Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας

Standard

Στο κατάμεστο βιβλιοπωλείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης, στη Θεσσαλονίκη, παρουσιάστηκε στις 31 Οκτωβρίου το βιβλίο του Σπύρου Καράβα Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας (Βιβλιόραμα, 2014). Για το βιβλίο μίλησαν η Βίκυ Καραφουλίδου, η Σία Αναγνωστοπούλου, ο Αλέκος Ζάννας και ο συγγραφέας, με συντονιστή τον διευθυντή του Πολιτιστικού Κέντρου Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ, Γιάννη Επαμεινώνδα. Δημοσιεύουμε στη συνέχεια την εισήγηση του Σπύρου Καράβα.

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Από το εξώφυλλο του βιβλίου του Σπύρου Καράβα

Από το εξώφυλλο του βιβλίου του Σπύρου Καράβα

Ευχαριστώ τους φίλους και συναδέλφους για τα καλά τους λόγια. Και βεβαίως ευχαριστώ όσους είχαν την πρωτοβουλία για την εκδήλωση αυτή, το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης που μας φιλοξενεί στο βιβλιοπωλείο του και όλους εσάς που ανταποκριθήκατε στην πρόσκληση και είστε εδώ μαζί μας. Μακάρι να μπορούσα να ευχαριστήσω και τον Άγγελο Ελεφάντη για όσα το βιβλίο αυτό και ο συγγραφέας του τού χρωστούν.

Η επιλογή να παρουσιαστεί τούτο το βιβλίο στη Θεσσαλονίκη δεν είναι τυχαία. Είναι συνειδητή επιλογή που εκπορεύεται τόσο από το περιεχόμενό του, όσο και από την όλη ερευνητική περιπέτεια. Σίγουρα στη συνέχεια θα καταλάβετε γιατί.

Μια και ο λόγος είναι απόψε για Ιστορία, θα σας αφηγηθώ μια μικρή ιστορία, καθόλου ανεκδοτολογική και καθόλου πρωτότυπη. Ξέρετε οι ιστορικοί έχουν την αποκοτιά να μην τους αρέσουν τα πρωτότυπα πράγματα, τα σπάνια, τα εντυπωσιακά. Προτιμούν μικρές ιστορίες, στιγμιότυπα θα έλεγα που επαναλαμβάνονται, που αποτελούν κοινούς τόπους και ως εκ τούτου περνούν απαρατήρητα. Και προτιμούν αυτές τις ταπεινές ιστορίες, καθώς δείχνουν με περισσότερη ακρίβεια το στίγμα μια εποχής, μιας κοινωνίας, ενός τόπου.

Λοιπόν, μια φορά και έναν καιρό, ένα μελετητής ομοεθνής μας ζήτησε την άδεια από το Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών να συμβουλευτεί ένα φάκελο. Δεν έψαχνε τίποτα το ιδιαίτερα σημαντικό. Ήθελε απλώς να ταυτίσει ένα όνομα — αξιωματικού για την ακρίβεια, που υπηρετούσε, το 1905, μεσούντος του Μακεδονικού Αγώνα, στο Προξενείο Θεσσαλονίκης. Τέσσερις μήνες αργότερα το αίτημά του ικανοποιήθηκε και του δόθηκε η άδεια να εισέλθει για έρευνα στο αναγνωστήριο του Αρχείου. Όμως ο φάκελος που είχε ζητήσει δεν του δόθηκε. Η δικαιολογία ήταν ότι «επαναταξινομείται» το περιεχόμενό του.

Εν αναμονή, και για να μη χάνει τον καιρό του, ο μελετητής ξεκίνησε να ερευνά άλλους φακέλους, που πιθανόν να του έδιναν την ποθητή απάντηση. Ήταν Φεβρουάριος του 1997. Η έρευνα, χωρίς να αποδώσει ως προς το αρχικό ερώτημα, επέφερε σωρεία αποριών που ζητούσαν κι αυτές με τη σειρά τους να απαντηθούν. Έτσι η αναμονή μέχρι την ολοκλήρωση της ταξινόμησης κύλησε εποικοδομητικά.

Πέρασαν δυο χρόνια. Τέλη Φεβρουαρίου του 1999 νέα αίτηση για τον φάκελο του 1905. Η απάντηση από την αρμόδια προϊσταμένη του Αρχείου αυτή τη φορά ήταν κοφτή: «Ο φάκελος μελετάται από την πολιτική Υπηρεσία του Υπουργείου». Ο τόνος της φωνής της, πέρα από τη συνηθισμένη παγερή αυστηρότητα, είχε κάτι το τραγικό, που έκανε τον ερευνητή μας να νοιώσει ένοχα. Σκέφτηκε αμέσως πως κάτι τρομερό είχε συμβεί το 1905 στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης που εκείνος, ως μη έδει, το αγνοούσε. Δεύτερες όμως σκέψεις τον ηρέμησαν. Αν και έμεινε με την απορία, καθώς γνώριζε ότι ο τότε προϊστάμενος της πολιτικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γιώργος Ανδρέα Παπανδρέου, ως υπουργός αλλά και ως επιστήμων –κοινωνιολόγος γαρ– ενδιαφερόταν περισσότερο για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση παρά για τα κιτρινισμένα χαρτιά, και βέβαια για το μέλλον του έθνους και όχι για το παρελθόν, όπως ορισμένοι μεμψίμοιροι ιστορικοί. Απάντηση πάντως ικανοποιητική δεν μπόρεσε να δοθεί σε αυτή τη νέα τροπή των πραγμάτων.

Στο μεταξύ ο ερευνητής μας άπλωσε την περιέργειά του τόσο χρονικά όσο και γεωγραφικά. Για να γίνει η ματιά του πιο σφαιρική, η εξεταζόμενη περίοδος επεκτάθηκε πενήντα χρόνια εκατέρωθεν του 1905. Συγχρόνως στράφηκε και σε άλλα αρχεία που διέθεταν αντίστοιχο υλικό το οποίο μπορούσε δυνάμει να φωτίσει τόσο το αινιγματικό έτος 1905 όσο και τις λοιπές απορίες που διαρκώς γεννιόντουσαν, και δεν ήταν λίγες. Επιπλέον συνδύασε την επιτόπια έρευνα με την αρχειακή· με μια κρυφή ελπίδα: πως οι περιηγήσεις του στα βουνά και τους κάμπους, τις πόλεις και τα χωριά της Μακεδονίας θα του αποκάλυπταν μιαν άλλη Αμφίπολη, που ως γόρδιος δεσμός θα έλυνε δια μαγείας τη σωρεία των αναπάντητων ερωτημάτων. Γνώρισε έτσι ανθρώπους του τόπου, με απαγορευμένες αναμνήσεις, με επιθυμίες δίχως λόγια, με άναρθρα τραγούδια, με αχαρτογράφητες ζωές, με την απορία στα μάτια. Η συμβολή τους υπήρξε καθοριστική για την κατανόηση του μακεδονικού ψηφιδωτού. Ήταν ξεκάθαρο πλέον ότι η μικροϊστορία, η ιστορία των ανθρώπων αμφισβητούσε, ή πιο σωστά κονιορτοποιούσε το επίσημο, εμπεδωμένο και ισοπεδωτικό αφήγημα της μεγάλης ιστορίας για την νεοελληνική κοινωνία του 20ού αιώνα. Το ταξίδι κυριολεκτικά και μεταφορικά, γινόταν ολοένα και πιο συγκλονιστικό.

Όσο για τον περιώνυμο φάκελο του Υπουργείου, η απάντηση στον γρίφο θα δοθεί de facto το 2000. Ο φάκελος επιτέλους θα φτάσει στα χέρια του επίμονου ερευνητή, αλλά σε ελεεινή κατάσταση. Από τους πέντε υποφακέλους που τον απάρτιζαν είχε επιζήσει μόνον ένας. Κι αυτός ισχνός και άχρηστος, καθώς περιείχε υπηρεσιακές σημειώσεις της καθημερινής γραφειοκρατίας. Οι υπόλοιποι τέσσερεις υποφάκελοι είχαν εξαφανιστεί, προφανώς από τις αδιάκοπες μετακινήσεις στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Υπουργείου. Οι δε τίτλοι των λανθανόντων υποφακέλων, που είχαν διαγραφεί με στυλό bic από το περίβλημα του φακέλου, εμπεριείχαν ένα κοινό στοιχείο: αφορούσαν όλοι την τουρκική απογραφή του 1905 στα μακεδονικά βιλαέτια. Ο γρίφος είχε λυθεί.

Ήταν προφανές ότι οι τουρκικές αρχές που διεξήγαγαν τη συγκεκριμένη απογραφή είχαν διαπράξει σειρά παρατυπιών, που αν γινόντουσαν γνωστές, έναν αιώνα μετά, θα εξέθεταν ανεπανόρθωτα την οθωμανική διοίκηση στο σημερινό ελληνόγλωσσο κοινό. Ένα κοινό που όπως γνωρίζουμε ως διψώσα έλαφος αδειάζει καθημερινά τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Συνάμα θα υπονομευόταν σοβαρά η ελληνοτουρκική προσέγγιση, με κίνδυνο μάλιστα νέου διπλωματικού επεισοδίου, ύστερα από εκείνο των Ιμίων, το 1996.

Βέβαια οι αρμόδιοι του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, τόσο της αρχειακής όσο και της πολιτικής Υπηρεσίας, αγνοούσαν κάτι πολύ σημαντικό που γνώριζε πλέον ο ερευνητής μας. Αγνοούσαν, δηλαδή, ότι σε άλλους φακέλους διάσπαρτα υπήρχαν πάμπολλα έγγραφα για τη συγκεκριμένη απογραφή, το ίδιο και σε άλλα αρχεία, δημόσια ή ιδιωτικά, με ελεύθερη πρόσβαση. Συνεπώς η όλη κρυψίνοια του Υπουργείου δεν μπορούσε να προστατέψει ούτε την υστεροφημία των Οθωμανών ούτε την όποια διπλωματική στρατηγική.

Θα πρέπει όμως εδώ να σημειώσω, προς αποφυγήν παρανοήσεων, ότι εξετάζοντας το όντως πλούσιο αυτό υλικό, δεν υπέπεσε στην αντίληψη του ερευνητή μας η παραμικρή παρατυπία εκ μέρους των τουρκικών αρχών είτε του ελληνικού προξενείου Θεσσαλονίκης, το οποίο, με υψηλό αίσθημα ευθύνης και μέσα σε ένα πνεύμα αλτρουισμού, συνέτρεχε τις τουρκικές επιτροπές προκειμένου η όλη διαδικασία να διεξαχθεί με υποδειγματικό τρόπο. Αν κάποιον εκθέτει αυτή η απογραφή, η οποία κράτησε κάμποσους μήνες, σχεδόν ένα χρόνο, είναι τους Χριστιανούς κατοίκους της Μακεδονίας. Κι αυτό γιατί οι περισσότεροι, δηλαδή 8 στους 10 περίπου, αρνιόντουσαν πεισματικά να απογραφούν ως ρουμ ορτοντόξ. Δηλαδή ως Έλληνες ορθόδοξοι. Ευτυχώς όμως ο πειστικός λόγος των τούρκων ζαπτιέδων καθώς και η απλόχερη ενίσχυση του ελληνικού προξενείου προς τους χειμαζόμενους χριστιανικούς πληθυσμούς απέδωσε το ποθούμενο. Έτσι σώθηκε το image της Μακεδονίας και δεν αλλαξοπίστησε μέγα τμήμα του ορθόδοξου πατριαρχικού ποιμνίου. Ας είναι. Τέλος καλό, όλα καλά.

Μ΄ αυτά και μ’ αυτά ο μελετητής μας, που ξεκίνησε ανυποψίαστος το 1997 να ψάχνει μια ελάσσονα πληροφορία, βρέθηκε μετά από μερικά χρόνια να έχει μάθει αρκετά Μυστικά που η δημόσια ιστορία, ή αν θέλετε η ιδεολογικοποιημένη ιστορία, τα σερβίριζε και τα σερβίρει ως αθώα Παραμύθια στους ανυποψίαστους ρουμ ορτοντόξ.

Γι’ αυτήν την ιστορία-θεραπαινίδα σκοπιμοτήτων, που παραμένει κυρίαρχη βιβλιογραφικά, ο Φίλιππος Ηλιού έλεγε κάτι που συχνά πυκνά έρχεται στο μυαλό όσων καταπιάνονται με την ιστορία-πρόβλημα: «η ιστορία, έλεγε, είναι ένα χωράφι στο οποίο ο καθένας νομίζει ότι μπορεί να κάνει την ανάγκη του». Αυτό ακριβώς συνέβη και συνεχίζει κατά κόρον να συμβαίνει με την ιστορία της Μακεδονίας.

Σε πείσμα, λοιπόν, αυτής της κυρίαρχης πρακτικής γράφτηκε το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Στην πόλη που χρειάστηκαν δύο βαλκανικοί πόλεμοι, ένας παγκόσμιος, ο πρώτος, η προσφυγική πλημμυρίδα και το ολοκαύτωμα των Εβραίων ώστε το ποθούμενο να μην αποτυπώνεται μόνο στα χαρτιά αλλά να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που οφείλουμε να αναστοχαστούμε, και αντί να τη φοβόμαστε, να επιζητούμε να την κατανοήσουμε κριτικά και δημιουργικά. 

Ο Σπύρος Καράβας διδάσκει σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s