Tι είναι βία και ποια τα όρια της

Standard

 Πώς μπορούμε να ξεφύγουμε από το αδιέξοδο

του Χρήστου Ηλιάδη

SELIDA 7 SVSTO

Ο Καβάφης στην υπηρεσία της «μη βίας», ανά την Αθήνα. Θα ακολουθήσουν: ΓΑΜΗΣΑΤΩΣΑΝ (Αποστόλου Παύλου, Α΄ προς Κορινιθίους επιστολή), […] ΜΟΙΧΕΥΣΕΙΣ (Από τις Δέκα Εντολές, Έξοδος) και άλλα χωρία.

Τις τελευταίες ημέρες έχει και πάλι ανάψει η αντιπαράθεση για το τι είναι βία και πότε (πρέπει να) την καταδικάζουμε. Η επανάληψη από τον πρωθυπουργό της φράσης «η βία πρέπει να καταδικάζεται από όπου και αν προέρχεται» αναζωπύρωσε τη συζήτηση, επαναφέροντας εύλογα ερωτήματα για τη βία των ΜΑΤ, τη βία ως μέσο άμυνας, τη βία των κοινωνικών διεκδικήσεων.

***

Σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή («Ανατροπή», 14.10.2013) συμπυκνώθηκαν πολύ χαρακτηριστικά οι δύο κυρίαρχες σήμερα απόψεις για το πότε η βία πρέπει να γίνεται αποδεκτή. Και οι δύο, νομίζω, οδηγούν σε αδιέξοδο.

Την πρώτη άποψη συμμερίζονταν σχεδόν όλοι το πάνελ (με μηδαμινή ανεκτικότητα στην αντίθετη άποψη και  μεγάλη ευκολία στην εκφορά λεκτικής βίας προς τον εκφραστή της — την ίδια στιγμή που καταδίκαζαν τη βία). Η άποψη μπορεί να συνοψισθεί στη φράση: «Κάθε βία που ασκείται εκτός των πλαισίων του νόμου είναι πολιτικά καταδικαστέα και πρέπει να διώκεται ποινικά». Δηλαδή, το κράτος αποκλειστικά ορίζει την αποδεκτή βία –και έχει το μονοπώλιό της–, ενώ κάθε κοινωνική πρακτική διαμαρτυρίας πρέπει να κινείται αυστηρά στο πλαίσιο του νόμου, διαφορετικά πρέπει να υπάρχει πολιτική καταδίκη και ποινική δίωξη. Η άποψη αυτή (όπου τα πολιτικά όρια ανοχής ή αποδοχής της βίας ταυτίζονται με τα νομικά) δεν είναι «εφεύρεση» του εγχώριου μπλοκ εξουσίας αλλά κυρίαρχη στις δυτικές φιλελεύθερες κοινωνίες — με τη σημαντική διαφοροποίηση ότι σε αυτές συνήθως οι αποφάσεις για τα όρια του νόμου και η άσκηση της πολιτικής ακολουθεί πιο δημοκρατικά πρότυπα.

Η εξισωτική καταδίκη της βίας ανεξαρτήτως προέλευσης και έντασης δημιουργεί, βέβαια, έναν «εννοιολογικό αχταρμά», περιορίζει τα περιθώρια κοινωνικών διεκδικήσεων και την ανυπακοή σε νόμους που θεωρούνται άδικοι και καταστροφικοί, και εν τέλει μετριάζει τις ακραίες μορφές βίας (μολότοφ), ταυτίζοντάς τις με τις ηπιότερες (γιαούρτια). Γι’ αυτό  και ορθά καταγγέλλεται ως προσχηματική και αποπροσανατολιστική. Πότε όμως η (συλλογική πάντα) βία πρέπει να θεωρείται δικαιολογημένη και πότε απλώς παράνομη;

Η αντίθετη άποψη (εκφράστηκε με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία στο εν λόγω πάνελ από τον Γ. Κατρούγκαλο μέσα σε μια τηλεοπτική αρένα η οποία, κατά τα λοιπά, καταδίκαζε τη βία…) απηχεί μια διαδεδομένη στην ριζοσπαστική Αριστερά οπτική· χαρακτηριστική η δημοσιότητα και τα χιλιάδες θετικά σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μπορεί να συνοψισθεί στο ότι «η βία είναι δικαιολογημένη όταν είναι κοινωνικά αποδεκτή», και άρα η κοινωνία ρυθμίζει τα όρια της – άποψη αυτή θυμίζει το παλιό σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη!». Κι εδώ υπάρχουν εμφανή προβλήματα για μια δημοκρατία. Πώς αξιολογείται το «κοινωνικά αποδεκτό»; Αν η αποδοχή ή όχι της βίας εξαρτάται αποκλειστικά από την έκβαση των κοινωνικών ανταγωνισμών, τι ρόλο παίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι;

Νομίζω ότι και στις δύο περιπτώσεις φτάνουμε σε αδιέξοδο, ενώ το βασικό ερώτημα παραμένει: Πώς μπορούμε να φτάσουμε σε ένα συμπέρασμα που δεν θα καταδικάζει ισοπεδωτικά όλες τις μορφές βίας, θα αφήνει περιθώρια κοινωνικών αντιδράσεων και ανυπακοής, αλλά δεν θα υποτάσσει τον νόμο ούτε στη συγκυριακή θέληση μιας αφηρημένης «κοινωνίας» ούτε και στην αναγκαιότητα των κοινωνικών διεκδικήσεων;

Το θέμα παραμένει εξαιρετικά δύσκολο και απαιτητικό, πολιτικά και επιστημονικά, και δεν πρόκειται, βέβαια να δώσω λύση σε λίγες αράδες. Άλλωστε, όλοι συμφωνούν ότι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η βία είναι συνώνυμη με το Πολιτικό (είτε ως κρατική βία είτε ως κοινωνική διεκδίκηση)· επομένως, η συζήτηση είναι αέναη, και η καταδίκη ή υπεράσπιση της βίας εντάσσεται –αναπόφευκτα– σε πολιτικές επιδιώξεις. Πιστεύω, ωστόσο, ότι μπορεί να αναζητηθεί ένας κοινός τόπος στην εξής κατεύθυνση: η –συλλογική πάντα– βία μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή μόνο όταν η άσκηση πολιτικής δεν είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων δημοκρατικών διαδικασιών και όταν οι δημοκρατικά εκφρασμένες συλλογικές (και μαζικές) διαμαρτυρίες αγνοούνται. Δηλαδή, με το διπλό κριτήριο της δημοκρατικής προϋπόθεσης στη διαμόρφωση της πολιτικής και της προσπάθειας συμβιβασμού στις (μαζικές) αντιδράσεις. Πολύ απλά, όταν υπάρχει έλλειμμα δημοκρατίας  – αρκεί να υπάρχει και ένα «άβατο βίας» που αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα τρίτων.

Αυτό, ασφαλώς δεν λύνει το πρόβλημα, αφού θέτει το επόμενο μεγάλο ερώτημα: Πότε μια πολιτική είναι δημοκρατική; Με ποια κριτήρια και ποιοι αποφαίνονται γι’ αυτό; Αρκεί να την εγκρίνει η πλειοψηφία της Βουλής; Ερχόμαστε έτσι στην ουσία του ζητήματος της δημοκρατίας.

Η απάντηση μπορεί, νομίζω, να κινείται στην εξής κατεύθυνση: μια πολιτική ασκείται δημοκρατικά όχι μόνο όταν την ψηφίζει η Βουλή, αλλά όταν όλοι όσους τους αφορά έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν την άποψη και τις αντιρρήσεις τους, στην ουσία να τη συνδιαμορφώσουν, ενώ κατά τη διάρκεια της άσκησής της λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικές αντιδράσεις οδηγώντας στην αναπροσαρμογή της. Όταν δηλαδή υπάρχει μια ανοιχτή και ελεύθερη διαδικασία (που φυσικά δεν ακυρώνει την Βουλή), όπου όλοι έχουν την ευκαιρία να συμμετέχουν ισότιμα στην διαμόρφωση μιας πολιτικής, ενώ η πλειοψηφία θα ενσωματώνει και τα αιτήματα της μειοψηφίας.

Μια τέτοια αφετηρία, θα έθετε τη συζήτηση σε άλλη βάση: αντί να συζητάμε αν είναι ή όχι αποδεκτή η βία, θα συζητάγαμε πότε και ποιες μορφές της μπορεί να γίνουν αποδεκτές και ποιες όχι (άλλο π.χ. το γιαούρτι και άλλο το μαχαίρι), πώς θα εκδημοκρατιστεί η άσκηση πολιτικής, πώς επιτυγχάνεται αυτό σε όλα τα επίπεδα (ακόμα και το πρακτικό)· επίσης, για τους καλύτερους τρόπους με τους οποίους μπορούν να ενσωματωθούν τα αιτήματα της μειοψηφίας χωρίς να χάνεται η αρχή της πλειοψηφίας κ.ο.κ. Και, φυσικά, για τα όρια της βίας, πολιτικά και ηθικά.

Έτσι, κάθε βίαιη κοινωνική αντίδραση θα πρέπει να τεκμηριώνεται στην ύπαρξη δημοκρατικού ελλείμματος στην άσκηση της πολιτικής στην οποία αντιδρά αλλά και την απουσία δυνατότητας εναλλακτικής αντίδρασης, ενώ κάθε δίωξη των βίαιων κοινωνικών (αντι)δράσεων πρέπει να τεκμηριώνεται την ύπαρξη επαρκούς δημοκρατικής διαδικασίας (όχι απλώς «το ψήφισε η Βουλή»!) και την προσπάθεια ενσωμάτωσης της γνώμης της μειοψηφίας.

Η συζήτηση δεν τελειώνει, βέβαια. Αλλά, τουλάχιστον, θα πρέπει είτε στην καταδίκη της είτε στην υπεράσπιση της βίας, «να μη βιαζόμεθα∙ είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία».[i]

                                                                                                   

Ο Χρήστος Ηλιάδης είναι δρ  Πολιτικών Επιστημών.


[i] Στίχος του Καβάφη που περικομμένος περιφέρεται σε μέσα μεταφοράς στην Αθήνα.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s