O πόνος και το δίκαιο

Standard

Ο Κ. Μητσοτάκης, η Ντ. Μπακογιάννη, ο Κ. Μπακογιάννης και το νομοσχέδιο του Υπ. Δικαιοσύνης

 του Στρατή Μπουρνάζου

Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον Κώστα Μπακογιάννη και την Ντόρα Μπακογιάννη ασχολήθηκαν πολύ, τις τελευταίες μέρες, τα μέσα ενημέρωσης — όπως και κάθε φορά που έρχεται στο προσκήνιο ένα θέμα σχετικό με την τρομοκρατία. Αυτή τη φορά, ήταν το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης. Έγραφα εδώ πριν δυο βδομάδες, και το έχουν γράψει και αρκετοί άλλοι πόσο θλιβερό είναι πως, από όλο τον πλούτο του νομοσχεδίου, τη συζήτηση από πλευράς της Ν.Δ. την μονοπωλεί ένα επιχείρημα: «Ο Ξηρός, ο Ξηρός, ο Ξηρός». Είναι κρίμα, γιατί η αντιπαράθεση, ακόμα και από συντηρητικής πλευράς, θα μπορούσε να γίνει με όρους ουσιαστικούς και όχι με έναν μπαμπούλα. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μου σήμερα. Περνάω λοιπόν αμέσως, χωρίς περιστροφές,  στο θέμα μου, ένα θέμα που με βασανίζει καιρό: Όταν οι τρεις παραπάνω μιλάνε για την τρομοκρατία, πώς τους αντιμετωπίζουμε; Έχω ακούσει όλη την γκάμα των απαντήσεων: με  συμπόνια και σεβασμό για τον πόνο τους μέχρι την αδιαφορία ή και ενόχληση για τη δημόσια έκθεση του πόνου τους.

Ibrahim Yıldız – Broken Memory II, 2010

Για μένα, καταρχάς, με σεβασμό και συμπόνια. Όταν ενός παιδιού στα έντεκά του δολοφονείται ο πατέρας του, δεν δικαιούμαστε να προσπεράσουμε το βάρος του γεγονότος και του βιώματος. Είναι απάνθρωπο. Και θεωρώ λάθος να θυμηθούμε, εδώ, την υπόθεση Siemens, την ιστορία της οικογένειας Μητσοτάκη ή το ότι η Ντόρα χαριεντιζόταν στη Βουλή με τον Η. Παναγιώταρο (τα έχω ακούσει όλα αυτά στη σχετική κουβέντα). Μπορούμε να τα λέμε σε πολλές άλλες συζητήσεις, όχι σε αυτήν. Μια γυναίκα που δολοφονούν τον άντρα της, δυο παιδιά που μένουν ορφανά: ο πόνος είναι αναμφισβήτητο· δεν σχετικοποιείται ούτε από την ταυτότητα όσων τον ένιωσαν ούτε από τη διαδρομή τους ούτε, ακόμα ακόμα, από τη χρήση που του κάνουν. Αν χρειάζεται, ας καταγγείλουμε τη χρήση· ας μην σχετικοποιούμε όμως τον πόνο. Στο κάτω κάτω, ποιοι είμαστε για να το κάνουμε;

Πάμε παρακάτω. Μπορεί αυτός ο ανείπωτος πόνος να είναι επιχείρημα υπέρ  ή κατά μιας ή άλλης πολιτικής; Κατά τη γνώμη μου επ’ ουδενί.  Όχι επειδή τα θύματα υποχρεούνται να συγχωρούν (βέβαια, το να δείχνεις συμπόνια, ακόμα και μονομερώς, απέναντι σε έναν βαριά ανάπηρο σε τιμάει, είναι ανθρωπιά, δεν έχει σχέση με τη λήθη — ωστόσο, και πάλι, ποιος είμαι εγώ που θα κάνω τον τροχονόμο των συναισθημάτων;). Και η συγχώρεση και η μη συγχώρεση, και το μίσος είναι δικαίωμα. Όλοι όσοι έχασαν έναν δικό τους άνθρωπο δικαιούνται να μη συγχωρούν. Το πρόβλημα είναι άλλο.

Πρώτον, η Ντ. Μπακογιάννη, ο Κ. Μπακογιάννης και ο Κ. Μητσοτάκης τοποθετούνται ως δημόσια πρόσωπα, όχι ως συγγενείς και σύλλογος θυμάτων τρομοκρατίας. Με αυτό το κριτήριο πρέπει να τοποθετηθούν και να κριθούν.

Δεύτερον, η εμπειρία του πόνου τους μπορεί να μας είναι πολύτιμη για το πώς βιώνει κανείς τον πόνο, πώς τον επεξεργάζεται, πώς τον ξεπερνάει ή δεν τον ξεπερνάει, όχι όμως στη θεσμική συζήτηση για το ποιοι αποφυλακίζονται, ποια η τύχη των βαριά αναπήρων. Μπορούμε να διανοηθούμε, αντίστοιχα, διαβουλεύσεις –και μάλιστα σε ατομικό επίπεδο– με όσους έπεσαν θύματα κλοπής, εμπρησμού κ.ο.κ.; Με άλλα λόγια, η νομοθέτηση δεν είναι διαπροσωπικό θέμα συνεννόησης μεταξύ θύτη και θύματος (ή συγγενών). Αν αύριο λ.χ. οι συγγενείς των θυμάτων πουν ότι συγχωρούν τους δολοφόνους, αυτό θα ήταν ένα σπουδαίο διάβημα προς την κοινωνία — θετικό ή αρνητικό, ας το κρίνει ο καθένας. Ωστόσο, δεν θα συνεπαγόταν την απελευθέρωση των καταδικασθέντων. Η θεσμοθέτηση διατάξεων δεν εξαρτάται από τη συχώρεση ή τη μη συχώρεση των θυμάτων και των απογόνων τους. Αλλιώς πάμε πολύ πίσω.

ΥΓ. Αντιγράφω ένα παλιό  ποστ του σπουδαίου ποιητή Μανόλη Ξεξάκη, στο facebook:

«Ζεστό Σάββατο Αυγούστου 1997. Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Με παίρνει ο Μίμης (Ναι, ο Σουλιώτης ζωντανός).

— Ρε συ, την έχουνε κάνει όλοι. Κάποιος όμως πρέπει να πάει για φαγητό τον πρωθυπουργό (;) του κρατιδίου Βάδης-Βυτεμβέργης. Εγώ γυρνώ Φλώρινα.

— Εντάξει, τον πάω εγώ.

Τον πήγα στο Μαϊάμι. Παραγγέλνω τση ψαρούκλες. Πίνουμε μια, πίνουμε δυο, στην τρίτη πετάχτηκα απάνω.

— Δεν είμαστε φίλοι. Σηκώσατε τον παππού μου τον Κουμιωτοκωσταντή, 80 χρονώ, στο Παγκαλοχώρι Ρεθύμνης, από το κρεβάτι και τον εκτελέσατε.

Προβληματίστηκε. Ήταν άνθρωπος σεμνός.

— Συγγνώμη, είπε […].

— Δεν υπάρχει συγγνώμη, κύριε. Οι θηριωδίες δεν κλείνουν με συγγνώμες. Ας τρέχουν σαν ανοιχτές πληγές. Μέχρι και μετά το θάνατο.

Φάγαμε τη σύνα… αμίλητοι. Άπιοτοι. Δεν είναι καλό το γάντι του μίσους. Το σήκωσα.
Ούτε εκείνοι, ούτε εμείς οι κακοί. Το ανθρώπινο γένος είναι».

***

Παράθεσα το κομμάτι (παρά τις μεγάλες διαφορές με αυτό που συζητάμε) για δυο λόγους. Πρώτον, το βρίσκω συγκλονιστικό, αφηγηματικά και ανθρώπινα. Δεύτερον,  γιατί, παρά ταύτα,  σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να  αποτελεί, ασφαλώς, κριτήριο για την πολιτική της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας (όπως δείχνει και ο τρόπος που το κλείνει ο Μ. Ξεξάκης, άλλωστε).

Μια σκέψη σχετικά μέ το “O πόνος και το δίκαιο

  1. Πίνγκμπακ: O πόνος και το δίκαιο | Ελεύθερη Λαική Αντιστασιακή Συσπείρωση

Σχολιάστε