Συνεχές ρεύμα αυταρχισμού και εναλλασσόμενες αντιστάσεις

Standard

του Κωστή Καρπόζηλου

 

Έμιλ Νόλντε, "Χορός γύρω από το χρυσό μοσχάρι", 1910

Έμιλ Νόλντε, «Χορός γύρω από το χρυσό μοσχάρι», 1910

Το πρωί του Σαββάτου 6 Ιουλίου η κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας ανακοίνωσε την πολιτική επιστράτευση των απεργών της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού. Κανείς δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα, καθώς το Πρωτοδικείο Αθηνών είχε έγκαιρα προετοιμάσει το έδαφος για την κυβερνητική πρωτοβουλία, κρίνοντας την απεργία «παράνομη και καταχρηστική». Οι μονότονες ανακοινώσεις που ακολούθησαν την είδηση της επιστράτευσης μαρτυρούν την απουσία του στοιχείου της έκπληξης: η Νέα Δημοκρατία, επικαλούμενη τη σταθερότητα, επανέλαβε το δόγμα «η χώρα δεν μπορεί να είναι όμηρος συντεχνιών»· η Αριστερά και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις κατήγγειλαν τον «αυταρχικό κατήφορο της κυβέρνησης»· η Εκτελεστική Επιτροπή της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ δήλωσε ότι «ο αγώνας […] πέτυχε και θα συνεχιστεί», ενώ ο πρόεδρος του Σωματείου Σπάρτακος ότι «ο αγώνας δεν καταστέλλεται», παρά το αναντίρρητο γεγονός ότι οι εργαζόμενοι επέστρεψαν στις δουλειές τους με το φύλλο πορείας στο χέρι, σχεδόν προτού καλά καλά απεργήσουν. Το αλάνθαστο κριτήριο της αγοραίας ειδησιογραφίας γρήγορα αντικατέστησε τις προφητείες για το «καταστρεπτικό μπλακ άουτ» με τις πραγματικές εκπλήξεις των ημερών: τη συντριβή της Βραζιλίας, την οριστική επιβεβαίωση της παρουσίας του Ρεθύμνιου κροκοδείλου και το διαζύγιο του Πέτρου Κωστόπουλου και της Τζένης Μπαλατσινού.

Μέσα σε λίγες ώρες από την ανακοίνωση της επιστράτευσης η αναμενόμενη σύγκρουση κυβέρνησης και συνδικάτων γύρω από την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ συρρικνώθηκε αυστηρά στα όρια της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης. Η τελευταία έχει τη δική της σημασία, καθώς καταδεικνύει –για πολλοστή φορά– την επιλογή της κυβέρνησης να παραβιάζει τους κανόνες της δημοκρατίας, τους οποίους διαρκώς επικαλείται, όπως στο παράδειγμα με το γαϊτανάκι γύρω από τη σύγκληση της Ολομέλειας της Βουλής. Από την άλλη, η προκαταβολική απαξίωση της προοπτικής του δημοψηφίσματος φανερώνει τον εκνευρισμό της κυβέρνησης για το αναπάντεχο ενδεχόμενο να χρειαστεί να πείσει γι’ αυτό που παρουσιάζει ως αυτονόητο, αλλά και την ανησυχία της για την ενδεχόμενη εμφάνιση ενός αντικυβερνητικού μετώπου της Αριστεράς γύρω από συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Συνέχεια ανάγνωσης

Eπιστράτευση απεργών ΔΕΗ: το μέσον είναι το μήνυμα

Standard

Κοινωνικός αυτοματισμός: από τον φθόνο στον φόβο

 του Δημήτρη Ιωάννου

Φερνάν Λεζέ, "Ο μεγάλος Ιούνιος", 1945

Φερνάν Λεζέ, «Ο μεγάλος Ιούνιος», 1945

Η πρόσφατη επιστράτευση των απεργών της ΔΕΗ ήταν η πρώτη, για τον συγκεκριμένο κλάδο, σε όλη τη μεταπολιτευτική ιστορία. Γεγονός αρκούντως εντυπωσιακό, αν σκεφτούμε ότι τα χρόνια αυτά είχαμε πολύ μεγάλες απεργίες (λ.χ. το 1979, το 1987 και το 1992), και μάλιστα με σοβαρό πολιτικό κόστος. Απεργίες που οδήγησαν σε εκτεταμένες διακοπές ρεύματος, που έμειναν στην ιστορία και σε ό,τι αποκαλείται «συλλογικό ασυνείδητο» ως «επικίνδυνες» και «αντικοινωνικές», αφήνοντας ως παρακαταθήκη και το (ανακριβές βέβαια) κλισέ περί «συνδικαλιστών που κατεβάζουν τους διακόπτες». Γιατί λοιπόν οι κυβερνήσεις δεν είχαν χρησιμοποιήσει την πολιτική επιστράτευση για να σταματήσουν τις επεισοδιακές εκείνες απεργίες, τη στιγμή μάλιστα που οι συνέπειές τους πλησίαζαν περισσότερο στις προϋποθέσεις που θέτει το Σύνταγμα από ό,τι, για παράδειγμα, η απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων του 1979 που έληξε με επιστράτευση;

Εκτός του ότι η νομική αντιμετώπιση των «άγριων» εκείνων απεργιών δεν ήταν διόλου αμελητέα (η εφαρμογή του Ν. 330/1976 οδήγησε σε ποινικές διώξεις και φυλακίσεις το 1979, ενώ το 1992, ο Ν. 1915/1990 επέτρεψε την απόλυση 200 επίμονων απεργών — άλλο θέμα το ότι επαναπροσλήφθηκαν από την επόμενη κυβέρνηση), διακινδυνεύω συνολικά την εξής υπόθεση: η βασική επιδίωξη του κράτους, κάθε φορά, δεν ήταν η λήξη της απεργίας, αλλά η ευρύτερη δυνατή απονομιμοποίησή της, η ανάπτυξη κοινωνικών αντανακλαστικών εναντίον της.

Τα αντανακλαστικά αυτά επανενεργοποιήθηκαν, στην πρόσφατη απεργία, από τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών και δημοσιογράφων, με σκοπό την κοινωνική απομόνωση των απεργών και την αποδοχή από την κοινή γνώμη του ακραίου μέτρου της επιστράτευσης ως αυτονόητης και αναγκαίας επιλογής. Και έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πως ο κοινωνικός αυτοματισμός που επιδιώχθηκε να λειτουργήσει στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχε ως άξονα τον φθόνο αλλά, πρωτίστως, τον φόβο. Δεν αρθρώθηκε δηλαδή τόσο γύρω από ένα σύνολο αποφάνσεων περί «προνομιούχας συντεχνίας» όσο γύρω από την απειλή ενός καταστροφικού «μπλακ άουτ». Πρόκειται για ένα σύνολο λογοθετικών επιλογών που δεν είναι τυχαίο· αντίθετα, αφενός εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική, αφετέρου αποκαλύπτει τις πραγματικές στοχεύσεις της επιστράτευσης, συμπληρώνοντας την παραπάνω υπόθεσή μας για την «παράδοξη» αποφυγή λήψης του μέτρου στο παρελθόν. Συνέχεια ανάγνωσης

Αννίτα

Standard

Στη γειτονιά της Αριστεράς, παρά δήμον ονείρων…

του Στρατή Μπουρνάζου

Αννίτα Μιχαηλίδου

Αννίτα Μιχαηλίδου

Δεν θέλω να γράψω, σήμερα, για τα χαρίσματα της Αννίτας που τόσο νωρίς και τόσο άδικα χάσαμε (αν μπορεί, βέβαια, να υπάρχει δίκιο κι άδικο στο θάνατο). Της Αννίτας Μιχαηλίδου, της δικιάς μας Αννίτας. Τα έγραψαν και τα είπαν άλλοι, και το έκαναν όπως πρέπει. Ούτε για τον πόνο, τον πόνο του Μάκη και της Όλγας, καθώς και τον πόνο των δικών της θα γράψω — δεν αποτυπώνονται στο χαρτί τούτα τα πράγματα. Γι’ αυτούς τους «δικούς» όμως θέλω να μιλήσω, όπως μας είδα όλους και όλες, στην κηδεία.

To μεσημέρι της Παρασκευής, στις 3 του Ιούλη, εκεί, στον περίβολο του νεκροταφείου της Νέας Σμύρνης , ένιωθες τον πόνο, βαρύ, αλλά και την αγάπη· πολλή αγάπη. Στρέφοντας το βλέμμα, έβλεπες ότι όλοι οι δικοί σου ήταν εκεί, κι έλεγες — εγώ τουλάχιστον έτσι έλεγα: Να, αυτός είναι ο κόσμος μου, οι άνθρωποί μας, εδώ, εδώ είναι η οικογένειά μου, ο τόπος μου. Ο τόπος μας, η γειτονιά της Αριστεράς, όπου, μικροί και μεγάλοι, από κοντά κι από μακριά, μεγαλόσχημοι και «άσημοι», ήρθαμε να κλάψουμε την Αννίτα, και συνάμα όλα τα ακριβά και τα ωραία που κάναμε μαζί της, αυτά που χάνονται με τον χαμό της, αλλά και συνεχίζονται.

Και τούτη η αίσθηση τύλιγε το απόγευμα και το γαλήνευε. Αυτό που τόσο συχνά, κάθε μέρα, δεν το καταφέρνουμε στην πολιτική πράξη, όπου μας κατατρώνε άλλα και τρωγόμαστε κι εμείς μαζί τους. Κι έτσι, χωμένοι ανάμεσα στους δικούς, πιάνοντας ο είς το χέρι του άλλου, αλαφρώναμε λιγάκι τον πόνο μας: μέσα στη βαριά σκιά του χαμού, μια στάλα φως, παρηγοριά και δύναμη. Και αγάπη, όχι μια στάλα, αλλά πολλή: για την Αννίτα, και ας μην μπορούμε πια να της το πούμε, για τον Μάκη, την Όλγα, μα και για μας, όλους και όλες μας. Συνέχεια ανάγνωσης

Ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα: Εγγυημένη φτώχεια για όλους;

Standard

του Βλάση Μισσού

 4-misosΕλάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ): τρεις λέξεις εύηχες, που παραπέμπουν σε μια ευαισθητοποιημένη κρατική πολιτική. Γι’ αυτό και η εξαγγελία της εφαρμογή του (όπως θα συμβεί, σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, σε οκτώδήμους, άγνωστο ποιους, τους επόμενους μήνες) γίνεται συνήθως δεκτή θετικά. Ποιος θα εναντιωνόταν σε μια τέτοια ρύθμιση; Και όμως τόσο η θεωρία όσο και η διεθνής εμπειρία και πρακτική καταλήγουν σε αρνητικά συμπεράσματα. Με δυο λόγια, το ΕΕΕ ((που δεν πρέπει να το συγχέουμε με το Βασικό Εγγυημένο Εισόδημα) δεν είναι αντίδοτο, αλλά η αρμονικά εκφρασμένη αποδοχή των φτωχοποιητικών επιπτώσεων της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και το όχημα της συνέχισής της. Το μέτρο θέτει κατώτατους όρους διαβίωσης και επιδοτεί τη διατήρησή τους εις μακρόν.

***

Ένας από τους πλέον γνωστούς θεωρητικούς εκφραστές του ΕΕΕ είναι ο διάσημος νεοφιλελεύθερος Φρίντριχ Χάγιεκ. Ο Χάγιεκ υπογράμμιζε την ανάγκη ενός ΕΕΕ, σε μια απόπειρα διατήρησης της κοινωνικής συνοχής, λαμβάνοντας υπόψη την απειλή στη σταθερότητα και τις ανισορροπίες που θα επέφεραν οι σκληρότατες προτάσεις του (περί… «κοινωνικής δικαιοσύνης», όπως τις ονόμαζε). Η περίπλοκη ιδέα ενός ΕΕΕ μπορεί να αναδείξει το επιθετικό πρόσωπο μιας μεροληπτικής θεωρίας, που υποστηρίζει ότι το ελάχιστο επίπεδο εγγυημένου εισοδήματος μιας χώρας δεν πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ΕΕΕ μιας άλλης, διότι έτσι θα υποσκάπταμε την ελεύθερη μετακίνηση μεταξύ εθνικών συνόρων. Η θεωρία του Χάγιεκ πρεσβεύει μια όσο το δυνατόν εντονότερη διεθνή «κινητικότητα» πολιτών/εργαζομένων, οι οποίοι στις αμέτρητες διαδρομές τους μεταξύ των χωρών όπου θα βρεθούν, προς ανεύρεση εργασίας ή «προσωπικής ευημερίας», θα λησμονήσουν την εθνική και ιδιαίτερη κουλτούρα τους, τουλάχιστον στον βαθμό που αυτή προσδιορίζει ένα εθνικά οριζόμενο επίπεδο διαβίωσης. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα του 2009 –αλλά ακόμα και σήμερα– δεν θεωρούνταν πολυτέλεια μια οικογένεια να διαθέτει ένα ιδιόκτητο τριάρι στο κέντρο της Αθήνας, αλλά ασφαλώς δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για μια αντίστοιχη οικογένεια στο Παρίσι.

Ας προσέξουμε τις δύο αρνήσεις στο ακόλουθο απόσπασμα από το έργο The Political Order of a Free People του Χάγιεκ (1979): «Είναι προφανές ότι για πολύ καιρό ακόμα η διασφάλιση ενός επαρκούς και ομοιόμορφου επιπέδου ελαχίστου εισοδήματος για όλους τους ανθρώπους, παντού, θα είναι αδύνατη. Με άλλα λόγια, οι πιο πλούσιες χώρες δεν θα έχουν την ευχέρεια να διασφαλίσουν για τους πολίτες τους ένα επίπεδο που δεν θα είναι υψηλότερο από εκείνο που μπορεί να διασφαλιστεί για όλους τους ανθρώπους (σε όλες τις χώρες)». Από τη θέση αυτή συνάγεται ότι τα κράτη της Ευρωζώνης πρέπει να διασφαλίσουν ένα χαμηλό-ελάχιστο επίπεδο εισοδήματος και όχι ένα υψηλό-ελάχιστο, με σκοπό την ήπια άμβλυνση της ανισότητας με το μικρότερο δυνατό κόστος. Συνέχεια ανάγνωσης

Προς μια θεωρία της απελευθερωτικής βίας

Standard

O Ζωρζ Λαμπικά και η βία

του Στάθη Κουβελάκη

Από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής (ένα νέο και ελπιδοφόρο εκδοτικό εγχείρημα, στο χώρο της κριτικής, ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς) κυκλοφορεί αυτές τις μέρες το βιβλίο του Ζωρζ Λαμπικά «Η βία; Ποια βία;», σε μετάφραση Χρήστου Βαλλιάνου και Τάσου Μπέτζελου. Ο Λαμπικά (1930-2009), από τους σημαντικότερους γάλλους κομμουνιστές φιλοσόφους, εξετάζει, σε αυτή τη συλλογή δοκιμίων, την πολλαπλότητα των μορφών βίας, θέλοντας να αναδείξει τη δυνατότητα μιας νέας επαναστατικής πολιτικής. Αρνείται να αποκηρύξει τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», διαχωρίζει τις μορφές της, επισημαίνει τις πραγματικές διαστάσεις της στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο και τονίζει ότι για τους καταπιεσμένους η βία δεν αποτελεί απλώς αντικείμενο επιλογής (ή αποκήρυξης) αλλά ενίοτε μοναδικό μέσο που διαθέτουν για να υπερασπιστούν την αξιοπρέπεια και τη ζωή τους. Το βιβλίο παρουσιάζεται την Τετάρτη 16 Ιουλίου, στις 8 μ.μ.στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Ερμού 134-136). Θα μιλήσουν: Γιώργος Λιερός (συγγραφέας, δημοτικός σύμβουλος Χαλανδρίου), Δημήτρης Μπελαντής (νομικός, συγγραφέας), Κώστας Ράπτης (δημοσιογράφος, εκδόσεις Εκτός Γραμμής). Θα ακολουθήσει ποτό και μουσική στον κήπο. Δημοσιεύουμε στη συνέχεια αποσπάσματα από το Επίμετρο του Στάθη Κουβελάκη.

Στρ. Μπ.

Αντρέ Μασόν, «Σπουδή για ξεκοιλιασμένα άλογα», 1934-1935

Αντρέ Μασόν, «Σπουδή για ξεκοιλιασμένα άλογα»,
1934-1935

Η κατηγορηματική καταδίκη της βίας σε «όλες τις μορφές της» και, κυρίως, «απ’ όπου κι αν προέρχεται» αναμφίβολα θεωρείται στις μέρες μας θέση που χαίρει ευρύτατης, σχεδόν αυτονόητης, αποδοχής. Μόνη παραφωνία στη χορωδία αυτής της συναίνεσης, η απόλυτη και σχεδόν ακατονόμαστη ετερότητα του «τρομοκράτη» ή του «ακραίου». Εδώ όμως τα πράγματα αρχίζουν και περιπλέκονται. Διότι η πραγματική λειτουργία του τείχους που υψώνεται για την αντιμετώπιση της εμφανιζόμενης απειλής πολύ σύντομα αποκαλύπτεται πως είναι η αέναη, και όχι ιδιαίτερα φιλική, προτροπή προς την ομοφωνία, γεγονός που υποδηλώνει ότι η επιδιωκόμενη συναίνεση είναι πολύ πιο προβληματική απ’ όσο αρχικά (αυτο)παρουσιάζεται. Εδώ ίσως βρίσκεται και η βάση της ταυτόχρονης επέκτασης ενός ολόκληρου μηχανισμού που δεν στηρίζεται μόνο στις παραινέσεις αλλά κυρίως στην καταστολή, δηλαδή στη χρήση βίας, ή τουλάχιστον στη δυνατότητα προσφυγής σε αυτήν. Εδώ πρόκειται βέβαια για τη θεσμικά κωδικοποιημένη, δηλαδή την «έννομη» βία, αυτήν που ασκείται στο πλαίσιο του σύγχρονου φιλελεύθερου «κράτους δικαίου»· ενός κράτους, ωστόσο, που βλέπουμε να διολισθαίνει σταθερά προς μορφές «κράτους εξαίρεσης» και που όλο και περισσότερο στηρίζεται σ’ ένα πλέγμα ανομολόγητων και έκνομων πρακτικών, από τη γενικευμένη ηλεκτρονική παρακολούθηση των προσωπικών δεδομένων (που κάνει το φακέλωμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας να μοιάζει με εφηβικό χόμπι…) έως τις «έκτακτες μεταγωγές ύποπτων τρομοκρατών» από τη Δύση σε τρίτες χώρες, όπου υποβάλλονται σε βασανιστήρια.

Η παραπάνω διαπίστωση μας οδηγεί, επομένως, σ’ ένα πρώτο συμπέρασμα σχετικά με τον κυρίαρχο λόγο περί βίας: ο λόγος αυτός αποτελεί μέρος ενός μηχανισμού άμεσος σκοπός του οποίου υποτίθεται πως είναι η αντιμετώπιση του φορέα της βίας, και απώτερος δηλωμένος στόχος η εξάλειψη του φαινομένου ως τέτοιου, αλλά που βασικό του αποτέλεσμα είναι η απόκρυψη της ίδιας της λειτουργίας του. Για να το πούμε διαφορετικά, η κρατική βία είναι η «κανονική», η φυσιολογική» βία, που ασκεί το κράτος ως κάτοχος του μονοπωλίου της νόμιμης χρήσης της. Όταν δε εκτός από «νόμιμη» η βία αυτή εμφανίζεται και «νομιμοποιημένη», δηλαδή υπό «κανονικές συνθήκες» ευρύτερα αποδεκτή, τότε καθίσταται κυριολεκτικά αόρατη. Αυτό υποδηλώνει και η τόσο συχνά επαναλαμβανόμενη στις μέρες μας ρήση περί «καταδίκης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται», στην οποία το «απ’ όπου» σημαίνει απλώς απ’ όποια θέση δεν βρίσκεται εντός της περιμέτρου της κρατικής βίας […]. Συνέχεια ανάγνωσης

Η νεοφόλκ αντίδραση ή Υπάρχουν και μελαγχολικοί φασίστες

Standard

 του Μιχάλη Αγραφιώτη

Άγγελοι της άγνοιας πέφτουν μπροστά στα μάτια σου,

ρόδινα σύννεφα του ολοκαυτώματος, ρόδινα σύννεφα του ψεύδους.

2-agrafiotis-aΌσοι διάβασαν το Εκκρεμές του Φουκώ του Ουμπέρτο Έκο τη χρονιά που κυκλοφόρησε στα ελληνικά (1990) παρακολούθησαν την παραληρηματική στροφή των ιταλικών καλλιτεχνικών κύκλων σε έναν ιστορικό αναθεωρητισμό με μυστικιστικό ή κοσμολογικό μανδύα. Το ανυποψίαστο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μπορεί να αντιλήφθηκε μια μυθιστορηματική αλληγορία, οι προβλέψεις όμως επαληθεύτηκαν λίγα χρόνια αργότερα, όταν παρόμοιες κοσμοθεωρίες εισέβαλαν και στην Ελλάδα, κερδίζοντας μάλιστα και κάποιο τμήμα της κοινής γνώμης.

Αν και η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από την απουσία πρωτοποριών, στο πλαίσιο της παρακμής του αστικού τρόπου σκέψης και ζωής, μέσα από την παρακμή αυτή έχει αναδυθεί, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ένα καλλιτεχνικό κίνημα που χρησιμοποιεί μια γκάμα παγανιστικών συμβόλων. Το εν λόγω κίνημα (που εκφράζεται κυρίως μέσα από τη μουσική και εμφανίζεται κάτω από την ομπρέλα neofolk ή post-industrial και περιλαμβάνει υποκατηγορίες όπως martial industrial, apocalyptic folk) είναι εκλεκτικιστικά φασιστικό. Επίσης, είναι δημοφιλές και ανερχόμενο. Αν ο νεοφασισμός έχει συνδεθεί με γραφικότητες, κιτς, βίαια ξεσπάσματα και δολοφονίες, το νεοφόλκ διαθέτει υψηλή αισθητική, είναι προσιτό σε ευρύ κοινό (με μπαλάντες ή ατμοσφαιρικά κολάζ) και έχει το θάρρος μιας ολοκληρωμένης καλλιτεχνικής πρότασης.

2-agrafiotis-bbΣτη θέση ενός παρωχημένου ναζισμού προτείνει –με νοσταλγική χροιά– έναν κομψό ευρωκεντρικό ελιτισμό, βασισμένο στον ιταλό διανοούμενο του φασισμού Ιούλιους Έβολα και την υπεράσπιση της (ινδο)ευρωπαϊκής ταυτότητας, κατά την έμπνευση της γαλλικής Νέας Δεξιάς και του Αλαίν ντε Μπενουά. Ο αποκρυφισμός, οι αρχαίες θρησκείες, ο αντισημιτισμός, η ρουμανική Σιδηρά Φρουρά, πρόσωπα δικτατόρων, ο Μισίμα, αποτελούν άλλες αναφορές της θεματολογίας του. Όπως η Νέα Δεξιά, έτσι και το νεοφόλκ φροντίζει να κρύβεται πίσω από μια οικουμενική απολιτική ρητορική ή μια αινιγματικότητα που δημιουργεί ένα «αποκαλυπτικό» ποιητικό ύφος.

Επιλεκτικά, καλλιτέχνες ή μέλη σχημάτων συμμετέχουν ή συμμετείχαν σε νεοφασιστικά κόμματα (οι Death In June και οι Sol Invictus είναι τα παραδείγματα που αναφέρονται πιο συχνά). Το στοιχείο όμως της πολιτικής στράτευσης συσκοτίζεται από τις ίδιες τις πολιτικές προτιμήσεις των εκπροσώπων, οι οποίοι εμπνέονται σε μεγάλο βαθμό από προ-ναζιστικές ιδεολογίες. Οι επιλογές συνοψίζονται κυρίως στη «γνήσια επαναστατική» ορμή των Ταγμάτων Εφόδου, την οποία ανέκοψε η ηγεσία του ναζιστικού κόμματος τη «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» (το όνομα του σχήματος Death In June αποτελεί άμεση αναφορά) και — στην πιο εστέτ εκδοχή– στη θεωρία του ριζοσπαστικού συντηρητισμού των αρχών του 20ού αιώνα και στις ιδέες της «λαϊκής κοινότητας», τις οποίες «πρόδωσε» ο Χίτλερ όταν ανέβηκε στη εξουσία. Το εμβληματικό ποίημα Wir rufen Deine Wölfe του Friedrich Hielscher, εκφραστή των τελευταίων, μελοποιήθηκε το 2006 από 32 καλλιτέχνες του είδους από όλη την Ευρώπη σε έναν τιμητικό δίσκο (τα ονόματα των καλλιτεχνών είναι ενδεικτικά: Blood Axis, Der Arbeiter, Riharc Smiles, Turbund Sturmwerk). Ως εκ τούτου, η στάση προς τον καθεστωτικό ναζισμό εμφανίζεται κριτική (μέσα από το παραπάνω πρίσμα, της «προδοσίας»), αλλά και οι δηλώσεις αποστασιοποίησης από τον Χίτλερ δεν είναι κατ’ ανάγκη υποκριτικές. Συνέχεια ανάγνωσης

Η παράδοση του Μπερλινγκουέρ και «Η Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα»

Standard

 του Βασίλη Κωτούλα

6-kotoulasΤον Ιούνιο έκλεισαν τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Ενρίκο Μπερλιγκουέρ. Πέθανε πάνω στο βήμα, ενώ μιλούσε σε προεκλογική συγκέντρωση στην Πάντοβα. Το ΙΚΚ νίκησε σ’ εκείνες τις ευρωεκλογές με 33,33%, ενώ η Χριστιανική Δημοκρατία πήρε 32,97%. Έτσι υπήρξε το ιστορικό sorpasso (προσπέραση). Ο Λουίτζι Πιντόρ θα γράψει το δικό του ιστορικό άρθρο, με τίτλο «Δεν θα πεθάνουμε Χριστιανοδημοκράτες». Η ιστορία πήγε αλλιώς, και τώρα κινδυνεύουν από κάτι χειρότερο, να πεθάνουν νεοφιλελεύθεροι. Για το πώς και γιατί η Ιστορία πήγε έτσι και μπορεί να πάει και χειρότερα, έχουν ήδη γραφτεί πολλά, θα γραφτούν κι άλλα.

H κληρονομιά του Μπερλινγκουέρ και του ΙΚΚ

Η κληρονομιά που άφησε ο Μπερλινγκουέρ είναι αφάνταστα μεγάλη και πλούσια· είναι η ιστορική κληρονομιά του ΙΚΚ, των Γκράμσι, Τολιάτι, Λόνγκο και Μπερλινγκουέρ. Ο τελευταίος έβαλε τη δική του σφραγίδα στον εμπλουτισμό και ανανέωση της επαναστατικής, δημοκρατικής, σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής παράδοσης. Παράδοσης που έχει μέσα της το ζωντανό και δημιουργικό πνεύμα του συνεχούς εμπλουτισμού και επικαιροποίησής της.

Μετά τον ξαφνικό θάνατο του Μπερλινγκουέρ, την ηγεσία του κόμματος ανέλαβε ο Νάτα. Aμέσως, αφού πέρασε η ταραχή, ξεκίνησε τις διεργασίες που οδήγησαν στο πέρασμα της ηγεσίας του κόμματος στη νέα γενιά, στην πρώτη γενιά μετά την Αντίσταση, στη γενιά των Οκέτο, Ντ’ Αλέμα, Φασίνο, Βελτρόνι και άλλων. Γενιά που όχι μόνο δεν στάθηκε στο ύψος της, αλλά σύντομα εγκατέλειψε εκείνη την παράδοση, την άφησε ανυπεράσπιστη από το συνεχές και χυδαίο αντικομουνιστικό σφυροκόπημα του Μπερλουσκόνι και έτσι την «πρόδωσε». Και, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αυτός ο ηγετικός πυρήνας προσχώρησε στη θεωρία του Φουκουγιάμα για το τέλος της Ιστορίας.

6-kotoulas-tsipras venΗ επέτειος του θανάτου του Μπερλινγκουέρ συνέπεσε με την αποκάλυψη νέων και εκτεταμένων σκανδάλων διαφθοράς, μια διάσταση του ιταλικού καπιταλισμού που τις τελευταίες πέντε περίπου δεκαετίες προσέλαβε τέτοια δομικά χαρακτηριστικά που απαιτείται μια συνολική πολιτισμική επανάσταση για να μπει η Ιταλία σ’ έναν άλλο δρόμο στο πλαίσιο, βέβαια, μιας άλλης Ευρώπης.

Αυτές τις εβδομάδες όλοι, εκτός από τη Δεξιά του Μπερλουσκόνι που συνεχίζει, αν και ξεδοντιασμένη, τον χυδαίο αντικομουνιστικό χαβά της, θυμήθηκαν τον Μπερλινγκουέρ. Πολλά αφιερώματα και ντοκιμαντέρ παρουσιάστηκαν, ο Ρέντσι και ο Γκρίλο τον θυμήθηκαν και τον επικαλέστηκαν προεκλογικά. Υποτίθεται ότι εξέφρασαν την αγάπη τους και τον σεβασμό τους, ενώ η υποκρισία, η διατρέβλωση, η άγνοια και οι πολιτικές-πολιτικάντικες σκοπιμότητες (και σε κάποια άρθρα στον ελληνικό Τύπο και την Αυγή) ξεχείλιζαν από πολλά δημοσιεύματα. Τα περισσότερα περιορίστηκαν κυρίως να εκθειάζουν μια πλευρά, ένα ζήτημα, «laquestionemorale», το ηθικό ζήτημα που το είχε ως σημαντική διάσταση στη στρατηγική του ο Μπερλινγκουέρ. Ακόμη και εκείνοι που τότε τον κατηγορούσαν σαν «ηθικολόγο» (μαζί μ’ αυτούς και η δεξιά πτέρυγα του ΙΚΚ με επικεφαλής τον Ναπολιτάνο, οι λεγόμενοι και milioristi, δηλαδή εκείνοι που περιόριζαν τη στρατηγική τους ενόραση απλώς στην καλυτέρευση του συστήματος ) τώρα ξέχασαν εκείνες τις κατηγορίες και αγιοποιούν τη φιγούρα του Μπερλινγκουέρ. Ούτε λίγο ούτε πολύ, παρουσιάζονται σαν οι κληρονόμοι του! Ξεχνούν, ή κάνουν πως ξεχνούν, ότι ο Μπερλινγκουέρ το «ηθικό ζήτημα» το ενέτασσε σε μια συνολική δημοκρατική στρατηγική της υπέρβασης του καπιταλιστικού συστήματος που συμπυκνωνόταν και στα άλλα δύο διαχρονικά συνθήματα του ΙΚΚ: Πρώτον, ότι το κόμμα ήταν και θα παρέμενε ως την εκπλήρωση του στρατηγικού του στόχου «partitodilottaedigoverno» (Κόμμα του αγώνα και της κυβέρνησης). Κυβερνούσε εξάλλου ήδη σ’ όλη την Κεντρική Ιταλία, στις «κόκκινες περιοχές», με θεαματικά θετικά αποτελέσματα. Ήταν ένα σύνθημα που συμπύκνωνε τις θεωρητικές επεξεργασίες του Γκράμσι για την ηγεμονία, τη στρατηγική του «πολέμου» κατάκτησης θέσεων, την εισαγωγή σοσιαλιστικών στοιχείων στις δομές της κοινωνίας — όχι μόνο «πόλεμος» κινήσεων και ελιγμών. Δεύτερον, ότι το ΙΚΚ ήταν διαφορετικό απ’ όλα τα άλλα και η δική του «diversita» (διαφορετικότητα) είχε τις καταβολές της στη γέννησή του μέσα στο μεγάλο παγκόσμιο κύμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, στις σταθερές κοινωνικές και ταξικές αναφορές του στην εργατική τάξη, στη μισθωτή εξαρτημένη –άμεσα και έμμεσα– χειρωνακτική και πνευματική εργασία.

Συνέχεια ανάγνωσης