Μεταμοντερνισμός και άρνηση του Ολοκαυτώματος

Standard

του Γιώργου Κόκκινου

 

Mακ Σαγκάλ, «Οπουδήποτε έξω από τον Κόσμο», 1915

Mακ Σαγκάλ, «Οπουδήποτε έξω από τον
Κόσμο», 1915

Οι εκδόσεις Επέκεινα είναι ένας νέος εκδοτικός οίκος, με έδρα τα Τρίκαλα, και ψυχή τους τον Βαγγέλη Γαλάνη. Στην περίπτωση ταιριάζει το «έναν, αλλά λέοντα» – ή ακριβέστερα «λίγους, αλλά λέοντες»: οι τίτλοι που μας έχει χαρίσει από το 2012, σε προσεγμένες μεταφράσεις, είναι όλοι διαλεχτοί. Μπένγιαμιν, Όττο Ρανκ, Σαρτρ, Ρολάν Μπαρτ, Μαρκ Μπλοκ, Μαρία Βοναπάρτη, αναμένονται Μορέν, Κόλινγουντ, Στίρνερ, Τζέιμσον, Άρεντ. Και άλλα, λιγότερα γνωστά αλλά σημαντικά ονόματα, στον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών, με έμφαση στην ψυχανάλυση, τη φιλοσοφίας, την κοινωνική και λογοτεχνική θεωρία.

Από το βιβλίο του Robert Eaglestone Μεταμοντερνισμός και άρνηση του Ολοκαυτώματος (μετ.: Άννυ Σπυράκου), που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι –εξαιρετικά επίκαιρο στη συγκυρία της ψήφισης του αντιρατσιστικού νόμου και της σχετικής συζήτησης– δημοσιεύουμε εκτενή αποσπάσματα από τον Πρόλογο του ιστορικού Γιώργου Κόκκινου (Πανεπιστήμιο Αιγαίου).

Στρ. Μπ.

 

Το θέμα του ευσύνοπτου αλλά διαφωτιστικού και διεισδυτικού βιβλίου του Robert Eaglestone Μεταμοντερνισμός και άρνηση του Ολοκαυτώματος αφορά τον προβληματισμό αναφορικά με την κατηγορία που έχει εκτοξευτεί από πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους αφετηρίες (από τον αντιμοντερνιστικό αντιμεταμοντερνισμό έως τον μοντερνιστικό αντιμεταμοντερνισμό) εναντίον του ιστοριογραφικού μεταμοντερνισμού και κυρίως εναντίον της έκφρασης της μεταμοντέρνας θεωρίας στο πεδίο της επιστημολογίας της ιστορίας: ότι δηλαδή καθιστώντας την ιστορική αναπαράσταση του παρελθόντος άθυρμα της γλωσσικής και της πολιτισμικής αιτιοκρατίας, όπως και του παροντισμού, και συσχετίζοντας ή –σε ακραίες περιπτώσεις– εξισώνοντας την ιστορική αφήγηση με τη μυθοπλασία, ο ιστοριογραφικός μεταμοντερνισμός σχετικοποιεί την έννοια της αλήθειας, ακυρώνει την επιστημολογική παράδοση που διατρέχει τόσο την συμβατική όσο και τη Νέα Ιστορία, προτάσσει τον ρόλο της οπτικής γωνίας και της ιδεολογικής και κοσμοθεωρητικής συγκρότησης του ιστορικού και θέτει σε δεύτερη μοίρα τα ίδια τα αυτούσια κατάλοιπα, τα μνημονικά ίχνη του παρελθόντος. Όμως, κατ’ αυτό τον τρόπο, όπως υποστηρίζουν οι πολέμιοί του, ο ιστοριογραφικός μεταμοντερνισμός και η σύμφυτη με αυτόν γνωσιοθεωρητική προβληματική, μετατρέπουν την ιστορική ερμηνεία σε δούρειο ίππο για τη μηδενιστική κατάλυση του ίδιου του ιστορικού νοήματος και επομένως για την αναίρεση και την πλαστογράφηση της ιστορικής πραγματικότητας.

Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες αιτιάσεις, οι μεταμοντέρνοι θεωρητικοί της ιστορίας, υπέρμαχοι καθώς είναι της γλωσσικής και της πολιτισμικής στροφής, οπλίζουν –συνήθως άθελά τους– το «δολερό» χέρι όσων εκμεταλλεύονται την κατάλυση της κανονιστικής σημασίας της αλήθειας, αλλά και τη δημοκρατική πολιτική ορθότητα, επιχειρώντας να χαλκεύσουν τα δεσμά της τυραννίας τους πάνω ακριβώς στην απόλυτη σχετικοποίηση του νοήματος και επομένως και των νοηματοδοτικών πρακτικών από τις οποίες αυτό συγκροτείται στο πλαίσιο τουλάχιστον της δυτικής πολιτισμικής παράδοσης.

Στον αντίποδα αυτής της κινδυνολογίας για το επισφαλές μέλλον της ιστορίας, που φέρνει μαζί της μια ατμόσφαιρα πολιτισμικού πεσσιμισμού, ο Eaglestone επισημαίνει καταρχάς την εσωτερική πολυμέρεια του μεταμοντερνισμού, στους κόλπους του οποίου συνυπάρχουν, σύμφωνα με την ταξινόμηση του Fredric Jameson, αντινομικές μεταξύ τους προσεγγίσεις όπως, από τη μια πλευρά, ο ριζικός αντιμοντερνισμός και ο αντιδραστικός μεταμοντερνισμός, ενώ, από την άλλη, ο μοντερνιστικός και ο πρωτοποριακός μεταμοντερνισμός. Στη συνέχεια, ο Eaglestone αναδεικνύει το γεγονός ότι υπάρχει στους κόλπους αυτής της εσωτερικά πολυδιάστατης και αντιφατικής διανοητικής παράδοσης που συγκροτεί ο μεταμοντερνισμός, εκείνος ο θεωρητικός, εννοιολογικός και μεθοδολογικός οπλισμός που επιτρέπει, πιο αποτελεσματικά και πιο περίτεχνα από τις συμβατικές προσεγγίσεις, να καταδειχθεί ο πλασματικός και ψευδεπίγραφος χαρακτήρας του ιστορικού αναθεωρητισμού και ειδικότερα της άρνησης του Ολοκαυτώματος. Οι αρνητές, όπως απέδειξε άλλωστε η έκβαση της δικαστικής διαμάχης David Irving vs. Deborah Lipstadt/Penguin, προσποιούνται ότι τηρούν τα μεθοδολογικά προσχήματα, ενώ στην πραγματικότητα χρησιμοποιούν τις μεθοδολογικές συμβάσεις της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας ως προπέτασμα καπνού, ως μάσκες, ως θεατρικά ενδύματα για να προσδώσουν επιστημονικοφάνεια, άρα αδιάψευστη εγκυρότητα, στις ακραίες και μισάνθρωπες ιδεολογικές τους αγκυλώσεις. Συμπερασματικά, κατά τη γνώμη του Eaglestone, δεν είναι υπεύθυνος συλλήβδην ο ιστοριογραφικός μεταμοντερνισμός και δεν ισχύουν οι μομφές που του αποδίδονται. Ευθύνονται μόνο ορισμένες δεξιόστροφες/εργαλειακές ή ακραία σχετικιστικές χρήσεις του.

Η εννοιολογική και μεθοδολογική εκλέπτυνση του μεταμοντερνισμού, όπως πιστεύει ο Eaglestone, μας παρέχει τρόπους για να αποκωδικοποιήσουμε τον σκληρό πυρήνα της επιχειρηματολογίας των αρνητών. Αναδεικνύει την ιστορικότητα, άρα και τη σχετικότητα κάθε ιστορικής αναπαράστασης και ερμηνείας. Παράλληλα, μας δίνει τη δυνατότητα να διεισδύσουμε στο προβληματικό, «συμβατικό» και «παρωχημένο» εμπειριστικό-θετικιστικό «λογισμικό», που, αν και είναι σύμφυτο με την ακαδημαϊκή θεσμοποίηση της ιστορικής επιστήμης, επειδή ακριβώς ταυτίζει παραπλανητικά το επίπεδο της ιστορικής οντολογίας με αυτό της ιστορικής ερμηνείας μέσω του μηχανισμού του ελέγχου των πρωτογενών πηγών και της αυτό-αναίρεσης της «φωνής» του ιστορικού, μπορεί είτε να «υποκλαπεί» και να παραποιηθεί είτε να «διαβρωθεί» από τους πολέμιους της ιστορικής αλήθειας.

Ο Robert Eaglestone απορρίπτει τη δυνατότητα της αμεσότητας στην πρόσβαση της ιστορικής πραγματικότητας, ειδικότερα της ακραίας εμπειρίας της βιομηχανοποιημένης εξόντωσης. Στον αντίποδα της ουσιοκρατίας, αποδέχεται ως εγγενή ιδιότητα κάθε αναπαράστασης την πολλαπλή διαμεσολάβησή της, τη διαθλαστική της λειτουργία, καθώς και την ερμηνευτική πλαισίωση κάθε ιστορικής οντολογίας. Επίγνωση που εξάλλου αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για την επεξεργασία του ίδιου του τραύματος, όπως μας υποδεικνύει η Ruth Klüger. Επομένως, προαπαιτούμενο κάθε προσέγγισης του Ολοκαυτώματος είναι η συνειδητοποίηση ότι ακόμα και πίσω από τις μαρτυρίες των επιζώντων λανθάνει μια στρατηγική επικοινωνίας, ένας φανερός ή κρυφός επιστημολογικός κώδικας, ένα αξιακό σύστημα, ένας βιόκοσμος, μια στάση ζωής, ένας ασύνειδος ή και συνειδητός παραμορφωτικός καθρέφτης. Άρα, η συνειδητοποίηση αυτή πρέπει να θεωρείται αναγκαίο επιστημολογικό εφόδιο, ειδικά όταν πρόκειται να έρθουμε σε επαφή με την ίδια τη «θεωρία του Ολοκαυτώματος», δηλαδή, σύμφωνα με τα γραφόμενα του Eaglestone, με το πολυειδές σώμα των κειμένων και των τεχνουργημάτων που έχουν παραχθεί κατά καιρούς ως απόρροια της κριτικής και αναστοχαστικής αναμέτρησης του Δυτικού κόσμου με τη «μαύρη τρύπα» του Ολοκαυτώματος, με την τερατώδη και σχεδόν αδιανόητη φύση του. Κείμενα και τεχνουργήματα που συγκροτούν εκ των πραγμάτων κανονιστικά πλαίσια νοήματος, το έδαφος που αρδεύει κάθε ερμηνεία. Η τερατώδης και αδιανόητη ιστορική ιδιαιτερότητα του Ολοκαυτώματος αφ΄ εαυτής σχεδόν διασπά κάθε υπάρχοντα κώδικα εγγραφής και σημασιοδότησης. Θέτει στο επίκεντρο του προβληματισμού το ζήτημα της αυθεντικότητας, όπως και αυτό του δυνατού της αναπαράστασης, της κατανόησης και της ερμηνείας (Friedländer, Rüsen). Ο Eaglestone υποστηρίζει ότι «υφίσταται μια ακατάλυτη (irresolvable) διαλεκτική σχέση μεταξύ αφενός μεν του τρόπου με τον οποίο εν ισχύι πολιτισμικοί και διανοητικοί λόγοι (discourses) μορφοποιούν το Ολοκαύτωμα, αφετέρου δε του τρόπου που το ίδιο το Ολοκαύτωμα μορφοποιεί τους πολιτισμικούς και διανοητικούς του λόγους». Αναπόφευκτα, η ένταση αυτή καθιστά διαρκώς επίκαιρη την αναζήτηση «νέων εργαλείων για την αφήγηση και την αποτύπωση αυτού που συνέβη» και συνιστά το όλον του Ολοκαυτώματος. Εννοιολογικών και μεθοδολογικών εργαλείων που έχουν τη δυνατότητα να αμβλύνουν, στον βαθμό του δυνατού, τη μεταβίβαση (transference) του τραύματος του Ολοκαυτώματος (εκδραμάτιση, αμυντικοί μηχανισμοί, άγχος διαχείρισης) ακόμα και στους ίδιους τους ιστορικούς, ειδικά δε σε αυτούς που έχουν εβραϊκή ή γερμανική καταγωγή. Εργαλείων επίσης, τα οποία, παράλληλα, αποτρέπουν και την αντι-μεταβίβαση, δηλαδή την αμυντική αυτο-παρουσίαση του εμπλεκόμενου ιστορικού ως δήθεν απροκατάληπτου, ουδέτερου και αντικειμενικού αφηγητή και, ειδικότερα, της γραφής του σαν «λευκής οθόνης» πάνω στην οποία προβάλλεται η δήθεν αδιαμεσολάβητη εικόνα του ίδιου του τραυματικού παρελθόντος.

Αλλά τι σημαίνει «θεωρία του Ολοκαυτώματος»; Σημαίνει, όπως φρονεί ο Eaglestone, πρώτον, τη διερεύνηση «των τρόπων με τους οποίους σκεφτόμαστε όχι μόνο τα γεγονότα που παραπέμπουν στο Ολοκαύτωμα και στις αναπαραστάσεις τους, αλλά και τη μορφή, την αιτιώδη συνάφεια και τον διανοητικό οπλισμό που υπόκεινται σε αυτή τη σκέψη». Δεύτερον, σημαίνει τον θεωρητικό προβληματισμό που έχει αναπτυχθεί, όπως επίσης τις διαμάχες, τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις που έχουν εμφανιστεί στο διεπιστημονικό αυτό πεδίο, στο οποίο παρεμβαίνουν, εκτός από την ιστοριογραφία, οι πολιτικές επιστήμες, η πολιτική και ηθική φιλοσοφία, η κοινωνιολογία, η πολιτισμική κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η ψυχανάλυση, η ανθρωπολογία, το δίκαιο, η θεολογία, η ιατρική, η βιολογία, η χημεία και οι τέχνες. Η διαφορά στην επιστημολογική θεμελίωση, την οπτική γωνία, την κοινωνική λειτουργία και τη μεθοδολογική σκευή, είναι κομβικής σημασίας στοιχείο, το οποίο επικαθορίζει την ίδια την προσέγγιση του Ολοκαυτώματος τόσο στον ακαδημαϊκό χώρο, όσο και στην εκτεταμένη σφαίρα της Δημόσιας Ιστορίας και του δημόσιου λόγου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχολιάστε