του Γιάννη Ψυχοπαίδη
Τον Αύγουστο του 1823 ο λόρδος Μπάυρον έφτασε για πρώτη φορά στην Κεφαλονιά, και εγκαταστάθηκε στο χωριό Μεταξάτα για τέσσερις μήνες. Δίπλα ακριβώς στο σπίτι που έζησε ο Βύρωνας, συνέβη, τύχη αγαθή, να κατοικούν ο Γιάννης Ψυχοπαίδης και η Ρόη Μαλλιώρη, κάθε Αύγουστο, εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Και λέμε τύχη αγαθή, επειδή έτσι ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, με το βλέμμα στο ίδιο τοπίο, δημιουργούσε κάθε Αύγουστο μια σειρά εικόνες, σε μεσοτοιχία (μεταφορική αλλά και κυριολεκτική, καθώς ένας τοίχος χώριζε τα δύο σπίτια) με τον Βύρωνα. Τα έργα που προέκυψαν από αυτό τον συναρπαστικό δεκαπενταετή ζωγραφικό διάλογο με το ίδιο πάντοτε τοπίο –και τις όποιες αλλαγές του–, πάντα στη «βαριά σκιά» του Βύρωνα, περιλαμβάνει η έκθεση «Ο Βύρωνας στην Κεφαλονιά». Η έκθεση, που οργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη, με την ευκαιρία των 190 χρόνων από τον θάνατο του Βύρωνα περιλαμβάνει πενήντα περίπου ακουαρέλες, τρεις ξυλογραφίες και ένα γλυπτό. Η έκθεση «Ο Βύρωνας στην Κεφαλονιά» συνεχίζεται στο Μπουσείο Μπενάκη (Κουμπάρη 1), μέχρι και την επόμενη Κυριακή 26 Οκτωβρίου.
Στρ. Μπ.
Από τις παραλίες της Αβύθου, το χωριό Ντομάτα, το μικρό κοιμητήριο με την θρηνούσα μορφή στον τάφο του Γεράσιμου Σκλάβου, ο δρόμος ανεβαίνει σαν το φίδι μέσα από τις αρχαίες ελιές και τους κήπους προς τα Σβορωνάτα, τα Καλλιγάτα, τα Κουρκουμελάτα, τα Μεταξάτα.
Και από εδώ επάνω ανοίγει το βλέμμα πίσω στο μεγάλο βουνό, τον Αίνο και προς τα κάτω αγκαλιάζοντας τον κάμπο, τα σπίτια, την καλλιεργημένη γη, τους ελαιώνες και τ’ αμπέλια. Ένα πανόραμα καταπράσινο που φέρνει ξανά στο νου τις εικόνες από τα παιδικά αναγνωστικά, την πατριδογνωσία ενός τόπου, όπου όλα τα στοιχεία της φύσης βρίσκουν πάλι τις πρωταρχικές και στέρεες έννοιές τους και τις πρωτογενείς αισθήσεις της αρχαϊκής γης.
Και στο βάθος η θάλασσα. Ανήσυχη, γαλήνια, ταραγμένη, μια αχανής υγρή έκταση που από την μια απλώνεται στα βάθη του Ιονίου πελάγους και απ’ την άλλη συναντά τις θαμπές κορυφογραμμές της Ζακύνθου μέχρι και τις αχνές ακτές της Κυλλήνης στην Πελοπόννησο.
Ένα τοπίο που χάνει διαρκώς τα περιγράμματά του, ξαφνικά χάνεται σε απόμακρα, απόκοσμα βάθη, άλλοτε έρχεται ο ορίζοντας τόσο κοντά που όλα γίνονται απτά και οικεία. Και σ’ αυτό το μοναδικό μοίρασμα, ανάμεσα σε ουρανό και κύματα αναδύεται ο βράχος του Δία, μια ριξιά μιας απόκρημνης, γιγαντιαίας πέτρας μεσ’ στη θάλασσα που δεσπόζει με την περήφανη αυτάρκεια ενός μικρού – μεγάλου κόσμου.
Σ’ αυτό το ύψωμα είχαμε την τύχη να ζήσουμε και να μας φανερωθεί η Οδυσσειακή Κεφαλονιά και η δύναμή της, αυτό το τόσο ιδιαίτερο νησί που ’χει τα σπάνια χαρακτηριστικά μιας ολόκληρης μικρής ηπείρου.
Η ήπια και αλλού άγρια ομορφιά του τοπίου, αλλά και οι δυνατοί και περήφανοι άνθρωποί του – άνθρωποι μιας ιδιαίτερης, εκφραστικής ιδιοσυγκρασίας που η υπόλοιπη Ελλάδα την χαρακτηρίζει «τρέλα», κι αυτό γιατί δεν μπορεί εύκολα να αποδεχτεί το ελεύθερο, αφιασίδωτο φρόνημα αντισυμβατικών ανθρώπων – είναι αυτά που πρωτοαντικρίσαμε στην πρώτη μας γνωριμία με τον τόπο.
Μεταξάτα, Αύγουστος 1823
Περίπου 175 χρόνια νωρίτερα από το δικό μας πρώτο ταξίδι ο λόρδος Βύρων έφτασε για δεύτερη φορά στην Ελλάδα αλλά για πρώτη φορά στην Κεφαλονιά, για να στηρίξει τον απελευθερωτικό αγώνα και εγκαταστάθηκε εδώ, στα Μεταξάτα, για 4 μήνες, τον Αύγουστο του 1823, παλεύοντας με την ηθική του συνείδηση, την ιδεαλιστική του διάθεση, την ρομαντική του φύση και την επαναστατική του ορμή.
Τέσσερις μήνες άρκεσαν για να κερδίσει σε βάθος την εκρηκτική, την περίπλοκη και αντιφατική εικόνα της επαναστατημένης Ελλάδας — αυτό ήταν το δεύτερο ταξίδι του. «Για τους Έλληνες δεν θα ειπώ τίποτε — έως ότου μπορέσω να πω κάτι καλύτερο», θα γράψει και όμως δεν έπαψε ποτέ μέχρι το τέλος να τους στηρίζει με όλη του την ψυχή, να επικοινωνεί με τους ξένους φίλους του και να τους παροτρύνει να μην εγκαταλείψουν την Ελλάδα στις κρίσιμες εκείνες ώρες.
Γράφει: « Η Ελλάδα είναι τώρα αντιμέτωπη με τρεις λύσεις: να κατακτήσει την ελευθερία της ή να γίνει κτήση των ηγεμόνων της Ευρώπης ή τούρκικη επαρχία. Τώρα μπορεί να διαλέξει ανάμεσα στις τρεις. Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος δεν μπορεί να οδηγήσει παρά στις δύο τελευταίες. […] Αν όμως θέλει να γίνει για πάντα ελεύθερη, αληθινή και ανεξάρτητη καλά θα κάνει να αποφασίσει τώρα, αλλιώς δεν θάχει ποτέ πια αυτή την ευκαιρία».
Ο τόπος τον γαληνεύει, αλλά τον κρατά και σε διαρκή υπερδιέγερση και εγρήγορση. Η έντονη κοινωνική εμπειρία του, οι επαφές του και η οργανωτική του δουλειά στο νησί συνδυάστηκε με μια ταραγμένη, ανήσυχη ποιητική έκφραση, μια εσωτερική ψυχική προετοιμασία για την μεγάλη κάθοδο και την θυσία του στο Μεσολόγγι. Η Κεφαλονιά τον προετοιμάζει για την μεγάλη πορεία. Μια πορεία εσωτερικής ωρίμανσης ενός ρομαντικού, ενός μαχόμενου στοχαστή που αναζητά υπαρξιακά τον ηρωισμό, την υπέρβαση και την θυσία. Στο όνομα των μεγάλων ιδεών του ανθρωπισμού, της δικαιοσύνης και της κοινωνικής απελευθέρωσης, των ιδεών του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Η Κεφαλονιά γίνεται το πιο φυσικό, αυτονόητο σημείο εκκίνησης γι’ αυτή την διονυσιακή ύπαρξη, τον ξεσηκωμένο ενάντια στην συμβατική λογική, τον πραγματιστή αλλά και μαζί οραματιστή Βύρωνα, αυτήν την προσωποποίηση ενός τολμηρού υπαρκτού ρομαντισμού. Σημειώνει στο ημερολόγιό του:
«Στάθηκα πλάι στο παράθυρο του δωματίου μου σ’ αυτό το όμορφο χωριό στην ήρεμη αν και ψυχρή αίγλη ενός ωραίου διάφανου σεληνόφωτος που δείχνει τα νησιά, τα βουνά, τη θάλασσα με το μακρινό περίγραμμα του Μοριά να διακρίνεται ανάμεσα στο διπλό γαλάζιο των κυμάτων και του ουρανού, γαλήνεψα αρκετά ώστε να μπορώ να γράψω».
Και κάπου αλλού γράφει:
«Δεν είμαι για ξαποσταμό, τ’ αγκάθι στο κλινάρι μου είναι.
Οι νεκροί έχουν ξυπνήσει· θα κοιμάμαι τώρα εγώ;
Ο θερισμός ωρίμασε κι εγώ διστάζω να θερίσω;
Τους τυράννους ο κόσμος κτυπά· θα πλαγιάζω ακόμη;
Κάθε μέρα μια σάλπιγγα στ’ αφτιά μου ηχεί.
Κι ο αντίλαλός της την καρδιά μου αγγίζει».
Ο ζωγραφικός διάλογος με το ίδιο πάντα τοπίο
Δίπλα σ’ αυτό το σπίτι που έζησε, αλληλογράφησε, οργάνωσε τον αγώνα, πρόσφερε την ανιδιοτέλεια και το πάθος του ο Βύρωνας αυτούς τους λίγους μήνες της παραμονής του στην Κεφαλονιά, το έφερε η τύχη να κατοικήσουμε εδώ και δέκα πέντε χρόνια –αλλά μόνο τον Αύγουστο– και να μοιραζόμαστε μαζί του νοητά, το βλέμμα στον κάμπο και το διπλό γαλάζιο των κυμάτων και του ουρανού.
Αυτό το αμετακίνητο βλέμμα προς το ίδιο πάντα τοπίο –που ανεπαίσθητα αλλοιωνόταν μέσα στα χρόνια — μου γεννούσε κάθε Αύγουστο μια σειρά ζωγραφικές εικόνες εκ του φυσικού, απλές και άμεσες. Ο ζωγραφικός διάλογος με το ίδιο πάντα τοπίο έγινε μια εμμονή και μια συνήθεια, που επανερχόταν σταθερά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια μόνο τον Αύγουστο, και μόνο εκεί, και μόνο από το ίδιο πάντα σημείο. Και πάντα σαν μια συστηματική αντίστιξη στην υπόλοιπη δουλειά μου των υπόλοιπων έντεκα μηνών.
Αυτό το εννοιολογικό πνεύμα που χαρακτήρισε τις ομοιόμορφες αυτές ακουαρέλες στο βυρωνικό σπίτι στα Μεταξάτα, απλώθηκε αυστηρά και συστηματικά από χρόνο σε χρόνο σε μια μεταφορική αλλά και κυριολεκτική μεσοτοιχία με τον Βύρωνα και την πνευματική του παρουσία.
Και ήταν σαν να μου επέβαλε εσωτερικά και εξωτερικά και τον ρόλο ενός τυπικού υπαιθριστή ζωγράφου –ένα μόνο μήνα τον χρόνο– εκτεθειμένου πραγματικά και άμεσα, στον ήλιο, τον αέρα, τα άγρια φαινόμενα της φύσης και της υπαίθρου. Και κυρίως εκτεθειμένου σε μια «βυρωνική» αίσθηση ελευθερίας όπου ο τόπος, το τοπίο και ο ανθρώπινος τρόπος γίνονται ένα και υπερβαίνουν το συμβατικό και το δεδομένο.
Ο τόπος αυτός γενναιόδωρα προσφέρει το ήρεμο τρυφερό μεγαλείο του αλλά και την πρωτογενή δύναμή του. Εκεί που γίνεται ένα ο κάμπος, ο ελαιώνας, η θάλασσα και ο ουρανός τα στοιχεία της φύσης συνωμοτούν για να σε αιφνιδιάσουν ισορροπώντας ανάμεσα στη γαλήνη και την ταραχή, ανάμεσα στην πραότητα και την τραχύτητα. Είναι αυτό το τοπίο που σου υποβάλει μια θερμή συνηγορία υπέρ των πρωτογενών ανθρώπινων αξιών, που σε οδηγεί άθελα να σταθείς ενάντια σε κάθε τι που περιορίζει την ανθρώπινη ελευθερία και έκφραση.
Ένας κύκλος τοπίων που διασχίζει τον χρόνο
Εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια μέχρι σήμερα ο κύκλος αυτός των τοπίων που διασχίζουν με την φαινομενική ακινησία τους τον χρόνο, με συντροφεύει διαρκώς ανανεούμενος, παραμένοντας διαρκώς ο ίδιος. Μια «κινητικότητα στο σημείο» μια αέναη «σταθερότητα της κίνησης» μαρτυρούν για τον ατελείωτο κύκλο της ζωής όπως αυτόν τον ζούμε και τον αισθανόμαστε βαθειά χαμένοι μέσα στην φύση, ισορροπώντας ανάμεσα στο ιδιωτικά έγκλειστο και το αχανές άπειρο.
Μέσα σ’ αυτόν τον συμπαντικό μικρό-μέγα κόσμο των φυσικών γεγονότων, στην αναζήτηση ενός λόγο άμεσου και ουσιαστικού, μπορεί να διεκδικήσει κανείς – και ίσως και να κερδίσει αν σταθεί τυχερός την καθαρότητα και την τιμιότητα του βλέμματος.
Και γι’ αυτό έχει γράψει κάπου ο μεγάλος μας μεσοτοίχιος γείτονας:
«Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια ότι η τιμιότητα είναι η καλύτερη πολιτική, αλλά είναι το μόνο είδος πολιτικής που είμαι διατεθειμένος να εφαρμόσω ή να εγκρίνω».
Και εδώ ο Βύρωνας είναι ένας εμπνευσμένος ρομαντικός και ξεσηκωμένος γείτονας. Η τέχνη του και η θυσία του μπόρεσε και συν-κίνησε γιατί είχε συν-κινηθεί πρώτα αυτός από την μοίρα των ανθρώπων. Γιατί η ποίησή του και η στάση του είναι μια έκκληση στους καταπιεσμένους να ξεσηκωθούν ενάντια στους καταπιεστές τους στο όνομα του ανθρωπισμού. Και στους τότε αλλά και στους σημερινούς καιρούς ο ανθρωπισμός πρέπει να γίνει αγωνιστικός για να μπορέσει να υπάρξει και να μην εξοντωθεί.
Πηγές αυθεντικότητας, έμπνευσης και αντίστασης
Ο Βύρωνας, αυτός ο διαχρονικός παραδειγματικός Ευρωπαίος, ανάπηρος μόνο στο σώμα αλλά ιδεολόγος και ανατρεπτικός στο πνεύμα μας δείχνει τον δρόμο για να σταθούμε όρθιοι μπρος σε μια ανάπηρη, συντηρητική στο έλεος μιας ανθρωπιστικής κρίσης Ευρώπη. Σε μια Ευρώπη όπου κυριαρχούν οι ιδιώτες, οι κερδοσκόποι, η ανεξέλεγκτη αγορά, η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα και όπου η Ελλάδα μοιάζει «ένα φάντασμα στεφανωμένο με παραμύθια», πάλι ο Βύρωνας με το σθένος του και η Κεφαλονιά με την ακεραιότητα και την μαχητικότητά της στέκονται πηγές αυθεντικότητας, έμπνευσης και αντίστασης.
Σ’ ένα χωριό της Κεφαλονιάς, στα Δαμουλιανάτα, υπάρχει ένα απλό μνημείο για τους πεσόντες στην Κατοχή και στην Αντίσταση. Με μια μοναδική ανθρωπιστική γενναιοδωρία το μνημείο αυτό τιμά την μνήμη όχι μόνο αυτών που έπεσαν αλλά και αυτών που αντιστάθηκαν, αλλά και ακόμη προσθέτει στους τιμώμενους ισότιμα και αυτούς που δεν συνεργάστηκαν με τον κατακτητή.
Αντιδρώ, λοιπόν, και αντιστέκομαι ίσως να σημαίνει το κοινό καλό να γίνει ατομική υπόθεση όλων μας, στο μέτρο του δυνατού για τον καθένα μας, προσφέροντας από τη θυσία της ανθρώπινης ζωής μέχρι την αντίσταση, αλλά ακόμη και την αξιοπρέπεια της μη-συνεργασίας.
Πόσο θα αντέξουμε; Πότε τα πράγματα θα αλλάξουν;
Γράφει ο Κάλβος:
«Αι, όσον είναι τυφλή και σκληροτέρα η τυραννίς,
τοσούτον ταχυτέρως ανοίγονται σωτήριοι θύραι».
Και συμπληρώνει ο Ελύτης:
«[…] επειδή τα δάκρυα κι αυτά πατρίδα που δεν χάνεται,
κει που γυαλίσαν κάποτε, ύστερα η αλήθεια ήρθε […]».
Σε μας δεν απομένει παρά να αφουγκραστούμε την αλήθεια αυτών των λόγων και το ηθικό τους ανάστημα και να ακολουθήσουμε τους οραματιστές στις διαδρομές του βλέμματος και της ψυχής τους.