του Μιχάλη Νικολακάκη
Ένα χέρι που τοποθετεί ένα νόμισμα σε ένα γουρουνάκι-κουμπαρά: αυτή ήταν η κυρίαρχη αναπαράσταση του Ταχυδρομικού Ταμιευτήριου για δεκαετίες. Τις τελευταίες μέρες όμως, το ΤΤ εμφανίστηκε ξανά στη δημόσια συζήτηση. Αυτή τη φορά ως αντικείμενο διαπλοκής και διαφθοράς, επιβεβαιώνοντας διαδεδομένες αντιλήψεις για την έκταση της διαφθοράς και επικυρώνοντας αντιπολιτικές απόψεις αναφορικά με τη «φυσική» και «αναπόφευκτη» ταύτιση συμφερόντων ανάμεσα στην πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας. Χωρίς να αρνούμαι τις ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες που επενεργούν στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας, θεωρώ ότι η τύχη του θεσμού και οι σημερινές εξελίξεις δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές έξω από τις κυρίαρχες οικονομικές αντιλήψεις που επικράτησαν στην Ελλάδα την περίοδο των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, του εγχειρήματος του εκσυγχρονισμού και των παρεπομένων τους.
Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο ξεκίνησε και λειτούργησε ως θεσμός κεντρικά ενθαρρυνόμνης και κατευθυνόμενης λαϊκής αποταμίευσης. Ως γνωστόν, ιδρύεται το 1900 στην Κρητική Πολιτεία. Με την Ένωση της Κρήτης μεταφέρει την έδρα του στην Αθήνα και βιώνει τις χρυσές του μέρες την περίοδο ακριβώς πριν τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση του ’30, που θα σημάνει τη λήξη της πολιτικής σταδιοδρομίας του Ελευθέριου Βενιζέλου. Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου ο θεσμός καλείται να συμβάλει στην υλοποίηση μεγάλων δημοσίων έργων όπως αυτά που υπάγονταν στο Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας, η Λίμνη του Μαραθώνα κλπ. Την περίοδο εκείνη ο θεσμός ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με το αίτημα του βενιζελικού αστικού εκσυγχρονισμού, δίνοντας απαντήσεις στα ζητήματα που προξενούσε η απουσία μεγάλων συγκεντρώσεων κεφαλαίου, απαραίτητων για την προώθηση μεγάλων έργων σε συνεργασία του κράτους με το ιδιωτικό κεφάλαιο. Το κράτος αναλάμβανε να ενθαρρύνει τη λαϊκή αποταμίευση και να τη διοχετεύσει στις κατευθύνσεις όπου οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της εποχής έκριναν σκόπιμο.
Η ιστορία του θεσμού ακολουθεί αντίστοιχη πορεία τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οι δραστηριότητες του ΤΤ περιστρέφονται γύρω από τη δανειοδότηση δημοσίων έργων, καθώς και την αντιμετώπιση του οξύτερου προβλήματος που αντιμετωπίζει η μεταπολεμική Ελλάδα: την παροχή στεγαστικής πίστης για την «θεραπεία» του οικιστικού προβλήματος. Συνέχεια ανάγνωσης