Παλιέ καλέ μου φίλε Αριστείδη (*)
Απ’ όταν επανεντάχτηκα στο ΣΥΡΙΖΑ το 2010, αλλά, κυρίως, απ’ την εκλογική νίκη του Γενάρη και μετά, διάφορες απορίες, μικρές ή και μεγαλύτερες, με τριγυρίζουν. Συχνά, πιάνω τον εαυτό μου να μη θέλει να δεχτεί κάποιες «προφανείς» απαντήσεις, σαν τους «παλιούς» που δε δέχονταν νάχουν ούτε ίχνος αμφιβολίας, και μάλιστα «εν καιρώ πολέμου», λες κι όλο το ιδεολογικό τους οικοδόμημα θα γκρεμίζονταν με το πρώτο «μήπως όμως…». Φυσικά, οι απορίες μου εντάθηκαν μετά την υπογραφή του τρίτου Mνημονίου.
Όταν γύρισε ο Πρωθυπουργός κι όλο το διαπραγματευτικό κλιμάκιο απ’ τις Βρυξέλλες, μας είπαν πως αναγκάστηκαν, γιατί δεν είχαν εντολή για ρήξη ή έξοδο… Τότε, γιατί το δημοψήφισμα, από μια κυβέρνηση με «νωπή» εκλογική εντολή, για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της (της Θεσσαλονίκης), που θα μας απάλλασσε απ’ το Μνημόνιο μια και καλή; Θυμίζω πως θα τα καταφέρναμε, «ρίχνοντας» διάφορα χαρτιά στο τραπέζι. Πολλά μεγάλα λόγια; Λάθος υπολογισμός για τους στόχους του αντιπάλου; Πώς θα καταλάβουμε τι ακριβώς έγινε; Όλα τα περί αφόρητης πίεσης, δεκαεφτάωρου κ.λπ., πολύ ανθρώπινα, δεν μπορούν ν’ αντικαταστήσουν τα πολιτικά επιχειρήματα που, μόνο αυτά, θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε αν όλ’ αυτά ήταν αναγκαίο να συμβούν, ή μπορούσαμε να χειριστούμε μ’ άλλον τρόπο τη σκληρή διαπραγμάτευση. Υπάρχει αίσθηση της ήττας στο «στενό ηγετικό κλιμάκιο» που διαμορφώθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ μετά την εκλογική μας εκτόξευση του 2012; Δεν το νομίζω. Συνέχεια ανάγνωσης