του Ανδρέα Ζεμπίλα
Σήμερα μπορεί να είναι εύκολο να φτιάξεις αμμωνίτες. Κάτι το ίντερνετ, κάτι τα φυλλάδια που κυκλοφορούν, αυτά τα εκρηκτικά μπορείς να τα φτιάξεις στην κουζίνα σου. Τότε, όμως, την άνοιξη του 1967, δεν ξέραμε ούτε την ονομασία τους. Αλλά καθώς η μπότα των συνταγματαρχών βάραινε στον σβέρκο, έπρεπε να γίνει κάτι παραπάνω από τα κειμενάκια διαμαρτυρίας. Σύντομα αποδείχθηκε ότι η παραδοσιακή Αριστερά, τραυματισμένη από τα απανωτά λάθη της περιόδου 1944-1949, εγκλωβισμένη στην αυταπάτη της «πάση θυσία» νομιμότητας, δεν ήθελε να περάσει σε πιο μαχητικές μορφές αντίστασης. Παχιά λόγια και δεσμεύσεις, που ξεφούσκωναν σε λίγες μέρες.
Έτσι, μερικές εκατοντάδες, άντε λίγες χιλιάδες, θελήσαμε να αντισταθούμε στη χούντα με κάτι παραπάνω από φραστικές καταγγελίες. Νέοι, άπειροι, χωρίς βοήθεια από πουθενά, ξεκινήσαμε από το τίποτα για να στήσουμε ένοπλες οργανώσεις απέναντι στα τανκς των συνταγματαρχών. Άλλοι το έλεγαν ένοπλη αντίσταση, άλλοι μαχητική αντίσταση ή αντάρτικο πόλης. Έπειτα από βάσανα και περιπέτειες στήθηκαν κάποιες στοιχειώδεις υποδομές. Αναφέρω εδώ την 20ή Οκτώβρη, την ομάδα Άρης του Ρήγα Φεραίου και τη Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση (ΛΕΑ), στην οποία είχα ενταχθεί. Συγνώμη που δεν έχω χώρο να μνημονεύσω εδώ και πολλές άλλες, από όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα.
Μετά τις μαζικές συλλήψεις της κεντροαριστερής Δημοκρατικής Άμυνας –με στελέχη όπως ο αείμνηστος Σάκης Καράγιωργας αλλά και ο Κώστας Σημίτης– και του αριστερού Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου, ακολούθησαν οι δίκες αυτών των οργανώσεων. Οι δίκες ήταν μια ευκαιρία να γίνουν γνωστές στην Ελλάδα και το εξωτερικό οι θηριωδίες της χούντας. Όταν όλα αυτά είχαν τελειώσει έως το τέλος του 1971, η Αντίσταση είχε πέσει σε λήθαργο. Οι φασιστοειδείς συνταγματάρχες πανηγύριζαν: «Ο λαός είναι μαζί μας», «ηρεμία, τάξη και ασφάλεια επικρατεί στη χώρα» υποστήριζε η προπαγάνδα τους.
Και τότε βγήκε η μαχητική αντίσταση να τους διαψεύσει. Βόμβες στο άγαλμα του Τρούμαν, σε αμερικανικούς στόχους, στη χωροφυλακή, στη χουντοκρατούμενη ΓΣΕΕ, στην αμερικανική πρεσβεία (βέβαια είχαν προηγηθεί και άλλες βόμβες, ενώ το 1968 η απόπειρα εναντίον του δικτάτορα Παπαδόπουλου από τον Παναγούλη υπήρξε κορυφαία πράξη της ένοπλης αντίστασης). Οι εκρήξεις ανέτρεπαν ηχηρά τον ισχυρισμό της χούντας για «ηρεμία και τάξη», επιδίωκαν να δώσουν θάρρος στον λαό και επιχειρήματα στους αντιφασίστες της Ευρώπης, συμβάλλοντας έτσι στην απομόνωση των συνταγματαρχών. Οι φοιτητικές εξεγέρσεις το ’73, κυρίως στη Νομική και το Πολυτεχνείο, άλλαξαν φυσικά τελείως το σκηνικό. Αλλά η φονική καταστολή τους έφερε και πάλι στο προσκήνιο την ένοπλη αντίσταση. Έγιναν διάφορες συμφωνίες για συνεργασία και συντονισμό των μαχητικών οργανώσεων, ακόμη και με το ΠΑΚ του Α. Παπανδρέου.
Η παραδοσιακή Αριστερά έμενε στον λήθαργο. Το χειμώνα του 1973-1974 η Σιμόν Σινιορέ, που βοηθούσε την αντίσταση, οργάνωσε στο Παρίσι συνάντηση της ΛΕΑ με τον Μ. Θεοδωράκη. Εμείς του ζητήσαμε συνεργασία και οικονομική ενίσχυση. Μας απάντησε πως αυτός είχε 2.000 ένοπλους στην Ελλάδα, έτοιμους να αναλάβουν δράση και ότι εμείς έπρεπε να τον χρηματοδοτήσουμε! Η Σιμόν έχει αποβιώσει, αλλά στην κουβέντα συμμετείχε και ο Β. Αναγνωστόπουλος.
Ωστόσο, η προδοσία στην Κύπρο οδήγησε στην ανάκληση του Κ. Καραμανλή από τους στρατηγούς και τη νόθα μεταπολίτευση. Το πολιτικό όραμα για ριζική ανατροπή χάθηκε. Οι οργανώσεις αυτοδιαλύθηκαν και όσο για τους λίγους οπαδούς του αντάρτικου πόλης που επιζούν ακόμη και σήμερα θα έπρεπε, εκτός από τις φωτογραφίες του Τσε Γκεβάρα που μοστράρουν, να διαβάσουν και τα κείμενά του. «Σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας το λουλούδι του αντάρτικου δεν μπορεί να ανθίσει», είχε γράψει ο αργεντίνος επαναστάτης…
Ο Ανδρέας Ζεμπίλας είναι δημοσιογράφος