του Στρατή Μπουρνάζου

Χαρακτικό της Βάσως Κατράκη
Αύριο, Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου, στις 9 το πρωί, αρχίζει (στα δικαστήρια Λ. Αλεξάνδρας και Λουκάρεως) η δίκη για τη δολοφονία του εικοσιεφτάχρου Σαχζάτ Λουκμάν, που μαχαιρώθηκε, θυμάστε, χαράματα, στα Πετράλωνα τον Γενάρη του την ώρα που πήγαινε για το μεροκάματο, μόνο και μόνο επειδή ήταν σκουρόχρωμος. Αυτό ήταν το έγκλημά του. Παρά την εκστρατεία που εξαπέλυσε το ελληνικό κράτος εναντίον της Χρυσής Αυγής, μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, με τις συλλήψεις και προφυλακίσεις του Μιχαλολιάκου, στην υπόθεση Λουκμάν ακολούθησε, και εξακολουθεί να ακολουθεί, εντελώς διαφορετική τακτική: Δεν ήρθη το απόρρητο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των δραστών, δεν διερευνήθηκε η σχέση τους και οι ενδεχόμενες επαφές τους πριν και μετά τη δολοφονία με πυρηνάρχες και βουλευτές της Χρυσής Αυγής, δεν δημοσιοποιήθηκαν οι φωτογραφίες τους, δεν ερευνήθηκε αν πήραν εντολές για την ενέργειά τους, τα ευρήματα στα σπίτιά τους (σιδηρογροθιές, κάρτες παραμονής μεταναστών, φυσίγγια κ.ά.) δεν αξιολογήθηκαν, δεν εξετάστηκε αν ανήκουν σε τάγματα εφόδου κ.ο.κ. Το αντίστοιχο στη δολοφονία Φύσσα θα ήταν να είχε συλληφθεί απλώς ο Γ. Ρουπακιάς, και η υπόθεση να είχε κλείσει εκεί. Είναι σαφές ότι οι «παραλείψεις» είναι τόσες και τέτοιες, που δεν είναι παραλείψεις, αλλά συνειδητή τακτική. Είναι μεγάλη ντροπή αυτό, και για το κράτος, αλλά κια για την κοινωνία μας, για όλους και όλες. Και γι’ αυτό πρέπει, με κάθε τρόπο, απαιτήσουμε είναι όχι μόνο να αποδοθεί δικαιοσύνη στη δίκη, αλλά να γίνουν όλα τα παραπάνω. Είναι το λιγότερο που μπορεί να γίνει (βλ. και http://jailgoldendawn.wordpress.com/)
Αναδημοσιεύουμε, με μικρές περικοπές, παλιότερο άρθρο, που είχε δημοσιευθεί στα «Ενθέματα» λίγες μέρες μετά τη δολοφονία. Το άρθο κατέληγε, όπως θα δείτε ότι «αν η ελληνική κοινωνία θέλει να διατηρήσει την ανθρωπιά της, πρέπει να κλάψει τον Σαχζάτ σα δικό της παιδί, να τον θρηνήσει σα δικό της νεκρό». Σήμερα, έναν χρόνο περίπου μετά, πρέπει, δυστυχώς, με βεβαιότητα να πούμε πως δεν το έκανε αυτό η ελληνική κοινωνία, δεν τον θρήνησε τον Σαχζάτ σαν δικό της παιδί. Χρειάστηκε, δυστυχώς, μια ακόμα δολοφονία από τους νεοναζί, Έλληνα αυτή τη φορά, για να αρχίσει η κατακραυγή να πνίγει τους δολοφόνους.
***
(ο Σαχζάτ Λουκμάν δολοφονήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2013. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα «Ενθέματα» στις 20 Ιανουαρίου 2013)
Θέλω μονάχα να σταθούμε ένα λεπτό· να σταθούμε και να σκεφτούμε το γεγονός, γεγονός φοβερό και τρομερό, και που δεν έχει επιστροφή: ένα παλικάρι εικοσιεφτά χρονών, που πήγαινε κάθε πρωί, χαράματα, με το ποδήλατό του, μια ώρα δρόμο, να δουλέψει στο φούρνο για το μεροκάματο, δολοφονήθηκε καταμεσής του δρόμου, στην Τριών Ιεραρχών, στα Πετράλωνα. Επειδή ήταν Πακιστανός. Τον έσφαξαν δυο Έλληνες, τον δολοφόνησε το δηλητήριο που χύνουν καθημερινά οι νεοναζί στην κοινωνία μας.
Αν έχω να πω κάτι, θα ’θελα να το πω, αν ήταν μπορετό, σ’ εκείνους που δεν διαβάζουν τούτες τις γραμμές. Η ελληνική κοινωνία, μ’ όλο τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, το «μάτσο», τον σεξισμό που κουβαλάει (και κουβαλάει μπόλικα από δαύτα), διαθέτει και μια πολύτιμη παράδοση ανθρωπιάς, ένα απόθεμα συμπόνιας, αγάπης και αλληλεγγύης. Και πιστεύω ότι πολλοί, κι όχι μόνο αριστεροί, αμφισβητίες ή εξεγερμένοι, αλλά και δεξιοί, συντηρητικοί, φοβισμένοι ή μετρημένοι άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν πόσο ανατριχιαστικό, πόσο αποτρόπαιο, πόσο άδικο είναι να χάνεις τη ζωή σου επειδή έχεις μελαψό δέρμα — κι εδώ και κάμποσους μήνες οι νεοναζί δεν έχουν πάψει να μας λένε πόσο «εγκληματίες» και «υπάνθρωποι» είναι οι σκουρόχρωμοι. Και όχι μόνο μας το λένε, αλλά βρίσκονται κανάλια πρόθυμα να μας κοινωνήσουν τις «απόψεις» τους, υπουργοί να τους ακούσουν, μητροπολίτες να τους αγκαλιάσουν. Δεν ήταν η «κακιά στιγμή» ούτε ατύχημα. Το ματωμένο μαχαίρι της οδού Τριών Ιεραρχών γράφει πάνω του με ανεξίτηλα γράμματα: Χρυσή Αυγή και «συμπαραστάτες». (βλ. και το ωραίο άρθρο του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου στο RedNotebook (rednotebook.gr/details.php?id=8499). Συνέχεια ανάγνωσης