταπολίτευση ήταν ίσως «περίοδος χαλάρωσης» για τους νοσταλγούς του ΕλλάςΕλλήνωνΧριστιανών, αλλά όχι για όσους και όσες έζησαν την εμπόλεμη ατμόσφαιρα με τις αύρες να σαρώνουν το κέντρο της Αθήνας. Είναι μάλλον περίοδος ομαλοποίησης και ένταξης ενός τμήματος της Αριστεράς στους κανόνες της αστικής δημοκρατίας, που θα καταλήξει σε έναν εκ των άνω εκδημοκρατισμό-εξευρωπαϊσμό των θεσμών, που περνάει από την περιθωριοποίηση, αποσιώπηση ή ενσωμάτωση της συσσωρευμένης δίψας για ριζική αλλαγή: το κράτοςτουδήμου, αυτό ήταν και είναι, νομίζω, το ζητούμενο, και όχι η αναζήτηση «έντιμων» πολιτικών ή αρχηγών της Αστυνομίας, που να αποφασίζουν αδέκαστοι πότε και πόσες αύρες θα στείλουν. Συνέχεια ανάγνωσης

Ποια ιστορική περίοδο αναπολούν όσοι αμφισβητούν τη μεταπολίτευση;

Standard

21.4.1967-21.4.2013: Απαντήσεις σε τέσσερα ερωτήματα-4

του Δημήτρη  Σαραφιανού

Σύνθημα σε τοίχο της Αθήνας, 2013

Σύνθημα σε τοίχο της Αθήνας, 2013

1. Η περίοδος της χούντας είναι θεσμικά παρούσα σε διάφορα επίπεδα, από νομοθετήματα που δεν έχουν ρητώς καταργηθεί και χρησιμοποιούνται κατά καιρούς από την εκτελεστική εξουσία, παρότι προσβάλλουν ευθέως συνταγματικές διατάξεις, όπως το Βασιλικό Διάταγμα 794/71 και το Προεδρικό Διάταγμα 269/72 Περί διαδηλώσεων (π.χ. στη Χαλκιδική, τον Νοέμβριο του 1997) μέχρι αποικιοκρατικές νομοθεσίες, όπως ο μεταλλευτικός κώδικας ή ο αναγκαστικός νόμος 89/67 περί κινήτρων αλλοδαπών επιχειρήσεων. Άλλωστε, και ο Ποινικός Κώδικας, αλλά και το ελληνικό Σύνταγμα περιέχουν διατάξεις που αντανακλούν το μετεμφυλιακό κλίμα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Το γεγονός ότι ουδέποτε καταργήθηκαν οι ρυθμίσεις αυτές, αλλά αντίθετα εφαρμόζονται συστηματικά είτε για την ποινικοποίηση διαδηλώσεων και απεργιών (όπως τα αδικήματα της διατάραξη κοινής και οικιακής ειρήνης, της παράνομης βίας κλπ.), είτε για τη ρύθμιση των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας, είτε ακόμα και ερμηνευτικά για τον προσδιορισμό της «εθνικής ταυτότητας», αναδεικνύει ότι η κληρονομιά αυτή είναι ζωντανή και πρόσφορη προς χρήση.

2. Η μεταπολίτευση σφραγίστηκε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την ένταση των ταξικών εργατικών αγώνων από το 1975 έως και το 1979. Μέσω αυτών ο λαός βγήκε στο προσκήνιο (πολλές φορές σε αντίθεση με τις επίσημες συμβιβαστικές κατευθύνσεις των κομμάτων της Αριστεράς) και επέβαλε στην αστική τάξη της χώρας και στο πολιτικό προσωπικό της να παράσχουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, αλλά και περισσότερα δικαιώματα για την πλατιά πλειοψηφία. Περαιτέρω, με τη μεταπολίτευση καθιερώθηκε ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο δεν είχαν ρόλο το παλάτι και ο στρατός — ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι χάρη στους αγώνες που προαναφέραμε δεν ακολουθήθηκε στην Ελλάδα το μοντέλο που ακολούθησε η Τουρκίας μετά το πραξικόπημα του 1980. Συνεπώς, όσοι αμφισβητούν την σημασία της μεταπολίτευσης φέρουν το βάρος να αποδείξουν ποια είναι η ιστορική περίοδος της Ελλάδας που αναπολούν: Το μετεμφυλιακό κράτος; Ή η περίοδος του Μεσοπολέμου με τα συνεχή πραξικοπήματα; Συνέχεια ανάγνωσης

Πόσο «επιβιώνει» η χούντα;

Standard

21.4.1967-21.4.2013: Απαντήσεις σε τέσσερα ερωτήματα-5

του Κωστή Κορνέτη

220px-Gpap1. H χούντα εξέθρεψε νοοτροπίες και καταστάσεις που επιβιώνουν εν μέρει μέχρι σήμερα. Από τo αστικό τοπίο που καταστράφηκε με την απελευθέρωση των συντελεστών δόμησης και τα μεγάλα κιτς ξενοδοχεία, μέχρι τους αγρότες που συνήθισαν να τους χαρίζονται τα χρέη. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα κατάλοιπα των λαϊκιστικού τύπου παροχών του χουντικού καθεστώτος προς συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες, που αποσκοπούσαν στην εξαγορά κάποιου είδους ανοχής, αν όχι στήριξης. Η χούντα όμως επιβιώνει και στο γεγονός πως η Ελλάδα από το 1974 και μέχρι και σήμερα έπρεπε να καλύψει το τεράστιο χαμένο έδαφος της επταετίας σε επίπεδο πολιτικού πολιτισμού, ατομικών ελευθεριών, κουλτούρας και αισθητικής. Οι όποιες στρεβλώσεις δημιουργήθηκαν στη περίφημη μεταπολίτευση ήταν η άμεση συνέπεια των στρεβλώσεων της ίδιας της χούντας. Όπως εύστοχα έλεγε ο Χρήστος Βακαλόπουλος, «από την 21η Απριλίου και μετά η ελληνική κοινωνία εγκατέλειψε τον εαυτό της και δεν γύρισε πίσω ποτέ».

2. Καταρχάς, ο όρος «μεταπολίτευση» είναι άκρως προβληματικός. Θα έπρεπε να περιοριστεί στην περίοδο της μετάβασης στη δημοκρατία, δηλαδή το 1974-75 ή έστω το 1974-1981, αν θεωρήσουμε πως η εμπέδωση του εκδημοκρατισμού έγινε με την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Η μετέπειτα περίοδος θα μπορούσε να ονομαστεί Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, όπως εξάλλου έχουν προτείνει διάφοροι μελετητές, έτσι ώστε να αποφύγουμε τις γενικότητες, τη σχηματικότητα και όλο το νοηματικό αλαλούμ που δημιουργεί ο όρος-ομπρέλα «μεταπολίτευση», που υπονοεί ένα είδος αέναης μετάβασης. Η συνολική αποτίμηση αυτής της σαραντάχρονης πλέον περιόδου είναι εξαιρετικά δύσκολη, ακριβώς επειδή θα έπρεπε να την αναλύσουμε τμηματικά. Σίγουρα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, πέρα από τα λάθη, τις κατακτήσεις της που ήταν πολλές: από την κατάργηση της βασιλείας, τον εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας και τη δημιουργία κράτους πρόνοιας, μέχρι την αναδιανομή του εισοδήματος, τη διεύρυνση των μεσαίων στρωμάτων και τη γενική άνοδο του βιοτικού επιπέδου.

3. Ασφαλώς δεν ζούμε μια «νέα χούντα», παρά το γεγονός πως η σημερινή πολιτική κατάσταση έχει αρκετά από τα μετα-δημοκρατικά χαρακτηριστικά ενός καθεστώτος «εκτάκτου ανάγκης». Είναι όμως σαφές πως η Ελλάδα δεν βρίσκεται υπό στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς, ολοκληρωτικού ή άλλου τύπου. Θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί με τη χρήση των όρων, γιατί διαφορετικά οι λέξεις σχετικοποιούνται και χάνουν τη σημασία και το ειδικό τους βάρος. Ο λόγος που το σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73» έχει τόσο μεγάλη πέραση σχετίζεται με το γεγονός πως ανήκει στην κατηγορία της λεγόμενης «αξιακής πλαισίωσης» (framing), κοινώς μιας στρατηγικής νοηματοδότησης της πραγματικότητας, που έχει στόχο να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τα συλλογικά υποκείμενα. Συνέχεια ανάγνωσης

Η «κοινοτοπία» του φασισμού και η βαριά κληρονομιά του «μετα-»

Standard

21.4.1967-21.4.2013: Απαντήσεις σε τέσσερα ερωτήματα-1

της Αθηνάς Αθανασίου

papadopoulos1. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μορφές του άταφου πτώματος, των επανειλημμένων ταφών και της αμφιλεγόμενης κληρονομιάς επιστρατεύονται στην ιστορικοποίηση της μεταπολίτευσης. Όταν επανεξετάζουμε τη μετάβαση στη δημοκρατία σήμερα –στον καιρό της κρίσης, της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του νεοναζισμού και της πιο συντηρητικής κυβέρνησης της μεταπολίτευσης– το ζήτημα του τέλους της δικτατορίας τίθεται και ως ερώτημα για τους αδιόρατους, άτυπους, επίμονους τρόπους με τους οποίους πλευρές της επιβιώνουν. Το ότι η χούντα με κάποιους τρόπους επιβιώνει μέσα στα διάχυτα ανθεκτικά της υπολείμματα δεν σημαίνει και ότι δεν έχει τελειώσει, με μια έννοια. Είναι όμως τελεσίδικα νεκρή; Πώς στοιχειώνει το ζωντανό παρόν; Έχει διακόπτη off ο φασισμός; Αυτή είναι άλλωστε η προβληματική για την ενοχλητικά παράδοξη μορφή του «φαντάσματος» που μας έχει προσφέρει ο Ζακ Ντεριντά, όταν θέτει το ερώτημα: «Πώς μπορεί να είναι εδώ, εκ νέου, όταν ο χρόνος του έχει παρέλθει. Η χούντα, λοιπόν, έχει τελειώσει αλλά η κληρονομιά της επιβιώνει, με διάφορες μορφές, στο πολιτικό μας παρόν: στον αυταρχισμό, στην καταστολή, στην αποψίλωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, στη νέα εθνικοφροσύνη, στην επέλαση του νεοναζισμού.

2. Η εναντίωση στη μεταπολίτευση επιστρατεύεται από το ηγεμονικό μπλοκ διαχείρισης της κρίσης ως υπέρτατο τεκμήριο πολιτικής και εθνικής ορθότητας. Επιστρατεύεται μάλιστα ως τεχνολογία αντι-κριτικής, με τη μορφή του αυταρχικού ιδεολογικού δόγματος: όσοι/ες διαφωνούν με την τρέχουσα πολιτική διευθέτηση είναι υποστηρικτές του «λαϊκισμού», της «οπισθοδρόμησης», των «διεφθαρμένων συντεχνιών», και, μετωνυμικά, της μεταπολίτευσης. Συνέχεια ανάγνωσης

Ιατρικός λόγος, βιοπολιτική και εθνική ρητορεία, τότε και τώρα

Standard

21.4.1967-21.4.2013: Απαντήσεις σε τέσσερα ερωτήματα-7

του Γιάννη Χαμηλάκη

Από τις γιορτές της Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων

Από τις γιορτές της Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων

Παρότι δεν παραγνωρίζω την τεράστια σημασία που είχε σε πολλά επίπεδα η πτώση της Χούντας, έχω την αίσθηση πως, όσον αφορά το επίπεδο της ιδεολογίας, μάλλον για συνέχειες πρέπει να μιλάμε, και όχι τόσο για τομές. Δεν νομίζω πως ο κεντρικός πυρήνας της εθνικής αφήγησης, έτσι όπως διαμορφώθηκε τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα και έπειτα, έχει αλλάξει δραστικά, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις. Το ιδεολόγημα της συνέχειας της εθνικής υπόστασης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η ανωτερότητα του ελληνικού έθνους, η ιεροποίηση του κλασικού παρελθόντος, η απαξιωτική ή και συχνά ρατσιστική αντιμετώπιση άλλων λαών, η σύνθεση ελληνισμού και Ορθοδοξίας, προϋπήρξαν της επταετίας, και συνέχισαν να υφίστανται, με κάποιες τροποποιήσεις, και μετά την πτώση της, έως και τις μέρες μας.

Υπάρχει όμως μια ιδιαίτερη διάσταση αυτού που ονομάσατε «κληρονομιά της χούντας», η οποία χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Μιλώ για την καθαρά φυλετική και ρατσιστική νοηματοδότηση του έθνους, την έμφαση στη βιολογία και στον «ιατρικό» λόγο· ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τη ρητορική του έθνους ως ασθενούς που έχει άμεση ανάγκη χειρουργικής επέμβασης. Είναι γνωστό πως η κυρίαρχη εθνική αφήγηση, έτσι όπως διαμορφώθηκε στο σχήμα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, έδινε έμφαση στην πολιτισμική υπόσταση και συνέχεια του ελληνισμού και όχι στη γενετική-βιολογική. Όμως η βιολογική διάσταση ήταν παρούσα, και σε ορισμένες χρονικές στιγμές έβρισκε τρόπους έκφρασης, είτε μέσα από τη ρητορική πολιτικών ηγετών και διανοουμένων είτε μέσα από επιστημονικές μελέτες γενετικού και φυσικο-ανθρωπολογικού χαρακτήρα. Η επταετία ήταν μια τέτοια χρονική στιγμή. Συνέχεια ανάγνωσης

Το μάθημα της «αδιαιρετότητας των δικαιωμάτων»

Standard

21.4.1967-21.4.2013: Απαντήσεις σε τέσσερα ερωτήματα-8

του Δημήτρη Χριστόπουλου

AFIEROMA-2

Δημοσθένης Κοκκινίδης, «Σάκης Καράγιωργας», 1970

1. Η ταραγμένη πολιτειακή ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, με αποκορύφωση τη δικτατορία, αφήνει δύο κατηγοριών ανοιχτούς λογαριασμούς αυταρχισμού στην πολιτική κουλτούρα των δικαιωμάτων. Στην πρώτη, τοποθετούνται επιβιώσεις που σχετίζονται με το ότι η πολιτική κουλτούρα ενός συστήματος έχει δικούς της μηχανισμούς αναπαραγωγής, σε ένα βαθμό –ενίοτε πολύ υπολογίσιμο– αυτονομημένους από το πολίτευμα. Ο αυταρχισμός δεν είναι υγρό, του οποίου η ροή σταματά όταν το πολίτευμα αλλάζει· είναι αέριο που μολύνει την ατμόσφαιρα, ακόμη και όταν σταματήσει να εκπέμπεται επισήμως.

Στη δεύτερη κατηγορία, εντοπίζονται επιβιώσεις που σχετίζονται με το νωπό παρελθόν των εκτροπών. Η αρχή της πλειοψηφίας στην Ελλάδα υλοποιήθηκε ουσιαστικά μεταπολεμικά για πρώτη φορά το 1974, κληροδοτώντας ένα πλειοψηφικό υπόβαθρο πρόσληψης των δικαιωμάτων: σχηματικά, «δικαίωμα ενάντια στην πλειοψηφική βούληση δεν νοείται». Αυτό το συμπαγές ιδεολογικό εποικοδόμημα σπάνια κλονίστηκε και, όποτε συνέβη, υπήρξαν λυσσαλέες αντιδράσεις – όπως στην υπόθεση των ταυτοτήτων. Εν μέρει, βέβαια, η αντίληψη αυτή εδράζεται σε ένα υποκριτικό υπόστρωμα: υστερούν τα δικαιώματα των μειονοτήτων, εθνοτικών και θρησκευτικών, όχι εν γένει τα δικαιώματα των μειοψηφιών. Υπάρχουν μειοψηφίες που περνάνε μια χαρά στην Ελλάδα.

2. Το ότι η μεταπολίτευση, στη συγκυρία της χρεοκοπίας, έχει ενδυθεί με έναν πολιτικό λόγο αυτομαστίγωσης και αυτοενοχοποίησης δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι μετρά πρωτοφανή θεσμικά εγγυητικά κεκτημένα στην ελληνική πολιτική ιστορία. Η «μεταπολίτευση» είναι μια πολιτική διαδικασία, υπό την έννοια της διαρκούς επιτέλεσης. Είναι διαρκώς ανοιχτή, καθώς εξ ορισμού ο αγώνας για πολιτική δημοκρατία δεν νοείται τετελεσμένος. Η μεταπολίτευση, εγγενώς και πάντα, θα είναι ατελής — πολλώ δε μάλλον σήμερα, που πολλά από τα αυτονόητα κεκτημένα της καταργούνται. Συνέχεια ανάγνωσης

Φασισμός, δημοκρατία και νεοφιλελευθερισμός

Standard

ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ ΝΕΟΦΑΣΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΟΥΝΤΑ

 του Ματτέο Αλμπανέζε

μετάφραση: Μαρία Καλαντζοπούλου

Αντιδικτατορική αφίσα του Γιώργου Αργυράκη

Αντιδικτατορική αφίσα
του Γιώργου Αργυράκη

Εξαιτίας της διεθνούς κρίσης που απλώνεται στον κόσμο τα τελευταία έξι χρόνια, ζούμε μια νέα «άνθηση» φασιστικών κινημάτων και ομάδων. Στην Ελλάδα ειδικά, η Χρυσή Αυγή κατόρθωσε μια απίστευτη εκλογική επιτυχία στις εκλογές του 2012. Η Χρυσή Αυγή όμως είναι μια παλιά οργάνωση και μπορούμε εύκολα να ιχνηλατήσουμε τις ρίζες της στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Εκείνη την εποχή, το 1979, ένας μικρός αριθμός «ακτιβιστών», που στο μέλλον θα γίνονταν Χρυσαυγίτες, ήταν παρόντες σε συνάντηση που οργάνωσε η Νέα Ευρωπαϊκή Τάξη (NouvelleOrdreEuropéenne, NewEuropeanOrder, NOE). Η ΝΟΕ ήταν μια διεθνής οργάνωση που ιδρύθηκε στη δεκαετία του 1960 με στόχο να συνενώσει όλες τις φασιστικές ομάδες της Ευρώπης ώστε να αναπτύξουν κοινή στρατηγική. 1

Για ποια στρατηγική όμως επρόκειτο; Η στρατηγική αυτή αρθρωνόταν κυρίως σε δύο σημεία: Πρώτα απ’ όλα, να συμβάλουν στον πόλεμο ενάντια στον κομμουνισμό και, δεύτερον, να προετοιμάσουν μια νέα φασιστική περίοδο για το σύνολο της Ευρώπης. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των ομάδων που απάρτιζαν τη ΝΟΕ αποτελούσε το ότι, στην πραγματικότητα, ήταν φιλοευρωπαϊστές — με τον δικό τους ιδιόρρυθμο τρόπο, φυσικά! Ήταν γιοι και κόρες (και κυρίως γιοι, θα έλεγα) της ήττας του 1945. Οι φασιστικές νέες γενιές μεγάλωσαν σ’ έναν πολωμένο κόσμο, διαιρεμένο ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις, τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Κι έτσι, ανέπτυξαν ένα όνειρο και μια πρακτική. Όπως συμβαίνει πάντα, αυτά τα δύο αποδείχθηκε πως ήταν πολύ διαφορετικά το ένα από το άλλο.

Το όνειρο ήταν να χτίσουν μια φασιστική Ευρώπη, ανεξάρτητη κι απ’ τα δύο στρατόπεδα. Να χτίσουν ένα έθνος, ριζωμένο στις παραδοσιακές ιδέες της τάξης και της πειθαρχίας, ένα έθνος εξουσιαζόμενο, όπως συνήθιζε να λέει ο Πόπερ, από «ανθρώπους φτιαγμένους από χρυσό» — σύμφωνα με τον πλατωνικό μύθο των μετάλλων.

Οι πρακτικές αυτών των κινημάτων ήταν αρκετά διαφορετικές: βία ενάντια σε αριστερούς αγωνιστές, βομβιστικές ενέργειες σε δημόσιους χώρους που οδηγούν σε μακελειό, έτσι ώστε να δημιουργήσουν πανικό και να δικαιολογήσουν ένα πραξικόπημα — πάντα σε συνεργασία με τους μηχανισμούς του κράτους. Συνέχεια ανάγνωσης

Οι “δυναμικές ενέργειες” και ο αγώνας κατά της χούντας

Standard

Οι βόμβες, οι κεντρώοι και δεξιοί αντιδικτατορικοί υπέρ των “δυναμικών ενεργειών”, οι θυελλώδεις συζητήσεις, οι διαφωνίες, η Αλγερίνικη Επανάσταση, ο Τσε, η διάσπαση

του Παύλου Κλαυδιανού

Αντιδικτατορική αφίσα του Ρήγα Φεραίου, σχεδιασμένη από τον Θανάση Σκρουμπέλο

Αντιδικτατορική αφίσα του Ρήγα Φεραίου, σχεδιασμένη από τον Θανάση Σκρουμπέλο

Οι μορφές πάλης που θα χρησιμοποιούσε η αντίσταση για να πέσει η χούντα υπήρξαν από τα πιο κρίσιμα ζητήματα και προκάλεσαν μεγάλες διαφωνίες. Το κεντρικό ερώτημα ήταν: Ποιες δυνάμεις θα συμμαχούσαν να ανατρέψουν τη χούντα; Το αντιστασιακό μαζικό κίνημα; Πόσο και ποιες δυναμικές μορφές πάλης θα χρησιμοποιούσε; Θα προσέβλεπε στη συνεργασία και με δυνάμεις του στρατού, για να ανατραπεί η χούντα; Από την αρχή ή στην πορεία του αγώνα; Ή στο τελικό στάδιο; Ερωτήματα που ανάλογα το πώς θα τα απαντούσε κανείς, αντιστασιακή οργάνωση ή κόμμα, έπρεπε να επιλέγει και τις αντίστοιχες συμμαχίες ή χώρους που θα επεδίωκε να αναπτυχθούν αντιστασιακές ομάδες, π.χ. στον στρατό.

Αν κάποιος συμπεριλάμβανε στο σχέδιό του τον στρατό, δεν μπορούσε να παρακάμψει και την ανάγκη συνεννόησης ή κάποιας μορφής συνεργασίας και με δυνάμεις όχι μόνο του Κέντρου αλλά κυρίως της αντιδικτατορικής Δεξιάς και, μετά το κίνημα του bασιλιά, ακόμη και με βασιλόφρονες αξιωματικούς.

Εν τω μεταξύ, αυτή η συζήτηση γινόταν παράλληλα με μια άλλη εξίσου κρίσιμη, επηρεαζόμενες μεταξύ τους, ποιος θα είναι ο χαρακτήρας του αντιστασιακού αγώνα. Θα ήταν απλά αντιδικτατορικός, για την αποκατάσταση της δημοκρατίας; Μήπως, μάλιστα, της δημοκρατίας της προδικτατορικής και του πολιτικού προσωπικού της, το οποίο είχε και μεγάλες ευθύνες; Ο αγώνας, ύστερα, δεν θα ήταν και αντιιμπεριαλιστικός; Δεν θα έθετε, επιπλέον, και ζητήματα, στόχους, που ιδίως οι κομμουνιστές δεν πρέπει να ξεχνάμε όταν συμμετέχουμε και οργανώνουμε ευρύτερους αγώνες, Π.χ. ανατροπές και κοινωνικούς στόχους, ακόμη και αντικαπιταλιστικούς μέσα στους οποίους οι δυνάμεις της εργασίας θα αναγνώριζαν τον εαυτό τους; Αυτά ήταν μια άλλη πηγή που τροφοδοτούσε τις διαφωνίες και συζητήσεις της περιόδου για τις συμμαχίες.

Οι δυναμικές μορφές. Μέσα σ’ αυτό το κουβάρι ζητημάτων οι μορφές πάλης, ιδίως οι δυναμικές μορφές πάλης, είχαν ξεχωριστή θέση γενικά στο κόμμα, δηλαδή το ενιαίο και ιστορικό ΚΚΕ. Πολύ περισσότερο τις συζητούσε η νεολαία, στα νεότερα σε ηλικία μέλη του κόμματος ή των αντιστασιακών οργανώσεων ευρύτερα. Ποιες απ’ αυτές θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε; Με τι στόχο; Πού θα τις εντάσσαμε; Με τι προφυλάξεις; Αν τις επιλέγαμε θα τις οργάνωνε κάθε ξεχωριστή οργάνωση; Ή μήπως θα έπρεπε να έχουμε και ειδικές προφυλαγμένες ομάδες για δυναμικές ενέργειες που δεν θα είχαν σχέσεις με τις κανονικές οργανώσεις; Συνέχεια ανάγνωσης

Η άλλη αντίσταση στη χούντα

Standard

του Ανδρέα Ζεμπίλα

Σήμερα μπορεί να είναι εύκολο να φτιάξεις αμμωνίτες. Κάτι το ίντερνετ, κάτι τα φυλλάδια που κυκλοφορούν, αυτά τα εκρηκτικά μπορείς να τα φτιάξεις στην κουζίνα σου. Τότε, όμως, την άνοιξη του 1967, δεν ξέραμε ούτε την ονομασία τους. Αλλά καθώς η μπότα των συνταγματαρχών βάραινε στον σβέρκο, έπρεπε να γίνει κάτι παραπάνω από τα κειμενάκια διαμαρτυρίας. Σύντομα αποδείχθηκε ότι η παραδοσιακή Αριστερά, τραυματισμένη από τα απανωτά λάθη της περιόδου 1944-1949, εγκλωβισμένη στην αυταπάτη της «πάση θυσία» νομιμότητας, δεν ήθελε να περάσει σε πιο μαχητικές μορφές αντίστασης. Παχιά λόγια και δεσμεύσεις, που ξεφούσκωναν σε λίγες μέρες.

Έτσι, μερικές εκατοντάδες, άντε λίγες χιλιάδες, θελήσαμε να αντισταθούμε στη χούντα με κάτι παραπάνω από φραστικές καταγγελίες. Νέοι, άπειροι, χωρίς βοήθεια από πουθενά, ξεκινήσαμε από το τίποτα για να στήσουμε ένοπλες οργανώσεις απέναντι στα τανκς των συνταγματαρχών. Άλλοι το έλεγαν ένοπλη αντίσταση, άλλοι μαχητική αντίσταση ή αντάρτικο πόλης. Έπειτα από βάσανα και περιπέτειες στήθηκαν κάποιες στοιχειώδεις υποδομές. Αναφέρω εδώ την 20ή Οκτώβρη, την ομάδα Άρης του Ρήγα Φεραίου και τη Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση (ΛΕΑ), στην οποία είχα ενταχθεί. Συγνώμη που δεν έχω χώρο να μνημονεύσω εδώ και πολλές άλλες, από όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα. Συνέχεια ανάγνωσης

Μια χαρακιά στο πρόσωπο

Standard

του Αγάπιου Λάνδου

 schmidt-rottluff_01_330Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί σύνθεση αποσπασμάτων από μια συνέντευξη του David Zirin (στο τηλεοπτικό κανάλι Democracy Now) και ένα άρθρο του ίδιου (στο περιοδικό Nation). Ο Ζιρίν, μόνιμος συνεργάτης του Νationγια ζητήματα αθλητισμού και μαθητής του Χάουαρντ Ζιν, μας μιλάει για το τραύμα που αφήνει η βομβιστική επίθεση στον Μαραθώνιο της Βοστόνης, αλλά και για το όραμα της συλλογικότητας που ενσάρκωνε ο αγώνας αυτός. Ένα τραύμα που δεν θα το ξεπεράσουμε εύκολα, αλλά, από την άλλη, δεν μπορεί να συνοψίζει, στο μέλλον, όλη τη λαμπρή ιστορία του Μαραθώνιου της Βοστόνης, που υπήρξε, εδώ και 126 χρόνια, ένα έπος της συλλογικότητας.

Αν διαλέξαμε αυτά τα παλλόμενα από πάθος κείμενα του Ζιρίν δεν το κάναμε μόνο επειδή ο συγγραφέας είναι μια από τις σημαντικές φωνές της προοδευτικής Αμερικής — που έχει αξία, ειδικά σε τέτοιες στιγμές, να τις θυμόμαστε και να τις ακούμε. Ούτε, μόνο, επειδή οι αναλύσεις μοιάζουν αμήχανες ή και να αεροβατούν, προτού διευκρινιστούν μερικά πραγματολογικά δεδομένα για την επίθεση. Αλλά, κυρίως, επειδή σε ένα τέτοιο γεγονός η πρώτη αντίδραση των αριστερών (πρέπει να) είναι η θλίψη, η ταραχή, η μέριμνα για όσους υποφέρουν, και η μέριμνα για τις αξίες μας. Και όχι, βέβαια, οι αντιπαραθετικοί συμψηφισμοί που χάνουν τον άνθρωπο μέσα στο μέτρημα (λ.χ., δύο μόνο νεκροί στη Βοστώνη, αλλά πολλαπλάσιοι στη Βαγδάτη, στην Καμπούλ κ.ο.κ.) — και ας μην παραβλέψουμε, γιατί έχει ηθική και πολιτική σημασία, ότι ο Ζιρίν αρχίζει τη συνέντευξή του στο Democracy Now, μιλώντας στους συμπατριώτες του, λίγες ώρες μετά την τραγωδία, για την οδύνη των κατοίκων όχι μόνο της Βοστώνης, αλλά και της Βαγδάτης και του Μογκαντίσου. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο Μαραθώνιος της Βοστώνης και η συλλογικότητα

Standard

του Ντέιβιντ Ζιρίν

μετάφραση: Αγάπιος Λάνδος

Αν έχετε χάσει την πίστη στη δύναμη του ανθρώπου, πηγαίνετε να παρακολουθήσετε έναν μαραθώνιο

Κάθριν Σουίτζερ

 θρυλική σκηνή του Μαραθώνιου της Βοστόνης, το 1967. Οι άντρες συναθλητές   υπερασπίζονται την Κάθριν Σούιτζερ και το δικαίωμα συμμετοχής των γυναικών, εκδιώκοντας τον οργανωτή που επιχείρησε να την αποβάλλει βίαια (Getty Images)

θρυλική σκηνή του Μαραθώνιου της Βοστόνης, το 1967. Οι άντρες συναθλητές υπερασπίζονται την Κάθριν Σούιτζερ και το δικαίωμα συμμετοχής των γυναικών, εκδιώκοντας τον οργανωτή που επιχείρησε να την αποβάλλει βίαια (Getty Images)

Πρώτα απ’ όλα, ας προσευχηθούμε για τους κατοίκους της Βοστόνης, για τους κατοίκους της Βαγδάτης, για τους κατοίκους του Μογκαντίσου, που τόσο μεγάλο πόνο ένιωσαν σήμερα. Και αμέσως μετά, νομίζω ότι πρέπει να καταλάβουμε, όλοι μας, πως η επίθεση στον Μαραθώνιο της Βοστόνης δεν είναι, στην πραγματικότητα, μια επίθεση εναντίον της Βοστώνης ή των Ηνωμένων Πολιτειών· είναι μια επίθεση ενάντια σε όλη την ανθρωπότητα. Έχουμε την τάση, σ’ αυτή τη χώρα, να αποκαλούμε τους εθνικούς πρωταθλητές μας “ παγκόσμιους πρωταθλητές”. Και ιδού, ο Μαραθώνιος της Βοστόνης, που το όνομά του ακούγεται μάλλον επαρχιώτικο, κι όμως συμμετέχουν σ’ αυτόν άνθρωποι από 96 χώρες. Οι κάτοχοι του παγκόσμιου ρεκόρ, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, κατάγονται από την υποσαχάρια Αφρική. Παίρνουν μέρος σ’ αυτόν 20.000 άνθρωποι. Μιλήστε με ανθρώπους από όλο τον κόσμο, μέλη αυτής της μεγάλης διεθνούς κοινότητας των μαραθωνοδρόμων, και θα σας πουν, με κάθε λεπτομέρεια, για τον Μαραθώνιο της Βοστόνης. Ξέρουν για το Χερτμπρέικ Χιλ και το πόσο δύσκολο είναι να φτάσεις ως εκεί. Ξέρουν ότι όταν περνάς από το Γουέλσλεϊ Κόλετζ, για παράδειγμα, τα ζήτω είναι συχνά τόσο δυνατά, που δεν μπορείς ν’ ακούσεις τίποτα άλλο. Ξέρουν ότι ο Μαραθώνιος αυτός είναι ταυτισμένος με τη συλλογικότητα, είναι μια κατεξοχήν υπόθεση της κοινότητας. Όταν λοιπόν έχουμε ένα αγώνισμα τόσο συλλογικό, μια υπόθεση που την αγκαλιάζει η κοινότητα, και κάποιοι επιδιώκουν να κυριαρχήσει η ανασφάλεια, να φοβόμαστε πια να πάμε σ’ αυτό με την οικογένειά μας, τότε πρόκειται για μια επίθεση στον δημόσιο χώρο, στον χώρο της συλλογικότητας, με παγκόσμια σημασία. Συνέχεια ανάγνωσης