ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ-1
του Πολυμέρη Βόγλη
Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη μνήμη ως μια ατομική υπόθεση, τις προσωπικές αναμνήσεις. Ωστόσο, η ικανότητα να θυμόμαστε ή ξεχνάμε διαμορφώνεται από το σύνολο μέσα στο οποίο ένα άτομο ζει, την οικογένεια, τους φίλους, τη γειτονιά, τους συναδέλφους στο χώρο δουλειάς, κλπ. Λέμε «εγώ θυμάμαι», ενώ η μνήμη συνδιαμορφώνεται, καλλιεργείται, κατασκευάζεται. Το ίδιο πολύ περισσότερο ισχύει για τη συλλογική μνήμη που είναι μια κοινωνική διαδικασία, που σχετίζεται με κρατικούς θεσμούς και συλλογικά υποκείμενα. Οι κρατικοί θεσμοί διαμορφώνουν αυτό που ως κοινωνία οφείλουμε να θυμόμαστε.

Ρενέ Μαγκρί, «Μνήμη», 1948
Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης αλλά και στη δεκαετία του 1980 στους δημόσιους χώρους, σε αφίσες και αυτοκόλλητα, σε γραφεία δημοσίων υπηρεσιών κυριαρχούσε η εικόνα της διαιρεμένης Κύπρου, με το κατεχόμενο τμήμα σε κόκκινο χρώμα να καταλήγει σε σταγόνες αίματος, που συνοδευόταν από το σύνθημα «Δεν ξεχνώ». Το σύνθημα ήταν μια δημόσια, επίσημη παραίνεση: δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε αλλά θα πρέπει να θυμόμαστε και, επιπλέον, το πρώτο πρόσωπο του ρήματος υπογράμμιζε ότι η μνήμη δεν ήταν απλά μια συλλογική υπόθεση αλλά το κυριότερο ήταν μια ατομική υποχρέωση του κάθε Έλληνα, μια προσωπική δέσμευση να μην ξεχάσει την τουρκική εισβολή. Αυτή η λογική της μνήμης ως καθήκοντος αντλούσε από μια μακρά παράδοση, στην οποία το εθνικό κράτος ήδη από το 19ο αιώνα μέσα από εορτασμούς και τελετές, μέσα από μηχανισμούς και θεσμούς διαμόρφωνε μια ενιαία αφήγηση για το παρελθόν και μια ομοιογενή εθνική ταυτότητα.
Από τη δεκαετία του 1960 όταν ξεκίνησε η «έκρηξη της μνήμης» πέρα από (και συχνά αντιθετικά προς) την επίσημη μνήμη, αναπτύχθηκε και η μνήμη των συλλογικών υποκειμένων. Με αίτημα το δικαίωμα στη μνήμη, εθνοπολιτισμικές ομάδες, μειονότητες, κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα διεκδίκησαν τη θέση τους στην επίσημη αφήγηση. Με αυτόν τον τρόπο, η μνήμη συνδέθηκε με τις πολιτικές κατασκευής ταυτοτήτων, εκείνων των συλλογικών υποκειμένων που μέχρι τότε η ιστορία και η δράση τους είχε αποσιωπηθεί ή διαστρεβλωθεί από την επίσημη αφήγηση. Η λογική της μνήμης ως δικαιώματος άνθισε σε μια εποχή που δινόταν όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στη βιωμένη εμπειρία και η προσωπική μαρτυρία κατακτούσε περίοπτη θέση στη δημόσια σφαίρα. Μέσα από γραπτές μαρτυρίες και προφορικές συνεντεύξεις οι «αφανείς» της ιστορίας (πρόσφυγες του 1922, αντάρτες, πολιτικοί κρατούμενοι, κ.ά.) δεν κατέθεταν απλώς τις εμπειρίες τους αλλά διεκδικούσαν μια νέα ιστορική αφήγηση, η οποία θα ενσωματώνει και τη δική τους φωνή. Και αυτό συνέβη. Η κοινωνική και πολιτισμική ιστορία τις τελευταίες δεκαετίες ανέσυρε από τη σιωπή και το περιθώριο τους «αφανείς», αξιοποίησε τις μαρτυρίες τους και έφερε στο επίκεντρο της μελέτης τη βιωμένη εμπειρία τους.
Ίσως φαίνεται αντιφατικό να εμφανίζεται το δικαίωμα στη λήθη σε μια εποχή που οι κάθε λογής προσωπικές μαρτυρίες κατακλύζουν τη δημόσια σφαίρα και οι σπουδές της μνήμης κατέχουν επίζηλη θέση στις ανθρωπιστικές επιστήμες . Είναι λιγότερο αντιφατικό εάν σκεφτούμε ότι στην πραγματικότητα το δικαίωμα στη λήθη είχε εντελώς διαφορετική αφετηρία: την προστασία της ιδιωτικής ζωής από την ισχύ που έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους οι (ιδιωτικοί και κρατικοί) μεγα-μηχανισμοί συγκέντρωσης, επεξεργασίας και διαχείρισης ηλεκτρονικών πληροφοριών και προσωπικών δεδομένων. Με άλλα λόγια αφορά τη διεκδίκηση της «ανωνυμίας» από τους πολίτες οι οποίοι έχουν μετατραπεί σε αντικείμενο γνώσης από τους μηχανισμούς εξουσίας και ελέγχου και με αυτήν την έννοια είναι μια διεκδίκηση νόμιμη και δίκαιη. Ωστόσο, το ζήτημα της ιστορικής έρευνας αναφορικά με το δικαίωμα στη μνήμη και το δικαίωμα στη λήθη, αν και ιδιαίτερα σύνθετο, είναι πολύ διαφορετικό. Καταρχάς, η ιστορία καλλιεργείται και αναπτύσσεται στο πεδίο όπου η μνήμη και η λήθη συναντιούνται ή και συγκρούονται, ως σχέσεις της κοινωνίας με το παρελθόν της. Το τι και γιατί θέλουν να θυμούνται ή να ξεχνούν οι κοινωνίες συλλογικά και οι άνθρωποι ατομικά αποτελούν από τα πιο σημαντικά πεδία ιστορικής έρευνας και διερώτησης.
Επιπλέον, έχει σημασία ποιος αποφασίζει για το εάν κάποια προσωπική πληροφορία είναι δημοσιεύσιμη ή όχι. Οι ιστορικοί ή τα δικαστήρια; Μέχρι σήμερα, η προσπάθεια να περιοριστεί η ιστορική έρευνα με νομοθετικούς τρόπους (π.χ. η ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος) προκάλεσε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυσε. Για τους ιστορικούς η μνήμη και η λήθη δεν είναι ούτε δικαίωμα ούτε καθήκον αλλά πεδία διαμόρφωσης ταυτοτήτων, λόγων και πρακτικών. Και κάτι τελευταίο αναφορικά με τη λήθη. Η λήθη μπορεί να καλλιεργείται αλλά δεν μπορεί να επιβληθεί σε μια κοινωνία η οποία δεν έχει αναμετρηθεί με το παρελθόν της. Το κάψιμο των «φακέλων» το 1989 όχι μόνο δεν επέφερε τη λήθη στην ελληνική κοινωνία για τον εμφύλιο πόλεμο αλλά και στέρησε από την ιστορική έρευνα ένα τεράστιο και πολύτιμο υλικό. Κλείνοντας, ας αναλογιστούμε πέρα από το δικαίωμα στη μνήμη και τη λήθη, θα πρέπει να διασφαλίσουμε το δικαίωμα στην απρόσκοπτη μελέτη του παρελθόντος.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...