ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
του Kωνσταντίνου Χατζηνικολάου
Πάντως, εκείνο το βράδυ που πραγματοποιήθηκε η συζήτηση με τον Πολ Όστερ, κανένας κεραυνός δεν χτύπησε τη στέγη της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, κι έτσι μείναμε μόνο μ’ ένα ψιλόβροχο στους ώμους, περιμένοντας το λεωφορείο.
Η συζήτηση λοιπόν απέδειξε το αυτονόητο: πως οι συγγραφείς δεν χρειάζεται να πολυμιλάνε. Καλύτερα να κάθονται και να γράφουν.
Ούτως ή άλλως, οι πιο ενδιαφέρουσες στιγμές της βραδιάς ήταν οι ιστορίες που μας αφηγήθηκε ο Όστερ, ιστορίες οι οποίες όμως είναι ήδη καταγεγραμμένες στα βιβλία του, και μάλιστα με πιο αποτελεσματικό τρόπο, αν και είναι γεγονός πως η φωνή του Όστερ είναι υπέροχη. Μόνο που η λογοτεχνία είναι ακριβώς το αντίθετο: να μιλάς σιωπώντας.
Να λοιπόν μια ιστορία, από το Κόκκινο Σημειωματάριο: Ο δεκατετράχρονος Πολ περιπλανιέται στο δάσος με μια ομάδα φίλων από την κατασκήνωση, όταν άξαφνα μια καλοκαιρινή καταιγίδα ξεσπά. Τα παιδιά χάνουν το δρόμο τους και οι αστραπές πέφτουν δίπλα τους. Βρίσκουν ένα βοσκοτόπι, πηγαίνουν προς το βοσκοτόπι (όπου θα είναι πιο ασφαλή) και τη στιγμή που σέρνονται με την κοιλιά κάτω από το συρμάτινο φράχτη, το αγόρι που βρίσκεται ακριβώς μπροστά από τον μικρό Όστερ, κεραυνοβολείται και πεθαίνει ακαριαία. Ο συγγραφέας τη γλιτώνει παρά τρίχα και τούτο το σημάδι της μοίρας θα τον κυνηγά παντοτινά.
Η αλήθεια είναι πως ο Όστερ είναι ένας καλός συγγραφέας (και, βέβαια, όχι ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή συγγραφείς, όπως ειπώθηκε στη συζήτηση, αφού οι μεγάλοι συγγραφείς είναι πάντα νεκροί, καθώς μονάχα μετά το θάνατό τους βλασταίνουν πραγματικά), εξαιρετικά ευγενής και γλυκομίλητος, και νομίζω πως είναι τελικά η ευγένειά του που τον εμποδίζει ν’ αγγίξει τη σκοτεινιά που κουβαλά ο καθένας μας στο στομάχι του.
Γι’ αυτό θα είχε κάποια σημασία, αν ο συνομιλητής του, ο δημοσιογράφος Ηλίας Μαγκλίνης, μετά τις απαραίτητες φιλοφρονήσεις, τον προκαλούσε και λίγο, γιατί κάθε συγγραφέας που βγαίνει απ’ την τρύπα του και εμφανίζεται στο κοινό για να βοηθήσει τις πωλήσεις των βιβλίων του, πρέπει να είναι έτοιμος για οποιαδήποτε πρόκληση. Τότε, ίσως, ο Όστερ, με το πέρας του συμφωνηθέντος χρόνου, να μην σηκωνόταν πρώτος και να μην έφευγε βιαστικά από τη σκηνή.
Μπορεί να είμαι άδικος.
Μπορεί, εκείνη την Τετάρτη, να έφταιγε κυρίως η Στέγη και το αλεξικέραυνό της που τα απορροφάει όλα (πειραματισμό, νεότητα, αυθάδεια) και μας τα δίνει όλα πίσω, χωρίς ηλεκτρισμό. Άλλωστε, ο κουστουμαρισμένος υπάλληλος που μας κατεύθυνε προς τους εξώστες, ενώ εμείς ψάχναμε αγχωμένοι κάπου να καθίσουμε πριν την έναρξη της εκδήλωσης, μας είχε προειδοποιήσει: «Στη Στέγη δεν χάνεται κανείς».
Πράγματι, κανείς.