Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά…Φτώχεια και σχολικά συσσίτια στην Αθήνα της κρίσης

Standard

της Άννας Ματθαίου 

Η Ιστορία, ως γνωστόν, δεν επαναλαμβάνεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο: οι οικονομικές κρίσεις δεν είναι συνώνυμες με αυτές του παρελθόντος, οι κρίσεις διατροφής διαφέρουν σε πολλά από εκείνες των παλαιότερων καθεστώτων. Με την προϊούσα βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, στη μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη φάνηκε να απομακρύνεται, κάθε δεκαετία και περισσότερο, ένας κοινός τόπος και παμπάλαιος φόβος, αταβιστικός, που έρχεται από τα βάθη των αιώνων της ευρωπαϊκής Ιστορίας: η πείνα.

Κατοχικό συσσίτιο. Φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου

Η οικονομική κρίση των τελευταίων πέντε χρόνων στην Αθήνα, όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις, έφερε ανατροπές στο σύστημα της διατροφής ολοένα και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων: αλλαγές στα διατροφικά πρότυπα, επαναφορά παλαιότερων τροφών και συνταγών που χαρακτηρίζονταν ως συνταγές επιβίωσης[1], ελαχιστοποίηση της κατανάλωσης βασικών προϊόντων (κρέας, ψάρι κ.ά.) ή προϊόντων πολυτελείας, υποσιτισμό για τις οικογένειες των ανέργων και των μεταναστών. Αν και τα ΜΜΕ αποφεύγουν τις άμεσες αναφορές στην επισιτιστική ανασφάλεια (πράττοντας συχνά το ακριβώς αντίθετο, με εκπομπές μαγειρικής που απευθύνονται σε θεατές που αναζητούν το «υψηλό γούστο»), ο καθημερινός υποσιτισμός και η στέρηση αγαθών για χιλιάδες πολίτες είναι γεγονός. Ας μην ξεχνάμε πως μεταξύ των ανέργων τα ποσοστά φτώχειας είναι 59,28%, ενώ για το σύνολο του πληθυσμού 38%. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΚΑ, περίπου 2.000.000 Έλληνες βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας. Συνέχεια ανάγνωσης

Βουλγαρία: Εργασία μαζικής καταστροφής

Standard

Την 1η Οκτωβρίου το χωριό Γκόρνι Λομ, στη βορειοδυτική Βουλγαρία συγκλονίστηκε από μια τεράστια έκρηξη στο εργοστάσιο εξουδετέρωσης πυρομαχικών. Αποτέλεσμα, 15 νεκροί. Το δυστύχημα ήταν το έκτο μέσα σε δώδεκα χρόνια. Σημειωτέον,  η τελευταία παρτίδα ναρκών είχε φτάσει από την Ελλάδα. Δεν είναι ωστόσο αυτός  ο μόνος λόγος για τον οποίο το κείμενο που ακολουθεί ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον έλληνα αναγνώστη. Διαβάζοντάς το, θα αντιληφθεί ότι οι κυρίαρχες αναλύσεις περί «εγχώριου στρεβλού, δύσμορφου καπιταλισμού», «συντεχνιακής ψήφου», συμμαχίας «αριστεράς και συμφερόντων», της ευθύνης των φτωχών για τη φτώχεια τους κ.ο.κ. είναι εξαιρετικά οικείες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη γειτονική μας χώρα.

«Ε»

της Γιάνα Τσόνεβα και της Μαντλέν Νικόλοβα

μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου

 

Κουτιά πυρομαχικών μια αυλή στο χωριό Γκόρνι Λομ, μετά το δυστύχημα. Φωτογραφία του Βασίλ Ντόνεφ -European Pressphoto Agency

Κουτιά πυρομαχικών μια αυλή στο χωριό Γκόρνι Λομ, μετά το δυστύχημα. Φωτογραφία του Βασίλ Ντόνεφ -European Pressphoto Agency

Είναι πλέον οδυνηρά ξεκάθαρο πως η έλλειψη επαρκούς νομοθετικής ρύθμισης και επιβολής εκ μέρους του κράτους επιτείνει την τάση που έχει το κεφάλαιο να αποφεύγει τον επωμισμό του κόστους των μέτρων και του εξοπλισμού εργασιακής ασφάλειας, η οποία είναι εγγενής σε κάθε καπιταλιστική επιχείρηση. Η εικόνα ερειπίου που είχε το εργοστάσιο ακόμα και πριν από την τραγωδία, μας παρέχει την πιο εναργή εικόνα του πολέμου που διεξάγεται παγκοσμίως εναντίον της εργασίας: η ελάχιστη δυνατή επένδυση (σε μέτρα ασφάλειας, σε ασφαλιστικές καλύψεις, σε τεχνικές βελτιώσεις) συνεπάγεται το μέγιστο αποτέλεσμα (= κέρδος). Λειτουργώντας μέσα στο νομικοπολιτικό πλαίσιο ενός καθεστώτος λιτότητας που γέρνει μονόπαντα υπέρ τους, οι κεφαλαιοκράτες έχουν την άνεση να μην αναλαμβάνουν πια το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης· την ίδια στιγμή, η εργασία αποστερείται κάθε προστασία και επιβαρύνεται με την ευθύνη και το κόστος της ίδιας της ασφάλειας και της αναπαραγωγής της. Οι εργαζόμενοι σ’ εκείνο το αξιοθρήνητο εργοστάσιο, δείχνοντας τα γεμάτα φλύκταινες χέρια τους, μίλησαν για τις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας που υπάκουαν στη γενική αρχή «βγάλτε τα πέρα όπως μπορείτε»: γάντια και μάσκες μιας χρήσεως χρησιμοποιούνταν ως μόνιμος εξοπλισμός «ασφαλείας» με τον οποίο καλούνταν να χειριστούν πυρακτωμένα μηχανήματα (η υποχρεωτική ψύξη των οποίων με νερό είναι πλέον μια πολυτέλεια περασμένων εποχών), και μάλιστα σ’ ένα περιβάλλον εξαιρετικά εύφλεκτο. Συνέχεια ανάγνωσης

Το δικαίωμα της μνήμης και της λήθης στην ψηφιακή εποχή

Standard

Με αφετηρία μια απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. και την αναθεώρηση ενός Κανονισμού

Τον Μάιο του 2014, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με απόφασή του, αναγνώρισε το «δικαίωμα στη λήθη», υποχρεώνοντας την google να αποδεχτεί το αίτημα πολιτών για διαγραφή συνδέσμων που οδηγούν σε προσωπικά τους δεδομένα. Επίσης, εδώ και δύο χρόνια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκφράσει την πρόθεσή της να αναθεωρήσει τον Κανονισμό προστασίας των προσωπικών δεδομένων, ενισχύοντας το «δικαίωμα στη λήθη». Και οι δύο αυτές εξελίξεις έχουν προξενήσει διεθνώς μεγάλη συζήτηση. Άλλοι τις έχουν χαιρετίσει ως νίκη της ιδιωτικότητας και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, άλλοι –μεταξύ τους πολλοί ιστορικοί και αρχειονόμοι, καθώς και οι φορείς τους– έχουν εκφράσει έντονες αντιρρήσεις τους για τις επιπτώσεις στην ιστορική έρευνα, τη μνήμη και τη γνώση, από τη διαγραφή στοιχείων και πληροφοριών. Γι’ αυτό τον λόγο απευθυνθήκαμε στον Πολυμέρη Βόγλη (ιστορικό, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), τον Αντώνη Μπρούμα (δικηγόρο, ακτιβιστή των ψηφιακών δικαιωμάτων· βλ. www.lawandtech.eu) και στον δικηγόρο Βασίλη Σωτηρόπουλο (δικηγόρος, διαχειριστής του ιστολογίου e-lawyer) ζητώντας τους την άποψή τους για τις εξελίξεις αυτές για το αν μπορούν να συμπορευθούν το δικαίωμα στη μνήμη και το δικαίωμα στη λήθη, αν συμμερίζονται τις ανησυχίες.

Πέρα από τη μνήμη και τη λήθη

Standard

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ-1

του Πολυμέρη Βόγλη

Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη μνήμη ως μια ατομική υπόθεση, τις προσωπικές αναμνήσεις. Ωστόσο, η ικανότητα να θυμόμαστε ή ξεχνάμε διαμορφώνεται από το σύνολο μέσα στο οποίο ένα άτομο ζει, την οικογένεια, τους φίλους, τη γειτονιά, τους συναδέλφους στο χώρο δουλειάς, κλπ. Λέμε «εγώ θυμάμαι», ενώ η μνήμη συνδιαμορφώνεται, καλλιεργείται, κατασκευάζεται. Το ίδιο πολύ περισσότερο ισχύει για τη συλλογική μνήμη που είναι μια κοινωνική διαδικασία, που σχετίζεται με κρατικούς θεσμούς και συλλογικά υποκείμενα. Οι κρατικοί θεσμοί διαμορφώνουν αυτό που ως κοινωνία οφείλουμε να θυμόμαστε.

Ρενέ Μαγκρί, «Μνήμη», 1948

Ρενέ Μαγκρί, «Μνήμη», 1948

Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης αλλά και στη δεκαετία του 1980 στους δημόσιους χώρους, σε αφίσες και αυτοκόλλητα, σε γραφεία δημοσίων υπηρεσιών κυριαρχούσε η εικόνα της διαιρεμένης Κύπρου, με το κατεχόμενο τμήμα σε κόκκινο χρώμα να καταλήγει σε σταγόνες αίματος, που συνοδευόταν από το σύνθημα «Δεν ξεχνώ». Το σύνθημα ήταν μια δημόσια, επίσημη παραίνεση: δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε αλλά θα πρέπει να θυμόμαστε και, επιπλέον, το πρώτο πρόσωπο του ρήματος υπογράμμιζε ότι η μνήμη δεν ήταν απλά μια συλλογική υπόθεση αλλά το κυριότερο ήταν μια ατομική υποχρέωση του κάθε Έλληνα, μια προσωπική δέσμευση να μην ξεχάσει την τουρκική εισβολή. Αυτή η λογική της μνήμης ως καθήκοντος αντλούσε από μια μακρά παράδοση, στην οποία το εθνικό κράτος ήδη από το 19ο αιώνα μέσα από εορτασμούς και τελετές, μέσα από μηχανισμούς και θεσμούς διαμόρφωνε μια ενιαία αφήγηση για το παρελθόν και μια ομοιογενή εθνική ταυτότητα.

Από τη δεκαετία του 1960 όταν ξεκίνησε η «έκρηξη της μνήμης» πέρα από (και συχνά αντιθετικά προς) την επίσημη μνήμη, αναπτύχθηκε και η μνήμη των συλλογικών υποκειμένων. Με αίτημα το δικαίωμα στη μνήμη, εθνοπολιτισμικές ομάδες, μειονότητες, κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα διεκδίκησαν τη θέση τους στην επίσημη αφήγηση. Με αυτόν τον τρόπο, η μνήμη συνδέθηκε με τις πολιτικές κατασκευής ταυτοτήτων, εκείνων των συλλογικών υποκειμένων που μέχρι τότε η ιστορία και η δράση τους είχε αποσιωπηθεί ή διαστρεβλωθεί από την επίσημη αφήγηση. Η λογική της μνήμης ως δικαιώματος άνθισε σε μια εποχή που δινόταν όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στη βιωμένη εμπειρία και η προσωπική μαρτυρία κατακτούσε περίοπτη θέση στη δημόσια σφαίρα. Μέσα από γραπτές μαρτυρίες και προφορικές συνεντεύξεις οι «αφανείς» της ιστορίας (πρόσφυγες του 1922, αντάρτες, πολιτικοί κρατούμενοι, κ.ά.) δεν κατέθεταν απλώς τις εμπειρίες τους αλλά διεκδικούσαν μια νέα ιστορική αφήγηση, η οποία θα ενσωματώνει και τη δική τους φωνή. Και αυτό συνέβη. Η κοινωνική και πολιτισμική ιστορία τις τελευταίες δεκαετίες ανέσυρε από τη σιωπή και το περιθώριο τους «αφανείς», αξιοποίησε τις μαρτυρίες τους και έφερε στο επίκεντρο της μελέτης τη βιωμένη εμπειρία τους.

Ίσως φαίνεται αντιφατικό να εμφανίζεται το δικαίωμα στη λήθη σε μια εποχή που οι κάθε λογής προσωπικές μαρτυρίες κατακλύζουν τη δημόσια σφαίρα και οι σπουδές της μνήμης κατέχουν επίζηλη θέση στις ανθρωπιστικές επιστήμες . Είναι λιγότερο αντιφατικό εάν σκεφτούμε ότι στην πραγματικότητα το δικαίωμα στη λήθη είχε εντελώς διαφορετική αφετηρία: την προστασία της ιδιωτικής ζωής από την ισχύ που έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους οι (ιδιωτικοί και κρατικοί) μεγα-μηχανισμοί συγκέντρωσης, επεξεργασίας και διαχείρισης ηλεκτρονικών πληροφοριών και προσωπικών δεδομένων. Με άλλα λόγια αφορά τη διεκδίκηση της «ανωνυμίας» από τους πολίτες οι οποίοι έχουν μετατραπεί σε αντικείμενο γνώσης από τους μηχανισμούς εξουσίας και ελέγχου και με αυτήν την έννοια είναι μια διεκδίκηση νόμιμη και δίκαιη. Ωστόσο, το ζήτημα της ιστορικής έρευνας αναφορικά με το δικαίωμα στη μνήμη και το δικαίωμα στη λήθη, αν και ιδιαίτερα σύνθετο, είναι πολύ διαφορετικό. Καταρχάς, η ιστορία καλλιεργείται και αναπτύσσεται στο πεδίο όπου η μνήμη και η λήθη συναντιούνται ή και συγκρούονται, ως σχέσεις της κοινωνίας με το παρελθόν της. Το τι και γιατί θέλουν να θυμούνται ή να ξεχνούν οι κοινωνίες συλλογικά και οι άνθρωποι ατομικά αποτελούν από τα πιο σημαντικά πεδία ιστορικής έρευνας και διερώτησης.

Επιπλέον, έχει σημασία ποιος αποφασίζει για το εάν κάποια προσωπική πληροφορία είναι δημοσιεύσιμη ή όχι. Οι ιστορικοί ή τα δικαστήρια; Μέχρι σήμερα, η προσπάθεια να περιοριστεί η ιστορική έρευνα με νομοθετικούς τρόπους (π.χ. η ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος) προκάλεσε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυσε. Για τους ιστορικούς η μνήμη και η λήθη δεν είναι ούτε δικαίωμα ούτε καθήκον αλλά πεδία διαμόρφωσης ταυτοτήτων, λόγων και πρακτικών. Και κάτι τελευταίο αναφορικά με τη λήθη. Η λήθη μπορεί να καλλιεργείται αλλά δεν μπορεί να επιβληθεί σε μια κοινωνία η οποία δεν έχει αναμετρηθεί με το παρελθόν της. Το κάψιμο των «φακέλων» το 1989 όχι μόνο δεν επέφερε τη λήθη στην ελληνική κοινωνία για τον εμφύλιο πόλεμο αλλά και στέρησε από την ιστορική έρευνα ένα τεράστιο και πολύτιμο υλικό. Κλείνοντας, ας αναλογιστούμε πέρα από το δικαίωμα στη μνήμη και τη λήθη, θα πρέπει να διασφαλίσουμε το δικαίωμα στην απρόσκοπτη μελέτη του παρελθόντος.

 

Οργανώνοντας τη λήθη και τη μνήμη σε εποχές όξυνσης του κοινωνικού πολέμου

Standard

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ-2

του Αντώνη Μπρούμα

Το δικαίωμα στη λήθη και η απόφαση Google Spain του ΔικΕΕ. Την εποχή του ψηφιακού πανοπτικού εύλογα απασχολεί την επικαιρότητα η συζήτηση γύρω από το δικαίωμα στη λήθη. Την αφορμή έδωσε η απόφαση Google Spain (C-131/12) του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“ΔικΕΕ”) της 13ης Μαΐου 2014. Με την απόφαση του αυτή το ΔικΕΕ, αφού έκρινε ότι ένα τέτοιο δικαίωμα αναγνωρίζεται από την ισχύουσα ήδη από το 1995 Ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, κατόπιν υποχρέωσε τον διαδικτυακό κολοσσό της Google να παρέχει στους Ευρωπαίους πολίτες τη δυνατότητα να ζητούν τη διαγραφή μέρους ή του συνόλου των προσωπικών τους δεδομένων από τις μηχανές αναζήτησής της. Έτσι, κατ’ εφαρμογή της προαναφερόμενης απόφασης η Google προσφέρει πλέον στην Ευρωπαϊκή έκδοση της μηχανής αναζήτησής της το δικαίωμα σε κάθε χρήστη να αιτείται επιγραμμικά, με απλές διαδικασίες και με άμεσο αποτέλεσμα τη διαγραφή υπερσυνδέσμων, που παραπέμπουν σε προσωπικά του στοιχεία.

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, «Έκτωρ και Ανδρομάχη», 1917

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, «Έκτωρ και Ανδρομάχη», 1917

Το δικαίωμα στη λήθη και ο προτεινόμενος κανονισμός της Ε.Ε. Ήδη όμως από το 2012 είχε προηγηθεί της απόφασης του ΔικΕΕ η φιλόδοξη πρόταση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενός γενικού Κανονισμού για την εκτεταμένη αναθεώρηση του νομικού πλαισίου της Ένωσης αναφορικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Επειδή προέβλεπε ρητώς ένα αγώγιμο δικαίωμα των πολιτών της ΕΕ στην ψηφιακή λήθη, ο προτεινόμενος Κανονισμός συνάντησε εξαρχής, τουλάχιστον ως προς αυτό το σημείο του, τη σθεναρή αντίδραση των εταιρικών λόμπι του διαδικτύου. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την υιοθέτηση στις 12 Μαρτίου του 2014 του δικαιώματος στην ψηφιακή λήθη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και σε ισχυροποιημένη μάλιστα εκδοχή. Πλέον έπεται η υιοθέτηση του προτεινόμενου Κανονισμού από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η τελική επικύρωση από την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο, ώστε οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλέον να απολαμβάνουν ενός άμεσης επίκλησης, ρητού και διευρυμένου δικαιώματος έναντι των εταιρειών για τη διαγραφή κάθε ψηφιακού τους ίχνους εντός και εκτός του παγκόσμιου ιστού. Συνέχεια ανάγνωσης

H αλήθεια και η λήθη

Standard

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ-3

του Βασίλη Σωτηρόπουλου

Έργο του Edward McGowan (από το μπλογκ underplot.tumblr.com)

Έργο του Edward McGowan (από το μπλογκ underplot.tumblr.com)

Δεν συμμερίζομαι τις ανησυχίες που διατυπώνονται δημοσίως σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις για την αναγνώριση ενός «δικαιώματος στη λήθη» από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διεκτραγωδείται ότι θα επιβληθούν νέοι κανόνες λογοκρισίας και παρεμπόδισης πρόσβασης στην διαδικτυακή ενημέρωση, με αποτέλεσμα την κατίσχυση της ιδιωτικότητας έναντι της διαφάνειας και την αχρήστευση των τεχνολογικών εργαλείων που διευκολύνουν την ιστορική έρευνα, την επιστημονική αναζήτηση και την δημοσιογραφία. Η ηρεμία μου οφείλεται στο ότι οι ανησυχούντες δεν έχουν, φαίνεται, αντιληφθεί την περιορισμένη έκταση και το στενό πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται ότι δεν έχουν καν διαβάσει την απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. που σχολιάζουν ή το σχέδιο Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων που συζητείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, ορισμένα ζητήματα ορολογίας που είναι καθοριστικά για το «δικαίωμα στη λήθη».

Με τον όρο «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» νοείται κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο, η ταυτότητα του οποίου είναι γνωστή ή μπορεί να προσδιοριστεί με μια σειρά από κριτήρια. Πρόκειται για τον ορισμό που κατοχυρώνεται σε όλες τις νομοθεσίες των κρατών της Ε.Ε. Αυτή η, εκ πρώτης όψεως, γενικόλογη διατύπωση εξαιρεί, πρώτα, τους νεκρούς: φυσικά πρόσωπα είναι μόνο όσοι βρίσκονται στη ζωή. Άρα, οι ανησυχίες περί εργαλειακής χρήσης του «δικαιώματος στην λήθη» για την εξάλειψη κρίσιμων ιστορικών πληροφοριών από το Διαδίκτυο, καταστατικά, δεν μπορεί να αφορά πρόσωπα τα οποία δεν βρίσκονται στη ζωή – που είναι ενδεχομένως και τα περισσότερα. Για τα «ιστορικά πρόσωπα» που μας άφησαν χρόνους δεν νοείται, λοιπόν, δικαίωμα στην λήθη. Συνέχεια ανάγνωσης

Εξαρτημένες πολιτικές στον χώρο της δημόσιας απεξάρτησης

Standard

του Τάκη Χαλδαίου

Το τελευταίο διάστημα ο χώρος της αντιμετώπισης των εξαρτήσεων έχει βρεθεί μεταξύ δύο πυρών. Βάλλεται αφενός από τις κυβερνητικές επιλογές, από συντηρητικές αντιλήψεις και στερεότυπα αφετέρου. Σε αυτήν ακριβώς τη συγκυρία, κατατίθεται για διαβούλευση ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Ρενέ Μαγκρίτ, «Το κόκκινο μοντέλο», 1935

Ρενέ Μαγκρίτ, «Το κόκκινο μοντέλο», 1935

Οι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες σε εξαρτημένους χρήστες νόμιμων και παράνομων ουσιών ή/και εξαρτημένους από το διαδίκτυο, αλλά και στους συγγενείς τους, καθώς και οι υπηρεσίες πρόληψης της ανάπτυξης εξαρτητικών συμπεριφορών, αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερα προβλήματα. Πασχίζουν, όλοι, να καλύψουν τις σταθερά αυξανόμενες ανάγκες, με συνεχώς μειούμενο προσωπικό, χωρίς τη δυνατότητα προσλήψεων. Ειδικότερα, το ΚΕΘΕΑ και το 18 ΑΝΩ αποκλείονται αναίτια και προκλητικά από σημαντικές δράσεις που αφορούν την εκπαίδευση (κοινωνικό σχολείο)· το 18 ΑΝΩ, μάλιστα, κινδυνεύει να μείνει χωρίς το σχολείο του. Στον ΟΚΑΝΑ οι ελλείψεις σε βασικά αναλώσιμα θέτουν σε κίνδυνο τις παρεχόμενες υπηρεσίες και την ασφάλεια εξυπηρετούμενων και εργαζόμενων, ενώ τα Κέντρα Πρόληψης αγωνιούν να επιβιώσουν, μέσα σε ένα ανύπαρκτο και ασαφές θεσμικό πλαίσιο, με αβέβαιη χρηματοδότηση και αμφίβολη έγκαιρη μισθοδοσία. Συνέχεια ανάγνωσης

Πράσινοι πρίγκιπες και κόκκινοι δράκοι

Standard

του Κωστή Καρπόζηλου

03 karpozilosΣκεφτείτε να αγκαλιάζετε τον πατέρα σας πριν κοιμηθεί, ενώ γνωρίζετε ότι σε μερικές ώρες στρατιώτες θα έρθουν στο σπίτι, θα τον συλλάβουν και θα τον οδηγήσουν στη φυλακή. Άβολη σκέψη. Σκεφτείτε να αγκαλιάζετε τον πατέρα σας πριν κοιμηθεί, ενώ γνωρίζετε ότι σε μερικές ώρες στρατιώτες θα έρθουν στο σπίτι, θα τον συλλάβουν και θα τον οδηγήσουν στη φυλακή, βασισμένοι σε πληροφορίες που συστηματικά και ενσυνείδητα παρείχατε εσείς. Αδιανόητη σκέψη.

Το ντοκιμαντέρ Green Prince αφηγείται μια, εκ πρώτης όψεως, αδιανόητη ιστορία: ο Μοσάμπ Χασάν Γιουσέφ, γιος και συνεργάτης του ηγετικού στελέχους της Χαμάς Σεΐχ Χασάν Γιουσέφ υπήρξε (με το κωδικό όνομα «Πράσινος Πρίγκιπας») από το 1997 έως το 2007 ο πολυτιμότερος πληροφοριοδότης της Σιν Μπετ, της ισραηλινής υπηρεσίας πληροφοριών. «Ήταν σαν η Χαμάς να έκανε πράκτορά της τον γιο του πρωθυπουργού του Ισραήλ», τονίζει ο Γκόνεν Μπεν Γιτζάκ, ο υπεύθυνος της Σιν Μπετ για τον «Πράσινο Πρίγκιπα», τον άνθρωπό της στον στενό πυρήνα της Χαμάς στα χρόνια της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα. Η σχέση του Μοσάμπ Χασάν Γιουσέφ και του Γκόνεν Μπεν Γιτζάκ, η σχέση του πληροφοριοδότη και του «χειριστή», είναι το κεντρικό θέμα του ντοκιμαντέρ: πώς από την ανάκριση του έφηβου Παλαιστίνιου, που είχε συλληφθεί για κατοχή όπλων, φτάνουμε στη στρατολόγησή του και πώς η δύσκολη συνεργασία τους μετεξελίσσεται σε σχέση εμπιστοσύνης και, τελικά, σε φιλία, κατά παραβίαση όλων των συνωμοτικών κανόνων. Η αφηγηματική αυτή πορεία διαπλέκεται με γνώριμες εικόνες από την πολιορκία της Ραμάλα, τις κηδείες των δολοφονημένων Παλαιστινίων, την εισβολή των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, τις επιθέσεις αυτοκτονίας, τις παρελάσεις των αντιμαχόμενων πολιτικών και θρησκευτικών οργανώσεων στη Δυτική Όχθη. Σε πολλά πλάνα δεσπόζει ο Σεΐχ Χασάν Γιουσέφ: είναι ο οργισμένος ρήτορας και το δημόσιο πρόσωπο της Χαμάς. Πίσω του, ανάμεσα στους σωματοφύλακες και το συγκεντρωμένο πλήθος, διακρίνεται ο γιος του, ο άνθρωπος που για δέκα χρόνια διέπραττε μια διπλή προδοσία: ενάντια στην οικογένειά του και ενάντια στον λαό του. Συνέχεια ανάγνωσης

Μνήμη και λήθη: Ένα παλάτι ξαναφτιάχνεται στο Βερολίνο

Standard

το τέταρτο τρίλεπτο των «Ενθεμάτων» στο Πολιτιστικό Ημερολόγιο στο Κόκκινο 105,5

το ηχητικό εδώ: https://soundcloud.com/enthemata-avgis/24-10-14a

το κείμενο, αμέσως παρακάτω:

της Ιωάννας Μεϊτάνη

640px-Stamps_of_Germany_(DDR)_1976,_MiNr_Block_045Στο μικρόφωνο σήμερα η Ιωάννα Μεϊτάνη, άρτι αφιχθείσα από το Βερολίνο. Το Βερολίνο, όπου τα τελευταία 25 χρόνια όλο και κάποιο μεγάλο έργο κατασκευάζεται, πολύ συχνά έργο ανασύνθεσης της εικόνας της πόλης. Το πιο πρόσφατο, η ανακατασκευή του Παλατιού του Βερολίνου, στο κέντρο, απέναντι από τον μητροπολιτικό ναό και το Άλτες Μουζέουμ, λίγο παρακάτω από την Αλεξάντερπλατς και τον γνωστό της πύργο, στην ίδια γειτονιά με την κρατική όπερα και το πανεπιστήμιο Χούμπολντ.

Το έργο της ανακατασκευής του παλατιού, ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε μεγάλο έργο στο Βερολίνο τα τελευταία χρόνια, έγινε αντικείμενο ισχυρότατων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων για την ιστορία της πόλης και τη διατήρηση ή την απαλοιφή της.

Τι υπήρχε στον τόπο όπου γίνονται τώρα τα έργα της ανακατασκευής; Επί αιώνες έστεκε εκεί το Παλάτι του Βερολίνου, έδρα από το 1700 των πρώσων βασιλιάδων και αυτοκρατόρων. Από εκεί όριζαν τη μοίρα της χώρας τους, από εκεί κυβερνούσαν. Από εκεί, επίσης, είχε δηλώσει το 1918 ο Καρλ Λίμπκνεχτ ότι το παλάτι ανήκε πια στα χέρια του λαού. Στο τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, κατεστραμμένο από βομβαρδισμούς και πυρκαγιές, το παλάτι βρέθηκε στον Ανατολικό Τομέα της πόλης – και αμέσως μετά στην καρδιά της πρωτεύουσας της Ανατολικής Γερμανίας. Το 1950 ο Έριχ Χόνεκερ αποφάσισε την κατεδάφισή του και το 1976 ολοκληρώθηκε στο ίδιο σημείο το λεγόμενο Παλάτι της Δημοκρατίας ή Παλάτι του Λαού, η έδρα του κοινοβουλίου, ένα τεράστιο κτήριο που στέγαζε και επίσημες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Συνέχεια ανάγνωσης

Καταστρέφοντας το πανεπιστήμιο: Η «ελληνική πατέντα»

Standard

του Δημήτρη Παπανικολάου

Ρενέ Μαγκρίτ, «Το διπλό μυστικό», 1927

Ρενέ Μαγκρίτ, «Το διπλό μυστικό», 1927

Την εβδομάδα που πέρασε, κορυφώθηκε η αντιπαράθεση γύρω από το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών και τις προτάσεις του πρύτανη του Ιδρύματος για τον έλεγχο της πρόσβασης σε αυτό. Μάλλον κάπου στην πορεία, ανάμεσα σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις του πρύτανη, υπουργικές δηλώσεις και αντεγκλήσεις ξεχάστηκε ποιο πραγματικά είναι το διακύβευμα όλης αυτής της ιστορίας. Μας βοηθάει να το θυμηθούμε και να το καταλάβουμε πολύ καλύτερα, η ανακοίνωση που εξέδωσε για το ζήτημα την προηγούμενη Παρασκευή (17.10.2014) το Συμβούλιο του Ιδρύματος.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, το Συμβούλιο «συστρατεύεται με τις Πρυτανικές Αρχές στην προσπάθειά τους για την εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας στην πανεπιστημιακή κοινότητα και την εύρυθμη λειτουργία του Ιδρύματος. Το πανεπιστήμιο είναι δημόσια περιουσία, ανήκει σε όλους τους Έλληνες […] και πρέπει να προστατεύεται αναλόγως». Ως εκ τούτου, «κρίνεται απαραίτητο να εκπονηθεί και υλοποιηθεί σύστημα ελέγχου της πρόσβασης όλων των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, αλλά και των πολιτών στις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις, όπως συμβαίνει σε κάθε σύγχρονο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα». Τέλος, περνώντας κάπως αναπάντεχα από την ασφάλεια στην καθαριότητα, το Συμβούλιο καταλήγει με τη συμβουλή «να γίνουν άμεσα αναθέσεις», ώστε να αντιμετωπιστεί «το οξύτατο πρόβλημα καθαρισμού των πανεπιστημιακών χώρων. Αυτό απαιτεί η άμεση αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης που συνδέεται με την προστασία της δημόσιας υγείας και της νεολαίας μας».

Έκτακτη ανάγκη, δημόσια υγεία, «η νεολαία μας»(!). Σύστημα ελέγχου, αίσθημα ασφαλείας, εύρυθμη λειτουργία. Αν σας ξενίζει η γλώσσα αυτής της ανακοίνωσης, σωστά σας ξενίζει. Είναι γλώσσα βιοπολιτικού οργάνου — γι’ αυτό άλλωστε φέρνει τόσο πολύ, ακόμα και στις λέξεις της, τον απόηχο άλλων εποχών και καθεστώτων. Είναι γλώσσα που δεν μιλάει για το πανεπιστήμιο, αλλά για διαχείριση πληθυσμών. Δεν στοχεύει στην ανάδειξη ενός προβλήματος λειτουργίας ενός ιδρύματος και στην αντιμετώπισή του, αλλά, με αφορμή τη δραματική και «εμπόλεμη» παρουσίασή του (το Συμβούλιο, ακούμε, «συστρατεύεται»!), κοιτάζει πώς να εντείνει τον ηθικό πανικό, να επιβάλει ως ανάγκη ένα καθεστώς επιτήρησης, να περιγράψει όλη αυτή την πολιτική επιβολής ως στρατηγική ανοσοποίησης και προστασίας. Συνέχεια ανάγνωσης