Εγκλωβισμένοι στα χοτ σποτ

Standard

OΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

του Νίκου Σαραντάκου

Φωτογραφία: Γιάννης Μπεχράκης/Reuters

Φωτογραφία: Γιάννης Μπεχράκης/Reuters

Το άρθρο μας του περασμένου μήνα ήταν αφιερωμένο στους πρόσφυγες, αλλά και το σημερινό γύρω από το ίδιο θέμα θα περιστραφεί, καθώς η πρωτόγνωρη αυτή κρίση έχει κυριαρχήσει στην επικαιρότητα και απειλεί να κλονίσει συθέμελα το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μιας Ένωσης που μέχρι τώρα έχει σταθεί ανήμπορη να δώσει μιαν ευρωπαϊκή απάντηση σε ένα πρόβλημα που, κοιταγμένο συνολικά, δεν θα έπρεπε να είναι και τόσο δυσεπίλυτο, αφού μια ένωση εύπορων κρατών με πληθυσμό πάνω από 500 εκατομμύρια εύκολα μπορεί να απορροφήσει ένα ή δύο ή τρία εκατομμύρια κατατρεγμένους –πολύτιμο νέο αίμα, στην πραγματικότητα.

Η προσφυγική κρίση που περνάμε μάς έχει δώσει και καινούργιες λέξεις, και μια από αυτές θα μας απασχολήσει σήμερα· πιο σωστά, δεν είναι μία λέξη, αλλά σύμπλοκος όρος δύο λέξεων, και επιπλέον πρόκειται για δάνειο από τα αγγλικά, που έχει μπει ασυμμόρφωτο και ατελώνιστο στα ελληνικά· θα το είδατε στον τίτλο, εννοώ τον όρο «χοτ σποτ» ή hot spot αν προτιμάτε στα αγγλικά. Συνέχεια ανάγνωσης

Στο εβραϊκό νεκροταφείο του Βάισενζε

Standard

του Ντάνιελ Τρίλινγκ

μετάφραση: Δανάη Καρυδάκη (για το Ohne Binde)

Το Εβραϊκό νεκροταφείο στο Weissensee στο Βερολίνο όπως το φωτογράφησε ο Daniel Trilling

Το Εβραϊκό νεκροταφείο στο Weissensee στο Βερολίνο όπως το φωτογράφησε ο Daniel Trilling

Αυτό είναι το εβραϊκό νεκροταφείο στο Βάισενζε., στο Βερολίνο. Ο προπάππους μου Ilya B. είναι θαμμένος εκεί. Γεννήθηκε γύρω στο 1880 σε μια μεσοαστική οικογένεια του Κιέβου, που ήταν τότε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Όπως και πολλοί άλλοι Εβραίοι του Κιέβου εκείνη την εποχή, μιλούσε ρωσικά και όχι ουκρανικά. Τα ρωσικά ήταν άλλωστε η γλώσσα της εξουσίας και, ως εκ τούτου, ήταν απαραίτητα για τις μειονότητες που ήθελαν να έχουν πρόσβαση σε δουλειές ή εκπαίδευση στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας. Εκεί, όπως και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης σε διάφορες ιστορικές περιόδους, οι Εβραίοι ήταν αποκλεισμένοι από συγκεκριμένα επαγγέλματα· έτσι, πολλοί από αυτούς ασχολούνταν με το εμπόριο. Η καταγωγή από μια κοινότητα διασποράς σε συνδυασμό με μια παράδοση εκμάθησης ξένων γλωσσών έδινε σε κάποιους από αυτούς τις διεθνείς διασυνδέσεις ώστε να ακολουθήσουν μια τέτοια καριέρα με επιτυχία. Ο Ilya B. εμπορευόταν ιατρικό εξοπλισμό, και στο πλαίσιο της δουλειάς του ταξίδευε συχνά στη Γερμανία και σε άλλες χώρες.

Το 1918, κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου που ακολούθησε την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, έφυγε διά παντός από το Κίεβο. Ουκρανοί εθνικιστές είχαν σπάσει το γραφείο του επειδή είχε ρωσική επιγραφή στην πόρτα. Το οικογενειακό του διαμέρισμα είχε επιταχθεί από την κομμουνιστική πολιτοφυλακή και οι γείτονες στο διπλανό σπίτι είχαν εξαφανιστεί. Φίλοι και συγγενείς εκτελούνταν κατά τύχη στον δρόμο. Ο Ilya B. κατάφερε να ξεφύγει επειδή είχε διασυνδέσεις που του εξασφάλισαν βίζα με το πρόσχημα του επαγγελματικού ταξιδιού· η γυναίκα και η κόρη του μπόρεσαν να τον ακολουθήσουν λίγο αργότερα, μια και η οικογένεια είχε χρήματα για να αγοράσουν πλαστές άδειες, ταξιδιωτικά έγγραφα και ταυτότητες, αλλά και επειδή ήταν αρκετά τυχερές ώστε να μην τις συλλάβουν ή να τους επιτεθούν όταν πέρασαν με τα πόδια τα σύνορα με την Πολωνία. Συνέχεια ανάγνωσης

Η πραγματική αιτία της προσφυγικής κρίσης είναι η έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών

Standard

Συνέντευξη του Ράινερ Μπάουμπεκ στον Δημήτρη Χριστόπουλο

Μιλάει για τις πολιτικές ιθαγένειας στην Ε.Ε, την ένταξη των μεταναστών, τις προοπτικές του προσφυγικού και τον ρόλο της Ελλάδας

6-baubock-AO Rainer Bauböck είναι ένας από τους διακεκριμένους πολιτικούς επιστήμονες στην Ευρώπη στον τομέα της ιδιότητας του πολίτη και της μετανάστευσης στην Ευρώπη, την περίοδο έπειτα από τον Ψυχρό Πόλεμο. Κατέχει την έδρα Πολιτικής και Κοινωνικής Θεωρίας στο Τμήμα Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημια­κού Ινστιτούτου στη Φλωρεντία. Το 2009 πήρε την πρωτοβουλία για την ίδρυση του Eudo, του παρατηρητηρίου για την ιθαγένεια στην Ευρώπη, το οποίο έκτοτε συντονίζει. Το Eudo Citizenship είναι στις μέρες μας η μεγαλύτερη ακαδημαϊκή δομή τεκμηρίωσης των σπουδών ιδιότητας του πολίτη σε όλη την Ευρώπη. Ο Ράινερ Μπάουμπεκ θα μιλήσει στην Αθήνα στις 9 Μαρτίου, στις 19:00, στο Gazarte (Βουτάδων 32-34, Γκάζι· Μετρό: Κεραμεικός), με θέμα «Δημοκρατική ένταξη: οι προκλήσεις της μετανάστευσης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Θα υπάρχει ταυτόχρονη μετάφραση αγγλικά-ελληνικά. Η διάλεξη εντάσσεται στη σειρά RethinkingEurope, που οργανώνει το Παράρτημα Ελλάδας του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, σε συνεργασία με την Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και Δημοκρατίας (περισσότερες πληροφορίες στο rosalux.gr). Με την ευκαιρία αυτή, με τον με τον Ρ. Μπάουμπεκ συζήτησε ο Δημήτρης Χριστόπουλος (Πάντειο Πανεπιστήμιο, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα δικαιώματα του Ανθρώπου-FIDH). 

Έχετε αφιερώσει το ακαδημαϊκό σας έργο στις στρατηγικές της ιδιότητας του πολίτη και στην ένταξη των μεταναστών. Πώς αξιολογείτε τον τρόπο που η Ε.Ε. αντιμετωπίζει τα εν λόγω θέματα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου;

Η Ε.Ε. έχει πολύ περιορισμένες αρμοδιότητες σε αυτά τα θέματα. Το 1992 η Συνθήκη του Μάαστριχτ εισήγαγε μια κοινή ενωσιακή ιθαγένεια αλλά δεν υπήρξε η φυσιολογική συνέχεια της εναρμόνισης των εθνικών νομοθεσιών που ρυθμίζουν την πρόσβαση στο καθεστώς ιθαγένειας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε το 1999 προώθησε μια κοινή πολιτική ασύλου και μια προσέγγιση των δικαιωμάτων των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε αυτά των πολιτών, αλλά την επόμενη δεκαετία η ατζέντα μετατοπίστηκε, δίνοντας έμφαση στις προϋποθέσεις και τις δοκιμασίες απόδοσης ιθαγένειας. Ο αργός και ημιτελής εξευρωπαϊσμός των πολιτικών αυτών στο παρελθόν έχει δημιουργήσει σήμερα έναν πραγματικό κίνδυνο ριζοσπαστικής εθνικής αναδίπλωσης. Η αποτυχία των κρατών-μελών να συμφωνήσουν σε έναν διαμοιρασμό ευθυνών στην προσφυγική κρίση μπορεί να πυροδοτήσει την κατάρρευση της Συμφωνίας Σένγκεν για τα ανοιχτά σύνορα, και η απειλή εξόδου της Βρετανίας χρησιμεύει ως δικαιολογία για πολλά κράτη-μέλη ώστε να προτείνουν νέους περιορισμούς της ελεύθερης μετακίνησης των Ευρωπαίων πολιτών. Το δίδαγμα που πρέπει να αντλήσουμε είναι: Δεν μπορούμε πλέον να διαχωρίζουμε τις πολιτικές που ακολουθούμε για τους μη Ευρωπαίους και τους Ευρωπαίους μετανάστες. Γιατί αν αποτύχουν οι πρώτες, θα κλονιστούν αναμφίβολα και οι δεύτερες. Συνέχεια ανάγνωσης

Η «μεταεθνικιστική» Ευρωπαϊκή Ένωση ως ζωτικός χώρος του εθνικισμού

Standard

του Γιάννη Στουραΐτη

Δεν πρωτοτυπεί ασφαλώς κανείς, μιλώντας για τη ραγδαία αύξηση του ευρωσκεπτικισμού λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά και της έκρηξης του προσφυγικού. Η αύξηση αυτή είναι κάτι αδιαμφισβήτητο, όσο και οι διαφορετικές προσεγγίσεις επ’ αυτού – και εδώ είναι που αξίζει να σταθούμε. Στον ευρωσκεπτισμό ενός σημαντικού μέρους της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που προηγήθηκε κατά πολύ της κρίσης και αφορά μια συνολική δομική κριτική στην Ε.Ε., ένας ευρύς και πολιτικά πολυσυλλεκτικός χώρος, που αυτοπροσδιορίζεται ως φιλευρωπαϊκός, απαντά αποδομητικά επιχειρώντας –πονηρά– να τον εξισώσει με την ακροδεξιά αντιευρωπαϊκή ρητορική. Ένα βασικό επιχείρημα καθολικής καταδίκης του ευρωσκεπτικισμού, απ’ όπου κι αν προέρχεται, είναι ότι καμία προοδευτική πολιτική δύναμη δεν μπορεί να επιδιώκει την αποδόμηση της Ε.Ε., εφόσον η τελευταία εγγυάται την περιθωριοποίηση των εθνικισμών και, ως εκ τούτου, τη διατήρηση της ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Κέες βαν Ντόνγκεν, «Το άλογο και ο ακροβάτης», 1904

Κέες βαν Ντόνγκεν, «Το άλογο και ο ακροβάτης», 1904

Βασικό πρόβλημα του εν λόγω επιχειρήματος, καταρχάς, είναι ότι εργαλειοποιεί το βεβαρημένο ιστορικό παρελθόν της Ευρώπης, ως «σκοτεινής ηπείρου» του φασισμού και των δύο παγκοσμίων πολέμων, για να αποσπάσει την προσοχή από το γεγονός ότι το ευρωενωσιακό σύστημα εμφανίζει όλο και περισσότερο χαρακτηριστικά και λειτουργίες ενός κλασικού τύπου αυτοκρατορικού συστήματος: μια ευρύτερη περιφέρεια καθίσταται οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά υποτελής σε ένα κυρίαρχο δυτικοευρωπαϊκό κέντρο. Μια εξέλιξη που αντανακλάται και στον κυρίαρχο λόγο περί ανώτερης (δυτικο)ευρωπαϊκής ταυτότητας, ο οποίος έχει μια σαφή οριενταλιστική διάσταση στην αντιμετώπιση λαών και ευρύτερων πολιτισμικών ζωνών, τόσο εντός όσο και εκτός Ε.Ε. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο Τσε, ο «άνθρωπος-μάρτυρας» και άλλες σκέψεις για την Αριστερά του σήμερα

Standard

της Μαρίας Χαϊδοπούλου-Βρυχέα

Ι. Μήπως ήρθε η ώρα να αποκαθηλώσουμε τον Τσε;

Γκούσταβ Κλίμτ, «Η λαχτάρα για την Ευτυχία βρίσκει απαντοχή στην Ποίηση (από τη «ζωφόρο του Μπετόβεν»), 1902

Γκούσταβ Κλίμτ, «Η λαχτάρα για την Ευτυχία βρίσκει απαντοχή στην Ποίηση (από τη «ζωφόρο του Μπετόβεν»), 1902

Μετά από δεκαετίες συζητήσεων για πολλαπλές ταυτότητες, όταν έρθουν τα δύσκολα, μοιάζει η αριστερά σε όλες τις αποχρώσεις της και ο χώρος εν γένει (ας επιτραπούν τα πεζά) να αναδιπλώνονται και να επιστρέφουν σε μια παλιότερη εποχή: το «υπέρτατο υποκείμενο» είναι οι εργαζόμενοι-εργάτες, κινητοποίηση σημαίνει (μόνο) πορεία / συγκέντρωση / απεργία, δυνατοί είναι όσοι αντέχουν περισσότερο χρόνο σε διαδικασίες. Σαν να έχουμε ανάγκη να γυρίσουμε μέσα μας, στον πυρήνα της σκέψης μας, εκεί που αισθανόμαστε σίγουροι/ες και ασφαλείς.

Καταρχάς, είναι εξοργιστικό σε μια τέτοια εποχή να πρέπει για άλλη μια φορά να αυτοπροσδιοριστούμε με ένα μόνο κομμάτι της καθημερινότητάς μας και του εαυτού μας, την έμμισθη εργασία, που μπορεί και να μην το έχουμε (και αυτό όχι μόνο λόγω κοινωνικών συνθηκών, αλλά και άλλων παραγόντων, όπως η ηλικία).

Δεν είναι δυνατόν το 2016 να σκεφτόμαστε με βάση τα πολιτικά υποκείμενα του παρελθόντος, τότε που οι γυναίκες δεν μίλαγαν, δεν υπήρχαν ομοφυλόφιλοι, λεσβίες, ανάπηροι, περίεργοι, τρανς και άλλες… παρά μόνο ένας νέος λευκός εργάτης εξαρτώμενος ως προς τη φροντίδα από μια σύζυγο νοικοκυρά, τα παιδιά στο μπαγκράουντ – και μετά, το κενό. Συνέχεια ανάγνωσης

Από τον «Γεροστάθη» μέχρι το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού

Standard

Τα αποσυρθέντα σχολικά βιβλία, 1858-2008

 συνέντευξη του Χάρη Αθανασιάδη

Μιλάει για τη δημόσια, τη σχολική και την εθνική ιστορία, με την ευκαιρία της μελέτης του για τα αποσυρθέντα σχολικά βιβλία

 

Τα αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008» επιγράφεται η μελέτη του Χάρη Αθανασιάδη (Αλεξάνδρεια 2015). Για αυτήν θα συζητήσουν την Τρίτη 8 Μαρτίου, ώρα 19.00 (στο Polis Art Cafè (Πεσμαζόγλου 5, αίθριο Στοάς του Βιβλίου), ο συγγραφέας Χάρης Αθανασιάδης (ιστορικός της εκπαίδευσης, Παν. Ιωαννίνων), Πολυμέρης Βόγλης (ιστορικός, Παν. Θεσσαλίας), Στρατής Μπουρνάζος, Νίκος Βαφέας (κοινωνιολόγος, Παν. Κρήτης). Η συζήτηση εντάσσεται στον δεύτερο Κύκλο Συζητήσεων για την Ιστορία, που οργανώνουν το Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας και το ηλεκτρονικό περιοδικό «Χρόνος». Με την ευκαιρία αυτή συζητήσαμε με τον Χάρη Αθανασιάδη.

Θα ξεκινήσω με μια ερώτηση που αφορά τη δομή της αφήγησης. Σε αντίθεση με τα ειωθότα, το βιβλίο ξεκινάει αντίστροφα: από το 2008 προχωράει προς τα πίσω φτάνοντας στο 1858. Γιατί;

3-athanasiadis-aΓια δυο λόγους. Ο πρώτος επιστημολογικός. Υπενθυμίζω διαρκώς στον αναγνώστη ότι η πυξίδα που κρατάει στα χέρια του ο ιστορικός όταν επισκέπτεται την ξένη χώρα που ονομάζουμε παρελθόν είναι ένα ερώτημα που ανέκυψε στο παρόν. Με τα προβλήματα της δικής του εποχής αναμετριέται κι αυτός, όπως κάθε ενεργός πολίτης, μα η ιδιαίτερη μορφωτική του σκευή τον ωθεί να αναζητά απαντήσεις ή ομόλογα φαινόμενα στο παρελθόν. Γι’ αυτό, άλλωστε, η κάθε γενιά ξαναγράφει την Ιστορία. Όχι μόνο διότι νέα στοιχεία ολοκληρώνουν ή τροποποιούν μια πτυχή της, ούτε μόνο διότι προτείνονται διαφορετικές συσχετίσεις ανάμεσα σε ήδη γνωστά στοιχεία, άρα διαφορετικές εξηγήσεις σε γνωστά ερωτήματα. Κυρίως, διότι κάθε γενιά θέτει νέα ερωτήματα, που σχετίζονται με το δικό της παρόν. Κάνοντάς το, φωτίζει διαφορετικές όψεις του παρελθόντος, οι οποίες δεν ενδιέφεραν τους παλιότερους. Έτσι κατασκευάζονται νέα αντικείμενα έρευνας, αναπτύσσονται διαφορετικές περιοχές μελέτης, καμιά φορά ολόκληρα επιστημονικά πεδία που δεν υπήρχαν ως τότε. Υπ’ αυτήν την οπτική, η Ιστορία είναι μια διαρκής συνομιλία του παρόντος με το παρελθόν.

Ο δεύτερος λόγος είναι, θα έλεγα, υφολογικός, ίσως και λιγάκι υπαρξιακός. Αποτυπώνω στο χαρτί, όσο είναι δυνατό να γίνει αυτό, την ερευνητική μου πορεία. Ξεναγώ τον αναγνώστη από τη μια εποχή στην άλλη με την ίδια σειρά που τις επισκέφτηκα κι εγώ. Προσπαθώ, μάλιστα, ν’ αφήσω σε κάθε κεφάλαιο αναπάντητα όσα ερωτήματα συνέχιζαν να με βασανίζουν και δίνω τη λύση στο κεντρικό πρόβλημα την ώρα που κι εγώ ένιωσα αρκετά σίγουρος γι’ αυτή. Είναι σαν να προσκαλώ τον αναγνώστη στο εργαστήριό μου — η δουλειά του ιστορικού, άλλωστε, είναι μοναχική, χρειάζεται παρέα πού και πού. Μα για να μας αντέξει κάποιος, χρειάζεται να κρατήσουμε κάτι από την καλή παράδοση της αφήγησης. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η αφήγηση άντεξε, παρότι κάποιες ιστορικές σχολές προσπάθησαν να την εξοβελίσουν εν ονόματι της επιστημοσύνης. Κι αφού αφηγούμαστε, ας προσπαθήσουμε να το κάνουμε γοητευτικά — θυμηθείτε τον τρόπο που επινόησε η Αγκάθα Κρίστι για να απαντήσει στο ερώτημα Ποιος σκότωσε τον Ρότζερ Ακρόυντ. Η Ιστορία απαντά κι αυτή σε κρίσιμα ερωτήματα που σχετίζονται με το μεγάλο μυθιστόρημα της δράσης των ανθρώπων, τους φόβους, τις εμμονές, τα συμφέροντα και τις προσδοκίες τους και, από αυτή την άποψη, δεν είναι τόσο άσχετη με το αστυνομικό μυθιστόρημα όσο από πρώτη άποψη μοιάζει.

Το βιβλίο καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό εύρος, από το 1858 μέχρι το 2008. Διατρέχει, δηλαδή, εποχές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους από πολιτική, κοινωνική και ειδικότερα εκπαιδευτική άποψη. Υπάρχει κάποιο κόκκινο νήμα, που διατρέχει αυτό τον ενάμιση αιώνα «αποσύρσεων» και λογοκρισίας, σε τόσο διαφορετικά συμφραζόμενα κάθε φορά;

Στην Ιστορία υπάρχουν τομές και συνέχειες. Ή, καλύτερα, εμείς, ανάλογα με το αντικείμενό μας, διακρίνουμε εκ των υστέρων τομές και συνέχειες. Με κριτήριο τις διαμάχες για τη σχολική Ιστορία, που είναι το θέμα του βιβλίου, ο τελευταίος αιώνας μπορεί να ιδωθεί ως καταρχήν ενιαία περίοδος: Από το 1919, όταν εκτυλίχθηκε η πρώτη διαμάχη με αφορμή το πασίγνωστο αναγνωστικό του Ζαχαρία Παπαντωνίου Τα Ψηλά Βουνά ως το 2008, όταν καταλάγιασε ο θόρυβος που προξένησε το εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού — μα και μέχρι σήμερα, εκτιμώ, εφόσον ευρύτερες διαμάχες όπως αυτή για τον ιστορικό Χάιντς Ρίχτερ μοιάζουν και εν πολλοίς είναι ομόλογες με αυτές που το βιβλίο ανατέμνει. Βέβαια, κάθε διαμάχη είχε τις δικές της ιδιαίτερες αιτίες και τα δικά της διακυβεύματα που συνδέονταν πολλαπλά με την εκάστοτε συγκυρία. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε την οξύτατη αντιπαράθεση για τα Ψηλά Βουνά δίχως να λάβουμε υπόψη την πανσπερμία των εθνοτήτων που κλήθηκε να ενσωματώσει η Ελλάδα ύστερα από τους Βαλκανικούς Πολέμους, ούτε να καταλάβουμε την πολεμική σε ένα βιβλίο βυζαντινής Ιστορίας του 1965 δίχως να τη συσχετίσουμε με την ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο και την επιστροφή της το 1958.

3-athanasiadis-bΚάτω όμως από τους διαφορετικούς αριθμητές υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, μια κεντρική παραδοχή που συγκροτεί το ευνοϊκό πλαίσιο εντός του οποίου ξετυλίγονται οι συμβολικοί πόλεμοι για τη σχολική Ιστορία. Πρόκειται για το σχήμα της αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνικού έθνους, όχι ακριβώς όπως το σκιαγράφησε ο Παπαρρηγόπουλος, αλλά όπως εκλαϊκευμένο και φορτωμένο με μύθους αποτυπώθηκε στα σχολικά βιβλία. Τούτο συνέβη κατά τη δεκαετία του 1890, άρα εκείνη τη συγκυρία ορίζουμε ως τομή. Έκτοτε οποιαδήποτε απόκλιση από το τρίσημο σχήμα ξεσηκώνει θύελλες. Το κεντρικό αυτό επιχείρημα επιβεβαιώνεται αντιστικτικά με την ανάδειξη μιας προγενέστερης συνέχειας, που ξεκινά ήδη από τα χρόνια της Επανάστασης. Πρόκειται για το σχήμα του Διαφωτισμού, το οποίο αποτυπώνεται ανάγλυφα στο τεκμήριο που ξεδιάλεξα, στον Γεροστάθη του Λέοντα Μελά. Ένα αφήγημα που αν εισαγόταν σήμερα στα σχολεία θα προκαλούσε εξίσου αν όχι μεγαλύτερες διαμάχες απ’ όσες γνωρίσαμε. Δύο συνέχειες, λοιπόν, και ανάμεσά τους μία τομή ορίζουν την αρχιτεκτονική του βιβλίου, εντελώς απαραίτητες και οι τρεις προκειμένου να υποστηριχθεί το κεντρικό επιχείρημα. Γι’ αυτό και το μεγάλο χρονικό εύρος.

Ποιες είναι οι βασικές έννοιες-εργαλεία που θεωρείς χρήσιμες για να προσεγγίσουμε το θέμα του βιβλίου;

Αρκούν δύο: η έννοια Δημόσια Ιστορία και η έννοια έθνος. Η πρώτη, επειδή είναι καινοφανής και μάλλον ασαφής, αναλύεται εξαντλητικά στην εισαγωγή του βιβλίου — ίσως περισσότερο εξαντλητικά απ’ όσο μπορεί να αντέξει ο μη ειδικός αναγνώστης, που για τούτο θα τον παρότρυνα να καταπιαστεί μ’ αυτήν αφού ξεμπερδέψει με τα κανονικά κεφάλαια του βιβλίου. Εδώ, αρκεί να πούμε πως ως δημόσια Ιστορία ορίζονται αφενός οι πολλαπλές αποτυπώσεις και χρήσεις του παρελθόντος στο δημόσιο χώρο (στην εκπαίδευση, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, την πόλη, τον Τύπο και το διαδίκτυο), και, αφετέρου, η συστηματική μελέτη του φαινομένου αυτού, το ιδιαίτερο πεδίο που αναπτύσσεται χαράσσοντας τις δικές του ερευνητικές προτεραιότητες και τις δικές του εξειδικευμένες μεθοδολογικές πρακτικές.

Η έννοια έθνος αναλύεται αποσπασματικά, όπου χρειάζεται και όσο χρειάζεται ώστε να παρακολουθήσει ο αναγνώστης τα εκατέρωθεν επιχειρήματα και τις διακριτές γραμμές σκέψης όσων μετέχουν στις διαμάχες. Στο βιβλίο, βέβαια, δεμένοι οργανικά με τις συγκεκριμένες διαμάχες παρελαύνουν οι πάντες: οι αρχεγονιστές, που κατανοούν τα έθνη ως διαχρονικές, αναλοίωτες ή και υπερβατικές ακόμα οντότητες που εδράζονται στη φύση ή τη βιολογία· οι μοντερνιστές, που προσεγγίζουν τα έθνη ως γενήμματα των αναγκών και των συνθηκών της νεωτερικότητας και δίνουν έμφαση στις πολιτικές του διαστάσεις· οι εθνοσυμβολιστές, που τα βλέπουν ως πολιτισμικές κοινότητες γερά θεμελιωμένες στους μύθους και την ιστορία. Φυσικά, αυτές είναι αναλυτικές κατηγορίες και ως τέτοιες δεν παύουν να είναι σχηματικές. Χρήσιμες για να προσανατολιζόμαστε, προκρούστειες ενόσω υποκαθιστούν την πραγματική ανάλυση της πραγματικής ιδεολογικής και πολιτικής διαπάλης.

Ας μιλήσουμε, τέλος, για την έννοια της σχολικής Ιστορίας. Πώς συγκροτείται και ποια σημασία έχει;

Η σχολική Ιστορία είναι η επίσημη Δημόσια Ιστορία. Επηρεάζεται, αναμφίβολα, από τις προόδους της ακαδημαϊκής Ιστορίας και, υπ’ αυτήν την έννοια εξελίσσεται διαρκώς προς μια πιο επιστημονική κατεύθυνση. Δεν μπορεί όμως να αγνοήσει τις κυρίαρχες συλλογικές αναπαραστάσεις για το εθνικό μας παρελθόν, ούτε να χειραφετηθεί από τις ιδεολογικές στοχεύσεις του κράτους. Κι ενόσω οι δύο αυτοί δεσμώτες της επιφυλάσσουν ακόμη ρόλο φρονηματιστικό και εθνοποιητικό, η σχολική Ιστορία θα μένει καθηλωμένη στις ρομαντικές προδιαγραφές του 19ου αιώνα. Ζούμε όμως πλέον στην σύνθετη και αντιφατική Ευρώπη του 21ου. Και για να επιβιώσουμε σε αυτήν (πόσο μάλλον για να την αλλάξουμε) χρειαζόμαστε αυξημένες ικανότητες κοινωνικής ανάλυσης. Σε αυτόν τον στόχο η σχολική Ιστορία έχει κάμποσα να προσφέρει. Αν κάποιος μάθει να αναλύει και να κατανοεί το παρελθόν, οικοδομεί εκείνα τα νοητικά εργαλεία που θα του επιτρέψουν ενδεχομένως κάτι να καταφέρει και με το παρόν.

Το τέλος του «δημοκρατικού καπιταλισμού» στην Ευρώπη

Standard

Συνέντευξη του Βόλφγκανγκ Στρέεκ στον Τζόνας Μπιρτς και τον Γιώργο Σουβλή

Μιλάει για τη μεταδημοκρατία,  την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, τον ΣΥΡΙΖΑ, το μέλλον της πλήρους απασχόλησης

μετάφραση:Γιάννης Χατζηδημητράκης

 

Ο Γερμανός οικονομολόγος και  κοινωνιολόγος Wolfgang Streeck βρέθηκε συχνά στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, τα τελευταία χρόνια,  με τις παρεμβάσεις του για τη λιτότητα, τα αίτια της παγκόσμιας κρίσης και το μέλον της Ε.Ε. Δημοσιεύουμε σήμερα, με μικρές περικοπές, τη συνέντευξη που έδωσε στον Jonah Birch (New York University) και τον Γιώργο Σουβλή (Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας) και δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Jacobin», στις 26.2.2016.

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

 

Έχετε υποστηρίξει τα τελευταία χρόνια ότι ο «δημοκρατικός καπιταλισμός» στην Ευρώπη κινείται όλο και περισσότερο προς την κατεύθυνση ενός κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου που ιεραρχεί τις επιταγές της αγοράς και την επιχειρηματική κερδοφορία πάνω από τις απαιτήσεις για δημοκρατική ισότητα και κοινωνική αλληλεγγύη. Πώς εξελίχθηκε αυτή η διαδικασία και πώς δένει με αυτήν η κρίση που ξέσπασε μετά το 2008 στην Ευρωζώνη;

Η δημοκρατία στον καπιταλισμό είναι δημοκρατία στον βαθμό που διορθώνει τα αποτελέσματα των δράσεων των αγορών προς την κατεύθυνση της ισότητας. Η οικονομική απελευθέρωση αποσυνδέει τη δημοκρατία από την οικονομία — την καθιστά στεγνή. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που ονομάζουμε μεταδημοκρατία: η πολιτική ως μαζικό θέαμα, ως κομμάτι της βιομηχανίας του θεάματος. Ένας τρόπος αποσύνδεσης της δημοκρατίας από την οικονομία είναι η μεταβίβαση της οικονομικής πολιτικής από τα χέρια των εθνικών κοινοβουλίων και των κυβερνήσεων στα χέρια «ανεξάρτητων» θεσμών όπως οι κεντρικές τράπεζες και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, και Διεθνών Οργανισμών όπως το ΔΝΤ. Το ευρώ, όπως θεσπίστηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, έχει με αυτό τον τρόπο αποδημοκρατικοποιήσει –αλλά σε καμία περίπτωση αποπολιτικοποιήσει– τη νομισματική και οικονομική πολιτική στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Ουσιαστικά, έχει επιβληθεί μια πολιτική σκληρού νομίσματος στο σύνολο της Ευρωζώνης, υπό την οποία μερικές χώρες, όπως η Γερμανία, μπορεί να ευημερούν, ενώ πολλές άλλες όχι. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο μεταναστευτικός «ηθικός πανικός» και οι (κατα)χρήσεις του

Standard

του Ζύγκμουντ Μπάουμαν

μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου

Οι τηλεοπτικές ειδήσεις, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, οι ομιλίες των πολιτικών, τα «τιτιβίσματα», όλα τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να εστιάσουν ή να εκτονώσουν τα άγχη και τις φοβίες του κοινού, ξεχειλίζουν πλέον από αναφορές στη «μεταναστευτική κρίση» –η οποία υποτίθεται πως πλημμυρίζει την Ευρώπη και προμηνύει την κατάρρευση και τον χαμό του τρόπου ζωής που αυτή γνωρίζει, εξασκεί και λατρεύει. Αυτή η κρίση χρησιμεύει προς το παρόν ως ένα είδος πολιτικώς ορθού κωδικού ονόματος για την τρέχουσα φάση του αέναου αγώνα που διεξάγουν οι καθοδηγητές της κοινής γνώμης για την κατάκτηση και την υποταγή των σκέψεων και των συναισθημάτων των ανθρώπων. Ο αντίκτυπος των ειδήσεων που μεταδίδονται από το εν λόγω πεδίο μάχης κοντεύει πια να προκαλέσει έναν πραγματικό «ηθικό πανικό» (φαινόμενο το οποίο, σύμφωνα με τον πιο κοινά αποδεκτό ορισμό που καταγράφει η Wikipedia, είναι «ένα αίσθημα φόβου που εξαπλώνεται σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων ότι κάτι κακό απειλεί την κοινωνική ευημερία»).[1]

Πειραιάς. Φωτογραφία Vadim Ghirda

Καθώς γράφω αυτές τις λέξεις, μια ακόμα τραγωδία –συνοδευόμενη από σκληρή αδιαφορία και ηθική τύφλωση- είναι έτοιμη να ξεσπάσει. Ολοένα και πυκνώνουν τα σημάδια ότι η κοινή γνώμη, σε αγαστή σύμπνοια με τα εντυπωσιοθηρικά ΜΜΕ, σταδιακά αλλά αναπόδραστα πλησιάζουν το σημείο της «κούρασης με την προσφυγική τραγωδία». Τα πνιγμένα παιδιά, τα βιαστικά υψωμένα τείχη, τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα, τα υπερπλήρη στρατόπεδα συγκέντρωσης («κέντρα υποδοχής») και οι κυβερνήσεις που διαγωνίζονται στη ρίψη αλατιού στις πληγές της εξορίας, του παρά τρίχα γλυτωμού και των εξουθενωτικών κινδύνων του ταξιδιού προς την ασφάλεια αντιμετωπίζοντας τους πρόσφυγες σαν καυτές πατάτες – όλα αυτά τα ηθικά αίσχη αποτελούν ολοένα και λιγότερο «ειδήσεις» και πετιούνται ολοένα και συχνότερα κάπου «μέσα στις ειδήσεις». Αλίμονο, η μοίρα όλων των συγκλονισμών είναι η μετατροπή τους σε μια βαρετή ρουτίνα κανονικότητας –κι η μοίρα των ηθικών πανικών είναι η περιτύλιξή τους σ’ ένα πέπλο λησμοσύνης, η κατανάλωση και η εξαφάνισή τους από τα μάτια και τις συνειδήσεις μας. Ποιος θυμάται πια τους Αφγανούς πρόσφυγες που ζητούσαν άσυλο στην Αυστραλία κι έριχναν τα κορμιά τους πάνω στα συρματοπλέγματα της Woomera ή έλιωναν κλεισμένοι στα μεγάλα κέντρα κράτησης που η Αυστραλιανή κυβέρνηση έχτισε στο Nauru και το Νησί των Χριστουγέννων «για να εμποδίσει την είσοδό τους στα χωρικά της ύδατα»; Ή τους δεκάδες Σουδανούς εξόριστους που σφαγιάστηκαν από την αστυνομία στο κέντρο του Καΐρου «αφού απεκδύθηκαν των δικαιωμάτων τους από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ»;[2] Συνέχεια ανάγνωσης