Οι Μπαλτάκοι, οι παγίδες και το αντιρατσιστικό

Standard

(δημοσιεύεται στην «Εποχή», 31.8.2014)

του Στρατή Μπουρνάζου

Ρενέ Μαγκρίτ, "Η ωραία της νυκτός", 1932

Ρενέ Μαγκρίτ, «Η ωραία της νυκτός», 1932

Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο το οποίο έρχεται την Τρίτη στη Βουλή διεκδικεί τρεις πρωτοτυπίες: Πρώτον, το φέρνει μια κυβέρνηση για την οποία η ξενοφοβία και ο ρατσισμός είναι βασικοί άξονες του λόγου και της πολιτικής της. Δεύτερον, είναι το πιο «παγωμένο» νομοσχέδιο της μεταπολίτευσης, καθώς μπαινόβγαινε στο ψυγείο ενάμιση χρόνο. Τρίτον, στη σχετική δημόσια συζήτηση κυριάρχησε, δυσανάλογα, ένα θέμα: ο χαρακτηρισμός ως γενοκτονίας του εγκλήματος εναντίον των Αρμενίων, των Ποντίων κ.ά. και η ποινικοποίηση της «άρνησής» του. Οι τρεις αυτές πρωτοτυπίες είναι στενά συνδεδεμένες: η δεύτερη και η τρίτη πηγάζουν από την πρώτη. Επειδή η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για το αντιρατσιστικό (στην καλύτερη περίπτωση το θεωρεί μπελά που επιβάλλουν οι «διεθνείς υποχρεώσεις» και στη χειρότερη εχθρικό), το άφηνε μήνες στο ψυγείο. Για τον ίδιο λόγο, επειδή δεν θέλει η συζήτηση να επικεντρωθεί σε κανένα από τα πάμπολλα ζητήματα που ανακινεί ένα τέτοιο νομοσχέδιο (πώς ορίζεται το ρατσιστικό έγκλημα, πώς αντιμετωπίζουμε τους θύλακες της Χρυσής Αυγής στο κράτος και την εξάπλωσή της στην κοινωνία, πώς προστατεύουμε τα θύματα της ρατσιστικής βίας κ.ο.κ.) επιδιώκει να εξαντληθεί η συζήτηση σε ένα θέμα ουσιαστικά άσχετο: το έγκλημα σε βάρος Ποντίων και Αρμενίων.

Αν ξεκινάω με τις τρεις αυτές πρωτοτυπίες, δεν το κάνω για λόγους… πρωτοτυπίας. Αλλά επειδή πιστεύω ότι ενέχουν δύο παγίδες.

  1. Αρχίζω από τις γενοκτονίες. Όπως έλεγα, η ΝΔ και η κυβέρνηση, έχει, πέραν της ψηφοθηρίας, έναν βαθύτερο λόγο να επικεντρωθεί η συζήτηση εκεί. Με ένα σπάρο πετυχαίνει κάμποσα τρυγόνια: μετατοπίζει τη συζήτηση από όλα τα ουσιαστικά θέματα όπου νιώθει στριμωγμένη και λόγω της πολιτικής της αλλά και λόγω της ιδεολογικής της σκευής (ρατσισμός, Χρυσή Αυγή, ομοφοβία, μπαλτάκειες ωσμώσεις με νεοναζί κ.ά.)· μπορεί να πλειοδοτεί σε εθνικιστικούς λεονταρισμούς, ευελπιστώντας να «στριμώξει» τον ΣΥΡΙΖΑ· και, τέλος, ξεφεύγει από μια σειρά άλλα «άβολα» θέματα, όπως η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια.

Πιστεύω ότι εμείς πρέπει με σταθερότητα να κάνουμε δύο πράγματα. Πρώτον, να λέμε καθαρά τη θέση μας: ότι για λόγους ελευθερίας της έκφρασης αλλά και αποτελεσματικότητας είμαστε αντίθετοι στην ποινική δίωξη των «αρνητών» – ακόμα και του φρικιαστικότερου εγκλήματος, του Ολοκαυτώματος. Και το ότι αν η αιματηρή εκδίωξη των χριστιανών του Πόντου, της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης πρέπει να χαρακτηριστεί «γενοκτονία», «εθνοκάθαρση» ή «σφαγή», αυτό ας αντικείμενο δημόσιου και επιστημονικού διαλόγου, όχι ποινικού κολασμού. Δεύτερον, και πολύ σημαντικό, να μην τροφοδοτήσουμε με τη στάση μας την επιδίωξη της κυβέρνησης, να επικεντρωθεί η συζήτηση στις γενοκτονίες. Γιατί από αυτό μόνο να χάσουμε έχουμε, ακόμα και αν τα λέμε με τον πιο λαμπρό, σαφή, υπέροχο τρόπο. Όχι μόνο επειδή, με δεδομένο το τοπίο της διαστρέβλωσης στα ΜΜΕ, το μόνο που θα μάθει πολύς κόσμος είναι «καβγάς ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ για τους Ποντίους» ή «ο ΣΥΡΙΖΑ αβαντάρει τους Τούρκους». Αλλά, κυρίως, επειδή δεν είναι η γενοκτονία το επίδικο. Το επίδικο είναι η αποτελεσματική αντιρατσιστική νομοθεσία και η εφαρμογή της, ο θεσμικός ρατσισμός, οι ευθύνες της κυβέρνησης, η Χρυσή Αυγή, η διεύρυνση του συμφώνου συμβίωσης: αυτά πρέπει να επαναφέρουμε διαρκώς στη συζήτηση, και όχι να παγιδευθούμε σε μια συζήτηση περί γενοκτονίας, εθνοκάθαρσης κλπ. Συνέχεια ανάγνωσης

Το «πάγωμα» του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου και η απόψυξη του ρατσισμού

Standard

(δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη Αυγή, 24.8.2014)

του Στρατή Μπουρνάζου

Έργο του  Μichael Ηafftka

Έργο του Μichael Ηafftka

Εδώ και ενάμιση χρόνο, από την άνοιξη του 2013, το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο μπαινοβγαίνει διαρκώς στο ψυγείο. Τελευταίο επεισόδιο, η «αναβολή» του, προχθές Παρασκευή. Οι συνεχείς αυτές καταψύξεις, αποψύξεις και ανακαταψύξεις (λίαν βλαβερές για τη δημόσια υγεία, ως γνωστόν), φανερώνουν, βέβαια, ότι η ΝΔ, αλλά και η κυβέρνηση, δεν θέλησε ποτέ το νομοσχέδιο: το αντιμετώπισε, στην καλύτερη περίπτωση, σαν μπελά και, στη χειρότερη, σαν εχθρό. Ακόμα και αν ο λόγος της πρόσφατης αναβολής είναι όχι μόνο οι εθνοπρεπείς αντιδράσεις βουλευτών, ιεραρχών και μπαλτάκων, αλλά και η στάθμιση των σχέσεων με την Τουρκία (λόγω ποινικοποίησης της άρνησης του εγκλήματος σε βάρος Ποντίων και Αρμενίων) το συμπέρασμα δεν αλλάζει: για την κυβέρνηση, ο αντιρατσισμός δεν είναι αξία ή πολιτική επιλογή, αλλά ο κοινός παρονομαστής μεταξύ διεθνών πιέσεων, διακρατικών υπολογισμών, «εθνικοφρόνων» αντιδράσεων, ευρωπαϊκής βιτρίνας και δημαγωγίας.

Είναι αξιοπρόσεκτο, έτσι, ότι θέματα που συζητήθηκαν, όλες τις προηγούμενες μέρες, δεν ήταν η ρατσιστική βία, ο ορισμός του ρατσιστικού εγκλήματος, η δράση της Χρυσής Αυγής, η αντιρατσιστική διαπαιδαγώγηση, ο νεοναζισμός, τα όρια της ελεύθερης έκφρασης. Το θέμα που κυριάρχησε καταθλιπτικά, με ευθύνη της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, καθώς και κάποιων ανεξάρτητων βουλευτών (ανάμεσά τους και οι «προοδευτικοί» –τρομάρα τους!– Πάρις Μουτσινάς και Μάρκος Μπόλαρης, οι οποίοι χαρακτήρισαν το νομοσχέδιο «κατάπτυστη και αντεθνική υπαγόρευση») ήταν η ποινικοποίηση της άρνησης «της γενοκτονίας Ποντίων, Αρμενίων, Θρακιωτών, Μικρασιατών, Ασσυρίων» (επιστολή «38»). Άλλη μια απόδειξη πόσο προσχηματικό είναι το ενδιαφέρον των παραπάνω για την αντιρατσιστική νομοθεσία — αλλιώς όλο και κάτι άλλο, εκτός από την υπεράσπιση των Χριστιανών και του ελληνισμού (ως αντίπραξη μάλιστα στην ποινικοποίηση της άρνησης του «εβραϊκού» Ολοκαυτώματος!) θα έθεταν.

Νομίζω ότι για μας το πράγμα, αν και όχι εύκολο, είναι σαφές: Είμαστε κατά της ποινικοποίησης της «άρνησης» για λόγους ελευθερίας της έκφρασης – και όχι βέβαια από οιαδήποτε συμπάθεια για τους «αρνητές». Όπως η Ντέμπορα Λίπσταντ,[1] εμβληματική Εβραία μελετήτρια και αγωνίστρια κατά της άρνησης του Ολακαυτώματος έχοντας αφιερώσει το έργο και τη ζωή της στην αντίκρουση των ψευδών των «αρνητών», είναι κατηγορηματικά αντίθετη στην ποινική δίωξή τους, θεωρώντας τη ανελεύθερη (βλ. το κλασικό της έργο Deborah Lipstadt, Denying the Holocaust: The Growing Assault on Truth and Memory, Plume, Nέα Υόρκη 1993). Έτσι κι εμείς: για λόγους και αρχής και αποτελεσματικότητας, είμαστε αντίθετοι στην ποινική δίωξη των «αρνητών» (ακόμα κι αν αυτοί αρνούνται το φρικιαστικότερο έγκλημα: το Ολοκαύτωμα). Μετά, ας συζητήσουμε αν η αιματηρή εκδίωξη των χριστιανών του Πόντου, της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης πρέπει να χαρακτηριστεί «γενοκτονία», «εθνοκάθαρση» ή «σφαγή». Προσωπικά, πιστεύω (όπως έδειξε και ο Νίκος Φίλης, «Παλαιοκομματισμός και ‘Γενοκτονία’ «, Αυγή, 20.8.2014) ότι πρόκειται για «εθνοκάθαρση». Αλλά αυτό ας είναι αντικείμενο δημόσιου και επιστημονικού διαλόγου, όχι ποινικού κολασμού, κομματικής απόφασης ή εθνοκάπηλων ιερεμιάδων. Συνέχεια ανάγνωσης

Από τη Βεργίνα στην Αμφίπολη: Πρώτα ως τραγωδία, μετά ως φάρσα

Standard

Το άρθρο του Γιάννη Χαμηλάκη πρωτοδημοσιεύτηκε ένα χρόνο περίπου πριν, στα «Ενθέματα» (1.9.2013). Δυστυχώς, διατηρεί αμείωτη την επικαιρότητα και τη σημασία του, και έτσι το αναδημοσιεύουμε

AΡΧΕΙΟ ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ 2010- 8.5.2016

του Γιάννη Χαμηλάκη

Mποστ, «Ο Μεγαλέξανδρος με την αδελφή του την Γοργώνα» Mποστ, «Ο Μεγαλέξανδρος με την αδελφή του την Γοργώνα»

Αμφίπολη Σερρών, Αύγουστος 2013: Η «εθνική αρχαιολογία» σε νέες, ηρωικές περιπέτειες. Ή μήπως όχι και τόσο νέες; 1977-2013, σα να μην πέρασε μια μέρα. Ξανά ένας τύμβος, ένα «μοναδικό» ταφικό μνημείο (γνωστό στους αρχαιολόγους ήδη από τη δεκαετία του ’60), ξανά η βιαστική συσχέτιση με έναν «σημαντικό» νεκρό που εμμέσως πλην σαφώς κατονομάζεται, ξανά οι ομολογημένες ή κρυφές ελπίδες για μια συγκλονιστική αποκάλυψη, ξανά οι από Βορράν εχθροί –αντίπαλοι στη μάχη των συμβόλων– που καραδοκούν.

Παρά τις έστω και καθυστερημένες αντιδράσεις των ανασκαφέων και την ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού που τονίζει πως, σ’ αυτό το στάδιο τουλάχιστον, «οποιαδήποτε ταύτιση με ιστορικά πρόσωπα στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης και είναι παρακινδυνευμένη», άλλη μια κάθοδος στον κόσμο των «επιφανών» νεκρών προετοιμάζεται· άραγε, άλλο ένα δράμα δημόσιας ονειρικής αρχαιολογίας βρίσκεται εν τη γενέσει; Πάντως η στιγμή της αποκάλυψης προετοιμάζεται με «γοργό ρυθμό γιατί…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 334 επιπλέον λέξεις

Κλειστόν λόγω θέρους

Standard
Νικόλαος Λύτρας, "Το ψάθινο καπέλο", 1923-1926

Νικόλαος Λύτρας, «Το ψάθινο καπέλο», 1923-1926

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ

Το κατάστημα των «Ενθεμάτων», λόγω του ενσκήψαντος θέρους, θα αργήσει καθ’ όλη τη διάρκεια του Αυγούστου. 

Θα επανέλθει τον Σεπτέμβριο.

Ευχόμεθα στην εκλεκτή πελατεία μας, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, επαναστάτας (μαρξιστάς και μη), συριζιστάς, ρεφορμιστάς, φίλια τμήματα και λοιπές δημοκρατικές δυνάμερις, καλό παραθερισμό!

Εκ της επιμελητείας των Ενθεμάτων

Ενταύθα, 10 Αυγούστου 2014

H φιλοσοφία και η πολιτική σε αναζήτηση της χαμένης γραμμής: O Ζακ Ντερριντά για τον Λουί Αλτουσέρ

Standard

 Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο Πολιτική και φιλία. Ο Ζ. Ντερριντά για τον Λ. Αλτουσέρ

της Ελένης Κοσμά

6-elena kosmaΑπό μια δυσερμήνευτη τροπή της τύχης, η συνέντευξη που κυκλώνεται από τη συζήτηση για τον ρόλο, τις προϋποθέσεις και τα θεωρητικά απότοκα της στράτευσης σε ένα από τα περισσότερο «σταλινικά», τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ’70, κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης, και που σε σημεία δίνει την αίσθηση πως αυτή η εμπλοκή ή μη εμπλοκή στο Κόμμα καθορίζει τις τύχες και τις εκτροπές ολόκληρου του φιλοσοφικοπολιτικού εποικοδομήματος, δίνεται οχτώ μόλις μήνες πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την οριστική πλέον κατάρρευση του σοβιετικού σοσιαλισμού. Μετά την πτώση των σοβιετικών καθεστώτων η μαρξική επιστημολογία άρχισε να συζητείται με διαφορετικούς όρους και εγκαινιάστηκε ένας αστερισμός μαρξισμών, ο οποίος θεωρεί πλέον υποχρέωσή του μια ορισμένη ποικιλία κατευθύνσεων και ρευμάτων στο εσωτερικό του, τέτοια που να μπορεί να «συμφιλιώσει» έναν Αλτουσέρ με έναν Μπλοχ, για παράδειγμα.[1]

Διαβάζοντας αναδρομικά αυτό το κείμενο δεν μπορούμε παρά να ανιχνεύσουμε, κατασκευάζοντας ίσως μέσα από μια αναδρομική «σπέκουλα», τις άρσεις και τις θέσεις προς τον κυρίαρχο λόγο που οδεύει προς το κλείσιμό του, τις απουσίες και τις παρουσίες του στον πυρήνα της σκέψης των συνομιλητών, τις προοικονομήσεις, σε τελική ανάλυση, για αυτό το κλείσιμο. Η απόρριψη της τελεολογίας του παλαιού διαλεκτικού υλισμού είναι, άλλωστε, από τα πρώτα αλληλοδιεκδικούμενα εδάφη, πάνω στα οποία θα κριθούν τα «πολιτικά» θεμέλια της «φιλίας» του Αλτουσέρ με τον Ντερριντά. Συνέχεια ανάγνωσης

Ελληνική κινηματογραφική πρωτοπορία: στα ίχνη ενός κρυμμένου θησαυρού

Standard

 του Νίκου Τσαγκαράκη

Από την ταινία «Μοντέλο» του Κώστα Σφήκα (1974)

Από την ταινία «Μοντέλο» του Κώστα Σφήκα (1974)

«Πειραματικός κινηματογράφος; Υπάρχει τέτοιο πράγμα στην Ελλάδα;» Μια συνηθισμένη αντίδραση στο άκουσμα ενός από τα πιο παραγνωρισμένα είδη της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής, το οποίο συναντάται επίσης με το όνομα «ελληνική κινηματογραφική πρωτοπορία». Με τους δύο αυτούς όρους εννοούνται μη-αφηγηματικές ταινίες, μικρού και μεγάλου μήκους, που γυρίστηκαν από ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Όπως δηλώνουν οι δύο συνηθέστερες ονομασίες του, αυτός ο τύπος κινηματογράφου θεωρείται ότι αποτελεί το ελληνικό αντίστοιχο παράδειγμα στις μεσοπολεμικές και μεταπολεμικές πρωτοπορίες, που αναπτύχθηκαν κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Πότε όμως ξεκινάει η κινηματογραφική πρωτοπορία στην Ελλάδα, ποια είναι τα χρονικά της όρια; Παρότι η ακριβής έναρξή της ακόμη ερευνάται, μπορούμε να πούμε, χονδρικά, ότι εμφανίστηκε για πρώτη φορά πριν από σαράντα περίπου χρόνια, ενώ εξακολουθεί μέχρι και σήμερα –έστω σποραδικά– να μας δίνει δείγματα.

 Από την ταινία «Idees fixes/ Dies irae. Παραλλαγές στο ίδιο θέμα» της Αντουανέττας Αγγελίδη (1977)

Από την ταινία «Idees fixes/ Dies irae. Παραλλαγές στο ίδιο θέμα» της Αντουανέττας Αγγελίδη (1977)

Βεβαίως, οι όροι πειραματικός και πρωτοποριακός κάθε άλλο παρά συγκεκριμένοι και κανονιστικοί είναι, αλλά συμπτωματικοί, ρευστοί και καταχρηστικοί, αφού ακόμη και σήμερα η μελέτη των κινηματογραφικών πρωτοποριών δυσκολεύεται να οριοθετήσει το αντικείμενό της με απόλυτους αισθητικούς όρους. Ωστόσο, εξακολουθούν να εντοπίζονται ορισμένα γνωρίσματα που, όπως και στο εξωτερικό, μπορούν να ορίσουν την πρωτοποριακή παραγωγή στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων, η άρνηση των αφηγηματικών συμβάσεων (αναπαραστατικότητα, χωροχρονική και λογική συνοχή γεγονότων κ.ά.), η διερεύνηση των εκφραστικών δυνατοτήτων του κινηματογραφικού μέσου, η πολιτική στράτευση, αντισυμβατικές εκ μέρους των δημιουργών και απαιτητικές για τον θεατή υφολογικές επιλογές.

Προσπαθώντας να ορίσουμε ιστορικά το είδος, ένα χρήσιμο σημείο εκκίνησης είναι οι πληροφορίες που παρέχει η ελληνική κινηματογραφική ιστοριογραφία. Σ’ αυτό το άρθρο λοιπόν θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω πολύ γενικά την εικόνα της ελληνικής κινηματογραφικής πρωτοπορίας, όπως διαμορφώνεται στις ιστορικές αφηγήσεις για τον ελληνικό κινηματογράφο που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα, ανιχνεύοντας συνέχειες, αντιφάσεις, ελλείψεις και αποκαλύψεις. Απώτερος στόχος, να ερευνηθεί κατά πόσο σχηματίζεται μια ομοιόμορφη εικόνα για την ελληνική κινηματογραφική πρωτοπορία, και πόσο εξυπηρετείται η ανάγκη να γνωρίσει και να κατανοήσει κανείς μια από τις πιο ιδιόμορφες πλευρές της ελληνικής κινηματογραφίας. Συνέχεια ανάγνωσης

Για την Αριστερά και τα πανεπιστήμια

Standard

της Ντίνας Βαΐου

Ανρί Ματίς, "Χρυσόψαρα", 1911

Ανρί Ματίς, «Χρυσόψαρα», 1911

Τα Ενθέματα αφιέρωσαν τις τελευταίες δύο Κυριακές αρκετό από τον χώρο τους στα πανεπιστήμια[1], εγκαινιάζοντας έναν ενδιαφέροντα και επίκαιρο διάλογο, σε μια περίοδο όπου τα πανεπιστήμια βρίσκονται στο στόχαστρο λυσσαλέων επιθέσεων — θεσμικών, οικονομικών και ιδεολογικών. Στο διάλογο αυτό φιλοδοξεί να συμβάλει και το σύντομο τούτο σχόλιο, αναγκαστικά πατώντας στα τριάντα δύο χρόνια δουλειάς στο ΕΜΠ.

Τρεις προκαταρκτικές παρατηρήσεις: Πρώτη, η ιστορία και οι μεταλλαγές του ελληνικού πανεπιστημίου δεν είναι αδιερεύνητο πεδίο, η σχετική βιβλιογραφία είναι πλούσια και μπορεί να υποβοηθήσει την εξασθενημένη μνήμη ή την άγνοια πολλών πανεπιστημιακών[2]. Δεύτερη, οι μετά-το-1974 μεταρρυθμίσεις στην ανώτατη εκπαίδευση (κι όχι μόνο) δεν είναι αποτέλεσμα εμπνευσμένων θεσμικών παρεμβάσεων διαπρεπών ανδρών (και γυναικών;), αλλά και κοινωνικών διεκδικήσεων, συγκρούσεων και προσαρμογών όλων των συνιστωσών της πανεπιστημιακής κοινότητας. Από την άποψη αυτή, το πανεπιστήμιο αποτελεί σημαντική συνιστώσα και διαρκές επίδικο του εκδημοκρατισμού που συνδέεται με όσα σηματοδοτεί ο όρος «μεταπολίτευση». Τρίτη, ο νόμος-πλαίσιο (Ν. 1268/1982, σε συνέχεια του Ν. 815/1978) είναι σημαντικός σταθμός –ίσως και σημείο εκκίνησης — στη διαδικασία εκδημοκρατισμού του πανεπιστημίου. Οι διαδοχικές αναθεωρήσεις, ήδη από την επαύριο της ψήφισής του, στόχευσαν –και πέτυχαν– τον περιορισμό των δημοκρατικών ανοιγμάτων, μέχρι την κατάργησή τους και τη ρεβανσιστική επάνοδο της Δεξιάς που προδιέγραψε ο Ν4009/2011. Συνέχεια ανάγνωσης

Για τον Κώστα Κάρη

Standard
karis

Ο Κώστας Κάρης σε εκδήλωση της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος στο Σπόρτινγκ

Τα «Ενθέματα» διήγαν το ήμισυ περίπου του βίου τους με διευθυντή της Αυγής τον Κώστα Κάρη. Του οφείλουν πολλά, και για όλα όσα έκανε γι’ αυτά (τις ιδέες, τις μακρές και έντονες συζητήσεις, την κριτική, την καλή διάθεση), στο πλαίσιο μιας ευρύτερης μορφωτικής αντίληψής του για τον Τύπο, αλλά και για όσα δεν έκανε: την απουσία, δηλαδή, κάθε παρέμβασης, το κλίμα ελευθερίας και αυτονομίας που είχε καθιερώσει, στο οποίο έζησε και συνεχίζει να ζει αυτό το ένθετο.

Ο Κώστας, όπως έγραψε ο Ανδρέας Πετρουλάκης (protagon, 28.7.2014) ήταν «συμπαγής άνθρωπος με κρυστάλλινη και ιδιόρρυθμη πορεία στην ανανεωτική αριστερά και τη δημοσιογραφία, πολύ ασυνήθιστος, πολύ ιδιαίτερος, σχεδόν αρχετυπικός. Πολιτικό ον μέχρι μυελού των οστών. Δεν ήταν από τις περιπτώσεις των δημοσιογράφων αστέρων, ήταν από τις περιπτώσεις των δημοσιογράφων με μεγάλη αξία. Από αυτούς που εισχωρούν στον σκληρό πυρήνα της δημοσιογραφίας και ενθυλακώνουν τις βασικές της αξίες: την ευρυμάθεια, την έρευνα, την οξυδέρκεια, την μαχητικότητα, την εντιμότητα».

Τον αποχαιρετούμε, κι εμείς, με τα λόγια του σημερινού διευθυντή μας, του Νίκου Φίλη («Ένας δικός μας άνθρωπος», Η Αυγή, 30.7.2014).: «Κώστα, χρηστέ και άλυπε φίλε και σύντροφε των χρόνων της νιότης μας και των ώριμων χρόνων, δεν πιστεύουμε πως έφυγες τόσο γρήγορα, τόσο αναπάντεχα. Σαν ψέματα. Θα σε θυμόμαστε γι’ αυτά που ζήσαμε. Θα σε θυμόμαστε, βεβαίως, γι’ αυτά που δημιούργησες στο πέρασμά σου. Στην Αλίκη και τα δυο κορίτσια σας, την Αγάθη και τη Φανή, κληροδοτείς την περηφάνια ότι υπήρξες ο Κώστας. Και την ελπίδα ότι νεότεροι άνθρωποι θα σε μιμηθούν».

EΝΘΕΜΑΤΑ

Οι επικήδειοι:

του Φώτη Κουβέλητου Γιάννη Βούλγαρη,  του Γιάννη Καλογήρου και  του Νίκου Φίλη (που δεν πρόλαβε να τον εκφωνήσει και δημοσιεύθηκε την επόμενη μέρα0

Μάχη

Standard

ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου

Αναστασία Δούκα, «Τέσσερα», 2014

Αναστασία Δούκα, «Τέσσερα», 2014

Ποτέ δεν θα μάθουμε πού θάφτηκε το σώμα του Εξυπερύ, αν και η αλήθεια είναι πως βρίσκεται πια σε κάθε παιδικό δωμάτιο.

Το πρόβλημα με τον Εξυπερύ ήταν πως πάντα μπέρδευε τον ουρανό με την έρημο και ίσως εκείνη τη μέρα, στις 31 Ιουλίου του 1944, κατά τη διάρκεια της τελευταίας του αναγνωριστικής πτήσης, να διέσχισε όλη τη Μεσόγειο και να επέστρεψε στη Σαχάρα με σκοπό να συναντήσει για μια ακόμη φορά τον Μικρό Πρίγκιπα προκειμένου να του ζωγραφίσει ξανά ένα αρνί: ένα αρνί μέσα σ’ ένα κουτί με τρύπες για να μπορεί ν’ αναπνέει, αν και ο ίδιος βρέθηκε σε μια ουράνια τρύπα που τον ρούφηξε ολόκληρο, αυτόν και τ’ αεροπλάνο του.

Ο Εξυπερύ αγάπησε τους ανθρώπους και τα ζώα ισότιμα, δηλαδή τα παιδιά, προτού μεγαλώσουν, και τα ζώα, που είναι αθώα και σκληρά όπως τα παιδιά, δηλαδή δίχως δόλο, και κατά τη γνώμη μου αυτό κάνει ένα συγγραφέα να μην μοιάζει με τους υπόλοιπους συγγραφείς: ένας πραγματικός συγγραφέας είναι με το μέρος των παιδιών και καταλαβαίνει πως ένα ζώο, είτε είναι κατοικίδιο, είτε είναι αγρίμι, χρειάζεται να μιλήσει, και έτσι μία από τις βασικές δουλειές του είναι να δώσει λαλιά στα ζώα. Συνέχεια ανάγνωσης

Μανωλάδα: Εφτά-μηδέν

Standard

του Στρατή Μπουρνάζου

Έργο του Ezrom Legae, 1993

Έργο του Ezrom Legae, 1993

Εφτά μηδέν. Ομόφωνα το Μικτό Ορκωτό της Πάτρας αθώωσε τους μπράβους από την κατηγορία της εμπορίας ανθρώπων. Τους μπράβους που πυροβόλησαν τους μπαγκλαντέζους εργάτες, τους σκλάβους του 21ου αιώνα στη Μανωλάδα, όταν αυτοί ζήτησαν τα μεροκάματά τους. Καταδίκασε, δύο μόνο, «για επικίνδυνες σωματικές βλάβες». Έχουν ήδη γραφτεί πολλά (σημειώνω το εντιτόριαλ του leftist, στο left.gr, 30.7.2014 και το άρθρο του Νίκου Ξυδάκη, «Η παιδευτική λειτουργία της δικαιοσύνης», Η Καθημερινή, 1.8.2014). Δεν χρειάζεται λοιπόν να πω κι εγώ πόσο πρωτοφανές, εξοργιστικό και αποτρόπαιο είναι αυτό το εφτά-μηδέν — παρά την πρόταση της εισαγγελέως, που πρότεινε την ενοχή τους (μια πρόταση εξαιρετικά τεκμηριωμένη, όπως μας είπαν όσοι την άκουσαν, που θεμελίωσε γιατί συνιστά εμπορία ανθρώπων το καθεστώς των εργατών γης στη Μανωλάδας). Σημειωτέον, το ομόφωνον της απόφασης σημαίνει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να ασκηθεί έφεση υπέρ του νόμου, πράγμα που μας βάζει σε άλλες σκέψεις, τις οποίες προτιμώ να μην εκθέσω εδώ. Θα περιοριστώ σε ένα σχόλιο.

Η απόφαση, μαζί με την απόφαση, την ίδια μέρα, του εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιά, να μπει στο αρχείο η υπόθεση των ευθυνών λιμενικών για τους έντεκα νεκρούς του Φαρμακονησιού δείχνει κάτι που τον τελευταίο καιρό εντείνεται: το ελληνικό κράτος αποτελεί βασικό παραγωγό και πομπό ρατσισμού. Και φυσικά με καμία χαρά δεν το λέω αυτό  – γιατί ούτε να χαίρεσαι ούτε να επιχαίρεις μπορείς με αυτό. Το λέω γιατί πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη μας στις πρωτοβουλίες και τις κινήσεις μας κατά του ρατσισμού και του φασισμού – είναι πολύ βασικό: Ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η μισαλλοδοξία, ο αγριανθρωπισμός δεν περιδινούνται και ίπτανται γενικώς στην κοινωνία, δεν παράγονται μονάχα από τους ακροδεξιούς, αλλά και από τα θεσμικά όργανα της πολιτείας. Όσον αφορά ειδικότερα τη δικαστική εξουσία, μοιάζει να έχει διαμορφωθεί ένας ειδικός τρόπος αντιμετώπισης των μεταναστών: εξάντληση της αυστηρότητάς της όταν κάθονται στο εδώλιο, εξάντληση της επιείκειας προς τους θύτες τους, όταν οι μετανάστες βρεθούν σε θέση θύματος. Συνέχεια ανάγνωσης

Δημήτρης Σκουλίδης (1927-2014): Αριστερός, άρχοντας, ξεχωριστός

Standard

Ξεχωριστός. Αριστερός, ευγενικός, λατρευτός – άρχοντας σε όλα του και αριστερός σε όλα του. Με τέτοιες λέξεις, και όλες τους στον υπερθετικό, αρμόζει να μιλήσει κανείς για τον Δημήτρη Σκουλίδη — κι ας μην ήταν ο ίδιος οπαδός των υπερθετικών.

Καθώς όμως και πάλι οι χαρακτηρισμοί μοιάζουν φτωχοί, δημοσιεύουμε σήμερα τα κείμενα τριών ανθρώπων που τον γνώρισαν καλά, τον αγάπησαν πολύ και τον έζησαν χρόνια πολλά: της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, του Λευτέρη Μαραγκάκη και του Σάκη Φραγκεδάκη. Τα δύο τελευταία πρωτοδημοσιεύθηκαν στον Καθημερινό Παρατηρητή των Σερρών, στις 24.7 και στις 30.7 (Επίσης, θυμίζουμε το κείμενο της Χριστίνας Πουλίδου, «Καληνύχτα, Δημητρό», στο protagon, 21.7.2014).

Ευχαριστούμε θερμά τη Γεωργία Σπυρίδη (κόρη του Κωνσταντίνου Σπυρίδη, προσωπικού φίλου του Δ. Σκουλίδη) και τη Διαμάντω Φραγγεδάκη, εκδότρια του Καθημερινού Παρατηρητή, για τη βοήθειά τους. Και στέλνουμε όλη την αγάπη μας στη Μερόπη, τον Αλέξη και όλους τους κοντινούς του.

Στρ. Μπ. Συνέχεια ανάγνωσης

Δημήτρης Σκουλίδης: Ένας αυθεντικός flâneur

Standard

της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου

Μανόλης Αναγνωστάκης και Δημήτρης Σκουλίδης

Μανόλης Αναγνωστάκης και Δημήτρης Σκουλίδης

 Στη μνήμη μου ο Δημήτρης Σκουλίδης, ο αγαπημένος «Δημητρός» ή «Τοτός», για τους φίλους που τον λάτρεψαν, θα έρχεται πάντα μέσα από πολύ διαφορετικούς δρόμους, χαρμόσυνους όσο και προβληματικούς, αφού γι’ αυτόν, καθώς πιστεύω, η αγωνία της συνεχούς αναζήτησης, αισθητικής και υπαρξιακής, συνόδευε ακατάπαυστα τον αγώνα του για τις ιδέες, για τις οποίες άλλωστε είχε δοκιμαστεί σκληρά με φυλακίσεις, ακόμη και με θανατική ποινή, στα χρόνια του Εμφυλίου.

Πριν γνωρίσω τον ίδιο, γνώρισα τα αντικείμενα-δημιουργήματα της φαντασίας και της καλαισθησίας του –ένα απτό ίχνος των οραμάτων του — που επιχειρούσαν μια τολμηρή παρέμβαση στην οικιακή αισθητική μας στα μέσα της δεκαετίας του ’70: εννοώ τα υπέροχα υφαντά της «Σερραίας», για τις πιο κοινές χρήσεις του σπιτιού, που μετέτρεπαν τη χρησιμότητα σε ομορφιά, στόλισμα, αισθητική απόλαυση, και εμφυσούσαν δύναμη στα διδάγματα της λαϊκής τέχνης, που την επισκίαζε ήδη ο ανερχόμενος πολιτισμός του συνθετικού και της πλαστικής απομίμησης. Μαλακά, χνουδωτά, μεταξένια υφαντά, μας ξανάφερναν στις ρίζες της «ομορφιάς», όπως την είχαν καλλιεργήσει οι παλιότεροι, για κάθε χρηστική ανάγκη τους. Τα υφαντά του Σκουλίδη τα πρωτογνώρισα στα Γιάννενα, όπου τότε υπηρετούσα ως εκπαιδευτικός, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, σε ένα νέο μαγαζί στο κέντρο της πόλης, με την επωνυμία «Σερραία» , που έφερνε στην «μικρή μας πόλη» έναν αέρα νέου πολιτισμού, που σεβόταν, αναδείκνυε και ανανέωνε την παραδοσικαή τέχνη της υφαντουργίας. Για τη γενιά μου, που ζητούσε την επανάσταση αλλά έψαχνε και τις ρίζες της στην ιστορία των κοινοτήτων και στις τέχνες τους –ποιoς θυμάται άραγε τα ταγάρια που κρατούσαμε, ή τα σταμπωτά μαντήλια της κεφαλής– η «Σερραία» ήταν ένας σταθμός. Η επανάστασή μας ήταν αγωνία όχι μόνο για τα γνωστά μας ιδεώδη αλλά και για το γνήσιο, το αυθεντικό, που το ψάχναμε παντού, σε ό, τι ακουστικό, οπτικό και απτικό. Ο Δημήτρης Σκουλίδης ήταν ο άνθρωπος που έδωσε μορφή όσο ελάχιστοι σε αυτήν την επανάσταση. Έκτοτε δεν αποχωρίστηκα δυο λινές κουβέρτες, που αντέχουν σχεδόν σαράντα χρόνια, με συντρόφεψαν σε μικρές και μεγάλες τρικυμίες και δεν τις αποχωρίζομαι. Συνέχεια ανάγνωσης

Δημήτρη Σκουλίδη, ώρα σου καλή

Standard

του Λευτέρη Μαραγκάκη

ΔΗΜΗΤΡΗΣΔεν ήθελα να γράψω νεκρολογία, αυτές οι παραστάσεις στους ναούς πάντα με δυσανασχετούσαν. Άλλωστε κι ο ίδιος ο Δημήτρης, όταν άκουγε επικήδειους για ανθρώπους που άλλα λέγανε κι άλλα κάνανε, είχε ένα πονηρό χαμόγελο αναθυμούμενος τον Λαυρέντη στο ποίημα του Αναγνωστάκη.

Γνωριζόμασταν πενήντα χρόνια. Από τις πρώτες δηλαδή δημιουργικές δεκαετίες της Ελλάδας μέχρι την τελευταία, της σχεδόν καταστροφής της. Μαζί μαλώναμε για τα λάθη της Αριστεράς και για τα πρόσωπα που την εκπροσωπούσαν, καθένας από τη δικιά του σκοπιά. Ήταν αδιαφιλονίκητη η βαθιά του κρίση σε θέματα πολιτικής και κατά καιρούς ήταν απέραντα θυμωμένος για τις λάθος επιλογές της οπουδήποτε σε πολιτικό επίπεδο. Όλα αυτά πληρώνοντάς τα βέβαια με την εκδικητική μανία των εχόντων και κατεχόντων της πολικής, όταν οι δυσκολίες στην επιχείρησή του γίνανε ανυπέρβλητες και που οφείλονταν κατά κύριο λόγο σε διεθνείς οικονομικές συνθήκες και στις ευαίσθητες ιδιότητες της εριουργίας παγκοσμίως. Μέχρι και φυλακή πήγε ο άνθρωπος, γιατί δεν είχε τη δυνατότητα να πληρώσει τα «χαράτσια» που του βάζανε. Θυμάμαι τον φίλο του και συγγραφέα Χρόνη Μίσσιο (παλιά καραβάνα σε φυλακές κι εξορίες), να τον παρακαλά μεταξύ σοβαρού και αστείου, να εκτίσει αυτός τη φυλακή του, μια και την είχε συνηθίσει πια χρόνια ολόκληρα.

Μερικές φορές σκεφτόμουν ότι θα ήθελα να ήμουν μεγαλύτερος για να ζήσω μαζί του τα σκληρά πολιτικά χρόνια του Εμφύλιου και της μετέπειτα εκδικητικής διάθεσης αυτών που επικράτησαν. Την εξορία του, την καταδίκη του σε θάνατο, την αμνηστία, όλα όσα δηλαδή σημάδεψαν ανθρώπους που θέλαν ένα καλύτερο μέλλον για τον άνθρωπο. Συνέχεια ανάγνωσης

Έφυγε ο Δημήτρης Σκουλίδης, ο Toτός της καρδιάς μας

Standard

του Σάκη Φραγγεδάκη

 4-skoulidis-aΓόνος αρχοντικής οικογένειας (αδερφοί Χριστόδουλος και Σοφοκλής Σκουλίδης), καταγόμενης από τις 40 Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης, που εγκαταστάθηκε στην πόλη των Σερρών μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, του περασμένου αιώνα, όπου και διέπρεψε.

Λαμπρό και κοφτερό μυαλό με ευαισθησίες αλλά και γωνίες, με ισχυρές απόψεις και θέληση, ο Δημήτριος Σκουλίδης είχε μια πολυσήμαντη, θυελλώδη, γόνιμη και αποτελεσματική διαδρομή. Ιδρυτικό και ηγετικό μέλος της ΕΠΟΝ Σερρών με πλούσια αντιστασιακή δράση για την οποία φυλακίστηκε στις φυλακές του Εφταπυργίου Θεσσαλονίκης, ως μελλοθάνατος, όπου μοιράστηκε το κελί του με τον Λεωνίδα Κύρκο.

Ο εκλιπών υπήρξε ο ιδρυτής της βιομηχανίας «Σκουλίδης ΑΒΕΕ» με δύο εργοστάσια στην πόλη των Σερρών και υποκαταστήματα σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Η παραγωγή καναβατσότριχας με εξαγωγή στο εξωτερικό και διάφορα υφαντά, με ναυαρχίδα την κουβέρτα «Σεραία» κατέκτησε την αγορά εντός και εκτός της χώρας μας. Στα εργοστάσια της «Σκουλίδης ΑΒΕΕ» έβρισκαν δουλειά όλοι οι κατατρεγμένοι, χωρίς καμία διάκριση. Η βιομηχανία στο ζενίθ της ακμής της απασχολούσε πλέον των 300 εργαζομένων, κυρίως γυναίκες που εξελίχθησαν σε σπουδαίες υφάντριες. Ο Δημήτρης δεν μπορούσε να αρνηθεί δουλειά σε κανένα. Πολλοί από τους ευεργετηθέντες τον πίκραναν, με τα πρώτα προβλήματα της επιχείρησης, η οποία τελικά υπόκυψε σε μαρασμό, θύμα της ελληνικής πραγματικότητας.

Στις πρώτες αυτοδιοικητικές εκλογές της μεταπολίτευσης, τον Μάρτη του 1975, ο Δημήτρης Σκουλίδης, πολιτικό ον υψηλής αντίληψης και ευθύνης αποδέχθηκε προτάσεις πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων, να διεκδικήσει το αξίωμα του δημάρχου του Δήμου των Σερρών. Με την πολιτική οξυδέρκεια που τον διέκρινε, ήξερε πως πρωταρχική ανάγκη της χώρας ήταν η παγίωση της νεοπαγούς δημοκρατίας της μεταπολίτευσης. Ο συνδυασμός που κατάρτισε υπήρξε έκφραση της «αντιδικτατορικής ενότητας» ενάντια στα υπολείμματα και τη νοοτροπία της χουντικής λαίλαπας. Υποστηρίχθηκε από ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις, ΚΚΕ εσωτερικού και ανένταχτους δημοκράτες. Η προσπάθεια απέτυχε, το κόστος του εγχειρήματος για την επιχείρηση υπήρξε σημαντικό. Η μισαλλοδοξία ακραίων πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων στέρησε από τον Δήμο των Σερρών την ευκαιρία της ανανέωσης σε πρόσωπα και νοοτροπία των δημοτικών μας πραγμάτων. «Η ζηλοτυπία των πολλών την ανδρεία του ενός κατενίκησε». Συνέχεια ανάγνωσης

Κρίση της Αριστεράς ή της Κεντροαριστεράς στα πανεπιστήμια;

Standard

WEB ONLY: ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΑΥΓΗ & TO ΜΠΛΟΓΚ ΤΩΝ ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ

του Αλέξη Μπένου

Έργο του Ανρί Ματίς, 1917

Έργο του Ανρί Ματίς, 1917

Ο διάλογος που προκάλεσε το άρθο του Κώστα Γαβρόγλου «Μια σοβαρή ήττα της Αριστεράς στα πανεπιστήμια» («Ενθέματα» Αυγής, 20.7.2014) είναι όντως ζωτικής σημασίας, και γι’ αυτό τον ευχαριστούμε που τον προκάλεσε, καθώς και τα «Ενθέματα» που τον φιλοξενούν.

Η σημερινή κατάσταση στα πανεπιστήμια, που έγινε ακόμη πιο ξεκάθαρη με τα –αναμενόμενα όμως–, αποτελέσματα των πρυτανικών εκλογών, προφανώς και αποτελεί σημαντικό σταθμό στην πορεία συντηρητικοποίησης της ακαδημαϊκής κοινότητας στη χώρα μας και, με την έννοια αυτή, και μια σοβαρή ήττα της Αριστεράς. Είναι ίσως η πρώτη φορά από τη Χούντα μέχρι σήμερα, κατά την οποία, η ακαδημαϊκή κοινότητα, στην οποία συμπεριλαμβάνεται βεβαίως και το φοιτητικό κίνημα, έχει αποποιηθεί σε τέτοιο βαθμό τις συλλογικές αναφορές, τα κοινά οράματα, τον προβληματισμό και την κινηματική ταυτότητα της και έχει παραδοθεί αμαχητί στις αξίες του εγωκεντρισμού και την προοπτική αποκλειστικά του ατομικού συμφέροντος.

Η κυριαρχία αυτή του νεοφιλελευθερισμού στην ακαδημαϊκή κοινότητα είναι αποτέλεσμα ενός δυναμικού αιτιολογικού συμπλέγματος. Καταρχάς, μονίμως υποτιμούμε τη στρατηγική και τις ικανότητες των αντιπάλων μας. Πρέπει να τους αναγνωρίσουμε ότι με περισσή μαεστρία κατάφεραν σε λίγο χρονικό διάστημα να μετατρέψουν την πανωλεθρία τους σχετικά με την αναμόρφωση του άρθρου 16, σε περιφανή κυριαρχία σήμερα. Συνέχεια ανάγνωσης

O Γύπας

Standard

Μασουλώντας το ζωντανό πτώμα της Αργεντινής

του Γρεγκ Πάλαστ

 μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου

Ποιος είναι ο Πολ Σίνγκερ, ο άνθρωπος πίσω από τα funds που ηγούνται της κερδοσκοπικής επίθεσης κατά της Αργεντινής, ο οποίος μάλιστα δεν μας είναι διόλου άγνωστος στην Ελλάδα, καθώς το 2012 εκβίαζε το ελληνικό κράτος; Δημοσιεύουμε ένα σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του ερευνητή αμερικανού δημοσιογράφου Greg Palast, Billionaires & Ballot Bandits: How to Steal an Election in 9 Easy Steps, που κυκλοφόρησε τα τέλη του 2012 από τον οίκο Seven Stories Press.

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Εικόνα του Τεντ Ραλ

Εικόνα του Τεντ Ραλ

Τα αφεντικά μου στο Κέντρο Τηλεόρασης του BBC, στο Λονδίνο, δέχτηκαν ένα τηλεφώνημα από τη Νέα Υόρκη. Στην άλλη άκρη της γραμμής, ένας απ’ τους αγροίκους που πληρώνονται από τον δισεκατομμυριούχο Πολ Σίνγκερ, νούμερο ένα χρηματοδότη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στη Νέα Υόρκη, δωρητή ενός εκατομμυρίου δολαρίων στο super-PAC του Μιτ Ρόμνεϊ[1] και κορυφαίου χρηματοδότη της προεκλογικής εκστρατείας των Ρεπουμπλικανών για τη Γερουσία. Πιο γνωστός ως «Σίνγκερ ο Γύπας».

«Ξέρουμε κάποια πράγματα για τον Γκρεγκ Πάλαστ».

Α ναι, προφανώς και ξέρουν.

Κι εγώ ξέρω κάποια πράγματα γι’ αυτούς.

Είχα μόλις επιστρέψει από ένα ταξίδι μου στον Ποταμό Κονγκό για λογαριασμό του BBC και του Guardian. Ο μπράβος του Σίνγκερ υπονόησε πως ο κ. Σίνγκερ θα προτιμούσε το BBC να μην ασχοληθεί μαζί του — ιδίως σε ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τα βασανισμένα του θηράματα: τα παιδιά και τα θύματα της χολέρας.

paul-singerΌπως όλα τα όρνεα, ο Σίνγκερ το γλεντάει όταν κάποιοι πεθαίνουν. Κυριολεκτικά. Για παράδειγμα, έβγαλε ένα κάρο λεφτά αγοράζοντας τη χρεοκοπημένη εταιρεία αμιάντου Owens Corning. Η εταιρεία είχε αποκρύψει από τους εργάτες της ότι, δουλεύοντας με το προϊόν της, θα πάθαιναν αμιάντωση. Είναι φρικτό να πεθαίνεις από την αρρώστια αυτή. Οι πνεύμονες καλύπτονται από έναν ινώδη ιστό και δεν μπορείς να αναπνεύσεις. Η εταιρεία υποχρεώθηκε να πληρώσει τα έξοδα νοσηλείας σε δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους της και, όταν αυτοί πέθαναν, αποζημιώσεις στις οικογένειές τους.

Τότε όμως ο Σίνγκερ κινητοποίησε τις πολιτικές του διασυνδέσεις για να μειώσει τις υπεσχημένες αποζημιώσεις και πρόσφερε ψίχουλα στους εργάτες του. Αυτοί, στο κατώφλι του θανάτου, τα δέχτηκαν. Με τους εργάτες του αμίαντου νεκρούς ή φτηνά εξαγορασμένους, τα εργοστάσια θανάτου του Σίνγκερ άξιζαν πλέον μια περιουσία… κι έτσι ο Σίνγκερ πέτυχε το πρώτο μεγάλο του «κυνήγι».[2]

Μετά ήταν η σειρά του Περού, όπου ο Σίνγκερ, με έναν πιστωτικό-νομικό ελιγμό, ελιγμό εξαιρετικά αμφιλεγόμενο για να τον επιχειρήσει οποιοσδήποτε άλλος, κατάφερε να αρπάξει τον έλεγχο ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας. Όταν ο σκανδαλιάρης πρόεδρος, Αλμπέρτο Φουτζιμόρι, αποφάσισε ότι ήταν καλή ιδέα να την κάνει απ’ τη χώρα πριν τον συλλάβουν με την κατηγορία του φόνου, ο Σίνγκερ (όπως μου έχει πει ο περουβιανός δικηγόρος Μαρκ Σίμροτ) βοήθησε τον Φουτζιμόρι να αποδράσει υπό τον όρο ο Αρχιδολοφόνος να δώσει εντολή στο υπουργείο Οικονομικών να του μεταβιβάσει 58 εκατομμύρια δολάρια. Για το δωράκι αυτό, ο Σίνγκερ, που είχε ήδη αρπάξει το προεδρικό αεροπλάνο του Περού, έδωσε τα κλειδιά του στον δραπέτη.

Ειρήσθω εν παρόδω, το όνομα «Γύπας» δεν το έδωσα εγώ στον Σίνγκερ. Οι ίδιοι οι τραπεζίτες φίλοι του τον βάφτισαν έτσι, και το εκφέρουν πάντοτε με θαυμασμό. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο Ερντογάν και οι άλλοι: Οι προεδρικές εκλογές κι ο επαναπροσδιορισμός της διεθνούς θέσης της Τουρκίας

Standard

της Ιλεάνας Μορώνη

Την επόμενη Κυριακή, στις προεδρικές εκλογές στην Τουρκία η επιλογή των ψηφοφόρων, όπως ωραία το έθεσε ο Αχμέτ Ινσέλ (εφημ. Radikal, 18.7.2014), δεν είναι απλώς ανάμεσα σε τρεις υποψήφιους, αλλά ανάμεσα σε τρεις αντιλήψεις της δημοκρατίας. Η μία είναι η αυταρχική-λαϊκιστική δημοκρατία του ηγέτη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και σημερινού πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η δεύτερη η συντηρητική δημοκρατία του Εκμελεντίν Ιχσάνογλου, κοινού υποψήφιου της αξιωματικής αντιπολίτευσης (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα – CHP) και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP), και η τρίτη αντίληψη είναι αυτή του Σελαχατίν Ντεμιρτάς, υποψήφιου του κουρδικού κινήματος μέσω του νέου κόμματός του, του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP).

O Ντεμιρτάς απαντάει σε ερωτήσεις του κόσμου στο πάρκο Γιογουρττσού της Κωνσταντινούπολης (σ'αυτό το πάρκο γινόταν κι ένα απ'τα πιο δραστήρια φόρα κατά τη διάρκεια του Γκεζί

O Ντεμιρτάς απαντάει σε ερωτήσεις του κόσμου στο πάρκο Γιογουρττσού της Κωνσταντινούπολης (πάρκο όπου γινόταν κι ένα απ’ τα πιο δραστήρια φόρα κατά τη διάρκεια του κινήματος του Γκεζί)

Συνέχεια της αυταρχικής δημοκρατίας;

   Η αξιωματική αντιπολίτευση επέλεξε έναν υποψήφιο ο οποίος μπορεί να αναμετρηθεί με τον Ερντογάν, καθώς απευθύνεται στις συντηρητικές αξίες και αντιλήψεις που ασπάζεται μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων: ο Ιχσάνογλου είναι ένας συντηρητικός πανεπιστημιακός, μέχρι πρόσφατα Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης. Το CHP έκανε λοιπόν μια «ασφαλή» επιλογή, συνεργαζόμενο μάλιστα με το εθνικιστικό MHP. Απογοήτευσε έτσι όσους το έβλεπαν ως όχημα αλλαγής του πολιτικού σκηνικού, εφόσον κατάφερνε να ξαναπιάσει το αριστερό νήμα της ιστορίας του, απομακρυνόμενο όμως από τον εθνικισμό και (τουλάχιστον εν μέρει) από τον κεμαλισμό, με τους οποίους ήταν συνυφασμένο αυτό το νήμα στο παρελθόν. Το HDP, νέο κόμμα με το οποίο το κουρδικό κίνημα προσπαθεί να ανοιχτεί σε νέα στοιχεία και συνεργασίες, με την υποψηφιότητα του Ντεμιρτάς και τον τρόπο που διεξάγει την εκστρατεία του μέχρι στιγμής (παρεμπιπτόντως, ακριβώς λόγω του τρόπου που διεξάγεται, θα ήταν ωφέλιμο να την παρακολουθήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ), συνεχίζει το άνοιγμά του προς ευρύτερα στρώματα της Αριστεράς και της οικολογίας. Κίνηση σίγουρα ελπιδοφόρα — άλλωστε, το κουρδικό κίνημα έχει πολλά να προσφέρει στην εμβάθυνση της δημοκρατίας στην Τουρκία· ωστόσο, πολλοί αριστεροί προσάπτουν στο κουρδικό κίνημα το ότι διεξάγει μυστικές συνομιλίες με την κυβέρνηση (σε συνεννόηση και με τον φυλακισμένο ηγέτη του Αμπντουλλάχ Οτζαλάν), με αποτέλεσμα την πλήρη αδιαφάνεια στη διαδικασία επίλυσης του Κουρδικού.

demirtas-kader

Από συζήτηση του Ντεμιρτάς με γυναικείες οργανώσεις.

   Πάντως, το (μακράν) πιο πιθανό είναι να εκλεγεί πρόεδρος ο Ερντογάν, ενδεχομένως κι από τον πρώτο γύρο. Αυτό σημαίνει ότι η αυταρχική δημοκρατία (ή «δημοκρατικός αυταρχισμός») –ή, αλλιώς η «πουτινοποίηση»– της Τουρκίας θα συνεχιστεί. Ταυτόχρονα, δημιουργεί ερωτήματα: για το ίδιο το ΑΚΡ, τα πολιτικά πράγματα της χώρας, την εξωτερική της πολιτική, τη στιγμή μάλιστα που στη Μέση Ανατολή υπάρχουν δραματικές εξελίξεις.

   Τα ερωτήματα αυτά έχουν να κάνουν με το αν έχει πετύχει –και ακόμα κι αν έχει πετύχει, αν θα μπορέσει να έχει διάρκεια– η σύνθεση Ισλάμ και νεοφιλελευθερισμού που επιχείρησε το ΑΚΡ υπό τον χαρισματικό ηγέτη του. Προς το παρόν, το μοντέλο φαίνεται πετυχημένο: όσο κι αν η φτώχεια παραμένει μεγάλη (με κοινωνικό κράτος ανεπαρκέστατο και εργατικά δικαιώματα σχεδόν ανύπαρκτα — και σχεδόν 1.000 νεκρούς σε εργατικά ατυχήματα μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2014!), η χώρα φαίνεται να βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης. Αυτό, μαζί με τη ρητορική του ΑΚΡ (βλ. το σχόλιο «Η εκδίκηση της λαϊκής Δεξιάς» της υπογράφουσας, «Ενθέματα», 6.4.2014) και τις πολιτικές του στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών (πολιτικές που εστιάζονται στη φιλανθρωπία), χαρίζουν στο κόμμα του Ερντογάν τη μία εκλογική νίκη μετά την άλλη, εξασφαλίζοντάς του ακόμα, παρά τα σκάνδαλα και τη σύγκρουση με το κίνημα Γκιουλέν (εκ των βασικών του συμμάχων μέχρι πρότινος), πολύ μεγάλη δημοτικότητα. Είναι εμφανές ότι έχει δημιουργηθεί μια συναίνεση μεγάλου μέρους της τουρκικής κοινωνίας, συναίνεση την οποία η κοινωνική αντιπολίτευση, ακόμα και με το κίνημα του πάρκου Γκεζί πέρυσι το καλοκαίρι, δεν έχει καταφέρει να σπάσει. Συνέχεια ανάγνωσης

στα Ενθέματα της Αυγής αύριο Κυριακή 3 Aυγούστου

Standard

Το κατάστημα των «Ενθεμάτων», λόγω του ενσκήψαντος θέρους, θα αργήσει καθ’ όλη τη διάρκεια του Αυγούστου. Θα επανέλθουμε τον Σεπτέμβριο. Ευχόμεθα στην εκλεκτή πελατεία μας, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, επαναστάτας (μαρξιστάς και μη), συριζιστάς, ρεφορμιστάς, φίλια τμήματα και λοιπές δημοκρατικές δυνάμερις, καλό παραθερισμό! Εκ της διευθύνσεως.

Kείμενα των: Γκρεγκ Πάλαστ, Νίκου Τσαγκαράκη, Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, Λευτέρη Μαραγκάκη, Σάκη Φραγγεδάκη, Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου, Στρατή Μπουρνάζου, Ελένης Κοσμά, Ιλεάνας Μορώνη, Ντίνας Βαΐου, Αλέξη Μπένου

Μαξ Μπέκμαν, «Η Κάθυ, ντυμένη στα γαλάζια, μέσα σε μια βάρκα», 1926

Μαξ Μπέκμαν, «Η Κάθυ, ντυμένη στα γαλάζια, μέσα σε μια βάρκα», 1926

Ο Γύπας. Μασουλώντας το ζωντανό πτώμα της Αργεντινής. Ποιος είναι ο Πολ Σίνγκερ, ο άνθρωπος πίσω από τα funds που ηγούνται της κερδοσκοπικής επίθεσης κατά της Αργεντινής, ο οποίος είχε στραφεί και κατά της Ελλάδας το 2012; Γράφει ο ερευνητής δημοσιογράφος Γκρεγκ Πάλαστ Billionaires & Ballot Bandits: «Ο Σίνγκερ το γλεντάει όταν κάποιοι πεθαίνουν. Κυριολεκτικά. Έβγαλε ένα κάρο λεφτά αγοράζοντας τη χρεοκοπημένη εταιρεία αμιάντου Owens Corning. Η εταιρεία είχε αποκρύψει από τους εργάτες της ότι, δουλεύοντας με το προϊόν της, θα πάθαιναν αμιάντωση. Είναι φρικτό να πεθαίνεις από την αρρώστια αυτή. Οι πνεύμονες καλύπτονται από έναν ινώδη ιστό και δεν μπορείς να αναπνεύσεις. Η εταιρεία υποχρεώθηκε να πληρώσει τα έξοδα νοσηλείας σε δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους της και, όταν αυτοί πέθαναν, αποζημιώσεις στις οικογένειές τους. Τότε όμως ο Σίνγκερ κινητοποίησε τις πολιτικές του διασυνδέσεις και πρόσφερε ψίχουλα στους εργάτες του. Με τους εργάτες του αμίαντου νεκρούς ή φτηνά εξαγορασμένους, τα εργοστάσια θανάτου του Σίνγκερ άξιζαν πλέον μια περιουσία… κι έτσι ο Σίνγκερ πέτυχε το πρώτο μεγάλο του “κυνήγι”. Το όνομα “Γύπας” δεν το έδωσα εγώ στον Σίνγκερ. Οι ίδιοι οι τραπεζίτες φίλοι του τον βάφτισαν έτσι, και το εκφέρουν πάντοτε με θαυμασμό».

Ο Ερντογάν και οι άλλοι. Οι προεδρικές εκλογές κι ο επαναπροσδιορισμός της διεθνούς θέσης της Τουρκίας. Γράφει η Ιλεάνα Μορώνη: «Την επόμενη Κυριακή, στις προεδρικές εκλογές στην Τουρκία η επιλογή των ψηφοφόρων, όπως ωραία το έθεσε ο Αχμέτ Ινσέλ, δεν είναι απλώς ανάμεσα σε τρεις υποψήφιους, αλλά ανάμεσα σε τρεις αντιλήψεις της δημοκρατίας. Η μία είναι η αυταρχική-λαϊκιστική δημοκρατία του ηγέτη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και σημερινού πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η δεύτερη η συντηρητική δημοκρατία του Εκμελεντίν Ιχσάνογλου, κοινού υποψήφιου της αξιωματικής αντιπολίτευσης (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα) και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράση, και η τρίτη αντίληψη είναι αυτή του Σελαχατίν Ντεμιρτάς, υποψήφιου του κουρδικού κινήματος μέσω του νέου κόμματός του, του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΚΟΥΛΙΔΗΣ (1927-2014): ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΟΝΤΑΣ, ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ

  1. Ένας αυθεντικός flâneur. Γράφει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου: «Ο Σκουλίδης, κάτω από άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να είναι ένας αυθεντικός flâneur (όπως τον οριοθέτησε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν) στις παρισινές στοές ή σε όποιες αγορές και σουκ του κόσμου στη φάση της νεοτερικότητας, ένας άνθρωπος δυνάμει ποιητής — άλλωστε όλα αυτό δείχνουν, πχ. μια μετάφραση του Hiroshima mon amour, που έκανε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, και το βιβλιαράκι του, τις Ψηφίδες (εκδ. Εξάντας), που εξέδωσε λίγα χρόνια πριν μας φύγει―. Όμως ο ποιητής της «Σερραίας» ήταν ένας flaneur που έψαχνε να ενσταλάξει την ομορφιά μέσα στο “χρήσιμο”, στην εποχή της εκβιομηχάνησης, όπως οι παλιοί άνθρωποι στα “εσνάφια”, αλλά συνάμα ήθελε να την διερευνήσει, να την ανα-δημιουργήσει, με όποιον τρόπο, για τη χαρά των συνανθρώπων του».
  2. Δημήτρη Σκουλίδη, ώρα σου καλή. Γράφει ο Λευτέρης Μαραγκάκης: «Μερικές φορές σκεφτόμουν ότι θα ήθελα να ήμουν μεγαλύτερος για να ζήσω μαζί του τα σκληρά πολιτικά χρόνια του Εμφύλιου και της μετέπειτα εκδικητικής διάθεσης αυτών που επικράτησαν. Την εξορία του, την καταδίκη του σε θάνατο, την αμνηστία, όλα όσα δηλαδή σημάδεψαν ανθρώπους που θέλαν ένα καλύτερο μέλλον για τον άνθρωπο. Δημήτρη, να είσαι καλά. Όπου κι αν πας να είσαι καλά. Γιατί σίγουρα κάπου είσαι. Και δεν μιλάω για χώμα ελαφρύ και τέτοια. Μιλάω για το ότι θα μας συντροφεύεις πάντοτε, όταν αναρωτιόμαστε πού είναι το καλό και πού είναι το κακό.
  3. Έφυγε ο Τοτός της καρδιάς μας. Γράφει ο Σάκης Φραγγεδάκης: «Στα εργοστάσια της “Σκουλίδης ΑΒΕΕ” έβρισκαν δουλειά όλοι οι κατατρεγμένοι, χωρίς καμία διάκριση. Η βιομηχανία στο ζενίθ της ακμής της απασχολούσε πλέον των 300 εργαζομένων, κυρίως γυναίκες που εξελίχθησαν σε σπουδαίες υφάντριες Έτυχε της μεγίστης εκτίμησης της σερραϊκής κοινωνίας και κατέκτησε λόγω της μεγαλοσύνης του, τοn σεβασμό και των άσπονδων εχθρών και αντιπάλων του. Ανήκε στην ανανεωτική Αριστερά, τις απόψεις της οποίας μέχρι το τέλος της ζωής του με σθένος υπερασπίστηκε. Το στίγμα της ιδεολογικής συνέπειας του, είναι η αναφορά του στο βιβλίο του Ψηφίδες στο διανοητή της Αριστεράς Άγγελο Ελεφάντη: “Άπαξ αριστερός, εσαεί αριστερός”».

Eφτάμηδέν. Γράφει ο Στρατής Μπουρνάζος: «Η αθώωση των μπράβων της Μανωλάδας, μαζί με την απόφαση, την ίδια μέρα, του εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιά, να μπει στο αρχείο η υπόθεση των ευθυνών λιμενικών για τους έντεκα νεκρούς του Φαρμακονησιού δείχνουν κάτι που τον τελευταίο καιρό εντείνεται: το ελληνικό κράτος αποτελεί βασικό παραγωγό και πομπό ρατσισμού. Ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η μισαλλοδοξία, ο αγριανθρωπισμός δεν περιδινούνται και ίπτανται γενικώς στην κοινωνία, δεν παράγονται μονάχα από τους ακροδεξιούς, αλλά και από τα θεσμικά όργανα της πολιτείας. Όσον αφορά ειδικότερα τη δικαστική εξουσία, μοιάζει να έχει διαμορφωθεί ένας ειδικός τρόπος αντιμετώπισης των μεταναστών: εξάντληση της αυστηρότητάς της όταν κάθονται στο εδώλιο, εξάντληση της επιείκειας προς τους θύτες τους, όταν οι μετανάστες βρεθούν σε θέση θύματος».

Mάχη. Γράφει ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου, στη μόνιμη στήλη του «Νέα από το σπίτι»: «Ο Εξυπερύ το ήξερε: ένα από τα πιο ευλογημένα πράγματα στη Γη είναι να κάθεσαι και να τρως με τους φίλους σου και να λιάζεσαι όπως ένα κοπάδι ζώα που παρά την αντιθετική τους φύση (το αρνί, η αλεπού, το φίδι), ένα αόρατο αίμα κυκλοφορεί ανάμεσά τους και τα συνδέει με τον πιο ενεργό τρόπο. Είναι μια στιγμή δικαίωσης της ζωής».

Για την Αριστερά και τα πανεπιστήμια. Γράφει η Ντίνα Βαΐου: «Η ήττα της Αριστεράς δεν είναι ανεξάρτητη από την παραδειγματική αδιαφορία για τις “λεπτομέρειες” αυτής της καθημερινότητας […]. Η όποια λοιπόν ανάκαμψη σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς απαιτεί κάτι περισσότερο από την ακτινοβολία των ιδεών· απαιτεί να επαναπροσδιοριστούν συλλογικά τα επίδικα για το τι σημαίνει πανεπιστήμιο και πανεπιστημιακοί σήμερα, τόσο σε επίπεδο αρχών και διακηρύξεων όσο και (και ίσως κυρίως) σε επίπεδο καθημερινών πρακτικών. Το έργο είναι σισύφειο, καθώς η έννοια της συλλογικής δράσης και της παιδείας ως δημόσιου αγαθού έχουν πλήρως και συστηματικά απαξιωθεί, όχι μόνο ιδεολογικά, αλλά πλέον και με πολύ υλικούς όρους πόρων και πρόσβασης σ’ αυτούς. Είμαστε όμως καταδικασμένες και καταδικασμένοι να το επιχειρήσουμε».

Κρίση της Αριστεράς ή της Κεντροαριστεράς στα πανεπιστήμια; Γράφει ο Αλέξης Μπένος: ««Η κρίση λοιπόν της Αριστεράς στα πανεπιστήμια δεν οφείλεται στη μη συμμετοχή της στις διαδικασίες απορρύθμισής τους, αλλά στο ότι, σε ένα σημαντικό μέρος της κυριαρχούν ακόμη και σήμερα οι ιδεολογικοπολιτικές αυτάπατες της κεντροαροστεράς. Για να προλάβω πιθανές προσπάθειες ευτελισμού της συζήτησης (περί αριστερόμετρων κλπ.) τονίζω ότι η διαπίστωση αυτή δεν έχει το νόημα καταγγελίας, αλλά προσπαθεί να συμβάλει στην κατανόηση ότι, πέρα από προσωπικές εμπάθειες, υπάρχει επείγουσα ανάγκη, μέσα από τον διάλογο, να ξεπεραστούν τα παλιά και αποτυχημένα διλήμματα της κεντροαριστεράς και να εμβαθύνουμε στη συζήτηση για τη στρατηγική στην ανώτατη εκπαίδευση και τον ρόλο που θα αναλάβει μια πιθανή κυβέρνηση της Αριστεράς».

H φιλοσοφία και η πολιτική σε αναζήτηση της χαμένης γραμμής. O Ζακ Ντερριντά για τον Λουί Αλτουσέρ. Γράφει η Ελένη Κοσμά: «Στον πρόλογο του βιβλίου του Politiques de lamitié, που εκδόθηκε κάποια χρόνια αργότερα ενσωματώνοντας αυτές τις παραδόσεις, ο Ντερριντά γράφει, μεταξύ άλλων, τα εξής: “Φίλοι μου, δεν υπάρχουν φίλοι”: αυτό είναι ίσως ένα παράπονο και μια στενοχώρια, το παράπονο ενός που παραπονιέται, στον εαυτό του, για τον εαυτό του, ή παραπονιέται για τους άλλους στους άλλους. Εδώ όμως, ποιος θα δεξιωθεί το παράπονο για τον άλλο, με δεδομένο ότι απευθυνόμαστε σε φίλους για να τους πούμε ότι δεν υπάρχουν;».

Ελληνική κινηματογραφική πρωτοπορία: στα ίχνη ενός κρυμμένου θησαυρού. Γράφει ο Νίκος Τσαγκαράκης: «“Πειραματικός κινηματογράφος; Υπάρχει τέτοιο πράγμα στην Ελλάδα;” Μια συνηθισμένη αντίδραση στο άκουσμα ενός από τα πιο παραγνωρισμένα είδη της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής, το οποίο συναντάται επίσης με το όνομα “ελληνική κινηματογραφική πρωτοπορία”. […] Όπως δηλώνουν οι δύο συνηθέστερες ονομασίες του, αυτός ο τύπος κινηματογράφου θεωρείται ότι αποτελεί το ελληνικό αντίστοιχο παράδειγμα στις μεσοπολεμικές και μεταπολεμικές πρωτοπορίες, που αναπτύχθηκαν κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Πότε όμως ξεκινάει η κινηματογραφική πρωτοπορία στην Ελλάδα, ποια είναι τα χρονικά της όρια; Παρότι η ακριβής έναρξή της ακόμη ερευνάται, μπορούμε να πούμε, χονδρικά, ότι εμφανίστηκε για πρώτη φορά πριν από σαράντα περίπου χρόνια, ενώ εξακολουθεί μέχρι και σήμερα –έστω σποραδικά– να μας δίνει δείγματα».