Γαϊδούρειος ίππος

Standard

του Στρατή Μπουρνάζου

1-marinakis

Δεν είναι πολλά αυτά που ξέρω για τον Πειραιά. Έχω διαβάσει για την ιστορία της πόλης, έχω κάνει ωραίες βόλτες με καλούς φίλους, παρακολουθώ (συνήθως μέσω αυτών των φίλων) τα πολιτικά δρώμενα στο λιμάνι. Και όμως, σήμερα, για τον Πειραιά θέλω να γράψω, κι ας μην τον ξέρω καλά. Γιατί αυτό που επιχειρείται να γίνει, με την υποψηφιότητα Μαρινάκη, ξεπερνά τα όρια της πόλης, τα δημοτικά πράγματα και πρόσωπα: εισάγει ένα νέο μοντέλο πολιτικής, πολύ επικίνδυνο αν επικρατήσει.

Ασφαλώς, δεν ανακαλύπτουμε την πυρίτιδα. Το σύμπλεγμα οικονομικοί παράγοντες-επαγγελματικό ποδόσφαιρο-πελατειακές σχέσεις-μήντια-χειραγώγηση δεν εκβάλλει για πρώτη φορά στην πολιτική σκηνή. Ωστόσο, αν και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της υποψηφιότητας Μαρινάκη είναι παλιά, η υποψηφιότητά του συνιστά, ποιοτικά, νέο φαινόμενο. Όλα όσα γίνονταν μέχρι σήμερα παρασκηνιακά ή στο ημίφως, τώρα (χωρίς να σταματήσουν βέβαια να γίνονται παρασκηνιακά) εμφανίζονται θριαμβευτικά στο προσκήνιο. Χωρίς προσχήματα, στο πρόσωπο ενός ισχυρού υποψηφίου, που δεν το κρύβει, αλλά διαλαλεί: Ναι, είμαι ο εκλεκτός του κεφαλαίου, της μπάλας, του μητροπολίτη.

Η βιτρίνα είναι υπερκομματική, απολιτική: Ο Πειραιάς, του Πειραιά, τον Πειραιά, ω Πειραιά, ζήτω ο Πειραιάς, ζήτωσαν οι Πειραιάδες: «Πάμε να νικήσουμε. Να κάνουμε έργα. Με πράξεις, όχι με λόγια. Τα ψέματα τελειώνουν. Φτάνει η μιζέρια, η ανεργία και η υποβάθμιση. Αλλάζουμε τον Πειραιά, το λιμάνι της καρδιάς μας. Να αισθανθούμε ξανά Περήφανοι Πειραιώτες!»: λόγια του Β. Μαρινάκη στην παρουσίαση του ψηφοδελτίου (27.4.2014). Συνέχεια ανάγνωσης

Η κουτσή Μαρία υποψήφια

Standard

του Μάνου Αυγερίδη

 manos–«Θέλεις να τα φτιάξουμε;», –«Δεν μπορώ, σε βλέπω σα δημοτικό σύμβουλο!». Τις τελευταίες μέρες, αστεία σαν αυτό έχουν πλημμυρίσει τα social media. Τα διαβάζουμε, τα αναπαράγουμε στους «τοίχους» μας, διαλέγουμε τα καλύτερα, σκεφτόμαστε καινούργια, τα συζητάμε με τους φίλους μας πίνοντας καφέ. Η παραγωγή αυτή, βέβαια, αποτελεί αντίδραση στην υπερπροσφορά υποψηφίων και (προσωπικού) προεκλογικού υλικού. Στις φετινές αυτοδιοικητικές εκλογές μοιάζει να κατεβαίνουν υποψήφιοι οι πάντες, πολλοί εκ των οποίων προσπαθούν να εκμεταλλευτούν, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τις δυνατότητες που τους προσφέρουν τα νέα μέσα, μαζί με παλιές δοκιμασμένες πρακτικές όπως οι προσωπικές κάρτες και τα φυλλάδια — άλλοτε με περισσότερο και άλλοτε με λιγότερο αξιοπρεπή αισθητικά αποτελέσματα.

Σ’ αυτό το σύντομο σχόλιο θέλω να σταθώ, ωστόσο, στη χιουμοριστική κριτική που ανέφερα στην αρχή κι όχι στο ίδιο το φαινόμενο, επισημαίνοντας μόνο ένα πράγμα γι’ αυτό: Λέξη-κλειδί για την Αριστερά είναι η συλλογικότητα. Η προσωπική προβολή του κάθε υποψηφίου, λοιπόν, είναι χρήσιμη και γόνιμη στο μέτρο που συμβάλλει στην ενίσχυση της συλλογικής προσπάθειας, και όχι στην ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών και την αυτοπροβολή — κάτι που ενίοτε φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα, εκθέτοντας τη συλλογικότητα.

Μπαίνω, λοιπόν, στο θέμα μου. Το καλό (ή το κακό) χιούμορ, ο σαρκασμός, ο αυτοσαρκασμός είναι, πιστεύω, όχι μόνο θεμιτά αλλά και απαραίτητα στοιχεία άσκησης πολιτικής. Μια ζωογόνα και δημιουργική πρακτική ζύμωσης, σύγκρουσης, κριτικής και αυτοκριτικής. Και ως τέτοια πρακτική, βέβαια, το χιούμορ δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ουδέτερο: από τον πιο κραυγαλέο χαβαλέ μέχρι τις λεπτότερες, υπαινικτικές και πιο ευφάνταστες μορφές του, το χιούμορ που κάνουμε εκφράζει μια πολιτική θέση και στάση.

Ένα παράδειγμα: Χιουμοριστικοί τίτλοι όπως «Η κουτσή Μαρία υποψήφια δημοτική σύμβουλος» συνοδευόμενοι από την ανάλογη εικονογράφηση, ανεξάρτητα απ’ το αν το αποτέλεσμα είναι διασκεδαστικό ή όχι, εκφράζουν, για μένα, μια σαφώς συντηρητική (ή και αντιδραστική) πολιτική θέση. Δηλώνουν, συνειδητά ή μη, ότι η πολιτική –ακόμα και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης– δεν είναι μια διαδικασία στην οποία μπορεί (και πρέπει) να συμμετέχει ο καθένας, αλλά ένα προνόμιο για λίγους, υψηλά καταρτισμένους και μάλλον λευκούς, ετεροφυλόφιλους, αρτιμελείς και άντρες. Η Αριστερά, ωστόσο, διεκδικεί το αντίθετο: την εκπροσώπηση και τη συμμετοχή στην πολιτική όσο το δυνατόν περισσότερων (αριθμητικά και ποιοτικά) κοινωνικών κατηγοριών, με έμφαση στους πιο αδύναμους και αποκλεισμένους από τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη ζωή τους. Συνέχεια ανάγνωσης

Από τον απολιτίκ εκσυγχρονισμό στη μεταπολιτική

Standard

της Έφης Γιαννοπούλου

Κάζιμιρ Μάλεβιτς, "Ο ξυλοκόπος", 1912

Κάζιμιρ Μάλεβιτς, «Ο ξυλοκόπος», 1912

Δέκα μέρες πριν από τις επικείμενες εκλογές, στο εξώφυλλο της Athens Voice, ο Γιώργος Καμίνης εμφανίζεται να «χτυπάει» τατουάζ τη φράση «I love Athens», ενώ η συνέντευξή του στο εσωτερικό του εντύπου έχει τίτλο «Η Αθήνα είναι σέξι. Το ζήτημα είναι να γίνει και λίγο πλούσια». Στο τεύχος, το οποίο φιλοξενεί ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στις εκλογές, παρουσιάζονται 10 υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι του συνδυασμού του κ. Καμίνη έναντι 2 του κ. Σπηλιωτόπουλου, μιας συνέντευξης του πρώην δημάρχου κ. Κακλαμάνη και κανενός της Ανοιχτής Πόλης ή οποιουδήποτε άλλου συνδυασμού.

Ωστόσο, το ζητούμενο αυτού του σχολίου δεν είναι να ασκήσει κριτική στη μεροληψία της Athens Voice και γενικότερα της εμφανιζόμενης ως ακομμάτιστης free press δημοσιογραφίας. Περισσότερο αντιμετωπίζω την περίπτωση AthensVoiceως ενδεικτική μιας γενικότερης ρητορικής, που πίσω από την κάλυψη του απολιτίκ ασκεί πολύ συγκεκριμένη πολιτική, πριμοδοτώντας πολιτικά πρόσωπα και κινήσεις. Η εν λόγω ρητορική αρθρώνεται με μια επίφαση αντικειμενικότητας, από μια θέση που αξιώνει το καθολικό. Και ο αποδέκτης της, ενώ καταναλώνει αφειδώς πολιτική, μπορεί να δηλώνει με κάθε ειλικρίνεια πως αυτή τον αφήνει παγερά αδιάφορο.

Η καταγωγή αυτού του λόγου μπορεί εύκολα να ανιχνευτεί στην περίοδο του ελληνικού εκσυγχρονισμού, και στα στοιχεία που καθόρισαν εκείνη την εποχή τόσο την κυρίαρχη ρητορική όσο και την πολιτική και κοινωνική ζωή. Επιγραμματικά θα αναφέραμε: απαξίωση της πολιτικής και οποιασδήποτε συλλογικής διεκδίκησης και δράσης· τεχνοκρατική διαχείριση της διακυβέρνησης· αποθέωση της αποτελεσματικότητας και της δίχως πρόσημο μεταρρύθμισης· απάλειψη κάθε αναφοράς σε ταξικά συμφέροντα και αντιπαραθέσεις υπέρ ενός διαχωρισμού της κοινωνίας με κριτήρια πολιτιστικά ή και αισθητικά, ακόμη και δημιουργία μιας πολιτικής και πολιτιστικής ελίτ που εκφράζει έναν ιδεολογικό αχταρμά εκτεινόμενο από την ανανεωτική αριστερά και τη σοσιαλδημοκρατία μέχρι τον κοινωνικό και οικονομικό (νεο)φιλελευθερισμό.

Παραμένοντας στο απυρόβλητο της κυρίαρχης κριτικής για τα αίτια της κρίσης, –ή, στην καλύτερη περίπτωση, αντιμετωπιζόμενος ως μια αποτυχημένη πλην ευγενής προσπάθεια αλλαγής της ελληνικής κοινωνίας, που δεν τελεσφόρησε εξαιτίας της ελληνικής ιδιαιτερότητας και της αδυναμίας του να ελέγξει το κακό και λαϊκιστικό ΠΑΣΟΚ– ο εκσυγχρονισμός καταφέρνει να μεταλλάσσεται δημιουργώντας νέα trends, πολιτικά πρόσωπα ή παρατάξεις, με ακόμη πιο οξυμμένα τα (αρνητικά) χαρακτηριστικά του που φτάνουν μέχρι τα όρια της μεταπολιτικής. Συνέχεια ανάγνωσης

Για τον δημόσιο χώρο που μας περιέχει

Standard

της Μαρίας Καλαντζοπούλου

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, "Πιάτσα ντ' Ιτάλια", 1913

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, «Πιάτσα ντ’ Ιτάλια», 1913

 Μια τετραπλή συγκυρία βάζει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης για την Αθήνα τη λειτουργία της πόλης, τον δημόσιο χώρο της και τις παρεμβάσεις σ’ αυτόν:

– Οι ανάγκες και τα προβλήματα που αναδεικνύει οξύτερα ή επιτείνει η βαθιά κοινωνική και οικονομική κρίση,

– η προεκλογική περίοδος για τις αυτοδιοικητικές εκλογές και ο προγραμματικός λόγος που κυριαρχεί,

– η κυρίαρχη πια «άσκηση» επιλεξιμότητας των παρεμβάσεων που σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη δημόσια συζήτηση με την αδιαφανή στο κοινό δυνατότητα δέσμευσης κονδυλίων από το τρέχον ΕΣΠΑ

– τα πρωτόφαντα (;) σχήματα προώθησης κρίσιμων πολεοδομικών παρεμβάσεων από ιδιώτες και ιδρύματα.

Η συζήτηση για την πόλη και τον δημόσιο χώρο είναι μεγάλη και συχνά χαοτική, ειδικά στο βαθμό που εστιάζεται σε ορισμένες μόνο διαστάσεις. Έχει ενδιαφέρον πάντως, γιατί, για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, εκτός από αιτήματα ή προτάγματα για την πόλη, που συχνά παρουσιάζονται ως πολιτικά ουδέτερα, ως ένα αναμφισβήτητο «κοινό καλό», μπαίνει πλέον ανοιχτά στον δημόσιο διάλογο και με ένταση το ζήτημα του «σε ποιους ανήκει η πόλη» ή «ποιοι σχεδιάζουν για την πόλη» — ερωτήματα που επερωτούν με τη σειρά τους τα αιτήματαή τις προτάσειςπου διατυπώνονται.

Δημόσιος χώρος και πόλη. Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε πως δημόσιος χώρος στην πόλη είναι αυτό που συγκροτεί τη συλλογική ζωή αλλά και το εκεί όπου εγγράφεται η τελευταία, εκεί όπου μπορούν να συνυπάρξουν γενιές, τάξεις, ενταγμένοι κι αποκλεισμένοι, άνθρωποι με διαφορετικές ευκαιρίες ή επιλογές. Όλοι αυτοί και αυτές νοηματοδοτούν και διεκδικούν τον δημόσιο χώρο. Το φάσμα αυτών των διεκδικήσεων μας οδηγεί στο επόμενο:

Το ποιοι και ποιες της πόλης. Αυτό καθαυτό το ερώτημα «σε ποιους ανήκει η πόλη» αναδεικνύει την πολυπλοκότητα της συνύπαρξης. Η πόλη «ανήκει» στην εξουσία ή στους εξουσιαζόμενους; Μπορεί καν να «ανήκει» κάπου; Κι είναι άραγε όλοι στην πόλη ίδιοι ως προς τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τις προβολές που έχουν για τη ζωή τους σ’ αυτήν; Οι επίκαιρες συζητήσεις για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου λ.χ. είναι, απ’ αυτή την άποψη, αποκαλυπτικές: μεταξύ άλλων, ως προς το ποιοι μετέχουν σ’ αυτές (γιατί, φυσικά, δεν μετέχουν όλοι) και ως προς το γιατί υπερασπίζονται ή επικρίνουν την παρέμβαση. Μολονότι υπάρχουν κοινοί παρονομαστές, οι αποχρώσεις είναι ποικίλες και κυμαίνονται από το περιεχόμενο της πρότασης ή ίσως και μεμονωμένες όψεις του (λ.χ. το τραμ, το πράσινο, η κυκλοφορία) μέχρι ζητήματα που δεν σχετίζονται με το περιεχόμενο αλλά με τη συγκυρία της επιλογής, τους φορείς ή τις διαδικασίες της απόφασης (σχεδιασμού), προώθησης και υλοποίησης. Πράγμα που μας φέρνει στο επόμενο ερώτημα: Συνέχεια ανάγνωσης

Μεγάλες προωθήσεις

Standard

της Ιωάννας Μεϊτάνη

PUBLIC

Η αλυσίδα πολυκαταστημάτων Public έχει κάνει αισθητή την παρουσία της τα τελευταία χρόνια. Τα πολυκαταστήματα Public πουλάνε και βιβλία, εκτός από γκάτζετ, αξεσουάρ, ρολόγια, τηλέφωνα, εισιτήρια, «δώρα» — 18 κατηγορίες προϊόντων μετράω στο σάιτ. Τα πολυκαταστήματα Public, του ομίλου Γερμανός, έχουν κακή φήμη στην αγορά εργασίας αλλά και σε άλλους τομείς: μη προσβασιμότητα και αγενής αντιμετώπιση ΑΜΕΑ (από σεκιουριτάδες), απαξιωτική συμπεριφορά απέναντι στους εργαζόμενους, χαμηλοί μισθοί, πλήρης ελαστικοποίηση του ωραρίου.

Το Public, λοιπόν, τους τελευταίους μήνες, κάνει μια προωθητική ενέργεια, τα «Βραβεία Βιβλίου Public», και παροτρύνει τους επισκέπτες του σάιτ να συμμετέχουν, αναδεικνύοντας το αγαπημένο τους βιβλίο. Η συμμετοχή επιβραβεύεται με δώρα (τάμπλετς και δωροεπιταγές). Κάθε εταιρεία μπορεί βέβαια να ονομάζει τις προωθητικές της ενέργειες όπως αγαπάει. Το περίεργο αρχίζει εκεί όπου αυτές προβάλλονται, αναδεικνύονται και συζητιούνται ως πολιτιστικό γεγονός.

Καταρχάς, μια διαδικασία που με ιντερνετική ψήφο αναδεικνύει τα «αγαπημένα» βιβλία ενός τυχαίου κοινού είναι ακόμη πιο αδιάφορη από τη βράβευση των «καλύτερων» βιβλίων της χρονιάς από μια επιτροπή, η οποία εκθέτει, τουλάχιστον, ένα σκεπτικό. Είναι ακόμη πιο αδιάφορη κι από τη λίστα των ευπώλητων, η οποία δείχνει, τουλάχιστον, τι αγοράζει ο κόσμος. Δεύτερον, στο «διαγωνισμό» δεν μπορείς να ψηφίσεις οποιοδήποτε βιβλίο του περασμένου χρόνου, αλλά μόνο τα βιβλία που «λαμβάνουν μέρος στο διαγωνισμό», προτεινόμενα από κάποιους εκδοτικούς οίκους. Τα οποία, τρίτον, είναι ατάκτως εριμμένα σε κατηγορίες (βιβλίων, πάντα) που αρμόζουν μάλλον σε ράφια σούπερ μάρκετ: μυθιστορήματα και διηγήματα σε ένα τσουβάλι, η ποίηση ξεχωριστά βέβαια, βιογραφίες-μελέτες-δοκίμια-μαρτυρίες συνωστίζονται στη μη λογοτεχνική κατηγορία, παιδικό βιβλίο εντάξει, μαγειρική αλίμονο, και το καλύτερο για το τέλος: η κατηγορία-έκπληξη «μεγάλες συγκινήσεις». Συνέχεια ανάγνωσης

Θεσσαλονίκη: από τον γραφικό εθνικισμό στην εμπορευματικοποιημένη πολυπολιτισμικότητα

Standard

του Γιώργου Αγγελόπουλου

Θεσσαλονίκη, 2011.  Έργο των καλλιτεχνών δρόμου  DAL and Faith47. Φωτογραφία της Αlyssa Anda (www.mymodernmet.com)

Θεσσαλονίκη, 2011. Έργο των καλλιτεχνών δρόμου DAL and Faith47. Φωτογραφία της Αlyssa Anda (www.mymodernmet.com)

Όσο πιο μακραίωνη η ιστορία μιας πόλης τόσο περισσότερες δυναμικές ενέχει η αφήγηση, η αναπαράσταση, η ταυτότητα που οι κάτοικοί της προσπαθούν να εδραιώσουν. Οι αναπαραστάσεις αυτές προκύπτουν μέσα από συγκρούσεις κοινωνικών ομάδων, εντός και εκτός πόλης, σε αλληλεξάρτηση πάντα με τις αναπαραστάσεις άλλων πόλεων. Το «ποιοι είμαστε ως πόλη» απαντά κυρίως σε σχέδια για το μέλλον, παρά σε καταγραφές του παρελθόντος. Η Θεσσαλονίκη δεν αποτελεί εξαίρεση: οι εκλαϊκευμένες και λόγιες αφηγήσεις για την πόλη, οι αγοραίες και δημώδεις αναπαραστάσεις του παρελθόντος της, οι επιλογές ανάδειξης μνημείων, οι αναπλάσεις γειτονιών, το τουριστικό και επιχειρηματικό «μάρκετινγκ» της ταυτότητάς της, καθώς και τα αναπτυξιακά της οράματα έχουν αποτελέσει πεδίο αντιπαραθέσεων.

Οι αντιπαραθέσεις αφορούν συνολικά το παρελθόν της πόλης, βασικά όμως απαντούν στις τραυματικές μεταβολές της περιόδου 1912-1943: μετάλλαξη από μεγάλο λιμάνι μιας αυτοκρατορίας σε επαρχιούπολη ενός έθνους-κράτους, μεταβολές στην παραγωγική δομή και τον πληθυσμό (ακύρωση της βαλκανικής ενδοχώρας, ανταλλαγές- γενοκτονίες-αστικοποίηση), εκσυγχρονισμός του αστικού ιστού μέσω εκούσιων ή ακούσιων καταστροφών. Δευτερευόντως, οι ταυτοτικές αντιπαραθέσεις συνυπολογίζουν το πρόσφατο παρελθόν, ξεκινώντας από τις μεταπολεμικές μεταβολές και φτάνοντας μέχρι τις πρόσφατες αφίξεις παλιννοστούντων και μεταναστών, και τη διάψευση των προσδοκιών ανάπτυξης στο μετασοσιαλιστικό βαλκανικό τοπίο. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο Σαρτρ και το πορτρέτο του αντισημίτη

Standard

του Γιώργου Κ. Μπουγελέκα

Φωτογραφία του Henri Cartier-Bresson, 1946.

Φωτογραφία του Henri Cartier-Bresson, 1946.

Το καλοκαίρι του 1945 ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ γράφει το βιβλίο Στοχασμοί για το εβραϊκό ζήτημα, στο οποίο ασχολείται με την ψυχολογική διαμόρφωση του αντισημίτη (ελληνική έκδοση: μετ.: Αθανάσιος Σαμαρτζής, Αθήνα 2006• στην έκδοση αυτή και οι παραπομπές εφεξής). Εκείνη τη στιγμή, τα κρεματόρια, οι θάλαμοι αερίων και ο σχεδιασμός της «τελικής λύσης» δεν ήταν ουσιαστικά γνωστά στην κοινή γνώμη. Οι μαρτυρίες των πρώτων διασωθέντων θεωρήθηκαν αποτελέσματα νευρικού κλονισμού, παράγωγο του εγκλεισμού τους. Ταυτόχρονα, «κουμπώνοντας» στη μακρά και ισχυρή παράδοση του αντισημιτισμού, οι αντιεβραϊκές απόψεις των ναζί έβρισκαν απήχηση. Λίγο αργότερα, βέβαια, η φρίκη έγινε παγκοσμίως γνωστή, με τις φωτογραφίες των Αμερικανών και των Ρώσων στρατιωτών, από το Άουσβιτς και το Μπούχενβαλντ.

Το διάστημα της «άγνοιας», λοιπόν, ο Σαρτρ κατέγραψε τους προβληματισμούς του για την επώδυνη αναβίωση του αντισημιτισμού στον ευρωπαϊκό χώρο. Το βιβλίο απαρτίζεται από τρία άνισης έκτασης μέρη. Το πρώτο μέρος περιέχει ένα σύντομο πορτρέτο του αντιδημοκράτη. Το δεύτερο, το πορτρέτο του αντισημίτη, ενώ το τρίτο επιχειρεί μια ανάλυση των επιπτώσεων του αντισημιτισμού στην ψυχολογία και στη συμπεριφορά του Εβραίου. Από τα τρία μέρη, το δεύτερο κέρδισε την ομόφωνη αποδοχή, Εβραίων και μη. Στόχος του, όπως σημειώνει η Αρλέτ Ελκάιμ στην επανέκδοση του 2004, ήταν η αποκάλυψη της μυθολογίας και των κινήτρων του αντισημίτη∙ ενός κάλπικου ήρωα, ενός κάλπικου τιμωρού. Ο Σαρτρ θέλησε να γίνει συνείδηση όλων των λαών, πως η λέξη αντισημιτισμός κρύβει αναίτιο μίσος και κακή πίστη. Συνέχεια ανάγνωσης