της Δέσποινας Μπίρη
Πολλές φορές τον τελευταίο καιρό, ιδιαίτερα ενόψει της σύναψης νέου Μνημονίου, έχει τονιστεί η ανάγκη ενίσχυσης των δομών αλληλεγγύης ως ανάχωμα στους επαχθείς όρους που επιβλήθηκαν. Αυτή η ενίσχυση άλλοτε προεξοφλεί και άλλοτε όχι την ιδεολογική σύμπλευση των αλληλέγγυων δομών και πρωτοβουλιών με τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση. Με αφορμή κάποιες εισηγήσεις στο συνέδριο «Democracy Rising», που οργάνωσε πρόσφατα το GCAS στην Αθήνα, θεωρώ χρήσιμο να εμβαθύνουμε στη σημασία που οι ίδιοι οι αλληλέγγυοι δίνουν στη δράση τους και στο ιδεολογικό πρόσημο που αυτή ίσως έχει.
Ας ξεκινήσουμε με την παρουσίαση, στο συνέδριο, εκτενών ανθρωπολογικών μελετών που πραγματοποιήθηκαν και πραγματοποιούνται σε αλληλέγγυες δομές, στην Ελλάδα, τα χρόνια της κρίσης. Οι ομιλητές (Δημήτρης Θεοδοσόπουλος, Χιθ Κάμποτ, Ανδρομάχη Παπαϊωάννου, Θόδωρος Ρακόπουλος) διαπίστωσαν ότι η πολιτικοποίηση της δράσης και της έμπρακτης προσφοράς δεν μπορεί να προεξοφληθεί. Και τόνισαν ότι οι ίδιοι οι αλληλέγγυοι συχνά αποφεύγουν να εντάξουν τη δράση τους στην πολιτική ή κομματική τους ταυτότητα. Ένα ερώτημα που αποτέλεσε κοινό σημείο αναφοράς σε όλες τις εισηγήσεις της συνεδρίας αυτής αφορά τη σχέση μεταξύ κρατικών και αλληλέγγυων δομών. Μερίδα αλληλέγγυων υποστηρίζουν ότι ιδεολογικά είναι αντίθετοι στην υποβοήθηση ή και αντικατάσταση του κράτους από αλληλέγγυες πρωτοβουλίες. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζουν ότι υπάρχει σοβαρή ανθρωπιστική ανάγκη, η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί από τις υπάρχουσες κρατικές δομές, ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσης. Η δράση τους λοιπόν φιλτράρεται μέσα από αυτή την αντίθεση μεταξύ των επιπέδων της ιδεολογίας και της πράξης. Συνέχεια ανάγνωσης