Ακροδεξιά πολιτική παράδοση: ισχυρή και διαχρονικά παρούσα

Standard

21.4.1967-21.4.2013: Απαντήσεις σε τέσσερα ερωτήματα-1

του Ηλία Νικολακόπουλου

Δημοσθένης Κοκκινίδης, «Ιούνιος», 1967

Δημοσθένης Κοκκινίδης, «Ιούνιος», 1967

1. Η μετάβαση στη δημοκρατία, τον Ιούλιο του 1974, χαρακτηρίζεται από ένα προσεκτικά διαμορφωμένο ισοζύγιο μεταξύ ρήξης και συνέχειας, σε σχέση με το αυταρχικό προδικτατορικό καθεστώς. Ρήξη σε θεσμικό αλλά και πραγματικό επίπεδο, αφού για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία διαμορφώθηκε ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς το οποίο λειτουργεί χωρίς εξωγενείς περιοριστικούς παράγοντες.

Ταυτόχρονα όμως τα στοιχεία συνέχειας με το προδικτατορικό παρελθόν ήταν εμφανή, και όχι μόνο στο ηγετικό πολιτικό προσωπικό της μεταπολίτευσης. Γι’ αυτό άλλωστε και στον επίσημο πολιτικό λόγο, αυτό που γιορτάζεται στις 24 Ιουλίου δεν είναι η αρχή ενός νέου δημοκρατικού καθεστώτος, αλλά η «αποκατάσταση» της δημοκρατίας. Το κρισιμότερο ίσως στοιχείο στο πεδίο της συνέχειας είναι ότι δεν υπήρξε κανένας επίσημος στιγματισμός ούτε καν σαφής οριοθέτηση ως προς τους συνεργασθέντες με το δικτατορικό καθεστώς. Και αυτό γιατί σε αρκετούς τομείς η δικτατορία δεν ήταν παρά η ακραία και παραμορφωμένη –μέχρι βαρβαρότητας– εκδοχή του προδικτατορικού αυταρχισμού. Αυτό επομένως που ορισμένοι χαρακτηρίζουν ως «κληρονομιά της χούντας» δεν είναι παρά η διαχρονικά παρούσα ακροδεξιά πολιτική παράδοση, το εύρος και η εμβέλεια της οποίας συχνά υποτιμάται.

2. Καταρχάς απαιτείται μια εννοιολογική διευκρίνιση: η «μεταπολίτευση» ως διαδικασία μετάβασης και εδραίωσης ενός δημοκρατικού-κοινοβουλευτικού καθεστώτος πρέπει να θεωρείται πλήρως ολοκληρωμένη τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, με την οριστική αποχώρηση όλων των πρωταγωνιστών της από την ενεργό πολιτική. Επομένως, οι κριτικές που αφορούν, στην πραγματικότητα, την ποιότητα και τις στρεβλώσεις της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, κακώς αναφέρονται στην «μεταπολίτευση», δημιουργώντας μια σύγχυση μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας. Και για μεν την Ακροδεξιά η σύγχυση αυτή είναι απολύτως ηθελημένη, αφού κατατείνει στον εξαγνισμό της δικτατορίας. Λιγότερο κατανοητή είναι η στόχευση που έχει η νεοφιλελεύθερη κριτική, η οποία αποδίδει στη «μεταπολίτευση» την κατηγορία του «λαϊκισμού», δηλαδή αυτό που εκλαμβάνει ως αριστερή ιδεολογική ηγεμονία κατά τη μακρά μεταδικτατορική περίοδο. Αναφερόμενη όμως και αυτή γενικά στη «μεταπολίτευση», οδηγείται εκ των πραγμάτων στην έμμεση αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας.

3. Το δημοφιλές σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73» είναι ίσως από τα ατυχέστερα που έχουν ακουστεί. Γι’ αυτό και προβληματίζει πώς ένα ορθό, πολιτικά και ιστορικά, σύνθημα της προηγούμενης περιόδου («Το Πολυτεχνείο δεν τελείωσε το ’73, εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία») μετασχηματίστηκε σε ένα σύνθημα που χαρακτηρίζεται από απόλυτη ιστορική αστοχία: αφενός ταυτίζει την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 με τη μεταγενέστερη κατάρρευση της Χούντας το 1974, και αφετέρου εξομοιώνει καθεστώτα που κατά κανέναν τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν συγκρίσιμα.

Θα αποτελούσε ανεπίτρεπτο πολιτικό ολίσθημα για την Αριστερά να υιοθετήσει την άποψη ότι ο συνεχώς αυξανόμενος σήμερα αυταρχισμός αποτελεί μια «νέα χούντα». Το αντικειμενικό γεγονός ότι για τη συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ η στρατιωτική δικτατορία του 1967-74 δεν αποτελεί βιωμένη εμπειρία δεν δικαιολογεί την, έστω και σιωπηρή, αποδοχή ανιστόρητων συγκρίσεων, και κυρίως ατελέσφορων πολιτικών παρομοιώσεων.

4. Το ισοζύγιο μεταξύ ιστορικής συνέχειας και διακυβευμάτων της συγκυρίας αποτελεί για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή Ακροδεξιά το δυσκολότερο ίσως ερώτημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, στα καθ’ ημάς, η Χρυσή Αυγή. Για όσο διάστημα παρέμενε ένα περιθωριακό μόρφωμα που ανταγωνιζόταν τις υπόλοιπες ακροδεξιές ομάδες, η ιδεολογική (εθνικοσοσιαλιστική) ταυτότητά της αποτελούσε την κυριότερη αναφορά της. Η εκλογική της καταξίωση το 2012 προέκυψε όμως από τη στιγμή που υποβάθμισε, έστω και προσχηματικά, την ιδεολογική της ταυτότητα και επέλεξε να επενδύσει στη συγκυρία, δηλαδή να εκμεταλλευτεί πολιτικά τα λανθάνοντα αντιμεταναστευτικά και ρατσιστικά συναισθήματα ενός ευρύτατου φάσματος του ελληνικού πληθυσμού. Σήμερα φαίνεται να ταλαντεύεται και πάλι ανάμεσα στην εκμετάλλευση της συγκυρίας (αντιμεταναστευτικά πογκρόμ) και την ανάδειξη της ιστορικής προέλευσης (Μελιγαλάς, Μακρυγιάννη, εμφυλιοπολεμικός αντικομουνισμός αλλά και χούντα), προσδοκώντας να αποτελέσει τον κύριο υποδοχέα των απογοητευμένων παραδοσιακών οπαδών της Δεξιάς.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ακροδεξιά πολιτική παράδοση: ισχυρή και διαχρονικά παρούσα

  1. Πίνγκμπακ: Από τον γύψο των συνταγματαρχών στη μνημονιακή δημοκρατία: 4 ερωτήματα | ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s