του Άνταμ Σατζ
Μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου, Γιάννης Χατζηδημητράκης
Πριν από τον λιβανέζικο εμφύλιο, η Βηρυτός ήταν γνωστή ως το Παρίσι της Μέσης Ανατολής. Σήμερα, είναι το Παρίσι εκείνο που μοιάζει όλο και περισσότερο με Βηρυτό της Δυτικής Ευρώπης, μια πόλη εμπρηστικών εθνοτικών εντάσεων, καταστάσεων ομηρίας και βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας. Οι Παριζιάνοι επέστρεψαν στους δρόμους και τα cafés με την ίδια αφοσίωση στην κανονικότητα που σαν από θαύμα επιδεικνύουν και οι Λιβανέζοι από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Même pas peur,[1] διακηρύττουν με θαυμαστό πείσμα σε αφίσες και στους τοίχους της Place de la République. Αλλά ο φόβος είναι διαβρωτικός, και δεν περιορίζεται στη Γαλλία. Μόνο στις τελευταίες εβδομάδες, το ISIS οργάνωσε σφαγές στη Βαγδάτη, την Άγκυρα και τη νότια Βηρυττό, και κατέρριψε ένα ρωσικό αεροπλάνο με 224 επιβάτες. Και, επιπλέον, χλεύασε τους επιζώντες με απειλές για μελλοντικές επιθέσεις, λες και αυτό που βαθιά επιθυμούσε ήταν να προκαλέσει βίαια αντίποινα.

Σκίτσο του Michel Kichka
Σοκαρισμένη ήδη από τις σφαγές του Ιανουαρίου, η Γαλλία φαίνεται πρόθυμη να ικανοποιήσει αυτή την επιθυμία. «Nous sommes dans la guerre»,[2] δήλωσε ο Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος προσπαθεί να παρατείνει την τωρινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης τροποποιώντας το Σύνταγμα. Δεν πέρασαν καλά καλά 48 ώρες από το συμβάν στο Παρίσι, και η Γαλλία εξαπέλυσε ένα νέο γύρο αεροπορικών επιθέσεων εναντίον της Ράκα, μαζί με τη Ρωσία. Με τις συντονισμένες επιθέσεις μιας μόλις νύχτας, το ISIS –μια πολιτοφυλακή με χαρακτηριστικά αίρεσης, δύναμης ίσως 35.000 αντρών, η οποία διοικεί ένα «χαλιφάτο» που έχουν ανακηρύξει μόνοι τους και που κανείς δεν αναγνωρίζει ως κράτος– κατάφερε να αποσπάσει από τη Γαλλία κάτι που αυτή αρνιόταν στο FLN[3] της Αλγερίας μέχρι το 1999, σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία της: την αναγνώριση ότι ενεπλάκη σε έναν πόλεμο, και όχι απλώς σε μια εκστρατεία κατά κάποιων «παρανόμων». Στην απίθανη περίπτωση που η Γαλλία στείλει πεζικό στη Συρία, θα έχει δώσει στο ISIS την ευκαιρία που καιρό τώρα ζητάει: μάχη σώμα με σώμα, με δυτικούς «σταυροφόρους», στο δικό του έδαφος.
Η αναγνώριση του ΙΚ ως αντιπάλου σε πόλεμο δεν είναι το μόνο του κέρδος. Έχει επίσης σπείρει τον πανικό, και έχει σπρώξει τη Γαλλία πιο βαθιά στον πολιτικό αλληλοσπαραγμό. Η τρομοκρατική επίθεση έγινε σε αντίποινα για τις γαλλικές αεροπορικές επιδρομές κατά θέσεων του ΙΚ, αλλά υπήρχαν και άλλοι λόγοι στοχοποίησης της χώρας. Το Παρίσι είναι σύμβολο του πολιτισμού των αποστατών που το ΙΚ αποστρέφεται –ένα άντρο «πορνείας και ανηθικότητας», σύμφωνα με το ανακοινωθέν ανάληψης ευθύνης για τις επιθέσεις. Όχι μόνο η Γαλλία είναι μια πρώην αποικιακή δύναμη στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή αλλά, μαζί με τη Βρετανία, βοήθησε να εγκαθιδρυθούν τα αποικιακά σύνορα Σάικς-Πικό[4] που το ΙΚ κατεδάφισε θριαμβευτικά όταν πήρε τη Μοσούλη. Ακόμα πιο σημαντικό: η Γαλλία έχει τους περισσότερους αναλογικά μουσουλμάνους πολίτες από οποιοδήποτε κράτος στην Ευρώπη, και οι περισσότεροι είναι απόγονοι υπηκόων των γαλλικών αποικιών. Και υπάρχει μεν μια αναπτυσσόμενη μουσουλμανική μεσαία τάξη, κι ένας μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων δεν παντρεύονται ομόθρησκους, αλλά μια σημαντική μειοψηφία ζει ακόμα σε καταθλιπτικά, απομονωμένα προάστια (banlieue) με μεγάλα ποσοστά ανεργίας. Με μια οικονομική μεγέθυνση της τάξης του 0,3% πλέον, οι πόρτες του γαλλικού ονείρου είναι μάλλον κλειστές για τους κατοίκους των banlieue. Η αίσθηση του αποκλεισμού έχει συνδυαστεί με διακρίσεις, αστυνομική αυθαιρεσία και την κοσμική θρησκεία της laïcité, την οποία πολλοί ερμηνεύουν ως κώδικα που υπάρχει μόνο για να κρατά τους μουσουλμάνους στη θέση τους. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να προκαλεί έκπληξη το ότι πάνω από 1.000 Γάλλοι μουσουλμάνοι έχουν φύγει προς αναζήτηση της αιώνιας δόξας στα πεδία μαχών της Συρίας και του Ιράκ. Οι περισσότεροι από αυτούς τους νεαρούς τζιχαντιστές ριζοσπαστικοποιήθηκαν μέσω του ίντερνετ, και όχι στο τζαμί. Κάποιοι, όπως οι εμπλεκόμενοι στις επιθέσεις του Ιανουαρίου και του Νοεμβρίου, είχαν ιστορικό συλλήψεων και φυλακίσεων, ενώ περίπου 25% των Γάλλων μελών του ΙΚ είναι προσήλυτοι στο Ισλάμ. Μάλιστα, αυτό που φαίνεται να μοιράζονται οι περισσότεροι τζιχαντιστές είναι η απουσία σοβαρής θρησκευτικής εκπαίδευσης: σύμφωνα με τις περισσότερες σχετικές μελέτες, υπάρχει μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση μεταξύ της μουσουλμανικής ευσέβειας και της έλξης προς τον τζιχαντισμό. Όπως σημείωσε πρόσφατα ο Ολιβιέ Ρουά, «δεν πρόκειται τόσο για τη ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ όσο για την ισλαμοποίηση του ριζοσπαστισμού».
Στέλνοντας μια ομάδα Γάλλων –και Βέλγων- πολιτών να κατασφάξουν άσχετους Παριζιάνους καθώς διασκεδάζουν, το ΙΚ επιδιώκει να προκαλέσει ένα κύμα εχθρότητας το οποίο θα καταλήξει να εντείνει την αποξένωση των νεαρών μουσουλμάνων. Σε αντίθεση με τη σφαγή στο Charlie Hebdo, οι επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου καταδικάστηκαν ομόφωνα και χωρίς αστερίσκους. Τα θύματα προέρχονταν από όλες τις φυλές, οι φόνοι ήταν αδιάκριτοι, και στο Seine-Saint-Denis (σε αυτό το προάστιο βρίσκεται το Stade de France, όπου έγινε μια από τις επιθέσεις), μένουν πολλοί μουσουλμάνοι. Θεωρητικά, αυτή η τραγωδία θα μπορούσε και να ενώσει. Εντούτοις, είναι οι μουσουλμάνοι αυτοί που θα υποστούν κυρίως τις συνέπειες των μέτρων έκτακτης ανάγκης και της νέας ρητορικής της εθνικής αυτοάμυνας. Ο Φεϊσάλ Ριγιάντ, Γάλλος με γονείς από την Αλγερία, που διδάσκει σε ένα γυμνάσιο στο Aubervilliers, μερικές εκατοντάδες μέτρα από το σημείο που έγινε η επιδρομή της 18ης Νοεμβρίου κατά των φυγάδων δραστών, επισήμανε την αλλαγή του κλίματος. «Στην ομιλία του τον Ιανουάριο», είπε ο Ριγιάντ, «ο Ολάντ επέμεινε ξεκάθαρα στη διάκριση μεταξύ Ισλάμ και τρομοκρατίας. Αυτή τη φορά, όχι μόνο απέφυγε να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά και με έναν τρόπο έκανε το αντίθετο, μιλώντας για την αναγκαιότητα να κλείσουν τα σύνορα, υπονοώντας ότι οι δράστες ήταν ξένοι, αλλά πάνω απ’ όλα αναπαράγοντας το αίτημα του Εθνικού Μετώπου να αφαιρεθεί η γαλλική ιθαγένεια από πολίτες που έχουν διπλή, αν βρεθούν ένοχοι πράξεων που αντίκεινται στο εθνικό συμφέρον. Όλα αυτά εντείνουν τους φόβους μας». Η Μαρίν Λεπέν, καθώς το Εθνικό Μέτωπο αναμένεται να πάει πολύ καλά στις περιφερειακές εκλογές του Δεκεμβρίου, θριαμβολογεί. Αλλά το αντιμουσουλμανικό αίσθημα δεν περιορίζεται στην Ακροδεξιά. Έχουν ακουστεί διάφορα για «μουσουλμανική πέμπτη φάλαγγα» και σε κεντροδεξιούς κύκλους: ένα από τα ηγετικά στελέχη στο κόμμα του Σαρκοζί πρότεινε να κλειστούν 4.000 ύποπτοι ισλαμιστές σε «στρατόπεδα συγκέντρωσης».
Το ΙΚ πέτυχε έναν ακόμα στρατηγικό του στόχο συνδέοντας τη σφαγή με την προσφυγική κρίση. Η μνήμη του Αϊλάν Κουρντί, του τρίχρονου αγοριού απ’ το Κομπάνι που βρέθηκε πνιγμένο στα τουρκικά παράλια, σβήστηκε χάρη στο διαβατήριο που βρέθηκε κοντά στο πτώμα ενός από τους δράστες. Το ότι ο συγκεκριμένος βομβιστής έφτασε στη Γαλλία περνώντας από την Ελλάδα χρησιμοποιώντας ένα διαβατήριο με το όνομα ενός νεκρού Σύριου πολεμιστή, δείχνει προσεκτικό σχεδιασμό, που στόχο δεν έχει απλώς να τιμωρηθούν οι Σύριοι που απέδρασαν από το χαλιφάτο, αλλά και να μετριαστεί ο οίκτος που νιώθουν οι Ευρωπαίοι για τους πρόσφυγες — και είναι ήδη στιγματισμένος από την ανεργία και την άνοδο δεξιών, ξενοφοβικών κομμάτων. Η Μαρίν Λεπέν ζήτησε άμεση ανάσχεση της ροής εισόδου των Σύριων προσφύγων, και ο Τζεμπ Μπους πρότεινε οι ΗΠΑ να δέχονται μόνο χριστιανούς στο θρήσκευμα Σύριους. Αν η Δύση γυρίσει την πλάτη της στους Σύριους πρόσφυγες, η αίσθηση εγκατάλειψης που ήδη έχουν θα βαθύνει κι άλλο, κι αυτό είναι ένα ακόμη αποτέλεσμα που το ΙΚ διακαώς επιθυμεί.

Σκίτσο του Rob Rogers
Είναι δύσκολο να μη συγκινηθεί κανείς στη σκέψη του 10ου και του 11ου διαμερίσματος του Παρισιού, όπου βρίσκονται το εστιατόριο Le Petit Cambodge και το θέατρο Bataclan, που χτυπήθηκαν από το ΙΚ. Ξέρω καλά τις γειτονιές αυτές: αρκετοί από τους φίλους μου δημοσιογράφους μένουν εκεί. Σε μια πόλη που παραχωρείται κομμάτι-κομμάτι στον αστικό εξευγενισμό, τον ταξικό διαχωρισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό, αυτές οι γειτονιές παραμένουν σχετικά μεικτές, οικονομικές και φιλόξενες, «αλήτικες» ακόμα, και populaire.[5] Ο γαλλικός τύπος κατακλύστηκε από ύμνους στις χάρες τους, σαν οι επιθέσεις να στόχευαν πρώτα και κύρια την μποέμικη ζωή. «Έχουν όπλα. Χέσ’ τους. Έχουμε σαμπάνια», έγραφε το εξώφυλλο του Charlie Hebdo. Όμως, όπως σημείωσε στο France Inter ο δημοσιογράφος Τομά Λεγκράν, «η πραγματικότητα είναι ότι έχουμε σαμπάνια… αλλά έχουμε και όπλα».
Η Γαλλία χρησιμοποιεί τα όπλα αυτά πιο συχνά, πιο πολύ και πιο επιθετικά τα τελευταία χρόνια. Η μεταστροφή προς μια πιο παρεμβατική πολιτική στον μουσουλμανικό κόσμο ξεκίνησε υπό τον Σαρκοζί, και έγινε ακόμα πιο προφανής υπό τον Ολάντ, που αποκαλύπτεται ως άλλος Γκι Μολέ — ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός που κυβερνούσε κατά την κρίση του Σουέζ και τον πόλεμο της Αλγερίας. Ήταν η Γαλλία εκείνη που έσπευσε πρώτη να βοηθήσει τους Λίβυους αντάρτες, μετά από την αποστολή του Μπερνάρ Ανρί-Λεβί στη Βεγγάζη. Αυτή η περιπέτεια, μετά και την αμερικανική εμπλοκή, απελευθέρωσε τη Λιβύη από τον Καντάφι, αλλά μετά την άφησε στα χέρια πολιτοφυλακών –κάποιες από αυτές τζιχαντιστών– και εμπόρων όπλων με πελάτες όπως το ΙΚ. Η Γαλλία ενίσχυσε τους δεσμούς της με τον Νετανιάχου –ο Ολάντ δεν κράτησε κρυφό τον «έρωτά» του με το Ισραήλ– και ποινικοποίησε την υποστήριξη του κινήματος υπέρ του μποϊκοτάζ, της αποεπένδυσης και των κυρώσεων. Οι επιδιώξεις δε του Ολάντ για «οικονομική διπλωματία» στον αραβικό κόσμο δεν είναι παρά ευφημισμός για μια ακόμα πιο στενή σχέση με το σαουδαραβικό βασίλειο, από το οποίο προέρχεται το ουαχαμπιστικό δόγμα που έχει βοηθήσει πολύ την εξάπλωση της τζιχαντιστικής ιδεολογίας. Η συμμαχία, βέβαια, είναι παλιά. Οι πεζοναύτες που προσέτρεξαν στην υπεράσπιση του βασιλείου κατά την πολιορκία της Μέκκας από ριζοσπάστες Ισλαμιστές το 1979 ήταν Γάλλοι· οι Σαουδάραβες κατόπιν αποκεφάλισαν 63 από τους επιτιθέμενους, σε δημόσιες εκτελέσεις όπως αυτές που τώρα κάνει το ΙΚ, τα μπάσταρδα παιδιά του βασιλείου. Εκμεταλλευόμενη τον θυμό των Σαουδαράβων για τις προσπάθειες του Ομπάμα να επαναπροσεγγίσει την Τεχεράνη, η Γαλλία ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τις σαουδαραβικές θέσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και για τη Συρία, και τώρα ανταγωνίζεται ευθέως τις ΗΠΑ για τη θέση του κύριου προμηθευτή της Σαουδικής Αραβίας σε προωθημένη στρατιωτική τεχνολογία.
Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, ο Τόνι Τζαντ έλεγε:
Όταν ο Μπους είπε πως πολεμάμε την τρομοκρατία “εκεί πέρα” προκειμένου να μην αναγκαστούμε να την πολεμήσουμε “εδώ”, προέβαινε σε μια τυπικά αμερικανική πολιτική κίνηση. Οπωσδήποτε, πρόκειται για ένα ρητορικό σχήμα που δεν έχει κανένα νόημα στην Ευρώπη [όπου οι πολιτικοί αναγνωρίζουν ότι] αν ξεκινήσει ένας πόλεμος μεταξύ των δυτικών αξιών και του ισλαμικού φονταμενταλισμού, όπως θέλει το σχήμα που τόσο αυτονόητο μοιάζει στους αμερικανούς σχολιαστές, δεν θα περιοριστεί στη Βαγδάτη, όπως θα τους βόλευε. Θα εμφανιστεί επίσης στα τριάντα χιλιόμετρα από τον Πύργο του Άιφελ.
Η γαλλική κυβέρνηση αρνείται να το καταλάβει αυτό. Οι περισσότεροι Παριζιάνοι εξεπλάγησαν στις 13 Νοεμβρίου, αλλά όχι εκείνοι που άκουγαν προσεκτικά το ΙΚ. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ο Μαρκ Τρεβιντίτς, ένας δικαστικός ειδικός σε υποθέσεις τρομοκρατίας, προειδοποιούσε από τις σελίδες του Paris Match πως η Γαλλία έχει γίνει ο «νούμερο ένα εχθρός» του ΙΚ εξ αιτίας των δραστηριοτήτων της στη Μέση Ανατολή. «Πρόκειται πάντα για την ίδια ιστορία», έλεγε σε μια συνέντευξή του μετά τις επιθέσεις. «Αφήνουμε μια τρομοκρατική ομάδα να πάρει τερατώδεις διαστάσεις, και όταν μας επιτίθεται, εκπλησσόμαστε… Και παραμένουμε φίλοι με χώρες που είναι υπεύθυνες για τη διάδοση αυτής της ιδεολογίας –όπως η Σαουδική Αραβία… Ζούμε το απόλυτο παράδοξο».
Επικρατούν πολλοί ευσεβείς πόθοι για το ΙΚ. Φιλελεύθερα γεράκια, όπως ο Roger Cohen των New York Times, έχουν απευθύνει έκκληση για μια χερσαία «αλά Τσώρτσιλ» επέμβαση – κάτι για το οποίο κανένας δυτικός ηγέτης δεν έχει καμία όρεξη (ή σημαντική εκλογική νομιμοποίηση) μετά το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Αριστεροί έχουν απαιτήσει τον τερματισμό του διεξαγόμενου με μη επανδρωμένα αεροσκάφη πόλεμου, τη διακοπή των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία και τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους. Σύμφωνα με έναν συγγραφέα στο online περιοδικό Jadaliyya, μόνο «νεοσυντηρητικοί σε παραισθήσεις» θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι οι επιθέσεις στοχεύουν τη Δύση ή τη Γαλλία γι’ αυτό που είναι, και όχι γι’ αυτό που κάνουν. Αλλά το ΙΚ λέει ξεκάθαρα στο μήνυμα του ότι επιτίθεται Παρίσι τόσο για «την εκστρατεία σταυροφορίας» του όσο και για το ότι είναι «πρωτεύουσα της πορνείας και της ανηθικότητας» — και είναι ανόητο να μην πάρουμε τα λόγια του στα σοβαρά. Σίγουρα η οργή για τις πολιτικές της Δύσης είναι μεταξύ των λόγων που οδηγούν στη στρατολόγηση σε ομάδες όπως το ΙΚ, αλλά το ΙΚ δεν είναι μόνο προϊόν αντίδρασης: είναι ένα χιλιαστικό κίνημα με προσδοκίες Αποκάλυψης. Όπως επισημαίνει ο Elias Sanbar, Παλαιστίνιος διπλωμάτης στο Παρίσι, «ένα από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα στο ΙΚ είναι ότι δεν έχει αιτήματα. Όλα τα κινήματα που έχουμε γνωρίσει, από τους Βιετκόνγκ και το FLN έως τους Παλαιστινίους, είχαν αιτήματα: αν η κατοχή τελειώσει, αν αποκτήσουμε ανεξαρτησία, ο πόλεμος θα τελειώσει. Αλλά πρόγραμμα του Daesh είναι να εξαλείψει τα σύνορα της Συμφωνίας Σάικς-Πικό. Είναι σαν τον αναθεωρητισμό της Βίβλου από τους έποικους, οι οποίοι επινοούν μια ιστορία που ποτέ δεν υπήρξε». Η δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους είναι μια αναγκαιότητα, πάνω απ’ όλα για τους Παλαιστινίους, αλλά είναι απίθανο να θεωρηθεί σημαντικό για το ΙΚ, το οποίο απορρίπτει εξ ολοκλήρου το κρατικό σύστημα της Μέσης Ανατολής.
Ο Ολάντ μπορεί να μιλάει με σιγουριά για έναν πόλεμο που θα καταστρέψει το ΙΚ μια για πάντα, αλλά οι επιλογές του είναι περιορισμένες και ανούσιες, και η έλλειψη φαντασίας επιβάλλει περαιτέρω περιορισμούς. Οι μαζικές συλλήψεις, οι ανακρίσεις και οι επιτηρήσεις μπορεί να κάνουν ασφαλέστερη τη Γαλλία για ένα μικρό χρονικό διάστημα, μόνο και μόνο για να οδηγήσουν άλλη μια γενιά αλλοτριωμένων νέων στα χέρια του ΙΚ. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης (ο Ολάντ είναι ο μόνος πρόεδρος, εκτός από τον Σαρκοζί, που κατέφυγε σ’ αυτήν μετά τον πόλεμο της Αλγερίας), μπορεί γρήγορα να στραφεί εναντίον του, ενισχύοντας την αίσθηση των κατοίκων των προαστίων ότι αποτελούν έναν εσωτερικά αποικισμένο πληθυσμό. Η σημαντικότερη πρόκληση του γαλλικού κράτος είναι αναμφισβήτητα η καταπολέμηση της ρίζας της τζιχαντικής τρομοκρατίας, σε μια χώρα στην οποία το να έχεις μουσουλμανικό όνομα παραμένει μειονέκτημα. Τρίτης και τέταρτης γενιάς πολίτες βορειοαφρικανικής καταγωγής εξακολουθούν να αποκαλούνται συνήθως ως «μετανάστες» και οι γειτονιές που ζουν έχουν αποκληθεί ως «τα χαμένα εδάφη της Δημοκρατίας», λες και δεν είναι καν μέρος της Γαλλίας. Ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο τερματισμού των διακρίσεων κατά των μουσουλμάνων, και εξασφάλισης της συμμετοχής τους στους εργασιακούς χώρους, την κοινωνική ζωή και την πολιτική, θα συμβάλει στη μείωση του πειρασμού του ριζοσπαστικού ισλαμισμού. Έτσι, χρειάζεται μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το γεγονός ότι το 70% των κρατουμένων στις γαλλικές φυλακές είναι μουσουλμάνοι. Αλλά η τόλμη και η διορατικότητα δεν περιλαμβάνονται στα προσόντα των Γάλλων πολιτικών, και σε περιβάλλον τρομοκρατίας και οικονομικής λιτότητας, γίνονται ακόμα πιο σπάνια. Ο Ολάντ δεν θέλει να είναι αποκλίνει πολύ προς τα αριστερά από τις θέσεις της Λεπέν στις επόμενες εκλογές.
Οι αεροπορικές επιθέσεις που διεξάγει η Γαλλία με τη συνεργασία της Ρωσίας μπορεί να προφέρουν στον κόσμο μια αίσθηση εκδίκησης, αλλά σπάνια αεροπορικές επιδρομές στρέφουν τους λαούς ενάντια στους κυβερνήτες τους και μάλιστα συχνά καταφέρνουν το αντίθετο. Σε συντονισμό με τους βομβαρδισμούς της Ρωσίας, ο Ολάντ κινείται σε μια κατεύθυνση που υποστηρίζεται θερμά από την γαλλική Δεξιά, η οποία τρέφει μεγάλο φθόνο για τον Πούτιν. Αλλά μια τέτοια συμμαχία θα μπορούσε, για μια ακόμη φορά, να αποβεί προς όφελος του ΙΚ: εκτός από τον Άσαντ, δεν υπάρχει κανένας πιο μισητός στους Σύρους σουνίτες από τον Πούτιν, οπότε ένας πόλεμος από αέρος σε συνεργασία με την Ρωσία και σε σιωπηρή συμμαχία με τον Άσαντ, θα ρίξει λάδι στη φωτιά της οργής των σουνιτών, και θα ευνοήσει ακόμη περισσότερο την προπαγάνδα του ΙΚ.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξη στο VICE, ο Ομπάμα περιέγραψε το ΙΚ ως παιδί του πολέμου στο Ιράκ. Είναι αλήθεια ότι αν δεν είχαμε την διάλυση του ιρακινού κράτους και την αντικατάστασή του από ένα σύστημα υπό την κυριαρχία μιας σιίτικης σέχτας, το ΙΚ πιθανόν να μην υπήρχε. Και στον πόλεμο εναντίον των συνόρων της Συμφωνίας Σάικς-Πικό, το ΙΚ χρωστά ευγνωμοσύνη στους νεοσυντηρητικούς που βλέπουν πάντα τα μετα-οθωμανικό σύνορα ως τεχνητά κατασκευάσματα, ως έναν χάρτη που πρέπει να επανασχεδιαστεί με αίμα, με την αντικατάσταση πολυθρησκευτικών κρατών από εθνικά αμιγή, αδύναμα κρατίδια: Χριστιανοί Λιβανέζοι, Κούρδοι και Σιίτες.
Αλλά το πρόβλημα του ΙΚ δεν μπορούν να χρεωθεί αποκλειστικά στους Μπους, Μπλερ και λοιπούς. Ο πόλεμος στη Λιβύη και η συνδιαλλαγή Ομπάμα με το καθεστώς Σίσι στην Αίγυπτο, έχουν ενθαρρύνει την εξάπλωσή του πολύ πέρα από το Ιράκ. Όμως, η επικίνδυνα ανακόλουθη πολιτική των ΗΠΑ στη Συρία είναι αυτή που ίσως έχει κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά. Όταν ο Ομπάμα ζήτησε από τον Άσαντ να παραιτηθεί, προφανώς σίγουρος ότι οι μέρες του ήταν μετρημένες, μόνο και μόνο γιατί το έλεγε ένας Αμερικανός πρόεδρος, αύξησε τις προσδοκίες της αντιπολίτευσης ότι θα είχε την στήριξη των ΗΠΑ, σε περίπτωση που ο Άσαντ στρεφόταν εναντίον της. Αλλά ο Ομπάμα δεν είχε καμία πρόθεση να στείλει στρατεύματα, ή να επιβάλει ζώνης απαγόρευσης πτήσεων. Η πρόθεση του για απομάκρυνση του Άσαντ δεν συμβάδιζε με την πρόθεση της Ρωσίας ή του Ιράν για διατήρηση του στην εξουσία. Το αποτέλεσμα ήταν να αφήσει τη συριακή αντιπολίτευση εκτεθειμένη στον πόλεμο του Άσαντ.
Ο Άσαντ, ο οποίος διάβασε τις αμερικανικές προθέσεις καλύτερα από την αντιπολίτευση, ενθαρρύνθηκε από την φανερή απροθυμία του Ομπάμα να εμπλακεί άμεσα στον πόλεμο, ακόμη και μετά την παραβίαση της περίφημης «κόκκινης γραμμής». Ανίκανες να εξασφαλίσουν την άμεση στήριξη των ΗΠΑ, οι διάφορες, ολοένα και περισσότερο κατακερματισμένες ομάδες ανταρτών έψαξαν για όπλα και βοήθεια όπου μπορούσαν να βρουν: Στην Τουρκία, το Κατάρ, τη Σαουδική Αραβία και σε σεΐχηδες και επιχειρηματίες στον Κόλπο. Η υποστήριξη ήρθε υπό όρους: συγκεκριμένο ιδεολογικό προσανατολισμό σε μια όλο και πιο δυναμική αντι-σιίτικη κατεύθυνση. Χάρη στην απερισκεψία του Ερντογάν και του Κατάρ, ομάδες τζιχαντιστών από την Αλ-Νούσρα μέχρι το ΙΚ καπηλεύτηκαν την εξέγερση, ενώ η Δύση έκανε τα στραβά μάτια, μέχρι που αναγκάστηκε να δημιουργήσετε τις δικές της, αναποτελεσματικές «μετριοπαθείς» ομάδες ανταρτών, που δεν είχαν καμιά τύχη απέναντι στους ισλαμιστές. Επιμένοντας στην παραίτηση Άσαντ πριν από οποιαδήποτε μετάβαση, η Ουάσιγκτον παρέτεινε τον πόλεμο και έκανε την ευρωπαϊκή προσφυγική κρίση αναπόφευκτη: υπάρχει ένα όριο στο πόσοι πρόσφυγες θα μπορούσαν να «πεταχτούν» στον Λίβανο, την Τουρκία και την Ιορδανία.
Όλοι οι εμπλεκόμενοι στην Συρία –τα κράτη του Κόλπου, η Τουρκία, η Χεζμπολάχ, οι Ρώσοι, οι Αμερικανοί– έχουν βάλει το χέρι τους στη δημιουργία αυτού του τέρατος, αλλά κανείς δεν φαίνεται να θέλει να το πολεμήσει, εκτός από τους Κούρδους. Το ζήτημα της τύχης του Άσαντ έχει εμποδίσει την ανάπτυξη ενός ενιαίου ρωσο-αμερικανικού μετώπου εναντίον του ΙΚ. Οι δυνάμεις του Άσαντ και των συμμάχων του, συμπεριλαμβανομένης της Χεζμπολάχ και της Iρανικής Επαναστατικής Φρουράς, έχουν εστιάσει τις επιθέσεις τους σε ομάδες ανταρτών oι οποίες, σε αντίθεση με το ΙΚ, απειλούν άμεσα το καθεστώς. Οι χώρες του Κόλπου, των οποίων οι ιμάμηδες έχουν παίξει σοβαρό ρόλο στην επέκταση του τζιχαντικού εξτρεμισμού, ασχολούνται περισσότερο με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και τους Χούτι της Υεμένης για να κουνήσουν το δαχτυλάκι τους, ιδιαίτερα αν οι ενέργειές τους υπάρχει περίπτωση να καταλήξουν σε ενίσχυση του Άσαντ. Κύριο μέλημα του Ερντογάν είναι δεν είναι το ΙΚ, αλλά οι Κούρδοι αντάρτες. Οι Αμερικανοί και οι Γάλλοι, μέχρι πέρυσι, κινούταν με την σιγουριά ότι το ΙΚ είναι ένας τοπικός παίχτης, απεχθής βέβαια, αλλά ανίκανος να βλάψει τα δυτικά συμφέροντα: κάτι σίγουρα ενοχλητικό, αλλά όχι απειλητικό για την εθνική ασφάλεια.
Τώρα το ΙΚ είναι ασυναγώνιστο ανάμεσα στις ομάδες τζιχαντιστών και κανείς δεν γνωρίζει απόλυτα τι πρέπει να γίνει για να μην ενταθεί το πρόβλημα. Ό, τι και να γίνει τώρα, κινδυνεύει να είναι πολύ λίγο και πολύ αργά. Είναι αλήθεια ότι το ΙΚ δεν μπορεί να ανταγωνιστεί, στρατιωτικά, τη Δύση. Οι επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου εντάσσονται στο πλαίσιο της παράδοσης της «προπαγάνδας της πράξης» και δεν πρέπει να παρασυρθούμε απ’ αυτό: η κοινωνική τάξη της Ευρώπης δεν διατρέχει κίνδυνο. Αλλά θα ήταν επίσης λάθος να υποτιμηθεί το πρόβλημα. Το ΙΚ έχει καταφέρει με πονηριά και εκμεταλλευόμενο το συναίσθημα της ταπείνωσης να εισχωρήσει σε δύο από τις πιο δυσεπίλυτες συγκρούσεις της εποχής μας: τη σχέση των ευρωπαϊκών κοινωνιών με τους δικούς τους μουσουλμάνους «άλλους» και τις θρησκευτικές διαμάχες για την εξουσία που από το 2003 έχουν καταπιεί τα εδάφη του Ιράκ και της Συρίας.
Σε μια προηγούμενη εποχή, οι συγκρούσεις αυτές μπορεί να είχαν παραμείνει ασύνδετες, αλλά τώρα συνδέονται χάρη στις συσκευές-σύμβολα της παγκοσμιοποίησης, τα τηλέφωνα και τους φορητούς υπολογιστές. Δεν έχει πλέον νόημα να μιλάμε για κοντά και μακριά, ή για «απρόβλεπτες συνέπειες»: το θέατρο των συγκρούσεων δεν έχει σαφή σύνορα, και τα αίτιά είναι πολλαπλά, επικαλυπτόμενα και βαθιά ριζωμένα σε ιστορίες μετα-αποικιακής οργής και καταρρεύσεις κρατών με την βοήθεια της Δύσης. Οι επιθέσεις στο Παρίσι δεν αντικατοπτρίζουν μια σύγκρουση πολιτισμών, αλλά μάλλον το γεγονός ότι στην πραγματικότητα ζούμε σε έναν ενιαίο, αλλά άνισο κόσμο, όπου τα προβλήματα σε μια περιοχή αναπόφευκτα εξαπλώνονται και σε άλλες, όπου τα πάντα συνδέονται μεταξύ τους, μερικές φορές με ολέθριες συνέπειες. Παρά τον μεσαιωνικό αέρα που αποπνέει, το χαλιφάτο αποτελεί έναν καθρέφτη του κόσμου που έχουμε φτιάξει, όχι μόνο στην Ράκα και στην Μοσούλη, αλλά και στο Παρίσι, τη Μόσχα και την Ουάσιγκτον.
Ο Αdam Shatz είναι δοκιμιογράφος και συνεργάτης του «London Review of Books» (LRB). To κείμενο δημοσιεύθηκε στο «London Review of Books», στις 3.12.2015 με τίτλο «Magical Thinking about Isis».
[1] Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Ακόμα δεν φοβόμαστε». (Σ.τ.Μ.)
[2] Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Είμαστε σε πόλεμο». (Σ.τ.Μ.)
[3] Front de Libération Nationale (Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης), σοσιαλιστικό κόμμα που συστήθηκε στην Αλγερία το 1954 και ήταν το κύριο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα κατά τον πόλεμο με τη Γαλλία. (Σ.τ.Μ.)
[4] Μυστική συμφωνία μεταξύ της Αγγλίας και της Γαλλίας που διαμόρφωσε εν πολλοίς τον χάρτη της Μέσης Ανατολής με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο τέλος του Α’ Π.Π. (ΣτΜ)
[5] Γαλλικά στο πρωτότυπο: λαϊκές, δημοφιλείς. (ΣτΜ)