Το θέμα δεν είναι ο Φίλης, είναι η δημοκρατία
του Στρατή Μπουρνάζου
Τα πραγματικά περιστατικά. Ξεκινάω από τα πραγματικά περιστατικά. Πάντα έχουν σημασία, και στην περίπτωσή μας, πολύ μεγάλη. Πώς ξεκίνησε όλη η ιστορία; Την Τρίτη το βράδυ, στο τέλος μιας τρίωρης σχεδόν τηλεοπτικής συνέντευξης, ο Νίκος Χατζηνικολάου ρώτησε τον υπουργό Παιδείας αν επιμένει στην (παλιότερη) άποψή του περί «εθνοκάθαρσης», και όχι «γενοκτονίας» των Ποντίων. Δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι η παγίδα είχε ήδη στηθεί. Το δύσκολο είναι να πει πώς μπορούσε να ξεφύγει ο ερωτώμενος. Ο Ν. Φίλης, πιστεύω, έκανε το μόνο αξιοπρεπές: με ηρεμία (και πολύ προσεκτικά, για να μην πω συντηρητικά) εξήγησε την άποψή του, μιλώντας επίσης για τον πόνο και τη σφαγή των Ποντίων, και διευκρινίζοντας ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση της Βουλής.
Είπε επί λέξει: «Ως δημοσιογράφος, έκανα τη δήλωση, συμμεριζόμενος απόψεις πολλών ιστορικών και πολλών διεθνολόγων. Κάναμε διάκριση ανάμεσα στην εθνοκάθαρση την αιματηρή και το φαινόμενο της γενοκτονίας. Αυτό δεν σημαίνει, δεν σημαίνει, επ’ ουδενί, ότι δεν αναγνωρίζουμε το αίμα, τον πόνο, όσα έχουν υποστεί οι Πόντιοι, από τη θηριωδία των Τούρκων». Και διευκρίνισε σε κάποιον διαμαρτυρόμενο από το κοινό: «Δεν θέλω να επιβάλω τις απόψεις μου ως κρατική πολιτική. Η κρατική πολιτική αναγνωρίζει ημέρα γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού. Αν γίνει η συζήτηση ψύχραιμα και επαναλαμβάνω, επί επιστημονικού επιπέδου, είναι άλλο πράγμα η εθνοκάθαρση, όσο αιματηρή και αν είναι, και άλλο πράγμα η γενοκτονία και το ολοκαύτωμα». Και επανέλαβε: Το λέω «με σεβασμό στον πόνο των Ποντίων», ενώ ο δημοσιογράφος υποτονθόρυζε: «Αλλά, χμ χμ, καταλαβαίνετε το βάρος που έχει η δήλωση όταν γίνεται από τον υπουργό Παιδείας… αποκτά άλλο βάρος».
Τι άλλο μπορούσε να κάνει άραγε ο Ν. Φίλης; Να πει ότι δεν θυμάται; Να έπαιρνε το εξαφανιζόλ; Να προφασιζόταν αίφνης σωματική ανάγκη και να γινόταν μπουχός; Να ξιφουλκούσε εναντίον του εαυτού του; Να αρνούνταν να απαντήσει λέγοντας ότι αυτά «παραπλανούν τον λαό»: Να έλεγε ότι για να γίνεις υπουργός απαιτείται πιστοποιητικό «εθνικών φρονημάτων» και να έβγαζε από την τσέπη μια μίνι ποντιακή λύρα και να συνέχιζε τραγουδώντας και χορεύοντας το «Μακεδονία ξακουστή»; Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις (τις παραπάνω στάσεις, σε κάπως ηπιότερη μορφή, τις έχουμε δει κάμποσες φορές από πολιτικούς) θα τον κατηγορούσαμε μάλλον –και ευλόγως– ως υποκριτή, δειλό, πολιτικάντη, «κωλοτούμπα» κλπ. κλπ. Συνέχεια ανάγνωσης