Κολυμπώντας στην ανασφάλεια και αναζητώντας άγκυρα

Standard

Πώς οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν την τρομοκρατία και τους μετανάστες στο παιχνίδι της «ασφαλειοποίησης»

 του Ζύγκμουντ Μπάουμαν

μετάφραση: Γιάννης Χατζηδημητράκης

Ένας άγνωστος μέχρι τώρα όρος στον κοινωνικοπολιτικό λόγο, μη καταγεγραμμένος ακόμα στα λεξικά που διατίθενται στα βιβλιοπωλεία, η «ασφαλειοποίηση» (securitization) εμφανίστηκε πρόσφατα σε συζητήσεις σχετικά με μια άλλη «αντιστάθμιση κινδύνων»[1] και γρήγορα υιοθετήθηκε στο λεξιλόγιο της πολιτικής και των μέσων ενημέρωσης. Αυτό που επιδιώκει να συλλάβει και υποδηλώσει αυτός ο νεοεισαγόμενος όρος, είναι η ολοένα και πιο συχνή αναταξινόμηση μιας κατάστασης λόγω της «ανασφάλειάς του», με σχεδόν αυτόματο αποτέλεσμα τη μεταφορά της στον τομέα, την ευθύνη και την εποπτεία των οργάνων ασφαλείας. Χωρίς να αποτελεί φυσικά την αιτία αυτού του αυτοματισμού, η προαναφερθείσα εννοιολογική ασάφεια τον καθιστά χωρίς αμφιβολία πιο εύκολο.

Έργο του Έγκον Σίλε

Έργο του Έγκον Σίλε

Τα εξαρτημένα αντανακλαστικά μπορούν να λειτουργούν χωρίς να χρειάζονται μακρά επιχειρηματολογία και διαδικασίες επεξεργασμένης πειθούς: η αυθεντία του «das Man» του Χάιντεγκερ ή του «l’On» του Σαρτρ τα καθιστά τόσο προφανή και αυταπόδεικτα, που στην πράξη γίνονται σχεδόν αόρατα και δεν επιδέχονται καμιά διερώτηση. Τα εξαρτημένα αντανακλαστικά υφίστανται εφ’ εαυτών, με ασφάλεια, χωρίς σκέψη – σε ασφαλή απόσταση από τους προβολείς της λογικής. Αυτός είναι ο λόγος που οι πολιτικοί ευχαρίστως καταφεύγουν στην ασάφεια του όρου: κάνοντας το έργο τους ευκολότερο και τις δράσεις τους να τυγχάνουν εκ των προτέρων της λαϊκής έγκρισης, ακόμη και αν δεν έχουν τα υποσχεθέντα αποτελέσματα, βοηθά τους πολιτικούς να πείσουν τους ψηφοφόρους τους ότι παίρνουν τα παράπονά τους στα σοβαρά και να ενεργούν έγκαιρα σύμφωνα με την εντολή που υποτίθεται ότι τους έχει δοθεί. Έτσι, μετά το τρομοκρατικό χτύπημα του Νοεμβρίου στο Παρίσι, οι διαλυμένες πόρτες, από ορδές ένστολων αστυνομικών, η διάλυση συγκεντρώσεων και η εισβολή σε σπίτια χωρίς την έγκριση των ενοίκων τους, οι στρατιώτες που περιπολούν στους δρόμους στο φως της ημέρας, όλα αυτά προκαλούν ισχυρή αίσθηση σαν απόδειξη της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης να «πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα» και να αμβλύνει και να σκορπίσει την έντονη ανησυχία της ανασφάλειας που βασανίζει τους πολίτες.

Λανθάνουσες και πρόδηλες λειτουργίες 

Μια τέτοια εκδήλωση προθέσεων και αποφασιστικότητας είναι, για να χρησιμοποιήσουμε την αξιοσημείωτη εννοιολογική διάκριση του Robert Merton, η «πρόδηλη» λειτουργία. Η «λανθάνουσα» λειτουργία, ωστόσο, είναι αρκετά διαφορετική: προωθεί και εξομαλύνει τη διαδικασία της «ασφαλειοποίησης» που αφορά την πληθώρα των οικονομικών και κοινωνικών πονοκεφάλων και ανησυχιών των ανθρώπων που δημιουργήθηκαν από την ατμόσφαιρα της ανασφάλειας ως αποτέλεσμα του θρυμματισμού της συνθήκης της ύπαρξής τους. Οι προαναφερθείσες εικόνες εγγυώνται την δημιουργία μιας ατμόσφαιρας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, της αίσθησης του εχθρού προ των πυλών της χώρας και, ως εκ τούτου, ενός θανάσιμου κίνδυνου για το σπίτι του καθενός μας. Και αυτό βοηθά στην εδραίωση «αυτών εκεί πάνω» στο ρόλο της θεόσταλτης ασπίδας αποτροπής του κίνδυνο πτώσης αμφοτέρων.

Το εάν η πρόδηλη λειτουργία έχει πραγματωθεί με επιτυχία είναι, αν μη τι άλλο, ένα επίμαχο ζήτημα. Ωστόσο δεν τίθεται θέμα αμφιβολίας για την έξοχη πραγμάτωση της λανθάνουσας λειτουργίας. Η εικόνα του Φρ. Ολάντ ως αρχηγού του κράτους που κάνει επίδειξη δύναμης είχε πολύ πιο γρήγορα αποτελέσματα από όλα τα προηγούμενα επιτεύγματα του σημερινού κατόχου του προεδρικού γραφείου, που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις είναι ο λιγότερο δημοφιλής Πρόεδρος στη Γαλλία από το 1945. Ένα δεκαπενθήμερο μετά τις επιθέσεις, η Natalie Ilsley συνόψισε τα αποτελέσματα με έναν τίτλο: «Μετά το Παρίσι, η δημοτικότητα του Ολάντ βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών χρόνων»

Η ευρέως διαδεδομένη αίσθηση υπαρξιακής ανασφάλειας είναι μια σκληρή πραγματικότητα: μια πραγματική πληγή της κοινωνίας μας που υπερηφανεύεται, μέσα από τα χείλη των πολιτικών αρχηγών της, για την σταδιακή απελευθέρωση των αγορών εργασίας και την «ελαστικοποίηση» της εργασίας — με τελικό αποτέλεσμα την αυξανόμενη ευθραυστότητα των κοινωνικών θέσεων και την αστάθεια των κοινωνικά αναγνωρισμένων ταυτοτήτων, καθώς και την ασταμάτητη επέκταση του πρεκαριάτου (μιας νέας τάξης, η οποία, σύμφωνα με τον ορισμό του ο Guy Standing, είναι αναγκασμένη να κινηθεί μέσα σε κινούμενη άμμο). Σε αντίθεση με πολλές απόψεις, αυτή η ανασφάλεια δεν είναι απλώς ένα κατασκεύασμα των πολιτικών που επιδιώκουν εκλογικά οφέλη ή προσπάθεια εκμετάλλευσης του πανικού από τα μέσα ενημέρωσης. Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι η υπάρχουσα και πραγματική ανασφάλεια, ενσωματωμένη στην υπαρξιακή κατάσταση ενός συνεχώς διευρυνόμενου τμήματος του πληθυσμού, είναι ευπρόσδεκτο νερό στον μύλο των πολιτικών. Βρισκόμαστε στη διαδικασία μετατροπής της σε μείζον –ίσως ακόμη και κυρίαρχο– ζήτημα βάσει του οποίου διαμορφώνεται η διακυβέρνηση σήμερα.

Οι κυβερνήσεις προωθούν την ανησυχία και την αγωνία 

Οι κυβερνήσεις δεν ενδιαφέρονται να καθησυχάσουν τις ανησυχίες των πολιτών τους. Αντίθετα τους ενδιαφέρει η ενίσχυση της ανησυχίας και της αγωνίας που απορρέει από την αβεβαιότητα του μέλλοντος και τη συνεχή και πανταχού παρούσα αίσθηση της ανασφάλειας — υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι οι ρίζες της ανασφάλειας παρέχουν άφθονες ευκαιρίες φωτογράφησης σε υπουργούς να επιδεικνύουν δυναμικότητα, ενώ παράλληλα θα κρύβονται στις περιπτώσεις που αποδεικνύονται ότι είναι πολύ αδύναμοι για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Η «ασφαλειοποίηση» είναι ένα θαυματουργό τέχνασμα, το οποίο λογαριάζουν να κάνει ακριβώς αυτό: να μετατοπίσει το άγχος από τα προβλήματα που οι κυβερνήσεις δεν είναι σε θέση να χειριστούν (ή δεν είναι πρόθυμες να το κάνουν), στα προβλήματα στα οποία μπορεί να δει κανείς σε χιλιάδες οθόνες καθημερινά τις κυβερνήσεις να είναι πρόθυμές να αντιμετωπίσουν (μερικές φορές επιτυχώς).

Μεταξύ των προβλημάτων της πρώτης κατηγορίας, υπάρχουν ζητήματα που αποτελούν τους κύριους παράγοντες της ανθρώπινης κατάστασης, όπως η διαθεσιμότητα θέσεων εργασίας υψηλής ποιότητας, η αξιοπιστία και η σταθερότητα της κοινωνικής θέσης, η αποτελεσματική προστασία από την κοινωνική υποβάθμιση και η αυστηρή διασφάλιση της αξιοπρέπειας — όλοι τους καθοριστικοί παράγοντες για την ασφάλεια και την ευημερία, που οι κυβερνήσεις, που κάποτε υπόσχονταν πλήρη απασχόληση και καθολική κοινωνική ασφάλιση, σήμερα είναι ανίκανες να υποσχεθούν, πόσο μάλλον να πραγματοποιήσουν. Μεταξύ των δεύτερων προβλημάτων, ο αγώνας κατά των τρομοκρατών που συνωμοτούν εναντίον της σωματικής ασφάλειας και της περιουσίας των καθημερινών ανθρώπων, καταλαμβάνει εύκολα την πρώτη θέση: ακόμα περισσότερο εξαιτίας του γεγονότος ότι τρέφει τη νομιμοποίηση της εξουσίας και θα βοηθά στην προσπάθεια συλλογής ψήφων για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Τελικά, η οριστική νίκη σε αυτόν τον αγώνα παραμένει μια μακρινή (και πολύ αμφίβολη) προοπτική.

Η λακωνική και τρομερά πιασάρικη ρήση του Βίκτορ Ορμπάν «Όλοι οι τρομοκράτες είναι μετανάστες» παρέχει το απαραίτητο όπλο στην μάχη της κυβέρνησης για επιβίωση, χάρη και στη λαθροχειρία που ταυτίζει μετανάστες και τρομοκράτες. Μια τέτοια ερμηνεία αψηφά την λογική — αλλά η πίστη δεν χρειάζεται την λογική για να μεταστρέψει και να διατηρήσει τα μυαλά. Αντιθέτως, όσο χάνει τα λογικά της διαπιστευτήρια, τόσο κερδίζει σε ελκτική δύναμη. Για τα αυτιά των κυβερνήσεων που επιθυμούν να εξαργυρώσουν, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, τον λόγο ύπαρξής τους (raison d’être), όσο κι αυτός έχει μπατάρει σοβαρά και βυθίζεται, πρέπει να ακούγεται σαν τη σειρήνα ενός ναυαγοσωστικού που πλέει έξω από την πυκνή, αδιαπέραστη ομίχλη, στην οποία έχει παγιδευτεί ο ορίζοντας του αγώνα τους να επιβιώσουν.

Orban et Orbi [2] 

Για εκείνον που εκφώνησε τξ εν λόγω ρήσης, τα κέρδη ήταν άμεσα, ενώ το κόστος περιορίστηκε σε έναν φράκτη ύψους 4 μέτρων, κατά μήκος των 177 χιλιομέτρων συνόρων με τη Σερβία. Όταν σε δημοσκόπηση, τον Δεκέμβριο στην Ουγγαρία, ζητήθηκε από τους ερωτηθέντες να απαντήσουν τι έρχεται στο μυαλό τους όταν ακούν τη λέξη «φόβος», οι περισσότεροι (23%) απάντησαν η τρομοκρατία, αντί η ασθένεια, το έγκλημα ή η φτώχεια. Η συνολική αίσθηση της ασφάλειάς έχει μειωθεί σημαντικά. «Οι ερωτώμενοι έπρεπε να αναφέρουν τα συναισθήματά τους για μια σειρά από δηλώσεις και να βαθμολογήσουν την ένταση αυτών των συναισθημάτων σε μια κλίμακα 0-100. Για παράδειγμα, «οι μετανάστες δημιουργούν κινδύνους για την υγεία του αυτόχθονος πληθυσμού» (77), «οι μετανάστες αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο τρομοκρατικών επιθέσεων» (77), «εκείνοι που διασχίζουν παράνομα τα σύνορα θα πρέπει να εκτίσουν ποινές φυλάκισης» (69). Η δήλωση ότι «η μετανάστευση μπορεί να έχει ευεργετική επίδραση στην Ουγγαρία, διότι θα λύσει τα δημογραφικά προβλήματα και θα προσθέσει εργατικό δυναμικό» προκάλεσε μάλλον μικρό ενθουσιασμό (24). Όπως ήταν αναμενόμενο, ο φράχτης του Ορμπάν αποδείχθηκε πάρα πολύ δημοφιλής. Ενώ το Σεπτέμβριο τον ενέκρινε το 68% του πληθυσμού, σήμερα «το 87% του πληθυσμού στηρίζει τη μέθοδο Ορμπάν, για το μεταναστευτικό πρόβλημα» — και, έτσι δι’ αντιπροσώπου, ας το καταστήσουμε σαφές, και το απειλητικό φάσμα της ανασφάλειας.

Μπορούμε να διακινδυνεύσουμε την υπόθεση ότι εάν συνδυαστεί με την εστίαση σε έναν συγκεκριμένο, ορατό και απτό αντίπαλο, μια ενδυνάμωση του φόβου είναι κάπως πιο υποφερτή από ό,τι διάσπαρτοι φόβοι άγνωστης προέλευσης. Μπορεί να αποδειχθεί, παραδόξως, εμπειρία που προσφέρει ικανοποίηση: τη στιγμή που θα αποφασίσουμε ότι δεχόμαστε τον στόχο, θέλοντας και μη είναι προς συμφέρον μας η μεγιστοποίησή του: όσο πιο τρομερός και ανυπέρβλητος φαντάζει, τόσο πιο περήφανοι και κολακευμένοι έχουμε την τάση να νιώθουμε. Όσο πιο ισχυρός και ραδιούργος είναι ο εχθρός, τόσο πιο ηρωική καθίσταται η στάση όσων του κηρύσσουν τον πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο ότι η απόλυτη πλειοψηφία των Ούγγρων που απάντησαν, ενέκριναν την ακόλουθη δήλωση: «Απροσδιόριστες δυνάμεις, που κινούνται από το εξωτερικό, βρίσκονται πίσω από το κύμα μαζικής εισροής μεταναστών».

Το να καλείς το έθνος στα όπλα εναντίον ενός καθορισμένου (όπως πρότεινε ο Carl Schmitt) εχθρού, δίνει ένα πρόσθετο πλεονέκτημα στους πολιτικούς που αναζητούν ψήφους: είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσουν την αυτοεκτίμηση του έθνους και θα κερδίσουν έτσι την ευγνωμοσύνη του — τουλάχιστον το αυξανόμενο κομμάτι του έθνους το οποίο νιώθει ότι έχει χάσει τον αυτοσεβασμό του και ως εκ τούτου λαχταρά για κάποια αποζημίωση για την απώλεια της προσωπικής του αξιοπρέπειας (έστω και αν είναι κατώτερη, επειδή είναι αθροιστική και άρα αποπροσωποποιημένη).

Τέλος, η πολιτική της «ασφαλειοποίησης» βοηθά να καταπνιγούν οι τύψεις που μπορεί να νιώσουμε όταν δούμε τα θύματά της.. Καθιστά αδιάφορο το ζήτημα των μεταναστών (τους εξαιρεί, δηλαδή, από την ηθική αξιολόγηση), τοποθετώντας αυτά τα θύματα, από τη στιγμή που η κοινή γνώμη τους έχει κατατάξει στην κατηγορία των επίδοξων τρομοκρατών, έξω από τη σφαίρα της ηθικής ευθύνης — και πάνω απ’ όλα έξω από τη σφαίρα της συμπόνιας και της φροντίδας. Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται – -συνειδητά ή όχι– απαλλαγμένοι από την ευθύνη για την τύχη των εξαθλιωμένων, καθώς και από την ηθική ευθύνη που διαφορετικά, αναπόφευκτα θα τους βασάνιζε. Και, γι’ αυτήν την ανακούφιση — συνειδητά ή όχι– πολλοί άνθρωποι νιώθουν ευγνώμονες.

Η ψευδής ενοχή των θυμάτων 

Έργο του Έντβαρντ Μουνκ

Έργο του Έντβαρντ Μουνκ

Όπως έγραψε ο Christopher Catrambone πριν από λίγες ημέρες στην Guardian, «Η Ε.Ε, προβλέπει ότι 3 εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες θα έχουν φτάσει στο έδαφός της ως το 2017. Αυτό θα έχει θετικό αντίκτυπο και θα τονώσει την οικονομία. Σε τελική ανάλυση αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι έρχονται, θα συνεχίσουν να έρχονται και δεν μπορούμε να τους σταματήσουμε από το να έρθουν στην Ευρώπη. Επιδιώκουν το ίδιο πράγμα που όλοι ζητάμε: κάτι καλύτερο. Η πραγματικότητα είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι θα συνεισφέρουν, δεν θα απομυζήσουν την οικονομία μας. Ναι, θα είναι δύσκολα στην αρχή, αλλά γίνονται μέρος του μέλλοντος της Ευρώπης, είτε μας αρέσει είτε όχι».

Ένα ακόμη σχόλιο είναι αναγκαίο. Εκτός από ηθικά ανάλγητη και απεχθής, κοινωνικά τυφλή, καθώς και σε μεγάλο βαθμό αβάσιμη και παραπλανητική εκ προθέσεως, η «ασφαλειοποίηση» μπορεί να κατηγορηθεί ότι παίζει το παιχνίδι των γνήσιων τρομοκρατών. «Μια νέα μελέτη από την εταιρία συμβούλων Soufan Group ανεβάζει τον αριθμό των μαχητών από χώρες της Ε.Ε. σε περίπου 5.000» στρατολογημένους από το Daesh, όπως γράφει ο Pierre Baussand στο Social Platform (μόνο δύο από τους επιτιθέμενους στο Παρίσι ήταν μη Ευρωπαίοι). Ποιοι είναι αυτοί οι νέοι άνθρωποι που φεύγουν από την Ευρώπη για να συμμετάσχουν στις τρομοκρατικές ομάδες και σχεδιάζουν να επιστρέψουν αφού λάβουν τρομοκρατική εκπαίδευση;

Η καλά τεκμηριωμένη απάντηση του Baussand είναι ότι «η πλειοψηφία των Δυτικών που προσχωρούν στο Daesh προέρχονται από μειονεκτικά περιβάλλοντα. Μια πρόσφατη μελέτη του Pew Research Center διαπίστωσε ότι, “οι νεότερες γενιές Ευρωπαίων έχουν υποφέρει δυσανάλογα από τα πρόσφατα οικονομικά προβλήματα των χωρών τους […]. Ενόψει της πρόκλησης αυτής, οι νέοι Ευρωπαίοι βλέπουν συχνά τους εαυτούς τους ως θύματα της μοίρας». Μια τέτοια εκτεταμένη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων σε ολόκληρη την κοινωνία εξηγεί κατά κάποιο τρόπο την γοητεία της αίσθησης της σημαντικότητας και του ελέγχου που το Daesh ενσταλάζει στους υποστηρικτές του. Αντί να ενδώσουμε στις αντιδραστικές, λαϊκίστικες ρητορικές, όπως αυτές των ακροδεξιών οργανώσεων, εξισώνοντας όλους τους μετανάστες με τους τρομοκράτες», προειδοποιεί ότι, «οι ηγέτες μας πρέπει […] να απορρίψουν τις “εμείς εναντίον αυτών” στάσεις και το κύμα της ισλαμοφοβίας. Αυτό παίζει το παιχνίδι του Daesh, το οποίο χρησιμοποιεί τέτοιες αφηγήσεις ως εργαλεία στρατολόγησης».

Υπενθυμίζοντάς μας με αυτό τον τρόπο ότι «ο κοινωνικός αποκλεισμός έχει μια σημαντική συμβολή στη ριζοσπαστικοποίηση των νέων μουσουλμάνων στην Ε.Ε.», και επαναλαμβάνοντας μετά τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ ότι «αυτοί που οργάνωσαν αυτές τις επιθέσεις και εκείνοι που τις διέπραξαν είναι ακριβώς εκείνοι από τους οποίους προσπαθούν να ξεφύγουν οι πρόσφυγες και όχι το αντίθετο», ο Baussand καταλήγει: «Ενώ δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το ρόλο που πρέπει να διαδραματίσει η μουσουλμανική κοινότητα στην εξάλειψη της ριζοσπαστικοποίησης (που οδηγεί στο Daesh), μόνο η κοινωνία στο σύνολό της μπορεί να αντιμετωπίσει αυτή την κοινή απειλή για όλους μας […]. Αντί να διεξάγει πόλεμο κατά του Daesh στη Συρία και το Ιράκ, τα μεγαλύτερα όπλα που η Δύση μπορεί να εξαπολύσει κατά της τρομοκρατίας είναι η κοινωνική επένδυση, η κοινωνική ένταξη και ενσωμάτωση στο δικό μας έδαφος».

Αυτό είναι, νομίζω, ένα συμπέρασμα που απαιτεί την στενή προσοχή μας είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και επείγουσα –καθώς και αποφασιστική– δράση.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Social Europe, 22.12.2015

[1] Η κύρια σημασία της λέξης «securitization» είναι «τιτλοποίηση», οικονομικός όρος για την έκδοση χρεογράφων από διάφορες απαιτήσεις του ενεργητικού εταιρειών (Σ.τ.Μ.)

[2] Λογοπαίγνιο με την Λατινική φράση Urbi et orbi, παπική ευχή «στην πόλη και στην οικουμένη». Χρησιμοποιείται επίσης για πράξεις με διεθνή σημασία. (Σ.τ.Μ.)