Μετά την τραγωδία Μπορεί να αλλάξει η ευρωπαϊκή πολιτική στα σύνορα;

Standard

του Βασίλη Παπαστεργίου

«Γιατί τώρα έρχονται 10.000 καινούργιοι πρόσφυγες ή μετανάστες; Έχει αλλάξει κάτι στη Συρία τις τελευταίες εβδομάδες; Όχι. Μάλλον καλύτερα πάνε τα πράγματα […] Αυτό που άλλαξε είναι η ρητορική της κυβέρνησης. Οι συγκρούσεις των αρμοδίων υπουργών, η Αμυγδαλέζα, το λάθος μήνυμα, ότι εάν έρθεις στην Ελλάδα θα βρεις εύκολα τρόπο να φύγεις και να πας στη Γερμανία, στη Σουηδία. Άρα έλα στην Ελλάδα, άρα να η πρόσκληση προς τους διακινητές μεταναστών-προσφύγων».

(Ευάγγελος Βενιζέλος, συνέντευξη στονAlpha, 19.4.2015)

Ρενέ Μαγκρίτ, «Διάλειμμα», 1927-28

Ρενέ Μαγκρίτ, «Διάλειμμα», 1927-28

Η όξυνση του προσφυγικού ζητήματος και οι θάνατοι στη Μεσόγειο ήρθαν να μας υπενθυμίσουν με εμφατικό τρόπο ότι μπορεί η ατελείωτη διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς» να δείχνει ότι υπερκαθορίζει τα πάντα, ταυτόχρονα όμως υπάρχουν μείζονα πολιτικά ζητήματα πανευρωπαϊκής σημασίας που δεν υπάγονται στη στενά νοούμενη σφαίρα της οικονομίας. Η τραγωδία με τους 700 νεκρούς στα ανοιχτά της Λιβύης σηματοδότησε, επιπλέον, τη χρεοκοπία δύο δοξασιών που είχε επιχειρηθεί να επιβληθούν στον δημόσιο λόγο, τις αμέσως προηγούμενες ημέρες.

α) Κατέρρευσε η θεωρία ότι η αλλαγή της μεταναστευτικής πολιτικής στη χώρα μας λειτουργεί σαν μαγνήτης για την προσέλευση προσφύγων και μεταναστών. Οι αυξημένες ανθρώπινες ροές προς την Ιταλία είναι φανερό ότι διέψευσαν πλήρως τις φωνές εκείνες που, είτε από εμφανή υστεροβουλία είτε από άγνοια, αποφάνθηκαν ότι οι ροές των προσφύγων και των μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική μπορεί να εξαρτώνται π.χ. από… την κατάσταση στην Αμυγδαλέζα (συνέντευξη Ευ. Βενιζέλου στην τηλεόραση του Alpha, 19.4.2015), και όχι από τις δραματικές γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, δηλαδή την πλήρη αποσταθεροποίηση της κατάστασης στη Συρία και τη Λιβύη.

β) Η δημόσια συζήτηση, σε μεγάλο βαθμό, επικεντρώθηκε (όπως όφειλε σε κάθε περίπτωση) στο ζήτημα της διάσωσης των ανθρώπινων ζωών. Από αυτή τη σκοπιά, απομονώθηκαν οι φωνές εκείνες οι οποίες –στο όνομα μιας κάποιας αποτελεσματικότητας– ζητούσαν τη γενίκευση των απωθήσεων στη θάλασσα, αποσιωπώντας ότι αυτού του τύπου οι πρακτικές ενέχουν τον κίνδυνο της τραγωδίας. Αυτός ο νέος προσανατολισμός της συζήτησης είναι μια μικρή νίκη για την κυβέρνηση, ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι δεν είναι πολύ μακρινές οι ημέρες που τέως βουλευτής της Ν.Δ. (Θάνος Πλεύρης) ζητούσε νεκρούς στα σύνορα.

Αφήνοντας κατά μέρος τις πιο πάνω απόψεις, που άλλωστε δεν έχουν άλλες αξιώσεις από την τροφοδοσία της εγχώριας μικροπολιτικής συζήτησης, παρατηρούμε ωστόσο, η διάρκεια της επίδρασης αυτού του τραγικού συμβάντος στις ευρωπαϊκές ελίτ είναι αμφίβολη. Οι τραγωδίες αυτές συνήθως προκαλούν μια «εφήμερη σοφία», μια στιγμιαία συνειδητοποίηση της κρισιμότητας των περιστάσεων έως ότου η συγκυρία επιτρέψει τη στροφή της προσοχής της κοινής γνώμης σε άλλα θέματα και την επάνοδο των κυβερνήσεων στη λογική της καταστολής.

 Εν προκειμένω, η ευρωπαϊκή απάντηση που δόθηκε από τη Σύνοδο Κορυφής επιχειρεί να συνδυάσει την κυρίαρχη πολιτική της καταστολής (καταστροφή σκαφών, πόλεμος στους διακινητές) με κάποιες αναπροσαρμογές στην ευρωπαϊκή πολιτική (έκτακτη βοήθεια προς τις χώρες του Νότου, συζήτηση για αλλαγή κατανομής του βάρους).

Πρόκειται για ανεπαρκή απάντηση, καθώς έρχεται να αναμετρηθεί με γεωπολιτικές εξελίξεις που υπερβαίνουν, κατά πολύ, τον σχεδιασμό της ευρωπαϊκή ελίτ. Η διάλυση της συνοχής σημαντικών χωρών (Συρία, Λιβύη, Ιράκ κλπ.), η ανάπτυξη μορφωμάτων όπως το Ισλαμικό Κράτος και η συνεχιζόμενη ακραία ανισότητα του επιπέδου ζωής στην Ευρώπη σε σχέση με την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν το ρεύμα της φυγής, τόσο με πρόσφυγες όσο και με οικονομικούς μετανάστες. Απέναντι σε αυτή την τάση η Ευρώπη στέκεται φοβισμένη και αμήχανη — δικαιολογημένα εν μέρει, καθώς ο αριθμός των εισερχόμενων στο ευρωπαϊκό έδαφος δεν είναι μικρός. Βέβαια, αν προχωρήσουμε λίγο πέρα από αυτό το –σχεδόν προφανές– επίπεδο, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για μια στάση βαθιά φοβική και, εν τέλει, αδρανή: από αυτή απουσιάζει όχι μόνο η αλληλεγγύη, αλλά ακόμα και η υπόνοια ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες μπορούν να ανανεώσουν τη «γηραιά ήπειρο», όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν.

Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ πυροδότησε ένα κύμα ενθουσιασμού στους ανθρώπους της Αριστεράς αλλά και της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας σε όλο τον κόσμο. Ο ενθουσιασμός κατέλαβε και ανθρώπους από άλλα ρεύματα (οικολογία, αντιεξουσιαστές κλπ). Κυρίως λόγω της δυσκολίας και της αβεβαιότητας της παρούσας φάσης, που πυροδοτεί η καθήλωση της διαπραγμάτευσης, αλλά και εξαιτίας της –δυσκολοχώνευτης για την ευρωπαϊκή Αριστερά– συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ, καθώς και κάποιων ιδιαίτερα άστοχων δηλώσεων υπουργών, που είχαν αντίκτυπο στο εξωτερικό, ο ενθουσιασμός αυτός έχει κάπως υποχωρήσει.

Από αυτή τη σκοπιά, η όξυνση του προσφυγικού ζητήματος παρέχει στην ελληνική κυβέρνηση τη δυνατότητα να αποτελέσει την αιχμή μιας αριστερής συνείδησης της Ευρώπης, επαναφέροντας στη δημόσια συζήτηση έννοιες που δεν περιέχονται στη δέσμη των μέτρων που ενέκρινε η Σύνοδος Κορυφής. Η συζήτηση για μια πιο προωθημένη πολιτική ένταξης στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών, η εξασφάλιση νόμιμων διόδων για τη μετακίνηση των μεταναστών και των προσφύγων και ταυτόχρονα η ανάληψη πρωτοβουλιών για την ενίσχυση των πληθυσμών των μεταναστών στις χώρες της καταγωγής τους, μπορούν να αποτελέσουν ένα σινιάλο ότι η Αριστερά δεν διεκδικεί μόνο τον τερματισμό της λιτότητας, αλλά διατυπώνει μια ριζικά διαφορετική πολιτική για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς αν, με αυτό τον τρόπο, η «εθνική μας μοναξιά» στη διαπραγμάτευση θα γίνει μικρότερη· ωστόσο είναι σίγουρο ότι μια τέτοια διακριτή στάση της Ελλάδας θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τις κινήσεις αλληλεγγύης, τα κινήματα, την Αριστερά και τον προοδευτικό κόσμο σε όλη την στην Ευρώπη. Για όσους επιμένουν στη δυνατότητα μιας πολιτικής μαζών, αυτό δεν είναι λίγο.

Ο Βασίλης Παπαστεργίου είναι δικηγόρος, μέλος του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.

Σχολιάστε