Μεταπολίτευσηή το «κράτος του δήμου»;

Standard

21.4.1967-21.4.2013: Απαντήσεις σε τέσσερα ερωτήματα-3

της Ελένης Βαρίκα

 fasian1. Η σημαντική τομή που σηματοδότησε η μεταπολίτευση δεν περιορίζεται στο τέλος της δικτατορίας. Για πολλούς, αποτέλεσε υπόσχεση και ελπίδα κατάργησης του βάναυσα αντικομμουνιστικού και ανελεύθερου καθεστώτος που είχε εγκαθιδρυθεί μετά την ήττα του Εμφυλίου: της ποινικοποίηση των ιδεών, των τιμωρητικών στρατοπέδων, της επαγγελματικής απαγόρευσης και των πιστοποιητικών εθνικοφροσύνης, της αστυνόμευσης των πολιτών, της εκλογικής βίαςκαινοθείας, τηςκαταστολήςτουεργατικού κινήματος — ενός καθεστώτος που εγκατέστησε μακρόχρονα στην καρδιά του κρατικού και ιδιαίτερα του κατασταλτικού μηχανισμού την αυθαίρετη εξουσία των συνεργατών και δοσιλόγων της ναζιστικής Κατοχής.

Αυτή η πολιτική κληρονομιά, την οποία η χούντα ήρθε να υπερασπίσει ενάντια στους αγώνες της δεκαετίας του ’60, και ενάντια στην οποία ορθώθηκαν τα κινήματα της μεταχουντικής περιόδου, είναι αυτή που επιβιώνει και αναβιώνει στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού, καθώς και στον σημερινό κυβερνητικό λόγο, την τιμωρητική κυβερνητική πολιτική και, κυρίως, στην άνοδο του νεοναζισμού.

2. Η πρώτη περίοδος της μεταπολίτευσης σήμανε ένα πρωτοφανές ξέσπασμα πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, εργατικών και φοιτητικών κινητοποιήσεων, κινημάτων όπως το φεμινιστικό, κάποιων δειλών αλλά επίμονων αντιαυταρχικών απαιτήσεων της νεολαίας που συνέθεταν την απαίτηση μιας ριζικής αλλαγής. Η μεταπολίτευση, όπως δηλώνει ο όρος, υπήρξε αλλαγήπολιτεύματος, όχι όμως όπως υποστηρίζεται ενίοτε, «βελούδινη» μετάβαση στη δημοκρατία. Οι επίσημοι και μη διεκδικημένοι νεκροί της κρατικής βίας της μεταπολίτευσης αμφισβητούν μια τέτοια αμνησία, από τον μαθητή Σιδέρη Ισιδωρόπουλο και τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά μέχρι τα ξεχασμένα θύματα των διαδηλώσεων του Πολυτεχνείου και τις εκδικητικές σκευωρίες κατά ανένταχτων και ασυμβίβαστων αγωνιστών, όπως ο Γιάννης Σερίφης. Η μεταπολίτευση ήταν ίσως «περίοδος χαλάρωσης» για τους νοσταλγούς του ΕλλάςΕλλήνωνΧριστιανών, αλλά όχι για όσους και όσες έζησαν την εμπόλεμη ατμόσφαιρα με τις αύρες να σαρώνουν το κέντρο της Αθήνας. Είναι μάλλον περίοδος ομαλοποίησης και ένταξης ενός τμήματος της Αριστεράς στους κανόνες της αστικής δημοκρατίας, που θα καταλήξει σε έναν εκ των άνω εκδημοκρατισμό-εξευρωπαϊσμό των θεσμών, που περνάει από την περιθωριοποίηση, αποσιώπηση ή ενσωμάτωση της συσσωρευμένης δίψας για ριζική αλλαγή: το κράτοςτουδήμου, αυτό ήταν και είναι, νομίζω, το ζητούμενο, και όχι η αναζήτηση «έντιμων» πολιτικών ή αρχηγών της Αστυνομίας, που να αποφασίζουν αδέκαστοι πότε και πόσες αύρες θα στείλουν.

3. Όχι, δεν ζούμε μια χούντα. Tέτοιες απλουστεύσεις εκφράζουν την πολιτική αδυναμία της Αριστεράς να αντιμετωπίσει την πρωτοφανή αποτελεσματική επίθεση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, απαντώντας σε αυτό που τον διακρίνει από τις προηγούμενες ιστορικές εμπειρίες, αλλά και εντοπίζοντας τις αδυναμίες στις δικές της παραδόσεις που διευκολύνουν μια τέτοια επιτυχία. Δεν βρισκόμαστε στη χούντα, γιατί σχεδόν παντού οι νεοφιλελεύθερες αυταρχικές και τιμωρητικές πολιτικές που διαλύουν τον κοινωνικό ιστό, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τη δυνατότητα του πολιτικού, επιβάλλονται από εκλεγμένες κυβερνήσεις, και μάλιστα συχνά έχουν εισαχθεί από «προοδευτικούς» σοσιαλδημοκρατικούς σχηματισμούς ή με την υποστήριξη τους. Το ότι ειναι εκλεγμένες, δεν τις εμποδίζει –το αντίθετο!– να είναι άκρως αυταρχικές και απολυταρχικές, με μεθόδους που εξηγούν τη μεταφορική και ισοπεδωτική χρήση του όρου «χούντα». Ωστόσο, η μεταφορά υποδηλώνει άγνοια για το τι ήταν η χούντα, όχι μόνο ως ξένη επέμβαση, αλλά και ως γηγενής παράδοση και ιδεολογία.

4. Το ένα δεν μπορεί να γίνει χωρίς το άλλο. Χρειάζεται να κατανοήσουμε πως η «κρίση» δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και βαθιά πολιτική· δεν είναι, όπως περίμενε η Αριστερά, επαναστατική, αλλά για την ώρα τουλάχιστον ευνοεί τα πιο αναπάντεχα και εφιαλτικά σενάρια. Οι σημερινές μορφές καταστολής δεν ξεκίνησαν με την κρίση, αλλά με τη βαθμιαία εισαγωγή στην Ευρώπη μιας νομοθεσίας εξαίρεσης που με το πρόσχημα της τρομοκρατίας κατάργησε ελευθερίες κερδισμένες με αιματηρούς αγώνες. Στην Ελλάδα αυτό πέρασε σχεδόν απαρατήρητο με την ευκαιρία της δίκης της 17 Νοέμβρη. Με τον ίδιο τρόπο, πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο αντιστάθηκε η Αριστερά στην υστερική κρίση για το όνομα της Μακεδονίας και πόσο αυτό προετοίμασε ένα κομμάτι να αμβλύνει τα αντιρατσιστικά του αντανακλαστικά, σε μια χώρα υπερήφανη για την αντίσταση της στη «γερμανική», όπως λέγεται συνήθως, Κατοχή. Η Ισπανία είχε δεκαετίες φασισμό και βρίσκεται σε βαθιά οικονομική κρίση, δεν έχει όμως ένα νεοναζιστικό κόμμα στην τρίτη θέση. Το ίδιο συμβαίνει με την αδυναμία κατανόησης της σημασίας που έχει το ιδίωμα της ομοφοβίας και του σεξισμού στην επιτυχία αυτών των μορφωμάτων ακριβώς επειδή, παραδοσιακά, η Αριστερά τα θεώρησε δευτερεύοντα πολιτισμικά στοιχεία. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν μιλάμε για τη χούντα ή για το παρόν, αλλά τι κάνουμε ώστε να αναπτύξουμε μια πρακτική και κουλτούρα ρήξης και αντιστασης, τόσο πολύμορφης όσες και οι μορφές της βαρβαρότητας που μας έρχονται απροειδοποίητα, όπως συμβαίνει πάντα με τα πολιτικά πράγματα.

 

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Μεταπολίτευσηή το «κράτος του δήμου»;

  1. Πίνγκμπακ: Από τον γύψο των συνταγματαρχών στη μνημονιακή δημοκρατία: 4 ερωτήματα | ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s