Από το αρχείο μας: Τα Ενθέματα της 07.02.2010 (αρ. φ. 577)

Standard
Κουρτ Σβίττερς, «Πίνακας με τροχό», 1920

Κουρτ Σβίττερς, «Πίνακας με τροχό», 1920

 

Διαθέσιμο σε ηλεκτρονική μορφή το 577ο φύλλο των Ενθεμάτων, της 7ης Φεβρουαρίου 2010

Περιεχόμενα:

Tα περιθώρια άσκησης εθνικής πολιτικής. Του Γιώργου Σταθάκη

H ιθαγένεια και το πανανθρώπινο δικαίωμα στη μετανάστευση. Του Απόστολου Καψάλη

Xάουαρντ Ζιν (1922-2010) ο ιστορικός που δημιούργησε ιστορίαΤου Ντεϊβ Ζιριν

Οι παρεξηγημένες έννοιες του αναρχισμού και του σοσιαλισμού. Συνέντευξη του Χάουαρντ Ζινν στον Ντεϊβιντ Μπαρζαμιαν

Η επερχόμενη αναταραχή: η Ιταλία μετά τον ΜπερλουσκόνιΤου Αλεξάντερ Λη

Κάθε ποτάμι και κίνημαΤου Γιάννη Παπαδημητρίου

Καρόλου Παπούλια συν[κατ]ηγορία… Του Νίκου Κοταρίδη

Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά…Φτώχεια και σχολικά συσσίτια στην Αθήνα της κρίσης

Standard

της Άννας Ματθαίου 

Η Ιστορία, ως γνωστόν, δεν επαναλαμβάνεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο: οι οικονομικές κρίσεις δεν είναι συνώνυμες με αυτές του παρελθόντος, οι κρίσεις διατροφής διαφέρουν σε πολλά από εκείνες των παλαιότερων καθεστώτων. Με την προϊούσα βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, στη μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη φάνηκε να απομακρύνεται, κάθε δεκαετία και περισσότερο, ένας κοινός τόπος και παμπάλαιος φόβος, αταβιστικός, που έρχεται από τα βάθη των αιώνων της ευρωπαϊκής Ιστορίας: η πείνα.

Κατοχικό συσσίτιο. Φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου

Η οικονομική κρίση των τελευταίων πέντε χρόνων στην Αθήνα, όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις, έφερε ανατροπές στο σύστημα της διατροφής ολοένα και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων: αλλαγές στα διατροφικά πρότυπα, επαναφορά παλαιότερων τροφών και συνταγών που χαρακτηρίζονταν ως συνταγές επιβίωσης[1], ελαχιστοποίηση της κατανάλωσης βασικών προϊόντων (κρέας, ψάρι κ.ά.) ή προϊόντων πολυτελείας, υποσιτισμό για τις οικογένειες των ανέργων και των μεταναστών. Αν και τα ΜΜΕ αποφεύγουν τις άμεσες αναφορές στην επισιτιστική ανασφάλεια (πράττοντας συχνά το ακριβώς αντίθετο, με εκπομπές μαγειρικής που απευθύνονται σε θεατές που αναζητούν το «υψηλό γούστο»), ο καθημερινός υποσιτισμός και η στέρηση αγαθών για χιλιάδες πολίτες είναι γεγονός. Ας μην ξεχνάμε πως μεταξύ των ανέργων τα ποσοστά φτώχειας είναι 59,28%, ενώ για το σύνολο του πληθυσμού 38%. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΚΑ, περίπου 2.000.000 Έλληνες βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας. Συνέχεια ανάγνωσης

Βουλγαρία: Εργασία μαζικής καταστροφής

Standard

Την 1η Οκτωβρίου το χωριό Γκόρνι Λομ, στη βορειοδυτική Βουλγαρία συγκλονίστηκε από μια τεράστια έκρηξη στο εργοστάσιο εξουδετέρωσης πυρομαχικών. Αποτέλεσμα, 15 νεκροί. Το δυστύχημα ήταν το έκτο μέσα σε δώδεκα χρόνια. Σημειωτέον,  η τελευταία παρτίδα ναρκών είχε φτάσει από την Ελλάδα. Δεν είναι ωστόσο αυτός  ο μόνος λόγος για τον οποίο το κείμενο που ακολουθεί ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον έλληνα αναγνώστη. Διαβάζοντάς το, θα αντιληφθεί ότι οι κυρίαρχες αναλύσεις περί «εγχώριου στρεβλού, δύσμορφου καπιταλισμού», «συντεχνιακής ψήφου», συμμαχίας «αριστεράς και συμφερόντων», της ευθύνης των φτωχών για τη φτώχεια τους κ.ο.κ. είναι εξαιρετικά οικείες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη γειτονική μας χώρα.

«Ε»

της Γιάνα Τσόνεβα και της Μαντλέν Νικόλοβα

μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου

 

Κουτιά πυρομαχικών μια αυλή στο χωριό Γκόρνι Λομ, μετά το δυστύχημα. Φωτογραφία του Βασίλ Ντόνεφ -European Pressphoto Agency

Κουτιά πυρομαχικών μια αυλή στο χωριό Γκόρνι Λομ, μετά το δυστύχημα. Φωτογραφία του Βασίλ Ντόνεφ -European Pressphoto Agency

Είναι πλέον οδυνηρά ξεκάθαρο πως η έλλειψη επαρκούς νομοθετικής ρύθμισης και επιβολής εκ μέρους του κράτους επιτείνει την τάση που έχει το κεφάλαιο να αποφεύγει τον επωμισμό του κόστους των μέτρων και του εξοπλισμού εργασιακής ασφάλειας, η οποία είναι εγγενής σε κάθε καπιταλιστική επιχείρηση. Η εικόνα ερειπίου που είχε το εργοστάσιο ακόμα και πριν από την τραγωδία, μας παρέχει την πιο εναργή εικόνα του πολέμου που διεξάγεται παγκοσμίως εναντίον της εργασίας: η ελάχιστη δυνατή επένδυση (σε μέτρα ασφάλειας, σε ασφαλιστικές καλύψεις, σε τεχνικές βελτιώσεις) συνεπάγεται το μέγιστο αποτέλεσμα (= κέρδος). Λειτουργώντας μέσα στο νομικοπολιτικό πλαίσιο ενός καθεστώτος λιτότητας που γέρνει μονόπαντα υπέρ τους, οι κεφαλαιοκράτες έχουν την άνεση να μην αναλαμβάνουν πια το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης· την ίδια στιγμή, η εργασία αποστερείται κάθε προστασία και επιβαρύνεται με την ευθύνη και το κόστος της ίδιας της ασφάλειας και της αναπαραγωγής της. Οι εργαζόμενοι σ’ εκείνο το αξιοθρήνητο εργοστάσιο, δείχνοντας τα γεμάτα φλύκταινες χέρια τους, μίλησαν για τις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας που υπάκουαν στη γενική αρχή «βγάλτε τα πέρα όπως μπορείτε»: γάντια και μάσκες μιας χρήσεως χρησιμοποιούνταν ως μόνιμος εξοπλισμός «ασφαλείας» με τον οποίο καλούνταν να χειριστούν πυρακτωμένα μηχανήματα (η υποχρεωτική ψύξη των οποίων με νερό είναι πλέον μια πολυτέλεια περασμένων εποχών), και μάλιστα σ’ ένα περιβάλλον εξαιρετικά εύφλεκτο. Συνέχεια ανάγνωσης

Το δικαίωμα της μνήμης και της λήθης στην ψηφιακή εποχή

Standard

Με αφετηρία μια απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. και την αναθεώρηση ενός Κανονισμού

Τον Μάιο του 2014, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με απόφασή του, αναγνώρισε το «δικαίωμα στη λήθη», υποχρεώνοντας την google να αποδεχτεί το αίτημα πολιτών για διαγραφή συνδέσμων που οδηγούν σε προσωπικά τους δεδομένα. Επίσης, εδώ και δύο χρόνια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκφράσει την πρόθεσή της να αναθεωρήσει τον Κανονισμό προστασίας των προσωπικών δεδομένων, ενισχύοντας το «δικαίωμα στη λήθη». Και οι δύο αυτές εξελίξεις έχουν προξενήσει διεθνώς μεγάλη συζήτηση. Άλλοι τις έχουν χαιρετίσει ως νίκη της ιδιωτικότητας και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, άλλοι –μεταξύ τους πολλοί ιστορικοί και αρχειονόμοι, καθώς και οι φορείς τους– έχουν εκφράσει έντονες αντιρρήσεις τους για τις επιπτώσεις στην ιστορική έρευνα, τη μνήμη και τη γνώση, από τη διαγραφή στοιχείων και πληροφοριών. Γι’ αυτό τον λόγο απευθυνθήκαμε στον Πολυμέρη Βόγλη (ιστορικό, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), τον Αντώνη Μπρούμα (δικηγόρο, ακτιβιστή των ψηφιακών δικαιωμάτων· βλ. www.lawandtech.eu) και στον δικηγόρο Βασίλη Σωτηρόπουλο (δικηγόρος, διαχειριστής του ιστολογίου e-lawyer) ζητώντας τους την άποψή τους για τις εξελίξεις αυτές για το αν μπορούν να συμπορευθούν το δικαίωμα στη μνήμη και το δικαίωμα στη λήθη, αν συμμερίζονται τις ανησυχίες.

Πέρα από τη μνήμη και τη λήθη

Standard

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ-1

του Πολυμέρη Βόγλη

Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη μνήμη ως μια ατομική υπόθεση, τις προσωπικές αναμνήσεις. Ωστόσο, η ικανότητα να θυμόμαστε ή ξεχνάμε διαμορφώνεται από το σύνολο μέσα στο οποίο ένα άτομο ζει, την οικογένεια, τους φίλους, τη γειτονιά, τους συναδέλφους στο χώρο δουλειάς, κλπ. Λέμε «εγώ θυμάμαι», ενώ η μνήμη συνδιαμορφώνεται, καλλιεργείται, κατασκευάζεται. Το ίδιο πολύ περισσότερο ισχύει για τη συλλογική μνήμη που είναι μια κοινωνική διαδικασία, που σχετίζεται με κρατικούς θεσμούς και συλλογικά υποκείμενα. Οι κρατικοί θεσμοί διαμορφώνουν αυτό που ως κοινωνία οφείλουμε να θυμόμαστε.

Ρενέ Μαγκρί, «Μνήμη», 1948

Ρενέ Μαγκρί, «Μνήμη», 1948

Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης αλλά και στη δεκαετία του 1980 στους δημόσιους χώρους, σε αφίσες και αυτοκόλλητα, σε γραφεία δημοσίων υπηρεσιών κυριαρχούσε η εικόνα της διαιρεμένης Κύπρου, με το κατεχόμενο τμήμα σε κόκκινο χρώμα να καταλήγει σε σταγόνες αίματος, που συνοδευόταν από το σύνθημα «Δεν ξεχνώ». Το σύνθημα ήταν μια δημόσια, επίσημη παραίνεση: δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε αλλά θα πρέπει να θυμόμαστε και, επιπλέον, το πρώτο πρόσωπο του ρήματος υπογράμμιζε ότι η μνήμη δεν ήταν απλά μια συλλογική υπόθεση αλλά το κυριότερο ήταν μια ατομική υποχρέωση του κάθε Έλληνα, μια προσωπική δέσμευση να μην ξεχάσει την τουρκική εισβολή. Αυτή η λογική της μνήμης ως καθήκοντος αντλούσε από μια μακρά παράδοση, στην οποία το εθνικό κράτος ήδη από το 19ο αιώνα μέσα από εορτασμούς και τελετές, μέσα από μηχανισμούς και θεσμούς διαμόρφωνε μια ενιαία αφήγηση για το παρελθόν και μια ομοιογενή εθνική ταυτότητα.

Από τη δεκαετία του 1960 όταν ξεκίνησε η «έκρηξη της μνήμης» πέρα από (και συχνά αντιθετικά προς) την επίσημη μνήμη, αναπτύχθηκε και η μνήμη των συλλογικών υποκειμένων. Με αίτημα το δικαίωμα στη μνήμη, εθνοπολιτισμικές ομάδες, μειονότητες, κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα διεκδίκησαν τη θέση τους στην επίσημη αφήγηση. Με αυτόν τον τρόπο, η μνήμη συνδέθηκε με τις πολιτικές κατασκευής ταυτοτήτων, εκείνων των συλλογικών υποκειμένων που μέχρι τότε η ιστορία και η δράση τους είχε αποσιωπηθεί ή διαστρεβλωθεί από την επίσημη αφήγηση. Η λογική της μνήμης ως δικαιώματος άνθισε σε μια εποχή που δινόταν όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στη βιωμένη εμπειρία και η προσωπική μαρτυρία κατακτούσε περίοπτη θέση στη δημόσια σφαίρα. Μέσα από γραπτές μαρτυρίες και προφορικές συνεντεύξεις οι «αφανείς» της ιστορίας (πρόσφυγες του 1922, αντάρτες, πολιτικοί κρατούμενοι, κ.ά.) δεν κατέθεταν απλώς τις εμπειρίες τους αλλά διεκδικούσαν μια νέα ιστορική αφήγηση, η οποία θα ενσωματώνει και τη δική τους φωνή. Και αυτό συνέβη. Η κοινωνική και πολιτισμική ιστορία τις τελευταίες δεκαετίες ανέσυρε από τη σιωπή και το περιθώριο τους «αφανείς», αξιοποίησε τις μαρτυρίες τους και έφερε στο επίκεντρο της μελέτης τη βιωμένη εμπειρία τους.

Ίσως φαίνεται αντιφατικό να εμφανίζεται το δικαίωμα στη λήθη σε μια εποχή που οι κάθε λογής προσωπικές μαρτυρίες κατακλύζουν τη δημόσια σφαίρα και οι σπουδές της μνήμης κατέχουν επίζηλη θέση στις ανθρωπιστικές επιστήμες . Είναι λιγότερο αντιφατικό εάν σκεφτούμε ότι στην πραγματικότητα το δικαίωμα στη λήθη είχε εντελώς διαφορετική αφετηρία: την προστασία της ιδιωτικής ζωής από την ισχύ που έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους οι (ιδιωτικοί και κρατικοί) μεγα-μηχανισμοί συγκέντρωσης, επεξεργασίας και διαχείρισης ηλεκτρονικών πληροφοριών και προσωπικών δεδομένων. Με άλλα λόγια αφορά τη διεκδίκηση της «ανωνυμίας» από τους πολίτες οι οποίοι έχουν μετατραπεί σε αντικείμενο γνώσης από τους μηχανισμούς εξουσίας και ελέγχου και με αυτήν την έννοια είναι μια διεκδίκηση νόμιμη και δίκαιη. Ωστόσο, το ζήτημα της ιστορικής έρευνας αναφορικά με το δικαίωμα στη μνήμη και το δικαίωμα στη λήθη, αν και ιδιαίτερα σύνθετο, είναι πολύ διαφορετικό. Καταρχάς, η ιστορία καλλιεργείται και αναπτύσσεται στο πεδίο όπου η μνήμη και η λήθη συναντιούνται ή και συγκρούονται, ως σχέσεις της κοινωνίας με το παρελθόν της. Το τι και γιατί θέλουν να θυμούνται ή να ξεχνούν οι κοινωνίες συλλογικά και οι άνθρωποι ατομικά αποτελούν από τα πιο σημαντικά πεδία ιστορικής έρευνας και διερώτησης.

Επιπλέον, έχει σημασία ποιος αποφασίζει για το εάν κάποια προσωπική πληροφορία είναι δημοσιεύσιμη ή όχι. Οι ιστορικοί ή τα δικαστήρια; Μέχρι σήμερα, η προσπάθεια να περιοριστεί η ιστορική έρευνα με νομοθετικούς τρόπους (π.χ. η ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος) προκάλεσε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυσε. Για τους ιστορικούς η μνήμη και η λήθη δεν είναι ούτε δικαίωμα ούτε καθήκον αλλά πεδία διαμόρφωσης ταυτοτήτων, λόγων και πρακτικών. Και κάτι τελευταίο αναφορικά με τη λήθη. Η λήθη μπορεί να καλλιεργείται αλλά δεν μπορεί να επιβληθεί σε μια κοινωνία η οποία δεν έχει αναμετρηθεί με το παρελθόν της. Το κάψιμο των «φακέλων» το 1989 όχι μόνο δεν επέφερε τη λήθη στην ελληνική κοινωνία για τον εμφύλιο πόλεμο αλλά και στέρησε από την ιστορική έρευνα ένα τεράστιο και πολύτιμο υλικό. Κλείνοντας, ας αναλογιστούμε πέρα από το δικαίωμα στη μνήμη και τη λήθη, θα πρέπει να διασφαλίσουμε το δικαίωμα στην απρόσκοπτη μελέτη του παρελθόντος.

 

Οργανώνοντας τη λήθη και τη μνήμη σε εποχές όξυνσης του κοινωνικού πολέμου

Standard

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ-2

του Αντώνη Μπρούμα

Το δικαίωμα στη λήθη και η απόφαση Google Spain του ΔικΕΕ. Την εποχή του ψηφιακού πανοπτικού εύλογα απασχολεί την επικαιρότητα η συζήτηση γύρω από το δικαίωμα στη λήθη. Την αφορμή έδωσε η απόφαση Google Spain (C-131/12) του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“ΔικΕΕ”) της 13ης Μαΐου 2014. Με την απόφαση του αυτή το ΔικΕΕ, αφού έκρινε ότι ένα τέτοιο δικαίωμα αναγνωρίζεται από την ισχύουσα ήδη από το 1995 Ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, κατόπιν υποχρέωσε τον διαδικτυακό κολοσσό της Google να παρέχει στους Ευρωπαίους πολίτες τη δυνατότητα να ζητούν τη διαγραφή μέρους ή του συνόλου των προσωπικών τους δεδομένων από τις μηχανές αναζήτησής της. Έτσι, κατ’ εφαρμογή της προαναφερόμενης απόφασης η Google προσφέρει πλέον στην Ευρωπαϊκή έκδοση της μηχανής αναζήτησής της το δικαίωμα σε κάθε χρήστη να αιτείται επιγραμμικά, με απλές διαδικασίες και με άμεσο αποτέλεσμα τη διαγραφή υπερσυνδέσμων, που παραπέμπουν σε προσωπικά του στοιχεία.

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, «Έκτωρ και Ανδρομάχη», 1917

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, «Έκτωρ και Ανδρομάχη», 1917

Το δικαίωμα στη λήθη και ο προτεινόμενος κανονισμός της Ε.Ε. Ήδη όμως από το 2012 είχε προηγηθεί της απόφασης του ΔικΕΕ η φιλόδοξη πρόταση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενός γενικού Κανονισμού για την εκτεταμένη αναθεώρηση του νομικού πλαισίου της Ένωσης αναφορικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Επειδή προέβλεπε ρητώς ένα αγώγιμο δικαίωμα των πολιτών της ΕΕ στην ψηφιακή λήθη, ο προτεινόμενος Κανονισμός συνάντησε εξαρχής, τουλάχιστον ως προς αυτό το σημείο του, τη σθεναρή αντίδραση των εταιρικών λόμπι του διαδικτύου. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την υιοθέτηση στις 12 Μαρτίου του 2014 του δικαιώματος στην ψηφιακή λήθη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και σε ισχυροποιημένη μάλιστα εκδοχή. Πλέον έπεται η υιοθέτηση του προτεινόμενου Κανονισμού από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η τελική επικύρωση από την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο, ώστε οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλέον να απολαμβάνουν ενός άμεσης επίκλησης, ρητού και διευρυμένου δικαιώματος έναντι των εταιρειών για τη διαγραφή κάθε ψηφιακού τους ίχνους εντός και εκτός του παγκόσμιου ιστού. Συνέχεια ανάγνωσης

H αλήθεια και η λήθη

Standard

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ-3

του Βασίλη Σωτηρόπουλου

Έργο του Edward McGowan (από το μπλογκ underplot.tumblr.com)

Έργο του Edward McGowan (από το μπλογκ underplot.tumblr.com)

Δεν συμμερίζομαι τις ανησυχίες που διατυπώνονται δημοσίως σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις για την αναγνώριση ενός «δικαιώματος στη λήθη» από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διεκτραγωδείται ότι θα επιβληθούν νέοι κανόνες λογοκρισίας και παρεμπόδισης πρόσβασης στην διαδικτυακή ενημέρωση, με αποτέλεσμα την κατίσχυση της ιδιωτικότητας έναντι της διαφάνειας και την αχρήστευση των τεχνολογικών εργαλείων που διευκολύνουν την ιστορική έρευνα, την επιστημονική αναζήτηση και την δημοσιογραφία. Η ηρεμία μου οφείλεται στο ότι οι ανησυχούντες δεν έχουν, φαίνεται, αντιληφθεί την περιορισμένη έκταση και το στενό πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται ότι δεν έχουν καν διαβάσει την απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. που σχολιάζουν ή το σχέδιο Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων που συζητείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, ορισμένα ζητήματα ορολογίας που είναι καθοριστικά για το «δικαίωμα στη λήθη».

Με τον όρο «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» νοείται κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο, η ταυτότητα του οποίου είναι γνωστή ή μπορεί να προσδιοριστεί με μια σειρά από κριτήρια. Πρόκειται για τον ορισμό που κατοχυρώνεται σε όλες τις νομοθεσίες των κρατών της Ε.Ε. Αυτή η, εκ πρώτης όψεως, γενικόλογη διατύπωση εξαιρεί, πρώτα, τους νεκρούς: φυσικά πρόσωπα είναι μόνο όσοι βρίσκονται στη ζωή. Άρα, οι ανησυχίες περί εργαλειακής χρήσης του «δικαιώματος στην λήθη» για την εξάλειψη κρίσιμων ιστορικών πληροφοριών από το Διαδίκτυο, καταστατικά, δεν μπορεί να αφορά πρόσωπα τα οποία δεν βρίσκονται στη ζωή – που είναι ενδεχομένως και τα περισσότερα. Για τα «ιστορικά πρόσωπα» που μας άφησαν χρόνους δεν νοείται, λοιπόν, δικαίωμα στην λήθη. Συνέχεια ανάγνωσης

Εξαρτημένες πολιτικές στον χώρο της δημόσιας απεξάρτησης

Standard

του Τάκη Χαλδαίου

Το τελευταίο διάστημα ο χώρος της αντιμετώπισης των εξαρτήσεων έχει βρεθεί μεταξύ δύο πυρών. Βάλλεται αφενός από τις κυβερνητικές επιλογές, από συντηρητικές αντιλήψεις και στερεότυπα αφετέρου. Σε αυτήν ακριβώς τη συγκυρία, κατατίθεται για διαβούλευση ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Ρενέ Μαγκρίτ, «Το κόκκινο μοντέλο», 1935

Ρενέ Μαγκρίτ, «Το κόκκινο μοντέλο», 1935

Οι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες σε εξαρτημένους χρήστες νόμιμων και παράνομων ουσιών ή/και εξαρτημένους από το διαδίκτυο, αλλά και στους συγγενείς τους, καθώς και οι υπηρεσίες πρόληψης της ανάπτυξης εξαρτητικών συμπεριφορών, αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερα προβλήματα. Πασχίζουν, όλοι, να καλύψουν τις σταθερά αυξανόμενες ανάγκες, με συνεχώς μειούμενο προσωπικό, χωρίς τη δυνατότητα προσλήψεων. Ειδικότερα, το ΚΕΘΕΑ και το 18 ΑΝΩ αποκλείονται αναίτια και προκλητικά από σημαντικές δράσεις που αφορούν την εκπαίδευση (κοινωνικό σχολείο)· το 18 ΑΝΩ, μάλιστα, κινδυνεύει να μείνει χωρίς το σχολείο του. Στον ΟΚΑΝΑ οι ελλείψεις σε βασικά αναλώσιμα θέτουν σε κίνδυνο τις παρεχόμενες υπηρεσίες και την ασφάλεια εξυπηρετούμενων και εργαζόμενων, ενώ τα Κέντρα Πρόληψης αγωνιούν να επιβιώσουν, μέσα σε ένα ανύπαρκτο και ασαφές θεσμικό πλαίσιο, με αβέβαιη χρηματοδότηση και αμφίβολη έγκαιρη μισθοδοσία. Συνέχεια ανάγνωσης

Πράσινοι πρίγκιπες και κόκκινοι δράκοι

Standard

του Κωστή Καρπόζηλου

03 karpozilosΣκεφτείτε να αγκαλιάζετε τον πατέρα σας πριν κοιμηθεί, ενώ γνωρίζετε ότι σε μερικές ώρες στρατιώτες θα έρθουν στο σπίτι, θα τον συλλάβουν και θα τον οδηγήσουν στη φυλακή. Άβολη σκέψη. Σκεφτείτε να αγκαλιάζετε τον πατέρα σας πριν κοιμηθεί, ενώ γνωρίζετε ότι σε μερικές ώρες στρατιώτες θα έρθουν στο σπίτι, θα τον συλλάβουν και θα τον οδηγήσουν στη φυλακή, βασισμένοι σε πληροφορίες που συστηματικά και ενσυνείδητα παρείχατε εσείς. Αδιανόητη σκέψη.

Το ντοκιμαντέρ Green Prince αφηγείται μια, εκ πρώτης όψεως, αδιανόητη ιστορία: ο Μοσάμπ Χασάν Γιουσέφ, γιος και συνεργάτης του ηγετικού στελέχους της Χαμάς Σεΐχ Χασάν Γιουσέφ υπήρξε (με το κωδικό όνομα «Πράσινος Πρίγκιπας») από το 1997 έως το 2007 ο πολυτιμότερος πληροφοριοδότης της Σιν Μπετ, της ισραηλινής υπηρεσίας πληροφοριών. «Ήταν σαν η Χαμάς να έκανε πράκτορά της τον γιο του πρωθυπουργού του Ισραήλ», τονίζει ο Γκόνεν Μπεν Γιτζάκ, ο υπεύθυνος της Σιν Μπετ για τον «Πράσινο Πρίγκιπα», τον άνθρωπό της στον στενό πυρήνα της Χαμάς στα χρόνια της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα. Η σχέση του Μοσάμπ Χασάν Γιουσέφ και του Γκόνεν Μπεν Γιτζάκ, η σχέση του πληροφοριοδότη και του «χειριστή», είναι το κεντρικό θέμα του ντοκιμαντέρ: πώς από την ανάκριση του έφηβου Παλαιστίνιου, που είχε συλληφθεί για κατοχή όπλων, φτάνουμε στη στρατολόγησή του και πώς η δύσκολη συνεργασία τους μετεξελίσσεται σε σχέση εμπιστοσύνης και, τελικά, σε φιλία, κατά παραβίαση όλων των συνωμοτικών κανόνων. Η αφηγηματική αυτή πορεία διαπλέκεται με γνώριμες εικόνες από την πολιορκία της Ραμάλα, τις κηδείες των δολοφονημένων Παλαιστινίων, την εισβολή των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, τις επιθέσεις αυτοκτονίας, τις παρελάσεις των αντιμαχόμενων πολιτικών και θρησκευτικών οργανώσεων στη Δυτική Όχθη. Σε πολλά πλάνα δεσπόζει ο Σεΐχ Χασάν Γιουσέφ: είναι ο οργισμένος ρήτορας και το δημόσιο πρόσωπο της Χαμάς. Πίσω του, ανάμεσα στους σωματοφύλακες και το συγκεντρωμένο πλήθος, διακρίνεται ο γιος του, ο άνθρωπος που για δέκα χρόνια διέπραττε μια διπλή προδοσία: ενάντια στην οικογένειά του και ενάντια στον λαό του. Συνέχεια ανάγνωσης

Μνήμη και λήθη: Ένα παλάτι ξαναφτιάχνεται στο Βερολίνο

Standard

το τέταρτο τρίλεπτο των «Ενθεμάτων» στο Πολιτιστικό Ημερολόγιο στο Κόκκινο 105,5

το ηχητικό εδώ: https://soundcloud.com/enthemata-avgis/24-10-14a

το κείμενο, αμέσως παρακάτω:

της Ιωάννας Μεϊτάνη

640px-Stamps_of_Germany_(DDR)_1976,_MiNr_Block_045Στο μικρόφωνο σήμερα η Ιωάννα Μεϊτάνη, άρτι αφιχθείσα από το Βερολίνο. Το Βερολίνο, όπου τα τελευταία 25 χρόνια όλο και κάποιο μεγάλο έργο κατασκευάζεται, πολύ συχνά έργο ανασύνθεσης της εικόνας της πόλης. Το πιο πρόσφατο, η ανακατασκευή του Παλατιού του Βερολίνου, στο κέντρο, απέναντι από τον μητροπολιτικό ναό και το Άλτες Μουζέουμ, λίγο παρακάτω από την Αλεξάντερπλατς και τον γνωστό της πύργο, στην ίδια γειτονιά με την κρατική όπερα και το πανεπιστήμιο Χούμπολντ.

Το έργο της ανακατασκευής του παλατιού, ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε μεγάλο έργο στο Βερολίνο τα τελευταία χρόνια, έγινε αντικείμενο ισχυρότατων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων για την ιστορία της πόλης και τη διατήρηση ή την απαλοιφή της.

Τι υπήρχε στον τόπο όπου γίνονται τώρα τα έργα της ανακατασκευής; Επί αιώνες έστεκε εκεί το Παλάτι του Βερολίνου, έδρα από το 1700 των πρώσων βασιλιάδων και αυτοκρατόρων. Από εκεί όριζαν τη μοίρα της χώρας τους, από εκεί κυβερνούσαν. Από εκεί, επίσης, είχε δηλώσει το 1918 ο Καρλ Λίμπκνεχτ ότι το παλάτι ανήκε πια στα χέρια του λαού. Στο τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, κατεστραμμένο από βομβαρδισμούς και πυρκαγιές, το παλάτι βρέθηκε στον Ανατολικό Τομέα της πόλης – και αμέσως μετά στην καρδιά της πρωτεύουσας της Ανατολικής Γερμανίας. Το 1950 ο Έριχ Χόνεκερ αποφάσισε την κατεδάφισή του και το 1976 ολοκληρώθηκε στο ίδιο σημείο το λεγόμενο Παλάτι της Δημοκρατίας ή Παλάτι του Λαού, η έδρα του κοινοβουλίου, ένα τεράστιο κτήριο που στέγαζε και επίσημες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Συνέχεια ανάγνωσης

Καταστρέφοντας το πανεπιστήμιο: Η «ελληνική πατέντα»

Standard

του Δημήτρη Παπανικολάου

Ρενέ Μαγκρίτ, «Το διπλό μυστικό», 1927

Ρενέ Μαγκρίτ, «Το διπλό μυστικό», 1927

Την εβδομάδα που πέρασε, κορυφώθηκε η αντιπαράθεση γύρω από το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών και τις προτάσεις του πρύτανη του Ιδρύματος για τον έλεγχο της πρόσβασης σε αυτό. Μάλλον κάπου στην πορεία, ανάμεσα σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις του πρύτανη, υπουργικές δηλώσεις και αντεγκλήσεις ξεχάστηκε ποιο πραγματικά είναι το διακύβευμα όλης αυτής της ιστορίας. Μας βοηθάει να το θυμηθούμε και να το καταλάβουμε πολύ καλύτερα, η ανακοίνωση που εξέδωσε για το ζήτημα την προηγούμενη Παρασκευή (17.10.2014) το Συμβούλιο του Ιδρύματος.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, το Συμβούλιο «συστρατεύεται με τις Πρυτανικές Αρχές στην προσπάθειά τους για την εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας στην πανεπιστημιακή κοινότητα και την εύρυθμη λειτουργία του Ιδρύματος. Το πανεπιστήμιο είναι δημόσια περιουσία, ανήκει σε όλους τους Έλληνες […] και πρέπει να προστατεύεται αναλόγως». Ως εκ τούτου, «κρίνεται απαραίτητο να εκπονηθεί και υλοποιηθεί σύστημα ελέγχου της πρόσβασης όλων των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, αλλά και των πολιτών στις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις, όπως συμβαίνει σε κάθε σύγχρονο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα». Τέλος, περνώντας κάπως αναπάντεχα από την ασφάλεια στην καθαριότητα, το Συμβούλιο καταλήγει με τη συμβουλή «να γίνουν άμεσα αναθέσεις», ώστε να αντιμετωπιστεί «το οξύτατο πρόβλημα καθαρισμού των πανεπιστημιακών χώρων. Αυτό απαιτεί η άμεση αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης που συνδέεται με την προστασία της δημόσιας υγείας και της νεολαίας μας».

Έκτακτη ανάγκη, δημόσια υγεία, «η νεολαία μας»(!). Σύστημα ελέγχου, αίσθημα ασφαλείας, εύρυθμη λειτουργία. Αν σας ξενίζει η γλώσσα αυτής της ανακοίνωσης, σωστά σας ξενίζει. Είναι γλώσσα βιοπολιτικού οργάνου — γι’ αυτό άλλωστε φέρνει τόσο πολύ, ακόμα και στις λέξεις της, τον απόηχο άλλων εποχών και καθεστώτων. Είναι γλώσσα που δεν μιλάει για το πανεπιστήμιο, αλλά για διαχείριση πληθυσμών. Δεν στοχεύει στην ανάδειξη ενός προβλήματος λειτουργίας ενός ιδρύματος και στην αντιμετώπισή του, αλλά, με αφορμή τη δραματική και «εμπόλεμη» παρουσίασή του (το Συμβούλιο, ακούμε, «συστρατεύεται»!), κοιτάζει πώς να εντείνει τον ηθικό πανικό, να επιβάλει ως ανάγκη ένα καθεστώς επιτήρησης, να περιγράψει όλη αυτή την πολιτική επιβολής ως στρατηγική ανοσοποίησης και προστασίας. Συνέχεια ανάγνωσης

H ανοιχτή πόρτα της Ρήγα Φεραίου

Standard

(αναδημοσίευση από την «Αυγή», Σάββατο 25.10.2014)

pryt

Από την κατελειμμένη πρυτανεία. Μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικοί συζητάνε (από το f/b της Ειρήνης Δαφέρμου)

Μια εικόνα: Μεσημέρι Πέμπτης, ανεβαίνοντας τη Ρήγα Φεραίου (εκείνο το μικρό δρομάκι που συνδέει τις οδούς Πανεπιστημίου και Ακαδημίας, μεταξύ Πανεπιστημίου και Εθνικής Βιβλιοθήκης) είδα -ίσως για πρώτη φορά στα πάνω από είκοσι πέντε χρόνια που κάνω τη διαδρομή- την πόρτα του περιβόλου της Πρυτανείας ανοιχτή. Μπήκα, βέβαια, μέσα – τόσο χαρούμενα ξαφνιάστηκα, που δεν έβλεπα μπροστά μου κάγκελα και λουκέτα, όπως διαφήμιζε φορτσάτος ο πρύτανης τις προηγούμενες μέρες, αλλά μια πόρτα ανοιχτή και μέσα μια αυλή γεμάτη κόσμο. Παραδίπλα, οι υπηρεσίες που στεγάζει το κτήριο λειτουργούσαν κανονικά. Ανεβαίνοντας στον όροφο, στην παλιά αίθουσα της Συγκλήτου, φοιτητές, μαθητές, διοικητικοί, δάσκαλοι, καθηγητές συζητούσαν. Έξω, άλλοι να φτιάχνουν πανό για την πορεία του απογεύματος κι άλλοι στο μπαλκόνι να απολαμβάνουν τον ήλιο του μεσημεριού. Μια αχτίδα χαράς και μαχητικότητας.

Από την άλλη, εικόνες διαφορετικές. Τα λουκέτα του πρύτανη, οι κυβερνητικοί να κραυγάζουν για τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που τόλμησαν να παραβιάσουν τον λουκετωμένο ιερό χώρο, οι ύμνοι του Συμβουλίου Διοίκησης και του υπουργού στην «ησυχία, την τάξη και την ασφάλεια». Δεν θα γράψω περισσότερα, γράφουν άλλωστε ωραία για όλα αυτά, στην αυριανή «Αυγή», ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος και ο Δημήτρης Παπανικολάου. Θα πω μόνο ότι θα ήθελα πολύ να έχω βγάλει μια φωτογραφία. Θα αρκούσε μια φωτογραφία με τα πρόσωπα αυτά (σε όλες τις αποχρώσεις: σιωπηλά, χαρωπά, προβληματισμένα, ήρεμα ή σε έξαψη) για να δείξει πόσο θλιβερά και πόσο ψεύτικα ήταν τα υπουργικά, πρυτανικά και μιντιακά λόγια. Συνέχεια ανάγνωσης

Στα «Ενθέματα» αύριο Κυριακή 26 Οκτωβρίου

Standard

Στα «Ενθέματα» αύριο Κυριακή 26 Οκτωβρίου

Αντρέ Φουζερώ, "Μητέρα και παιδί με κόκκινη ποδιά"

Αντρέ Φουζερώ, «Μητέρα και παιδί με κόκκινη ποδιά»

Kείμενα των: Δημήτρη Παπανικολάου, Κωστή Καρπόζηλου, Τάκη Χαλδαίου, Βασίλη Σωτηρόπουλου, Αντώνη Μπρούμα, Πολυμέρη Βόγλη, Άννας Ματθαίου, Γιάνα Τσόνεβα, Μαντλέν Νικόλοβα

Καταστρέφοντας το πανεπιστήμιο. Ο Δημήτρης Παπανικολάου με αφορμή την αντιπαράθεση γύρω από το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών,  καυτηριάζει την πρόθεση επιβολής «νόμου και τάξης» στα πανεπιστημιακά ιδρύματα. «Έχω βαρεθεί την εκλαϊκευτική σύγκριση του ελληνικού πανεπιστημίου με ένα «ιδεατό σύγχρονο πανεπιστήμιο τύπου Χάρβαρντ», που την ίδια στιγμή, από άγνοια ή από υπολογισμό, δεν αναφέρει ότι για κάθε ιδιωτικό πανεπιστήμιο «τύπου Χάρβαρντ» υπάρχουν στην Αμερική πάρα πολλά, ιδιαίτερα προβληματικά και πολύ υποχρηματοδοτημένα, άλλα «κατώτερα» πανεπιστήμια. Διαφορετικό και ιδιαίτερα ταξικό μοντέλο, εντελώς — αυτό θέλουμε άραγε; Έχω βαρεθεί όσους μιλούν για το προαύλιο ενός ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου λες και μιλούν για το προαύλιο ενός οξφορδιανού κολεγίου (αποκρύπτοντας, δηλαδή, ότι το σύγχρονο, εν προκειμένω, δεν είναι το οξφορδιανό ήσυχο γρασίδι, αλλά το πολύβουο, πολύχρωμο, δημοκρατικό και υπερκινητικό δημόσιο προαύλιο).»

Πράσινοι πρίγκιπες και κόκκινοι δράκοι. Ο Κωστής Καρπόζηλος μιλάει για το ντοκιμαντέρ «Green Prince», την ιστορία του Μοσάμπ Χασάν Γιουσέφ, γιου ηγετικού στελέχους της ο οποίος υπήρξε πληροφοριοδότης της ισραηλινής υπηρεσίας πληροφοριών. «Η ιστορία του Μοσάμπ Χασάν Γιουσέφ καταδεικνύει τα σαφή όρια αυτής της σχολικού τύπου ανάγνωσης της ιστορικής εξέλιξης και υπενθυμίζει ότι δεν περιστοιχιζόμαστε από ήρωες και δαίμονες, αλλά ανθρώπους με μύριες αντιφάσεις, οι οποίες είναι ικανές να παράγουν τα πιο απρόβλεπτα, συναρπαστικά και απογοητευτικά, αποτελέσματα. Ταυτόχρονα, όμως, το ιδιόμορφο αυτό ντοκιμαντέρ υπενθυμίζει και τα όρια της νιρβανικής αφέλειας που αποδίδει a priori συνωμοσιολογικές διαστάσεις σε κάθε συζήτηση γύρω από τη δράση των μυστικών υπηρεσιών. Οι μηχανισμοί του κράτους –και στην ελληνική περίπτωση και του παρακράτους– καταγράφουν, αποδελτιώνουν και αναζητούν το «αδύνατο σημείο» για να το μετατρέψουν σε στρατηγικό τους πλεονέκτημα.»

Εξαρτημένες πολιτικές στον χώρο της δημόσιας απεξάρτησης. Ο Τάκης Χαλδαίος ανιχνεύει τις κυβερνητικές προθέσεις πίσω από το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τις εξαρτήσεις. «Μέσα στο σκοτεινό, αλήθεια, αυτό πλαίσιο, η πολιτεία έθεσε σε διαβούλευση ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης, του οποίου την εφαρμογή δεν μπορεί να εγγυηθεί. Οι ίδιοι φορείς που καλούνται να το υλοποιήσουν –και αναφέρονται ρητά στον Νόμο 4139/2013– δεν γνωρίζουν εάν και με ποια μορφή θα υπάρχουν. […] Οι προβλέψεις του Νόμου 4139, επίσης, μένουν κενό γράμμα, είτε αφορούν το θεσμικό μέρος (ακόμα να συγκροτηθεί το Δίκτυο Πρόληψης) είτε στην ποινική αντιμετώπιση (καμία πρόοδος στο θέμα της δυνατότητας πραγματογνωμοσύνης σε όλη την ποινική διαδικασία, μη εφαρμογή ευεργετικών διατάξεων στους κρατούμενους). Η ίδια πολιτεία όμως, που ελέγχεται γι’ αυτές τις παραλείψεις, σπεύδει να καλέσει σε διαβούλευση τους δημόσιους φορείς προκειμένου να συγκροτηθεί συγκεκριμένη πρόταση για την αδειοδότηση ιδιωτών, με στόχο την παροχή υπηρεσιών απεξάρτησης.»

Το δικαίωμα της μνήμης και της λήθης στην ψηφιακή εποχή.  Πολυμέρης Βόγλης, Αντώνης Μπρούμας και Βασίλης Σωτηρόπουλος σχολιάζουν την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υποχρεώνει την google να αποδεχτεί το αίτημα πολιτών για διαγραφή συνδέσμων που οδηγούν σε προσωπικά τους δεδομένα.

Πολυμέρης Βόγλης: «Επιπλέον, έχει σημασία ποιος αποφασίζει για το εάν κάποια προσωπική πληροφορία είναι δημοσιεύσιμη ή όχι. Οι ιστορικοί ή τα δικαστήρια; Μέχρι σήμερα, η προσπάθεια να περιοριστεί η ιστορική έρευνα με νομοθετικούς τρόπους (π.χ. η ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος) προκάλεσε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυσε. Για τους ιστορικούς η μνήμη και η λήθη δεν είναι ούτε δικαίωμα ούτε καθήκον αλλά πεδία διαμόρφωσης ταυτοτήτων, λόγων και πρακτικών.»

Αντώνης Μπρούμας: « Η σχέση άλλωστε των δικαιωμάτων για την προστασία των προσωπικών δεδομένων με τις ελευθερίες έκφρασης και πληροφόρησης ήταν από ανέκαθεν μία σχέση έντασης. Τέτοια λοιπόν ισχυρά πρόσωπα, ατομικά ή εν χορώ, θα έχουν κάθε συμφέρον να επικαλεστούν την ιδιοκτησία του εαυτού τους και την προσωπική τους αυτονομία απέναντι στην κοινωνία, για να περιορίσουν τον σε βάρος τους δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο και κριτική, να λογοκρίνουν την ενημέρωση γύρω από τη δημόσιά τους δράση ή ακόμη και να ξαναγράψουν την ιστορία.»

Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Στην πράξη, όμως, η ιδιωτικότητα είναι πολύ πιο ευπαθές αγαθό σε σχέση με την ελεύθερη έκφραση: από τη στιγμή που θα εκτοξευθεί μια πληροφορία στο Διαδίκτυο, θεμιτώς ή μη, μετά δύσκολα μπορεί να ανακληθεί. Το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία και την ελεύθερη κυκλοφορία των προσωπικών δεδομένων δεν εισάγει μονοσήμαντες απαγορεύσεις, αλλά θεσπίζει κανόνες στάθμισης και εγγυήσεις διαφάνειας, ώστε καθένας να γνωρίζει ποιοί, για ποιούς σκοπούς και έως πότε θα χρησιμοποιούν προσωπικές πληροφορίες που τον αφορούν.»

Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά… Η Άννα Ματθαίου παραθέτει τα στατιστικά της φτώχειας και περιγράφει τα σχολικά συσσίτια στην Αθήνα της κρίσης. «Το διδακτικό προσωπικό, λοιπόν, έχει επωμιστεί επιπλέον το «παιδαγωγικό κομμάτι της διανομής» του φαγητού, δηλαδή παρακολουθεί όλη τη διαδικασία του συσσιτίου: την επάρκεια της τροφής, αλλά και τις συμπεριφορές των παιδιών (φαινόμενα βουλιμίας ή απέχθειας και μη κατανάλωσης του μαγειρεμένου φαγητού, αλλά μόνο του ψωμιού κλπ.). Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις που αν περισσέψει μια μερίδα φαγητό ή ψωμί, αυτό προσφέρεται για την οικογένεια που το χρειάζεται. Στο συγκεκριμένο σχολείο (όπως και σε άλλα), με τον ακτιβισμό των δασκάλων και τη συνεργασία του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, δόθηκε μια λύση άμεση, η οποία επιπλέον αποφεύγει πολλούς σκοπέλους (ταπείνωση, υποτίμηση, ντροπή) για τον ψυχικό κόσμο των παιδιών και των γονιών τους.»

Βουλγαρία: Εργασία μαζικής καταστροφής. Η Γιάνα Τσόνεβα και η Μαντλέν Νικόλοβα με αφορμή μία έκρηξη σε εργοστάσιο εξουδετέρωσης πυρομαχικών με αποτέλεσμα 15 νεκρούς, αναλύουν την διαχείριση της είδησης από τα κυρίαρχα ΜΜΕ της χώρας. «Αμέσως μετά από την έκρηξη, τα ΜΜΕ κυκλοφόρησαν την είδηση πως ο ιδιοκτήτης της ιδιωτικοποιημένης βιομηχανίας όπλων είναι μασόνος. […] Η φιγούρα του μασόνου στη συγκεκριμένη περίπτωση παίζει διπλό ρόλο, μια και επιτρέπει ταυτόχρονα και στο ίδιο υποκείμενο, τόσο την αγκύρωση και διατήρηση της πίστης του στον καπιταλισμό σε αφηρημένο επίπεδο όσο και τη διατύπωση κριτικής ή και καταγγελίας ακόμα της συγκεκριμένης ενσάρκωσης της καπιταλιστικής σχέσης. Έτσι, ενώ ο «καπιταλισμός-καθαυτός» δεν είναι απαραίτητα κακό πράγμα, ο συγκεκριμένος, δικός μας «τύπος» καπιταλισμού είναι στρεβλός», παράγοντας πόνο και δυστυχία αντί για την αενάως προσδοκώμενη και ποτέ υλοποιούμενη δικαιοσύνη. Οι επιχειρηματίες παρουσιάζονται ως «μασόνοι», μυστικοί πράκτορες του κομμουνισμού, ερπετοειδή ή εξωγήινοι, σε μια ανεξέλεγκτη σειρά από δαιμονοποιήσεις, που γεννά την ιδέα μιας ολοένα και πιο σκοτεινής δύναμης που κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο. Πρόκειται για την εκλαϊκευμένη εκδοχή των προσεγγίσεων του «ορθού» καπιταλισμού στην πολιτική επιστήμη, οι οποίες αποκηρύσσουν τις «διεφθαρμένες» ή «πελατειακές» μορφές του, από τη θέση ενός θεωρητικά αυθεντικού, καθαρού και καλού καπιταλισμού του οποίου η πραγματοποίηση υποτίθεται πως εμποδίζεται από εξωτερικά προσκόμματα.» (μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου)

Από το αρχείο μας: Τα Ενθέματα της 31.1.2010 (αρ. φ. 576)

Standard
Σκίτσο του Καρλ Σμιτ-Ρότλουφ

Σκίτσο του Καρλ Σμιτ-Ρότλουφ

Διαθέσιμο σε ηλεκτρονική μορφή το 576ο φύλλο των Ενθεμάτων, της 31ης Ιανουαρίου 2010

Περιεχόμενα:

Mια μικρή δίκη με μεγάλη σημασία.Tου Στρατη Μπουρναζου

Η κερδοσκοπία της καταστροφής στην Αϊτή. Tου Τζέρεμυ Σκέιχιλ

Απλά πείτε όχι στους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Του Τζεραλντ Επσταϊν

Μετανάστευση, ιθαγένεια και κοινωνική ένταξη: Ελληνική πραγματικότητα και διεθνής εμπειρία. Του Περικλή Παπανδρέου

Μουσείο και παράδοση. Του Παναγιώτη Σ. Παπαδόπουλου

Αντώνης Μπριλλάκης: Διαδρομές και αναζητήσεις της Αριστεράς μετά τον Εμφύλιο. Του Ηλία Νικολακόπουλου

Τα πρώτα χρόνια της ΕΔΑ. Της Ευδοκίας Ολυμπίτου

Από το αρχείο μας: Τα Ενθέματα της 24.1.2010 (αρ. φ. 575)

Standard
Όττο Ντιξ, «Η Πράγκερ Στράσσε της Δρέσδης», 1920

Όττο Ντιξ, «Η Πράγκερ Στράσσε της Δρέσδης», 1920

Διαθέσιμο σε ηλεκτρονική μορφή το 575ο φύλλο των Ενθεμάτων, της 24ης Ιανουαρίου 2010

Περιεχόμενα:

Η Νέα Αριστερά του 21ου αιώνα. Του Ανδρέα Καρίτζη

Ο ΣΥΝ στις εξετάσεις. Tου Αριστείδη Μπαλτά

Με αφορμή δύο βιβλία (Από)ανάπτυξη ή (μόνο) απομεγέθυνση; Tου Τάκη Νικολόπουλου

Η «ανοικτή ιθαγένεια» ως καταλύτης υπέρβασης της «εθνικής ταυτότητας» Tου Νάσου Θεοδωρίδη  και της Μαρίας Μουρμούτη

Αξίωση για ιθαγένεια. Γιατί και πότε; Tου Ανδρέα Τάκη

Η παγίωση της Ιστορίας στη φωτογραφική παράσταση. Tου Σπύρου I. Ασδραχά

 

 

Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά

Standard

Η έρευνα του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις νήσος 

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις νήσος, ο τόμος Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά. Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία. Ο τόμος αποτυπώνει τα συμπεράσματα μιας έρευνας που έγινε από το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, με θέμα τη διείσδυση της Άκρας Δεξιάς στους τέσσερις αυτούς πολιτειακούς θεσμούς. Καθώς τα συμπεράσματα της έρευνας έχουν, εκτός από των άλλων, άμεσο πολιτικό ενδιαφέρον, απευθυνθήκαμε στον συντονιστή της έρευνας και επιμελητή του τόμου Δημήτρη Χριστόπουλου (Πάντειο Πανεπιστήμιο) και στους ερευνητές Κλειώ Παπαπαντολέων (δικηγόρο, υπ. δρ συνταγματικού δικαίου Παν. Αθηνών), Δημοσθένη Παπαδάτο-Αναγνωστόπουλο (υπ. δρ πολιτικής επιστήμης Παν. Αθηνών), Αλέξανδρο Σακελλαρίου (δρ. κοινωνιολογίας, μεταδιδακτορικό ερευνητή, Πάντειο) και Δημήτρη Κουσουρή (δρ. Ιστορίας, μεταδιδακτορικό ερευνητή, Παν. της Κωνσταντίας). Τους ζητήσαμε να μας απαντήσουν στο ερώτημα ποιο είναι το καινούργιο που κομίζει η έρευνα, ποια είναι η ιδιαιτερότητα του τομέα που μελέτησαν (τον Δ. Κουσουρή, που μελέτησε την ιστορική διάσταση, τον ρωτήσαμε αν η Χρυσή Αυγή αποτελεί τομή ή συνέχεια στην ιστορία της ελληνικής Ακροδεξιάς).

            ΕΝΘΕΜΑΤΑ

.

Τι μας χρησιμεύει η έρευνα αυτή

του Δημήτρη Χριστόπουλου

 

Αντιδικτατορική αφίσα του Γιώργου Αργυράκη

Αντιδικτατορική αφίσα του Γιώργου Αργυράκη

Απαντώντας στο ερώτημα «γιατί έγινε αυτή ή έρευνα», θα πω ότι η άνοδος της Άκρας Δεξιάς απασχολεί την πολιτική επιστήμη, εδώ και μερικά χρόνια στην Ευρώπη, εσχάτως και στην Ελλάδα. Και την απασχολεί είτε αυτοτελώς είτε εστιασμένη στα κατεξοχήν ιδεολογικά συστατικά της Ακροδεξιάς, κυρίως τον ρατσισμό. Η έμφαση στον ρατσισμό οφείλεται στο ότι πανευρωπαϊκά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 σε γενικές γραμμές, η θρυαλλίδα για την ακροδεξιά επέλαση ήταν ο αντιμεταναστευτικός λόγος και ο ρατσισμός – ενώ από το Μεσοπόλεμο και κάποια χρόνια μετά ήταν ο εθνικισμός και ο αντικομμουνισμός. Ενώ, ωστόσο, οι έρευνες στο πεδίο της πολιτικής κουλτούρας του εκλογικού σώματος και της κοινής γνώμης δεν είναι λίγες, η έρευνα που αφορά τη διείσδυση της Ακροδεξιάς στο κράτος είναι μάλλον ισχνή. Κι αυτό διότι εδώ τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, τόσο στο πεδίο του εντοπισμού όσο και της συναρμολόγησης του παζλ. Πότε συζητάμε για «θύλακες» πότε για «μεμονωμένα περιστατικά»; Αυτό έχει κρίσιμη σημασία σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου η ακροδεξιά διείσδυση στο κράτος έχει μεγάλο ιστορικό βάθος. Έχει λοιπόν σημασία σήμερα να αναδείξουμε τι νέο κομίζει η συγκυρία που βιώνουμε στο επίπεδο της ακροδεξιάς διείσδυσης, πόσο το «νέο» είναι συνέχεια του παρατεταμένου (ως το 1974) Εμφυλίου – με άλλα λόγια, ποιες είναι οι τομές και οι συνέχειες εκείνου που ονομάζουμε «βαθύ κράτος» (και επιλέξαμε αυτό τον όρο, καθώς το «παρακράτος» φέρει άλλες συνδηλώσεις, δημιουργώντας λανθασμένους συνειρμούς). Οι τέσσερις πολιτειακοί θεσμοί (αστυνομία, δικαιοσύνη, στρατός και Εκκλησία) που εξετάζονται, ακριβώς σε αυτήν την προοπτική μελετώνται. Συνέχεια ανάγνωσης

Η Ελληνική Αστυνομία, βραχίονας του κρατικού εγκεφάλου

Standard

 ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ-1

του Δημήτρη Χριστόπουλου

«Η παλαιά φρουρά». Χαρακτικό του Καρλ Ρέσινγκ, από το λεύκωμα "Η προκατάληψή μου ενάντια στην εποχή μας", Βερολίνο 1932

«Η παλαιά φρουρά». Χαρακτικό του Καρλ Ρέσινγκ, από το λεύκωμα «Η προκατάληψή μου ενάντια στην εποχή μας», Βερολίνο 1932

Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Φύσσα, σε μια συνέντευξή του στο BBC, o Άδωνις Γεωργιάδης, ερωτηθείς για το αν υπάρχουν σχέσεις Αστυνομίας-Χρυσής Αυγής, απάντησε: «Very unhappy to say that to some point it is true». Κατόπιν αυτού, το ερώτημα δεν είναι να αποδείξει κανείς το κοινώς παραδεκτό, αλλά να κάνει ένα βήμα παραπέρα. Αυτό προσπάθησα στο σχετικό κεφάλαιο της έρευνας: Να δούμε πώς φτάσαμε εδώ, διότι πράγματι η αστυνομία είναι η πιο εκτεθειμένη στην ακροδεξιά διείσδυση σε σχέση με όλους τους άλλους θεσμούς. Για μένα, η απάντηση βρίσκεται σε έναν συνδυασμό που αφορά το πολύ λερωμένο παρελθόν της, τον εκδημοκρατισμό (που όντως έγινε, με έμφαση στην πίστη στο πολίτευμα, αλλά είχε περιορισμένη απήχηση στην εργασιακή νοοτροπία και κουλτούρα των αστυνομικών) και τον ρόλο που έχει αναλάβει η αστυνομία σε συνθήκες κοινωνικής αστάθειας και έντασης, πολύ οικείες στην Ελλάδα. Με μια φράση, λέω πως τη στιγμή που η αστυνομία πάλευε με τα φαντάσματά της για να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά σώματος ασφαλείας σε κράτος δικαίου, το κράτος της ανέθεσε να διαχειριστεί το μεταναστευτικό της δεκαετίας του 1990, επαναφέροντας στους αλλοδαπούς πρακτικές βαρβαρότητας και βίας που έτειναν να ξεχαστούν. Οι αντιτρομοκρατικές επιτυχίες, με την εξάρθρωση της 17Ν και του ΕΛΑ, προσέδωσαν τη χαμένη επαγγελματική «υπερηφάνεια» σε ένα σώμα απαξιωμένο στην κοινή γνώμη, ενώ η ενίσχυση και δημιουργία ειδικών μονάδων καταστολής, σε συνδυασμό με την ελλιπή εκπαίδευση τους, δημιούργησε εύφορο έδαφος για την εδραίωση ακροδεξιών θυλάκων. Από τον Δεκέμβρη του 2008 μέχρι την Ελλάδα της κρίσης και της πολιτικής εκτίναξης της Χρυσής Αυγής ουσιαστικά είναι μια ανάσα δρόμος στην ιστορία της Αστυνομίας, ώστε να φτάσουμε σε σχεδόν πλειοψηφικά ποσοστά για τη Χρυσή Αυγή στα εκλογικά τμήματα πού ψήφισαν αστυνομικοί.

Λίγες μέρες μετά τον Δεκέμβρη του 2008 με είχαν ρωτήσει σε μια συνέντευξη: «Μπορεί να υπάρχει καλή αστυνομία;». Απάντησα όπως απαντώ και μετά από αυτήν έρευνα: «Μπορεί να υπάρχει καλύτερη αστυνομία». Εξάλλου, η αστυνομία είναι βραχίονας του κράτους, δεν είναι ακριβώς «κράτος», όπως την είχε αποκαλέσει το 1991 ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης. Αν ο εγκέφαλος θέλει λοιπόν, μπορεί να τη συνεφέρει. Αν δεν θέλει, τότε ασφαλώς δεν μπορεί.

Η δικαιοσύνη. Ανιχνεύοντας τις ακροδεξιές ιδέες στις αποφάσεις

Standard

ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ  ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ-2

της Κλειώς Παπαπαντολέων

Έργο του Ονορέ Ντωμιέ

Έργο του Ονορέ Ντωμιέ

Σκοπός της έρευνας ήταν να χαρτογραφήσει ρατσιστικές, εθνοκεντρικές, ξενοφοβικές και θρησκόληπτες ιδέες και τάσεις στον δικαστικό μηχανισμό μέσα από τις ίδιες τις δικαστικές αποφάσεις. Οι φορείς της εγχώριας δικαιοσύνης άλλωστε σπανίως τοποθετούνται δημοσίως. «Μιλούν» διά των αποφάσεων τους, αποτυπώνοντας εκεί, αναπόδραστα, πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, κυρίαρχες ιδεολογίες και αναπαράγοντας στερεοτυπικές κατασκευές. Ως εκ τούτου, εάν η έρευνα αυτή κομίζει κάτι νέο, είναι η ανάλυση και κριτική προσέγγιση δικαστικών αποφάσεων, όχι με κριτήρια αμιγώς νομικά, ούτε δημοσιογραφικά, αλλά δικαιοπολιτικά, τοποθετώντας τις δικαστικές πρακτικές μέσα στον κοινωνικό συσχετισμό και την πολιτική συγκυρία. Η έρευνα –και αυτό θέλω να το τονίσω– δεν στόχευε στην «αποκάλυψη» ακροδεξιών δικαστών, αλλά στην ανίχνευση τέτοιων ιδεών, οι οποίες στην Ελλάδα, παρόλο που εκφέρονται προνομιακά από την ακροδεξιά είναι τόσο διάχυτες, που επιτρέπουν σε κάποιον να τις συμμερίζεται χωρίς να αισθάνεται –ή και να υποπτεύεται ακόμα– ότι είναι ακροδεξιός.

Μεθοδολογικά, επελέγησαν αποφάσεις οι οποίες έχουν εμβληματικό χαρακτήρα και βαρύ συμβολικό-ιδεολογικό φορτίο, καθώς και άλλες οι οποίες ήταν ιδιαίτερα πρόσφορες για την επισήμανση επιμέρους ιδεολογικών παραμέτρων, όπως η ανάδειξη της επικρατούσας θρησκείας ως κρατικής αξίας, η οποία στα ελληνικά ποινικά χρονικά διαρκώς αναιρεί κάθε παρεκκλίνουσα καλλιτεχνική έκφραση, διά της συχνότατης εφαρμογής των αδικημάτων της βλασφημίας και καθύβρισης θρησκευμάτων.

Λήφθηκε επίσης υπ’ όψιν ο ρόλος που κλήθηκε ο δικαστικός μηχανισμός να αναλάβει και στην Ελλάδα, ιδίως από το 2000 και μετά, με τη σταδιακή επικράτηση της μηδενικής ανοχής στην «ανομία», δηλαδή στη χαμηλής έντασης εγκληματικότητα ή απλώς στην κοινωνική διαμαρτυρία (π.χ. Σκουριές, καταλήψεις κτιρίων, απεργίες). Ο δικαστικός μηχανισμός –διά του ποινικού δικαίου– διαχειρίστηκε, και εξακολουθεί να διαχειρίζεται, μερίδες του πληθυσμού που ανήκουν στην «κοινωνική κατηγορία της φτώχειας», δηλαδή ανθρώπους που είναι πέρα από τάξεις και ιεραρχίες, χωρίς δυνατότητες (επαν)εισαγωγής στο σύνολο, πέραν κάθε σωτηρίας. Πληθυσμοί όπως επαίτες, τοξικοεξαρτημένοι, άστεγοι, παράτυποι αλλοδαποί, που τον καιρό της οικονομικής κρίσης ολοένα διευρύνονται, περιλαμβάνοντας μερίδες προσώπων που μέχρι πρόσφατα ήταν ενταγμένες στο κοινωνικό σύνολο.

Εμβληματικότερη όλων, η υπόθεση των οροθετικών γυναικών, με τον δικαστικό μηχανισμό να υλοποιεί ρατσιστικές και σεξιστικές πρακτικές, επαναφέροντας στο προσκήνιο την έννοια της «μιαρότητας», την αγιότητα της ελληνικής οικογένειας και μαζί τις πιο σκοτεινές έμφυλες προσλήψεις, γυρίζοντας τη χώρα εξήντα χρόνια πίσω.

Όλα αυτά την ίδια στιγμή που ο δικαστικός μηχανισμός ατένιζε νωχελικά τις εκατοντάδες «νυχτερινές περιπολίες» της Χρυσής Αυγής και τις δημόσιες προτροπές της στη βία (βία που υλοποιούσαν τα μέλη της Χ.Α. αμέσως μετά), δημιουργώντας ένα χωρίς προηγούμενο status ιδιότυπης ασυλίας και ατιμωρησίας, που κάποιοι πλήρωσαν με την ίδια τους τη ζωή.

Η απόσπαση της έννοιας ασφάλειας από τα δικαιώματα και η αποικιοποίησή της από μηχανισμούς καταστολής και αστυνόμευσης οδήγησαν στην ανοχή και συστηματική ατιμωρησία της αστυνομικής βίας, στην ασυλία της ΧΑ, στον εθισμό στον εγκλεισμό κ.ά.: σε όλους δηλαδή εκείνους τους μηχανισμούς, κρατικούς ή παρακρατικούς, που το κράτος θεώρησε θεματοφύλακες αυτής της τάξης.

Στρατός και Ακροδεξιά: Εντός, εκτός και παραλλήλως

Standard

ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ-3

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Χαρακτικό του Μίνου Αργυράκη, από το λεύκωμα «Η πολιτεία έπλεε εις την μελανόλευκον»

Χαρακτικό του Μίνου Αργυράκη, από το λεύκωμα «Η πολιτεία έπλεε εις την μελανόλευκον»

Η έρευνα αποτυπώνει μια πολυδιάστατη παρουσία της Ακροδεξιάς εντός, εκτός και παραλλήλως του στρατεύματος, αόρατη δυστυχώς στο περσινό πόρισμα Κωσταράκου περί Χρυσής Αυγής – πόρισμα μιας έρευνας που τελείωσε πριν καλά καλά αρχίσει. Σε αντίθεση λοιπόν με τους καθησυχαστικούς τόνους του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, η δική μας έρευνα καταγράφει ένα ευρύ ρεπερτόριο δράσης: λέσχες εφέδρων, φιλοχουντική κατήχηση σε στρατόπεδα, ιδεολογική ζύμωση μέσω διαδικτύου από συγκεκριμένους διαύλους, εκπαίδευση ταγμάτων εφόδου, ακροδεξιές πολιτοφυλακές, «συνδικαλιστική» εκπροσώπηση των ενστόλων στη Βουλή και «ακτιβισμός» στα σύνορα, ώστε σε ένα κλίμα έντασης με γειτονικές χώρες, «επίλεκτες δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας να επιχειρήσουν τη μεγάλη ανατροπή» (Χρυσή Αυγή, 2001). Το εύρος της διείσδυσης που τεκμηριώνουμε, επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά από την εκλογή Συναδινού και Επιτήδειου με τα ευρωψηφοδέλτια των νεοναζί. Και το ίδιο συμβαίνει, νομίζω, με τα σενάρια που θέλουν απόστρατους στην ηγεσία μιας «σοβαρής» Χρυσής Αυγής, να υποσκελίζουν τους «ποινικούς».

Εκείνο ωστόσο που προσφέρει κυρίως η έρευνα είναι ένα πλαίσιο για να αξιολογηθεί η επικινδυνότητα του «παθολογικού»: να εκτιμηθεί τι τάξης κίνδυνο για τη δημοκρατία εκπροσωπεί η δράση των ακροδεξιών και τι αντιστάσεις βρίσκει. Το μείζον ήταν να δούμε τι επιτρέπει την ακροδεξιά παρείσφρηση σε ένα τόσο ιεραρχημένο σώμα όπως ο στρατός. Με άλλα λόγια, η έρευνα εμπλέκει, αναπόφευκτα, και το «κανονικό»: πώς και σε ποιο βαθμό, ένας μηχανισμός-προπύργιο της Ακροδεξιάς μέχρι το 1974 συμβάλλει σε αυτό που θα λέγαμε «αντιστροφή της δυναμικής της Μεταπολίτευσης»: στην παραβίαση, δηλαδή, του συνόρου που μετά το 1974 ήθελε το στρατό και τα στελέχη του αυστηρά εκτός πολιτικής, ασχολούμενους με «ειρηνικά»-αμυντικά έργα. Συνέχεια ανάγνωσης

Η Εκκλησία της Ελλάδος. Η πολιτική υπόσταση και οι ρατσιστικές φωνές εντός της

Standard

ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ  ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ-4

του Αλέξανδρου Σακελλαρίου

Aπό εγκαίνια γραφείων της Χρυσής Αυγής, πιθανόν στη Θεσσαλία (Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στην «Αυγή», 14.10.2014)

Aπό εγκαίνια γραφείων της Χρυσής Αυγής, πιθανόν στη Θεσσαλία (Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στην «Αυγή», 14.10.2014)

Ενδεχομένως η παρούσα έρευνα δεν αφήνει έκπληκτο τον ειδικό μελετητή της ελλαδικής Εκκλησίας – και το λέω αυτό, έχοντας γενικότερη γνώση του πεδίου, καθώς εδώ και δέκα περίπου χρόνια μελετάω τις σχέσεις θρησκείας και πολιτικής, κράτους και Εκκλησίας. Ωστόσο, η έρευνα μας επιβεβαιώνει ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα για τη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με ακροδεξιούς χώρους και τον ρατσιστικό λόγο. Και, πρώτα απ’ όλα, την υπόθεση ότι η Εκκλησία αποτελεί ισχυρό ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, αλλά και της κυρίαρχης ιδεολογίας συνολικά, καθώς ειδικά για την ελληνική περίπτωση και βάσει των ιστορικών γεγονότων (δικτατορία Μεταξά, Χούντα, περίοδος Χριστόδουλου), έχουμε διαπιστώσει ότι πολύ συχνά η Εκκλησία δρα με σχετική αυτονομία έναντι του κράτους.

Η πληθώρα των αποσπασμάτων της ρητορικής ιεραρχών με περιεχόμενο σαφώς ρατσιστικό (κυρίως πολιτισμικού και όχι βιολογικού ρατσισμού), καταδεικνύει ότι η Εκκλησία αποτελεί έναν κοινωνικό παράγοντα σαφώς εκκοσμικευμένο με όρους κοινωνιολογικούς. Με άλλα λόγια, η Εκκλησία προφανώς και αποτελεί κοινωνικό θεσμό που επιβάλλεται να μελετηθεί, είτε αυτό αρέσει σε μερικούς ιεράρχες είτε όχι. Επιπροσθέτως, η εν λόγω έρευνα επιβεβαιώνει, για άλλη μια φορά, μία ακόμα υπόθεση: τη στενή σχέση της θρησκείας με την πολιτική και την πολιτική υπόσταση της Εκκλησίας, όσο κι αν ούτε αυτό αρέσει σε πολλούς ιεράρχες, όταν υποστηρίζεται. Συνέχεια ανάγνωσης