της Δήμητρας Σιατίτσα
Πρόγραμμα κοινωνικής κατοικίας για τους άστεγους: το ανακοίνωσε πομπωδώς ο πρωθυπουργός, πριν από λίγες μέρες, εξαγγέλλοντας τη λειτουργία ενός υπνωτηρίου 80 ατόμων στο κέντρο της Αθήνας. Το σοβαρότερο ζήτημα –πέρα από τον εμπαιγμό, την ασημαντότητα και τον προεκλογικό χαρακτήρα των εξαγγελιών– είναι ότι οι επιλογές προδιαγράφουν την πορεία που θα ακολουθήσει η όποια κοινωνική πολιτική κατοικίας. Καθώς διανύουμε μια περίοδο μετασχηματισμών και ρευστότητας, τα πρώτα βήματα, ιδιαίτερα σε ένα τόσο αδιαμόρφωτο πεδίο όπως η κοινωνική πολιτική κατοικίας και οι υπηρεσίες για αστέγους, είναι ιδιαίτερα σημαντικά, καθώς διαπλάθουν την αντίληψή μας και οριοθετούν τις κοινωνικές αξιώσεις για τον ρόλο του δημοσίου.
Όταν η φιλανθρωπία μετατρέπεται σε κοινωνική πολιτική του κράτους.
Τόσο στο αυτοδιοικητικό όσο και στο «κεντρικοπολιτικό» επίπεδο, εμπεδώνεται ένα μοντέλο και μια ρητορεία για θέματα κατοικίας που ανάγει τη φιλανθρωπία σε κρατική πολιτική, τους χορηγούς σε ρυθμιστές των κοινωνικών παροχών, ευτελίζοντας ταυτόχρονα τους όρους του σχεδιασμού και της εφαρμογής της κοινωνικής πολιτικής. Είναι ξεκάθαρο σε όσους ασχολούνται με τα ζητήματα στέγης, ότι στην παρούσα προεκλογική περίοδο οι κυβερνώντες ενδιαφέρονται μόνο για επικοινωνιακά αξιοποιήσιμες εξαγγελίες, που δεν λαμβάνουν υπόψη τους την εμπειρία των υπηρεσιών και των οργανώσεων. Χωρίς να επενδύουν στις θεσμικές αλλαγές, τις μακροπρόθεσμες δομές και τους μηχανισμούς που απαιτούνται, εισάγουν στην ελληνική πραγματικότητα ένα ξεπερασμένο και αναποτελεσματικό μοντέλο διαχείρισης του ζητήματος των αστέγων.
Η πολιτική αυτή δεν κατοχυρώνει δικαιώματα, αλλά κατά περίπτωση, και κυρίως ανάλογα με τη διαθεσιμότητα της ιδιωτικής χρηματοδότησης, διανέμει παροχές και ευεργετήματα. Αυτό τείνει να κυριαρχήσει και σε ευρωπαϊκό επίπεδο: «οι αγορές» γίνονται ρυθμιστής της πολιτικής απαιτώντας μεγαλύτερες ελευθερίες και στον τομέα της κατοικίας, η δημόσια χρηματοδότηση για κοινωνική πολιτική περιορίζεται, οι χορηγοί και τα διεθνή φιλανθρωπικά ιδρύματα μετατρέπονται σε εγγυητές της βιωσιμότητας του κοινωνικού κράτους. Κάτι τέτοιο, όπως δείχνει η παγκόσμια εμπειρία, εκτός από ένδειξη κατάργησης του κοινωνικού κράτους και των δημοκρατικών θεσμών, συνιστά επισφαλή συνθήκη στον βαθμό που εξυπηρετεί τις προτεραιότητες των χορηγών, συχνά έναντι άλλων ανταλλαγμάτων και, σίγουρα, δεν υποκαθιστά την (απούσα) πολιτική συνολικότερης προστασίας. Συνέχεια ανάγνωσης