Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά

Standard

Η έρευνα του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις νήσος 

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις νήσος, ο τόμος Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά. Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία. Ο τόμος αποτυπώνει τα συμπεράσματα μιας έρευνας που έγινε από το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, με θέμα τη διείσδυση της Άκρας Δεξιάς στους τέσσερις αυτούς πολιτειακούς θεσμούς. Καθώς τα συμπεράσματα της έρευνας έχουν, εκτός από των άλλων, άμεσο πολιτικό ενδιαφέρον, απευθυνθήκαμε στον συντονιστή της έρευνας και επιμελητή του τόμου Δημήτρη Χριστόπουλου (Πάντειο Πανεπιστήμιο) και στους ερευνητές Κλειώ Παπαπαντολέων (δικηγόρο, υπ. δρ συνταγματικού δικαίου Παν. Αθηνών), Δημοσθένη Παπαδάτο-Αναγνωστόπουλο (υπ. δρ πολιτικής επιστήμης Παν. Αθηνών), Αλέξανδρο Σακελλαρίου (δρ. κοινωνιολογίας, μεταδιδακτορικό ερευνητή, Πάντειο) και Δημήτρη Κουσουρή (δρ. Ιστορίας, μεταδιδακτορικό ερευνητή, Παν. της Κωνσταντίας). Τους ζητήσαμε να μας απαντήσουν στο ερώτημα ποιο είναι το καινούργιο που κομίζει η έρευνα, ποια είναι η ιδιαιτερότητα του τομέα που μελέτησαν (τον Δ. Κουσουρή, που μελέτησε την ιστορική διάσταση, τον ρωτήσαμε αν η Χρυσή Αυγή αποτελεί τομή ή συνέχεια στην ιστορία της ελληνικής Ακροδεξιάς).

            ΕΝΘΕΜΑΤΑ

.

Τι μας χρησιμεύει η έρευνα αυτή

του Δημήτρη Χριστόπουλου

 

Αντιδικτατορική αφίσα του Γιώργου Αργυράκη

Αντιδικτατορική αφίσα του Γιώργου Αργυράκη

Απαντώντας στο ερώτημα «γιατί έγινε αυτή ή έρευνα», θα πω ότι η άνοδος της Άκρας Δεξιάς απασχολεί την πολιτική επιστήμη, εδώ και μερικά χρόνια στην Ευρώπη, εσχάτως και στην Ελλάδα. Και την απασχολεί είτε αυτοτελώς είτε εστιασμένη στα κατεξοχήν ιδεολογικά συστατικά της Ακροδεξιάς, κυρίως τον ρατσισμό. Η έμφαση στον ρατσισμό οφείλεται στο ότι πανευρωπαϊκά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 σε γενικές γραμμές, η θρυαλλίδα για την ακροδεξιά επέλαση ήταν ο αντιμεταναστευτικός λόγος και ο ρατσισμός – ενώ από το Μεσοπόλεμο και κάποια χρόνια μετά ήταν ο εθνικισμός και ο αντικομμουνισμός. Ενώ, ωστόσο, οι έρευνες στο πεδίο της πολιτικής κουλτούρας του εκλογικού σώματος και της κοινής γνώμης δεν είναι λίγες, η έρευνα που αφορά τη διείσδυση της Ακροδεξιάς στο κράτος είναι μάλλον ισχνή. Κι αυτό διότι εδώ τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, τόσο στο πεδίο του εντοπισμού όσο και της συναρμολόγησης του παζλ. Πότε συζητάμε για «θύλακες» πότε για «μεμονωμένα περιστατικά»; Αυτό έχει κρίσιμη σημασία σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου η ακροδεξιά διείσδυση στο κράτος έχει μεγάλο ιστορικό βάθος. Έχει λοιπόν σημασία σήμερα να αναδείξουμε τι νέο κομίζει η συγκυρία που βιώνουμε στο επίπεδο της ακροδεξιάς διείσδυσης, πόσο το «νέο» είναι συνέχεια του παρατεταμένου (ως το 1974) Εμφυλίου – με άλλα λόγια, ποιες είναι οι τομές και οι συνέχειες εκείνου που ονομάζουμε «βαθύ κράτος» (και επιλέξαμε αυτό τον όρο, καθώς το «παρακράτος» φέρει άλλες συνδηλώσεις, δημιουργώντας λανθασμένους συνειρμούς). Οι τέσσερις πολιτειακοί θεσμοί (αστυνομία, δικαιοσύνη, στρατός και Εκκλησία) που εξετάζονται, ακριβώς σε αυτήν την προοπτική μελετώνται. Συνέχεια ανάγνωσης

Η Ελληνική Αστυνομία, βραχίονας του κρατικού εγκεφάλου

Standard

 ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ-1

του Δημήτρη Χριστόπουλου

«Η παλαιά φρουρά». Χαρακτικό του Καρλ Ρέσινγκ, από το λεύκωμα "Η προκατάληψή μου ενάντια στην εποχή μας", Βερολίνο 1932

«Η παλαιά φρουρά». Χαρακτικό του Καρλ Ρέσινγκ, από το λεύκωμα «Η προκατάληψή μου ενάντια στην εποχή μας», Βερολίνο 1932

Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Φύσσα, σε μια συνέντευξή του στο BBC, o Άδωνις Γεωργιάδης, ερωτηθείς για το αν υπάρχουν σχέσεις Αστυνομίας-Χρυσής Αυγής, απάντησε: «Very unhappy to say that to some point it is true». Κατόπιν αυτού, το ερώτημα δεν είναι να αποδείξει κανείς το κοινώς παραδεκτό, αλλά να κάνει ένα βήμα παραπέρα. Αυτό προσπάθησα στο σχετικό κεφάλαιο της έρευνας: Να δούμε πώς φτάσαμε εδώ, διότι πράγματι η αστυνομία είναι η πιο εκτεθειμένη στην ακροδεξιά διείσδυση σε σχέση με όλους τους άλλους θεσμούς. Για μένα, η απάντηση βρίσκεται σε έναν συνδυασμό που αφορά το πολύ λερωμένο παρελθόν της, τον εκδημοκρατισμό (που όντως έγινε, με έμφαση στην πίστη στο πολίτευμα, αλλά είχε περιορισμένη απήχηση στην εργασιακή νοοτροπία και κουλτούρα των αστυνομικών) και τον ρόλο που έχει αναλάβει η αστυνομία σε συνθήκες κοινωνικής αστάθειας και έντασης, πολύ οικείες στην Ελλάδα. Με μια φράση, λέω πως τη στιγμή που η αστυνομία πάλευε με τα φαντάσματά της για να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά σώματος ασφαλείας σε κράτος δικαίου, το κράτος της ανέθεσε να διαχειριστεί το μεταναστευτικό της δεκαετίας του 1990, επαναφέροντας στους αλλοδαπούς πρακτικές βαρβαρότητας και βίας που έτειναν να ξεχαστούν. Οι αντιτρομοκρατικές επιτυχίες, με την εξάρθρωση της 17Ν και του ΕΛΑ, προσέδωσαν τη χαμένη επαγγελματική «υπερηφάνεια» σε ένα σώμα απαξιωμένο στην κοινή γνώμη, ενώ η ενίσχυση και δημιουργία ειδικών μονάδων καταστολής, σε συνδυασμό με την ελλιπή εκπαίδευση τους, δημιούργησε εύφορο έδαφος για την εδραίωση ακροδεξιών θυλάκων. Από τον Δεκέμβρη του 2008 μέχρι την Ελλάδα της κρίσης και της πολιτικής εκτίναξης της Χρυσής Αυγής ουσιαστικά είναι μια ανάσα δρόμος στην ιστορία της Αστυνομίας, ώστε να φτάσουμε σε σχεδόν πλειοψηφικά ποσοστά για τη Χρυσή Αυγή στα εκλογικά τμήματα πού ψήφισαν αστυνομικοί.

Λίγες μέρες μετά τον Δεκέμβρη του 2008 με είχαν ρωτήσει σε μια συνέντευξη: «Μπορεί να υπάρχει καλή αστυνομία;». Απάντησα όπως απαντώ και μετά από αυτήν έρευνα: «Μπορεί να υπάρχει καλύτερη αστυνομία». Εξάλλου, η αστυνομία είναι βραχίονας του κράτους, δεν είναι ακριβώς «κράτος», όπως την είχε αποκαλέσει το 1991 ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης. Αν ο εγκέφαλος θέλει λοιπόν, μπορεί να τη συνεφέρει. Αν δεν θέλει, τότε ασφαλώς δεν μπορεί.

Η δικαιοσύνη. Ανιχνεύοντας τις ακροδεξιές ιδέες στις αποφάσεις

Standard

ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ  ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ-2

της Κλειώς Παπαπαντολέων

Έργο του Ονορέ Ντωμιέ

Έργο του Ονορέ Ντωμιέ

Σκοπός της έρευνας ήταν να χαρτογραφήσει ρατσιστικές, εθνοκεντρικές, ξενοφοβικές και θρησκόληπτες ιδέες και τάσεις στον δικαστικό μηχανισμό μέσα από τις ίδιες τις δικαστικές αποφάσεις. Οι φορείς της εγχώριας δικαιοσύνης άλλωστε σπανίως τοποθετούνται δημοσίως. «Μιλούν» διά των αποφάσεων τους, αποτυπώνοντας εκεί, αναπόδραστα, πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, κυρίαρχες ιδεολογίες και αναπαράγοντας στερεοτυπικές κατασκευές. Ως εκ τούτου, εάν η έρευνα αυτή κομίζει κάτι νέο, είναι η ανάλυση και κριτική προσέγγιση δικαστικών αποφάσεων, όχι με κριτήρια αμιγώς νομικά, ούτε δημοσιογραφικά, αλλά δικαιοπολιτικά, τοποθετώντας τις δικαστικές πρακτικές μέσα στον κοινωνικό συσχετισμό και την πολιτική συγκυρία. Η έρευνα –και αυτό θέλω να το τονίσω– δεν στόχευε στην «αποκάλυψη» ακροδεξιών δικαστών, αλλά στην ανίχνευση τέτοιων ιδεών, οι οποίες στην Ελλάδα, παρόλο που εκφέρονται προνομιακά από την ακροδεξιά είναι τόσο διάχυτες, που επιτρέπουν σε κάποιον να τις συμμερίζεται χωρίς να αισθάνεται –ή και να υποπτεύεται ακόμα– ότι είναι ακροδεξιός.

Μεθοδολογικά, επελέγησαν αποφάσεις οι οποίες έχουν εμβληματικό χαρακτήρα και βαρύ συμβολικό-ιδεολογικό φορτίο, καθώς και άλλες οι οποίες ήταν ιδιαίτερα πρόσφορες για την επισήμανση επιμέρους ιδεολογικών παραμέτρων, όπως η ανάδειξη της επικρατούσας θρησκείας ως κρατικής αξίας, η οποία στα ελληνικά ποινικά χρονικά διαρκώς αναιρεί κάθε παρεκκλίνουσα καλλιτεχνική έκφραση, διά της συχνότατης εφαρμογής των αδικημάτων της βλασφημίας και καθύβρισης θρησκευμάτων.

Λήφθηκε επίσης υπ’ όψιν ο ρόλος που κλήθηκε ο δικαστικός μηχανισμός να αναλάβει και στην Ελλάδα, ιδίως από το 2000 και μετά, με τη σταδιακή επικράτηση της μηδενικής ανοχής στην «ανομία», δηλαδή στη χαμηλής έντασης εγκληματικότητα ή απλώς στην κοινωνική διαμαρτυρία (π.χ. Σκουριές, καταλήψεις κτιρίων, απεργίες). Ο δικαστικός μηχανισμός –διά του ποινικού δικαίου– διαχειρίστηκε, και εξακολουθεί να διαχειρίζεται, μερίδες του πληθυσμού που ανήκουν στην «κοινωνική κατηγορία της φτώχειας», δηλαδή ανθρώπους που είναι πέρα από τάξεις και ιεραρχίες, χωρίς δυνατότητες (επαν)εισαγωγής στο σύνολο, πέραν κάθε σωτηρίας. Πληθυσμοί όπως επαίτες, τοξικοεξαρτημένοι, άστεγοι, παράτυποι αλλοδαποί, που τον καιρό της οικονομικής κρίσης ολοένα διευρύνονται, περιλαμβάνοντας μερίδες προσώπων που μέχρι πρόσφατα ήταν ενταγμένες στο κοινωνικό σύνολο.

Εμβληματικότερη όλων, η υπόθεση των οροθετικών γυναικών, με τον δικαστικό μηχανισμό να υλοποιεί ρατσιστικές και σεξιστικές πρακτικές, επαναφέροντας στο προσκήνιο την έννοια της «μιαρότητας», την αγιότητα της ελληνικής οικογένειας και μαζί τις πιο σκοτεινές έμφυλες προσλήψεις, γυρίζοντας τη χώρα εξήντα χρόνια πίσω.

Όλα αυτά την ίδια στιγμή που ο δικαστικός μηχανισμός ατένιζε νωχελικά τις εκατοντάδες «νυχτερινές περιπολίες» της Χρυσής Αυγής και τις δημόσιες προτροπές της στη βία (βία που υλοποιούσαν τα μέλη της Χ.Α. αμέσως μετά), δημιουργώντας ένα χωρίς προηγούμενο status ιδιότυπης ασυλίας και ατιμωρησίας, που κάποιοι πλήρωσαν με την ίδια τους τη ζωή.

Η απόσπαση της έννοιας ασφάλειας από τα δικαιώματα και η αποικιοποίησή της από μηχανισμούς καταστολής και αστυνόμευσης οδήγησαν στην ανοχή και συστηματική ατιμωρησία της αστυνομικής βίας, στην ασυλία της ΧΑ, στον εθισμό στον εγκλεισμό κ.ά.: σε όλους δηλαδή εκείνους τους μηχανισμούς, κρατικούς ή παρακρατικούς, που το κράτος θεώρησε θεματοφύλακες αυτής της τάξης.

Στρατός και Ακροδεξιά: Εντός, εκτός και παραλλήλως

Standard

ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ-3

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Χαρακτικό του Μίνου Αργυράκη, από το λεύκωμα «Η πολιτεία έπλεε εις την μελανόλευκον»

Χαρακτικό του Μίνου Αργυράκη, από το λεύκωμα «Η πολιτεία έπλεε εις την μελανόλευκον»

Η έρευνα αποτυπώνει μια πολυδιάστατη παρουσία της Ακροδεξιάς εντός, εκτός και παραλλήλως του στρατεύματος, αόρατη δυστυχώς στο περσινό πόρισμα Κωσταράκου περί Χρυσής Αυγής – πόρισμα μιας έρευνας που τελείωσε πριν καλά καλά αρχίσει. Σε αντίθεση λοιπόν με τους καθησυχαστικούς τόνους του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, η δική μας έρευνα καταγράφει ένα ευρύ ρεπερτόριο δράσης: λέσχες εφέδρων, φιλοχουντική κατήχηση σε στρατόπεδα, ιδεολογική ζύμωση μέσω διαδικτύου από συγκεκριμένους διαύλους, εκπαίδευση ταγμάτων εφόδου, ακροδεξιές πολιτοφυλακές, «συνδικαλιστική» εκπροσώπηση των ενστόλων στη Βουλή και «ακτιβισμός» στα σύνορα, ώστε σε ένα κλίμα έντασης με γειτονικές χώρες, «επίλεκτες δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας να επιχειρήσουν τη μεγάλη ανατροπή» (Χρυσή Αυγή, 2001). Το εύρος της διείσδυσης που τεκμηριώνουμε, επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά από την εκλογή Συναδινού και Επιτήδειου με τα ευρωψηφοδέλτια των νεοναζί. Και το ίδιο συμβαίνει, νομίζω, με τα σενάρια που θέλουν απόστρατους στην ηγεσία μιας «σοβαρής» Χρυσής Αυγής, να υποσκελίζουν τους «ποινικούς».

Εκείνο ωστόσο που προσφέρει κυρίως η έρευνα είναι ένα πλαίσιο για να αξιολογηθεί η επικινδυνότητα του «παθολογικού»: να εκτιμηθεί τι τάξης κίνδυνο για τη δημοκρατία εκπροσωπεί η δράση των ακροδεξιών και τι αντιστάσεις βρίσκει. Το μείζον ήταν να δούμε τι επιτρέπει την ακροδεξιά παρείσφρηση σε ένα τόσο ιεραρχημένο σώμα όπως ο στρατός. Με άλλα λόγια, η έρευνα εμπλέκει, αναπόφευκτα, και το «κανονικό»: πώς και σε ποιο βαθμό, ένας μηχανισμός-προπύργιο της Ακροδεξιάς μέχρι το 1974 συμβάλλει σε αυτό που θα λέγαμε «αντιστροφή της δυναμικής της Μεταπολίτευσης»: στην παραβίαση, δηλαδή, του συνόρου που μετά το 1974 ήθελε το στρατό και τα στελέχη του αυστηρά εκτός πολιτικής, ασχολούμενους με «ειρηνικά»-αμυντικά έργα. Συνέχεια ανάγνωσης

Η Εκκλησία της Ελλάδος. Η πολιτική υπόσταση και οι ρατσιστικές φωνές εντός της

Standard

ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ  ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ-4

του Αλέξανδρου Σακελλαρίου

Aπό εγκαίνια γραφείων της Χρυσής Αυγής, πιθανόν στη Θεσσαλία (Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στην «Αυγή», 14.10.2014)

Aπό εγκαίνια γραφείων της Χρυσής Αυγής, πιθανόν στη Θεσσαλία (Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στην «Αυγή», 14.10.2014)

Ενδεχομένως η παρούσα έρευνα δεν αφήνει έκπληκτο τον ειδικό μελετητή της ελλαδικής Εκκλησίας – και το λέω αυτό, έχοντας γενικότερη γνώση του πεδίου, καθώς εδώ και δέκα περίπου χρόνια μελετάω τις σχέσεις θρησκείας και πολιτικής, κράτους και Εκκλησίας. Ωστόσο, η έρευνα μας επιβεβαιώνει ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα για τη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με ακροδεξιούς χώρους και τον ρατσιστικό λόγο. Και, πρώτα απ’ όλα, την υπόθεση ότι η Εκκλησία αποτελεί ισχυρό ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, αλλά και της κυρίαρχης ιδεολογίας συνολικά, καθώς ειδικά για την ελληνική περίπτωση και βάσει των ιστορικών γεγονότων (δικτατορία Μεταξά, Χούντα, περίοδος Χριστόδουλου), έχουμε διαπιστώσει ότι πολύ συχνά η Εκκλησία δρα με σχετική αυτονομία έναντι του κράτους.

Η πληθώρα των αποσπασμάτων της ρητορικής ιεραρχών με περιεχόμενο σαφώς ρατσιστικό (κυρίως πολιτισμικού και όχι βιολογικού ρατσισμού), καταδεικνύει ότι η Εκκλησία αποτελεί έναν κοινωνικό παράγοντα σαφώς εκκοσμικευμένο με όρους κοινωνιολογικούς. Με άλλα λόγια, η Εκκλησία προφανώς και αποτελεί κοινωνικό θεσμό που επιβάλλεται να μελετηθεί, είτε αυτό αρέσει σε μερικούς ιεράρχες είτε όχι. Επιπροσθέτως, η εν λόγω έρευνα επιβεβαιώνει, για άλλη μια φορά, μία ακόμα υπόθεση: τη στενή σχέση της θρησκείας με την πολιτική και την πολιτική υπόσταση της Εκκλησίας, όσο κι αν ούτε αυτό αρέσει σε πολλούς ιεράρχες, όταν υποστηρίζεται. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο φασισμός στην Ελλάδα. Συνέχειες και ασυνέχειες στον ευρωπαϊκό 20ό αιώνα

Standard

ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑΚΑΙ Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ-5

του Δημήτρη Κουσουρή

kousourisΗ ιδέα να χρησιμοποιήσουμε την έννοια του βαθέος κράτους ως αναλυτικό εργαλείο αποδείχτηκε, πιστεύω, ιδιαίτερα γόνιμη. Καταρχάς, εμένα με βοήθησε, σε ένα πεδίο που μου ήταν κατά κάποιο τρόπο οικείο να εντοπίσω κρίσιμους κρίκους που συνδέουν πρόσωπα και μηχανισμούς. Η έρευνα για όλα αυτά είναι, από τη φύση του ζητήματος θα έλεγα, γεμάτη από τεράστια κενά και «τυφλά» σημεία. Εντούτοις, διατρέχοντας τη σχετική βιβλιογραφία και τις ουκ ολίγες διαθέσιμες πηγές, ακόμα κι ένας λίγο-πολύ υποψιασμένος ερευνητής μπορεί να εντοπίσει απροσδόκητες συνδέσεις ή διαστάσεις της πραγματικότητας που είχαν υπερ- ή υποτιμηθεί, όπως π.χ. τη σημασία της «μήτρας» του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα, που ήταν ο Εθνικός Διχασμός και το κίνημα των Επιστράτων.

Το πιο προφανές –και συνάμα το πιο εντυπωσιακό– που αντιλαμβάνεται κανείς είναι η πολυμορφία και οι πρωτεϊκές μεταμορφώσεις των ακροδεξιών πολιτικών ή παραστρατιωτικών σχηματισμών που συγκροτήθηκαν για να χτυπήσουν τους αγώνες του εργατικού κινήματος και των πολιτικών του εκφράσεων από τη δεκαετία του 1910 και εντεύθεν. Σε ό,τι με αφορά, απέκτησα νέες γνώσεις ιδιαίτερα για την πρώτη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική περίοδο – που είναι και οι λιγότερο μελετημένες. Για τη βαρύτητα, λ.χ., του ιδεολογικού και πολιτικού ρόλου της Εκκλησίας, που έχει ερευνηθεί ελάχιστα. Το ίδιο ισχύει και για τη διεθνική διάσταση του ελληνικού νεοφασισμού, τόσο σχετικά με την ένταξη και συμμετοχή του στo μυστικό δίκτυο Stay-Βehind του ΝΑΤΟ, όσο και με τις διεθνείς διασυνδέσεις του κατά τη διάρκεια της Χούντας και μετά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρόκειται για μια χαρτογράφηση του πεδίου.

Όσον αφορά τώρα το ερώτημα, αν η Χρυσή Αυγή αποτελεί συνέχεια ή τομή στην ιστορία της ελληνικής Άκρας Δεξιάς, η απάντησή μου είναι ότι ισχύουν και τα δύο. Η εκρηκτική εκλογική της άνοδος αποτελεί ασφαλώς τομή, ως προϊόν της κρίσης και της δραματικής υποχώρησης του παλαιοκομματισμού ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Τομή αποτελεί και η πολιτική της ταυτότητα: είναι η πρώτη φορά –πριν ή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο–, που ένα ναζιστικό κόμμα αποκτά τόσο πλατιά υποστήριξη και απήχηση. Ωστόσο, αυτό συνέβη ακριβώς επειδή η Χρυσή Αυγή στη συγκεκριμένη συγκυρία ήταν μάλλον η τελευταία εφεδρεία του βαθέος κράτους. Οι σχέσεις του ηγετικού της πυρήνα με θύλακες στο εσωτερικό του στρατού, της αστυνομίας και της δικαιοσύνης ήταν ήδη γνωστές και έρχονται στο φως ολοένα και περισσότερο με τη δουλειά που κάνουν μαχητικοί δημοσιογράφοι και δικηγόροι. Ομοίως, σε ό,τι αφορά τη μαζική της διάσταση, η Χρυσή Αυγή παρέχει σήμερα πολιτική ταυτότητα σε εθνικιστικά, ρατσιστικά, φαλλοκρατικά, αντιδημοκρατικά ρεύματα που έρρεαν, φανερά ή υπογείως για δεκαετίες στην ελληνική κοινωνία και που φανερώνουν σήμερα το πιο αποκρουστικό τους πρόσωπο.

 

Το Πανεπιστήμιο του λαδιού

Standard

του Βασίλη Καρδάση και του Τάκη Παπαϊωάννου

Θεόφιλου Χατζημιχαήλ,  «Το μάζεμα των ελαιών εν Μυτιλήνη»

Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, «Το μάζεμα των ελαιών εν Μυτιλήνη»

Ξεκινήσαμε να γράψουμε ένα σχόλιο για τη διάσημη πλέον ρήση του Στ. Θεοδωράκη, στην εκπομπή του Ν. Χατζηνικολάου: «Έχουμε το καλύτερο λάδι, και δεν έχουμε ένα πανεπιστήμιο για την ελιά!». Είπαμε να σχολιάσουμε την αντίληψη περί παιδείας του Ποταμάρχη, να υπενθυμίσουμε ότι υπάρχει το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, άλλα σχετικά  ιδρύματα κ.ο.κ. Ο απολαυστικός όμως διάλογος που συναντήσαμε  στο facebook, μεταξύ Βασίλη Καρδάση και Τάκη Παπαϊωάννου, μας υπερκάλυψε και έτσι παραιτηθήκαμε από το σχόλιο. Σας μεταφέρουμε εκλεκτές περικοπές:

 Βασίλης Καρδάσης: Και η ντομάτα μας όμως είναι καλή! Και το μπρόκολο… Κάθε ζαρζαβατικό και πανεπιστήμιο. Αυτές είναι καινοτόμες προτάσεις.

Τάκης Παπαϊωάννου: Δάσκαλε, άστα, δράμα, υποβιβάστηκε σε ΤΕΙ Ελαιουργικής σε λιγότερο από πενήντα λεπτά! Ζω για να με δεχτούν σε Μάστερ «Αποθήκευση ελαιοκάρπου σε σακίδιο…» Συνέχεια ανάγνωσης

Αυτοεκπληρούμενες Προφητείες: Η βία και η βιομηχανία της ειρήνης στην Μέση Ανατολή

Standard

του Νικόλα Κοσματόπουλου

Κομπάνι. Φωτογραφία του Veyzi Altay

Κομπάνι. Φωτογραφία του Veyzi Altay

Στο Κομπανί, τη Γάζα, το ξεχασμένο Μπαχρέιν, είναι ξεκάθαρο – σαν τον βραδινό ουρανό σε αεροπορικό βομβαρδισμό — ότι η μηχανή του πολέμου δουλεύει μερόνυχτα, καταπίνοντας φτωχές ψυχές και φτύνοντας υπέρογκα κέρδη. Εκεί, ο ανοικτός πόλεμος ενάντια στους αδύναμους και τους «άλλους» επιβεβαιώνει ότι η επιβίωση της παραπαίουσας παγκόσμιας κυριαρχίας βασίζεται στην ολοένα και εντονότερη αλληλοσύνδεση της ενεργειακής αυτάρκειας και της αδηφάγας οικονομίας με το δόγμα της «ασφάλειας» και τον προληπτικό πόλεμο – μέσα, έξω και διά των συνόρων. Ωστόσο, η Μέση Ανατολή δεν είναι μόνο ο σύγχρονος σιτοβολώνας ενός κόσμου χτισμένου πάνω στην υπερκατανάλωση ενέργειας. Μπορεί οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των βιομηχανιών πετρελαίου και πολέμου να σβήνονται γοργά, αλλά μια οικονομίστικη άποψη δεν αρκεί για να κατανοήσουμε γιατί η βία θεωρείται σήμερα συνώνυμο της Μέσης Ανατολής.

Προτείνω, αντιθέτως, μια ματιά μέσα από την οποία η Μέση Ανατολή αναδεικνύεται ως το αιματηρό πλυντήριο στο οποίο ξεπλένεται η ηθική χρεωκοπία της δυτικής ιδεολογικής κυριαρχίας και το ηθικοπλαστικό εργαστήρι στο οποίο σμιλεύονται έννοιες που νοηματοδοτούν την κοινή ζωή στον πλανήτη: βία, τρομοκρατία, πόλεμος –με μία λέξη– το «κακό» (evil), αλλά και πρόοδος, δημοκρατία, ειρήνη, το ίδιο το «καλό». Όσον αφορά τη Μέση Ανατολή σήμερα, η κυρίαρχη ηθική δουλεύει ασταμάτητα για να ορίσει την «κακή» βία, αλλά και να προωθήσει μια πολύ συγκεκριμένη εκδοχή της «καλής» ειρήνης. Η ατέρμονη μεσανατολική βία θα μένει ανεξήγητη, παράλογη και δαιμονική αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι δίπλα στην αιματηρή μηχανή του πολέμου συνυπάρχει αρμονικά –σχεδόν διαλεκτικά– μια ενοχική βιομηχανία της ειρήνης. Η βία στην Μέση Ανατολή δεν υπάρχει αντικειμενικά, ως «φυσικό φαινόμενο». Η βία δεν είναι δεδομένη, επειδή καμία δυνατότητα απευθείας γνώσης των γεγονότων (και των αιτιών) δεν υπάρχει χωρίς τη μεσολάβηση κυρίαρχων αναγνώσεων και φίλτρων, τα οποία –στο όνομα της «καλής» ειρήνης– καθορίζουν έννοιες, ξαναγράφουν την Ιστορία, άλλοτε αποσιωπούν κι άλλοτε αναδεικνύουν φωνές και πράξεις. Συνέχεια ανάγνωσης

Στη γειτονιά του Βύρωνα: Ένας λόρδος στην Κεφαλονιά

Standard

του Γιάννη Ψυχοπαίδη

Τον Αύγουστο του 1823 ο λόρδος Μπάυρον έφτασε για πρώτη φορά στην Κεφαλονιά, και εγκαταστάθηκε στο χωριό Μεταξάτα για τέσσερις μήνες. Δίπλα ακριβώς στο σπίτι που έζησε ο Βύρωνας, συνέβη, τύχη αγαθή, να κατοικούν ο Γιάννης Ψυχοπαίδης και η Ρόη Μαλλιώρη, κάθε Αύγουστο, εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Και λέμε τύχη αγαθή, επειδή έτσι ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, με το βλέμμα στο ίδιο τοπίο, δημιουργούσε κάθε Αύγουστο μια σειρά εικόνες, σε μεσοτοιχία (μεταφορική αλλά και κυριολεκτική, καθώς ένας τοίχος χώριζε τα δύο σπίτια) με τον Βύρωνα. Τα έργα που προέκυψαν από αυτό τον συναρπαστικό δεκαπενταετή ζωγραφικό διάλογο με το ίδιο πάντοτε τοπίο –και τις όποιες αλλαγές του–,  πάντα στη «βαριά σκιά» του Βύρωνα, περιλαμβάνει η έκθεση «Ο Βύρωνας στην Κεφαλονιά». Η έκθεση, που οργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη, με την ευκαιρία των 190 χρόνων από τον θάνατο του Βύρωνα περιλαμβάνει πενήντα περίπου ακουαρέλες, τρεις ξυλογραφίες και ένα γλυπτό. Η έκθεση «Ο Βύρωνας στην Κεφαλονιά» συνεχίζεται στο Μπουσείο Μπενάκη (Κουμπάρη 1), μέχρι και την επόμενη Κυριακή 26 Οκτωβρίου.

Στρ. Μπ.

Ξυλογραφία του Γιάννη Ψυχοπαίδη από την έκθεση

Ξυλογραφία του Γιάννη Ψυχοπαίδη από την έκθεση

Από τις παραλίες της Αβύθου, το χωριό Ντομάτα, το μικρό κοιμητήριο με την θρηνούσα μορφή στον τάφο του Γεράσιμου Σκλάβου, ο δρόμος ανεβαίνει σαν το φίδι μέσα από τις αρχαίες ελιές και τους κήπους προς τα Σβορωνάτα, τα Καλλιγάτα, τα Κουρκουμελάτα, τα Μεταξάτα.

Και από εδώ επάνω ανοίγει το βλέμμα πίσω στο μεγάλο βουνό, τον Αίνο και προς τα κάτω αγκαλιάζοντας τον κάμπο, τα σπίτια, την καλλιεργημένη γη, τους ελαιώνες και τ’ αμπέλια. Ένα πανόραμα καταπράσινο που φέρνει ξανά στο νου τις εικόνες από τα παιδικά αναγνωστικά, την πατριδογνωσία ενός τόπου, όπου όλα τα στοιχεία της φύσης βρίσκουν πάλι τις πρωταρχικές και στέρεες έννοιές τους και τις πρωτογενείς αισθήσεις της αρχαϊκής γης.

Και στο βάθος η θάλασσα. Ανήσυχη, γαλήνια, ταραγμένη, μια αχανής υγρή έκταση που από την μια απλώνεται στα βάθη του Ιονίου πελάγους και απ’ την άλλη συναντά τις θαμπές κορυφογραμμές της Ζακύνθου μέχρι και τις αχνές ακτές της Κυλλήνης στην Πελοπόννησο.

Ένα τοπίο που χάνει διαρκώς τα περιγράμματά του, ξαφνικά χάνεται σε απόμακρα, απόκοσμα βάθη, άλλοτε έρχεται ο ορίζοντας τόσο κοντά που όλα γίνονται απτά και οικεία. Και σ’ αυτό το μοναδικό μοίρασμα, ανάμεσα σε ουρανό και κύματα αναδύεται ο βράχος του Δία, μια ριξιά μιας απόκρημνης, γιγαντιαίας πέτρας μεσ’ στη θάλασσα που δεσπόζει με την περήφανη αυτάρκεια ενός μικρού – μεγάλου κόσμου. Συνέχεια ανάγνωσης

Τι γίνεται με εκείνη την υπόθεση του σοσιαλισμού;

Standard

του Κωνσταντίνου Ζαγάρα

Μπόρις Κουστόντιεφ, «Ο μπολσεβίκος» (1920)

Μπόρις Κουστόντιεφ, «Ο μπολσεβίκος» (1920)

«Τι θα γίνει με εκείνη την υπόθεση του σοσιαλισμού;» Ένα ερώτημα που βασάνιζε για δεκαετίες τους αριστερούς, αλλά απαξιώθηκε μαζί με τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων, στα ερείπια της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, απουσιάζοντας χαρακτηριστικά από τον λόγο του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα, μάλλον παραπέμπει σε μια φιλολογικού ή ακαδημαϊκού τύπου συζήτηση, μακριά απ’ την κεντρική πολιτική σκηνή και τις ανάγκες των πολιτών.

Αποτελεί παράδοξο, ενώ η κρίση διαπερνά κάθε πτυχή της καθημερινότητας, να μην συζητείται καν αυτό που, από τον 19ο αιώνα, διακηρύχθηκε ως η κίνηση που οδηγεί σε μια αταξική κοινωνική θέσμιση, μια κοινωνία όπου ο καθένας προσφέρει ανάλογα με τις δυνατότητές του και στον καθένα προσφέρεται ό,τι αντιστοιχεί στις ανάγκες του.

Περίοδος μεταβατική. Ζούμε σε κοινωνίες αβίωτες, όπου συνυπάρχουν ο πλούτος και η φτώχεια, η χλιδή και η εξαθλίωση. Τα τεχνολογικά θαύματα στρώνουν τον δρόμο σε μια ιλιγγιώδη παραγωγικότητα, τη στιγμή που τα δύο τρίτα της ανθρωπότητας σαπίζουν μέσα στην υπανάπτυξη, τη φτώχεια και την αρρώστια. Σε κοινωνίες που κατάφεραν να κατακτήσουν υψηλά επίπεδα ευμάρειας, αλλά σήμερα θέτουν σε αμφισβήτηση τους ίδιους τους όρους ύπαρξής τους.

Στην Ελλάδα δεν σπάνιζαν –ούτε και τώρα σπανίζουν– οι αντιλήψεις, ακόμα και στην Αριστερά, για την κοινωνική καχεξία της εργατικής τάξης, την τριτοκοσμικού τύπου δομή της ελληνικής κοινωνίας, περί «μικρομεσαίας δύσμορφης ανάπτυξης» και «δημοσιοϋπαλληλικού παραδείσου». Ωστόσο, η καπιταλιστική ολοκλήρωση επήλθε στην Ελλάδα. Καθυστερημένα ή στρεβλά, αλλά επήλθε: αναπτύχθηκε ο δευτερογενής τομέας, επεκτάθηκε η μισθωτή εργασία, επικράτησε το βιομηχανικό μοντέλο στην οργάνωση της παραγωγής, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δέσποζε για χρόνια στην οικονομία, ο πληθυσμός αστικοποιήθηκε, το κράτος υπήρξε μοχλός αναπαραγωγής του κεφαλαίου, η ντόπια αγορά ενσωματώθηκε στην παγκόσμια και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους εξασφάλισαν σε μεγάλο βαθμό, την αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής. Συνέχεια ανάγνωσης

Η δίνη, το μικρόβιο και οι αγορές

Standard

του Δημήτρη Ιωάννου 

Πίνακας του Nikolay Viting, 1926

Πίνακας του Nikolay Viting, 1926

«Οι αγορές στη δίνη του πολιτικού ρίσκου»: έτσι υποδέχθηκε η Καθημερινή της Τετάρτης τη σημαντική πτώση του γενικού δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη σημαντική άνοδο των σπρεντ του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου. Για «το μικρόβιο της αβεβαιότητας» έγραφαν τα Νέα. Για τον φιλοκυβερνητικό Τύπο, οι αγορές είναι ένας ουδέτερος –αν και ευαίσθητος– δέκτης, ο οποίος ανταποκρίνεται μόνο δευτερογενώς σε ερεθίσματα. Και αυτά, στην περίπτωση της Ελλάδας, ήταν δύο (αν και σκοπίμως συγχέονται): η «πολιτική αστάθεια» και το «πολιτικό ρίσκο». Η πρώτη αναφέρεται στο ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών ενόψει της (δύσκολης) εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, τις οποίες ζητά επίμονα ο ΣΥΡΙΖΑ. Το δεύτερο αναφέρεται στην πιθανή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές αυτές.

Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την αφήγηση, οι αγορές «τιμωρούν» την Ελλάδα για το πολιτικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όφειλε είτε να βάλει πλάτη είτε να βγάλει το σκασμό. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μια συνολική ματιά στις ευρωπαϊκές εξελίξεις δείχνει ότι το ζήτημα υπερβαίνει σαφώς την Ελλάδα (βλ. και το άρθρο του Πέτρου Σταύρου, στα σημερινά «Ενθέματα»)· ωστόσο θα μείνω, στο σχόλιο αυτό, στο «εσωτερικό πεδίο», που έχει κι αυτό τη σημασία του. Συνέχεια ανάγνωσης

Hμερολόγιο: Tέσσερις μέρες στο πολιορκημένο Κομπάνι

Standard

του Χεϋσάμ Μισλίμ

 

Ο κούρδος δημοσιογράφος Heysam Mislim, που ζούσε και εξακολουθεί να ζει στο Κομπάνι καταγράφει στο ημερολόγιό του, την καθημερινότητα των κατοίκων του Κομπάνι: μαχητών και αμάχων, ανδρών και γυναικών, τις ελλείψεις, την αποφορά των πτωμάτων στους δρόμους,  το σφίξιμο στην καρδιά, αλλά και το γέλιο των παιδιών, την αλληλλεγγύη, την πίστη ότι το Κομπάνι είναι το Στάλινγκραντ και θα νικήσει. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Newsweek», στις 15.10.2104. Τα αποσπάσματα που ακολουθούν μετέφρασε ο Γιάννης Χατζηδημητράκης.

ENΘΕΜΑΤΑ

Πέμπτη 9  Οκτωβρίου. Η ζωή υπό πολιορκία φέρνει τους ανθρώπους κοντά. Όλοι είναι εθελοντές στο Κομπάνι, για να συνεχίσουν την αντίσταση στο ISIS. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές εργάζονται χωρίς αμοιβή στα πρόχειρα νοσοκομεία· οι καταστηματάρχες πήραν τα τρόφιμα, ποτά και τις άλλες προμήθειες από τα ράφια των μαγαζιών τους, για να τα μοιράσουν δωρεάν σε μαχητές και πολίτες.

Κομπάνι. Φωτογραφία του Veyzi Altay, από το «Νewsweek»

Κομπάνι. Φωτογραφία του Veyzi Altay, από το «Νewsweek»

Γενναίες μητέρες, των οποίων οι γιοι και οι κόρες αγωνίζονται στην πρώτη γραμμή, συγκεντρώνουν τρόφιμα και μαγειρεύουν σε καθημερινή βάση για όποιον πεινάει και χρειάζεται φαγητό. Το χρήμα δεν αξίζει πλέον τίποτα, γιατί όλοι θέλουν να μοιράζονται τους πόρους τους, καθώς και τη δύναμη της θέλησης τους, για να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο αυτές τις δύσκολες στιγμές, για να συνεχιστεί η αντίσταση για να σωθεί η πόλη. Μοιάζει όλοι να ανήκουν σε μια μεγάλη οικογένεια.

Αυτή η αλληλεγγύη είναι που τροφοδοτεί το πνεύμα αντίστασης του Κομπάνι. Μικροί και μεγάλοι οι οποίοι είναι σε θέση να πολεμήσουν οπλίστηκαν και ορκίστηκαν να υπερασπιστούν την πόλη μέχρι το τέλος. Σήμερα, είδα την συναρχηγό του Κόμματος Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) Asiya Abdullah και τον κυβερνήτη του καντονιού του Κομπάνι, Enwer Muslim, να φεύγουν με κατεύθυνση τις ανατολικές επαρχίες, όπου οι μάχες με το ISIS έχουν ενταθεί σε μια άνευ προηγουμένου κλίμακα, κρατώντας καλάσνικοφ. […] Συνέχεια ανάγνωσης

Ποιος φταίει για την κατάρρευση; Το ελληνικό Χρηματιστήριο και η ευρωζώνη σε ζώνες επιρροής

Standard

του Πέτρου Σταύρου

Aντρέ Ντερέν, «Λουόμενοι», 1908

Aντρέ Ντερέν, «Λουόμενοι», 1908

Αν μας δείχνει κάτι καινούργιο η πρόσφατη ευρωπαϊκή κρίση, αυτό είναι ότι η ευρωζώνη έχει χωριστεί σε ζώνες επιρροής μεταξύ του οικονομικά ισχυρότερου κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Γερμανίας, και του σημαντικότερου ανεξάρτητου θεσμού και ιδιοκτήτη του ευρώ, της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Οι πρόσφατες εξελίξεις, με την κατάρρευση του δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών και την ξαφνική άνοδο των επιτοκίων των ομολόγων, έχουν την αφετηρία τους στην ανακοίνωση του προέδρου της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, στο Τζάκσον Χωλ περί ενός είδους ευρωπαϊκής «ποσοτικής χαλάρωσης»[1] — με την απαραίτητη όμως δημοσιονομική υποστήριξη των κρατών-μελών. Δεν πρόλαβε ωστόσο η ΕΚΤ να εισηγηθεί τα πρώτα νομισματικά μέτρα και η Γερμανία έδειξε τις διαθέσεις της. Απείλησε ακόμα και με δικαστική προσφυγή εναντίον της ΕΚΤ, εφόσον αυτή προχωρούσε σε πιο σοβαρά νομισματικά μέτρα, όπως η αγορά κρατικών ομολόγων μέσω του προγράμματος ΟΜΤ (Outright Monetary Transactions), γεγονός που θα σήμαινε την παραβίαση της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, η οποία δεν επιτρέπει στην ΕΚΤ να διευκολύνει χρηματοοικονομικά τα κράτη-μέλη. Συνέχεια ανάγνωσης