Η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να ανακτήσει τη δημόσια γη και να προσπαθήσει να τη μετεξελίξει σε κοινή κτήση
συνέντευξη του Κωστη Χατζημιχαλη στη Μαρία Καλαντζοπούλου
Με την ευκαιρία του βιβλίου του «Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης» στη σειρά Ριζοσπαστική σκέψη, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΨΜ

Έργο του Στάθη Ανδρουτσάκη
Θα ξεκινήσω την κουβέντα από κάτι που θεωρώ πολύ ενδιαφέρον: την εξήγηση που δίνεις στο βιβλίο για το πώς το εγχείρημα υφαρπαγής της γης εγγράφεται σε ένα παγκόσμιο εγχείρημα αναδιάρθρωσης της συσσώρευσης και άσκησης βιοπολιτικής εξουσίας – κάτι το οποίο, μολονότι εκφάνσεις του που αφορούν την επίθεση στην ιδιωτική και δημόσια γη είναι αισθητές σχεδόν σε όλους, ως συνολικό εγχείρημα δεν είναι προφανές, συχνά ούτε για την Αριστερά.
Νομίζω ότι, στη «θεσμική Αριστερά» –και εννοώ την Αριστερά που είναι οργανωμένη σε πολιτικά κόμματα–, δεν είναι κατανοητή η σημαντική αλλαγή που συνέβη στην Ελλάδα από τα μέσα-τέλη της δεκαετίας του ’80, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο πολύ νωρίτερα: η σταδιακή υπερίσχυση εκείνων των κλάδων της οικονομίας οι οποίοι δίνουν κέρδη χωρίς να βασίζονται σε παραγωγικές επενδύσεις. Δηλαδή, δίνουν κέρδη υπό τη μορφή ενοικίων. Ενοίκιο με την έννοια της προσόδου: από μετοχές, από άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, από ασφάλειες, από real estate και γαιοπρόσοδο από επενδύσεις σε γη, οι οποίες έχουν εκτιναχθεί παγκοσμίως από τη δεκαετία του ’80 και σ’ εμάς, στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του ’90.
Αυτό όμως, συνοδεύεται από έναν πολύ μεγάλο περιορισμό της φορολογικής βάσης στα εθνικά κράτη, γιατί όλα αυτά τα κέρδη έχουν τη δυνατότητα να αποκρύβονται ή να μεταφέρονται σε φορολογικούς «παραδείσους» κλπ. Παράλληλα, βλέπουμε μια σταδιακή απομείωση των παραγωγικών κλάδων –πάντοτε ως ποσοστιαία συμμετοχή στο ΑΕΠ–, όπως η βιομηχανία, η γεωργία, η ενέργεια, οι επενδύσεις σε δημόσια έργα κλπ. Το δημόσιο χρέος που προκύπτει συνιστά, με τη σειρά του, έναν μηχανισμό πολιτικού ελέγχου, έναν μηχανισμό αναδιανομής εισοδημάτων σε μια κατεύθυνση φτωχοποίησης του πληθυσμού και άσκησης της γεωπολιτικής εξουσίας. Αυτό, πιστεύω, φωτίζει με έναν διαφορετικό τρόπο τη σημασία της γης όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα, και ιδιαίτερα της γης που δημιουργεί γαιοπρόσοδο. Γιατί με αυτό τον τρόπο συμβάλλει στη δημιουργία κερδών από μη δεδουλευμένη εργασία, κερδών, δηλαδή, τα οποία δεν έχουν προέλθει από κάτι συσχετισμένο με την παραγωγή. Και εκεί νομίζω εγγράφεται σήμερα η άνοδος της σημασίας της γης ως υποδοχέα επενδύσεων πλέον καθαρά κερδοσκοπικού χαρακτήρα από πολύ μεγάλες επιχειρήσεις και, κυρίως –αυτό που αλλάζει πάρα πολύ το υπόδειγμα των επενδύσεων σε γη– από τους λεγόμενους «θεσμικούς επενδυτές». Είναι παγκόσμια τάση. Η Ελλάδα δεν εξαιρείται από αυτήν, απλώς είχε μια χρονική καθυστέρηση και σήμερα, η τάση αυτή συμπίπτει με την κρίση χρέους η οποία επιταχύνει τις διαδικασίες υφαρπαγής κυρίως δημόσιας γης.

Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας,
«Οπωροπωλείον “O Απόλλων”», 1939
Προχωρώντας, τώρα στον προβοκατόρικο, αν μου επιτρέπεις, τίτλο «Το κεφάλαιο επιστρέφει στη γη», θα σε ρώταγα: «Και πότε έφυγε;».
Δεν έφυγε ποτέ. Έβαλα τον τίτλο, όπως λες προκλητικά, γιατί επιστρέφει στη γη με ένα διαφορετικό τρόπο. Ένα παράδειγμα: Οι περιφράξεις που έκαναν οι γαιοκτήμονες, από τον 16ο αιώνα και μετά, προφανώς χρησιμοποιούσαν τη γη έχοντάς την αποκόψει από τα κοινά· την έκαναν με βία ιδιωτική. Ο Άνταμ Σμιθ και αργότερα βέβαια με κριτικό τρόπο ο Μαρξ υπογραμμίζουν τη διαφοροποίηση μεταξύ εισοδημάτων που προέρχονται από την παραγωγή, από ενοίκια και από τόκους. Σήμερα, ενώ έχουμε ακόμα τη μεγάλη γαιοκτησία –και παράλληλα τη μικρή ιδιοκτησία, η οποία έχει μεγάλη σημασία στην ελληνική περίπτωση– το κεφάλαιο επιστρέφει στη γη ακολουθώντας σειρά τάσεων, σε παγκόσμιο επίπεδο, που βλέπουμε να εφαρμόζονται και στην Ελλάδα. Μπορούμε να τις κατατάξουμε σε δυο μεγάλες ομάδες. Η πρώτη αφορά τις μορφές κεφαλαίου που επενδύουν σε γη, ενώ η δεύτερη τους κλάδους και τις διαδικασίες με τις οποίες γίνονται αυτές οι επενδύσεις, καθώς και τις πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες, τις οποίες προϋποθέτουν.
Ποιοι επενδύουν στη γη; Εκτός από τους κλασικούς μεγαλοκεφαλαιούχους, έχουμε την εμφάνιση των θεσμικών επενδυτών. Ολόκληρα κράτη υφαρπάζουν σήμερα τεράστιες εκτάσεις γης στην Αφρική, είτε για την άμεση παραγωγή τροφής για τους κατοίκους τους είτε για να έχουν απόθεμα στο μέλλον. Επίσης, τράπεζες, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία. Τα σουηδικά συνταξιοδοτικά ταμεία, π.χ., αγοράζουν τεράστιες ιδιωτικοποιημένες δημόσιες εκτάσεις στις πρώην ανατολικές χώρες. Το ίδιο κάνουν και το MIT, το Harvard, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια: αγοράζουν μισοτιμής εκτάσεις στη Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Αυστραλία. Και, τέλος, εργαστήρια ιατροφαρμακευτικών εταιρειών ή πανεπιστημίων που υφαρπάζουν γη για να έχουν το δικαίωμα του ελέγχου της βιοποικιλότητας σε περιοχές όπου υπάρχουν μεγάλα φυσικά αποθέματα. Αυτή λοιπόν η πολυμορφία των επενδυτών δεν υπήρχε παλιά. Είναι κάτι που συμβαίνει στα τέλη του 20ού-αρχές του 21ου αιώνα. Συνέχεια ανάγνωσης →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...