Διασχίζοντας τη Μεσόγειο στην εποχή της Frontex και του Τέκνικουμ

Standard

Φουσκωτές βάρκες από την Ερυθραία και τη Σομαλία
 

της Φράνσις Στόνορ Σόντερς

μετάφραση: Δάφνη Λάππα

A dinghy overcrowded with Syrian refugees drifts in the Aegean sea between Turkey and Greece after its motor broke down off the Greek island of Kos, August 11, 2015. (Photo by Yannis Behrakis/Reuters)

A dinghy overcrowded with Syrian refugees drifts in the Aegean sea between Turkey and Greece after its motor broke down off the Greek island of Kos, August 11, 2015. (Photo by Yannis Behrakis/Reuters)

Διαβατήρια κάποιας μορφής υπήρχαν από πολύ παλιά, ωστόσο μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η χρήση τους δεν ήταν καθόλου συστηματική. Πριν τον πόλεμο, μας λέει ο Στέφαν Τσβάιχ, «ο καθένας μπορούσε να ταξιδέψει χωρίς έλεγχο […], τα σύνορα ήταν όρια συμβολικά που μπορούσε κανείς να τα περάσει χωρίς να το σκεφτεί, σαν να περνάει τον Μεσημβρινό στο Γκρίνουιτς. Ο ίδιος ταξίδεψε από την Ευρώπη στην Ινδία και την Αμερική χωρίς ποτέ να έχει δικό του διαβατήριο, αλλά ούτε και είχε δει ποτέ κανένα διαβατήριο. Με τον πόλεμο όμως, συνεχίζει,

«ξεπρόβαλε ο εθνικισμός και αναστάτωσε τον κόσμο […] και η πρώτη ορατή συνέπεια αυτής της διανοητικής επιδημίας του αιώνα μας ήταν η ξενοφοβία, η νοσηρή αντιπάθεια, ή έστω ο φόβος, απέναντι στους ξένους. Ο κόσμος βρισκόταν σε άμυνα, παντού τους φέρονταν άσχημα. Οι ταπεινώσεις, που παλιότερα επιφυλάσσονταν στους εγκληματίες, τώρα επιβάλλονταν στους ταξιδιώτες, πριν και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Φωτογραφίες και από τις δύο μεριές, προφίλ και ανφάς, με τα μαλλιά αρκετά κομμένα για να φαίνονται καθαρά τα αυτιά. Δαχτυλικά αποτυπώματα, στην αρχή μόνο του αντίχειρα, μετά και από τα δέκα δάχτυλα. Επιπλέον έπρεπε να παρουσιάσεις πιστοποιητικά υγείας και εμβολιασμού, πιστοποιητικό έντιμου βίου από την Αστυνομία, συστατικές επιστολές και πρόσκληση για να επισκεφτείς μια χώρα. Να δώσεις τη διεύθυνση των συγγενών σου, ηθικές και οικονομικές εγγυήσεις, και να συμπληρώσεις ερωτηματολόγια και φόρμες σε τριπλά και τετραπλά αντίτυπα, και αν ένα από όλα αυτά τα έγγραφα χάνονταν, ήσουν κι εσύ χαμένος».

Η σχέση του Τσβάιχ με το διαβατήριό του ήταν κακή — κάθε σφραγίδα ήταν ένα στίγμα, κάθε συνέντευξη με συνοριακό υπάλληλο μια ταπείνωση. Ωστόσο, για άλλους τα διαβατήρια ήταν μια πόρτα στον κόσμο. Η Ναόμι Μίτσισον (Naomi Mitchison) έγραφε ότι το βρετανικό της διαβατήριο την έκανε να νιώθει ως «η πνευματική κληρονόμος όλων εκείνων των μυλόρδων που, στη διάρκεια του μεγαλοπρεπούς εμπορικού παρελθόντος, ταξίδεψαν την Ευρώπη». Δεν το έχω επιβεβαιώσει, ωστόσο νομίζω ότι το βρετανικό διαβατήριο είναι το μόνο όπου αναγράφονται οι κληρονομικοί τίτλοι ή οι τίτλοι τιμής ως επιβεβαίωση της ταυτότητας. Οι κυβερνητικές οδηγίες για τη σωστή χρήση των τίτλων στα διαβατήρια είναι πολύ αστείες. Για παράδειγμα, οι υπάλληλοι που εκδίδουν τα διαβατήρια πρέπει να γνωρίζουν ότι η κόρη ενός βαρώνου ή κάποιου με επίκτητο τίτλο τιμής, αν είναι ανύπαντρη, πρέπει να αναγράφεται ως «Hon[ourable]» (Αξιότιμος) και μετά να ακολουθεί το όνομα και το επώνυμό της. Αλλά, εάν έχει παντρευτεί με ιππότη ή βαρονέτο, τότε πρέπει να αναγράφεται «Hon[ourable] Lady» και μετά να ακολουθεί μόνο το επίθετό της. Και αν είναι παντρεμένη με απλό πολίτη, τότε  αναγράφεται ως «Hon[ourable] Mrs». Έχουν γραφτεί σελίδες επί σελίδων με τέτοιες ανοησίες για τους τίτλους των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και όσων φιλοδοξούν να ενταχθούν σε αυτές. Οι οδηγίες λένε επίσης ότι «οι τίτλοι ευγενείας πρέπει πάντα να επαληθεύονται και ο υπάλληλος οφείλει να ανατρέχει στις σχετικές εκδόσεις – στο Peerage (Τίτλοι ευγενείας) των εκδόσεων Debrett, στην τελευταία έκδοση του Who’s Who ή στη London Gazette. Αν έχουν αμφιβολίες, οι υπάλληλοι πρέπει να απευθυνθούν σε ανώτερό τους, ο οποίος μάλλον θα πρέπει να έχει λάβει ειδική εκπαίδευση πάνω στο θέμα από την Νάνσυ Μίτφορντ (Nancy Mitford).

Διαβατήρια και βίζες

Το βρετανικό διαβατήριο διατηρεί και σήμερα την ισχύ του, και (μαζί με το γερμανικό διαβατήριο) είναι πρώτο στην κατάταξη διαβατηρίων που εξασφαλίζουν είσοδο χωρίς βίζα – σε 173 χώρες και επικράτειες. Το διαβατήριο από την Ερυθραία, από την άλλη, εξασφαλίζει είσοδο χωρίς βίζα μόνο σε 34 χώρες. Στην κατάταξη έρχεται εκατοστό πρώτο, μαζί με το Νεπάλ και την Παλαιστίνη. Η Σομαλία, το διαβατήριο της οποίας δίνει πρόσβαση μόνο σε χώρες του τρίτου κόσμου, έχει την τρίτη θέση πριν το τέλος – πριν το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Οι χώρες που βρίσκονται στο τέλος της λίστας συχνά χαρακτηρίζονται από τους Γάλλους, ανεπίσημα βέβαια, «petits pays de merde», μικρές τιποτένιες χώρες, και τα διαβατήριά τους προσφέρουν είσοδο χωρίς βίζα μόνο σε άλλες «μικρές τιποτένιες χώρες». Για να ταξιδέψουν στη Βρετανία χρειάζονται βίζα. Εμείς είμαστε πολίτες πρώτης κατηγορίας, εκείνοι είναι πολίτες εκατοστής πρώτης, ή και εκατοστής τέταρτης, κατηγορίας. Και γι’ αυτό αναγκάζονται να ταξιδέψουν με τη βάρκα ενός διακινητή (πληρώνοντας ένα εισιτήριο κατά πολύ ακριβότερο από ότι εάν έπαιρναν μια πτήση από την Ασμάρα ή την Μογκαντίσου για το Χίθροου).

Η βίζα –μια λέξη που βγαίνει από τη γαλλική λέξη visé, που σημαίνει «αυτό που έχει ειδωθεί»- είναι ένα ακόμα έγγραφο-κλειδί στη διαδικασία ταυτοποίησης του εαυτού. Χωρίς αυτήν, όσοι φεύγουν με ένα καράβι από την Ερυθραία ή τη Σομαλία με κατεύθυνση τη Λαμπεντούζα, είναι αόρατοι — πολύ πριν χαθούν μέσα στα νερά. Υποψιάζομαι ότι οι περισσότεροι δεν έχουν ούτε διαβατήρια. Ανήκουν σε αυτή τη νέα κοινωνική ομάδα που είναι γνωστή ως «sans-papiers», χωρίς χαρτιά. Υπάρχουν πολύ λόγοι γι’ αυτό. Ένας από αυτούς είναι ότι άνθρωποι που δραπετεύουν από αποτυχημένα ή καταπιεστικά καθεστώτα για να ζητήσουν άσυλο αλλού, δεν το διαφημίζουν πριν φύγουν πηγαίνοντας στο γραφείο διαβατηρίων. Έτσι γίνονται απαραίτητοι οι διακινητές από την Αφρική (οι οποίοι ίσως έχουν μάθει ένα δυο πράγματα από την ιστορία του διαμελισμού της αφρικανικής ηπείρου από τους ευρωπαίους, γνωστή ως Διαμάχη για την Αφρική, στη διάρκεια της οποίας συντελέστηκε η μεγαλύτερη επιχείρηση τράφικινγκ ανθρώπων στην ιστορία).

H Frontex, to Eurοsur και ο υπερκόσμος του Τέκνικουμ

Λέσβος, Οκτώβρης 2015. Φωτογραφία του Άρη Μεσήνη

Λέσβος, Οκτώβρης 2015. Φωτογραφία του Άρη Μεσήνη

Στο βιβλίο του Τζον Απντάικ (John Updike) Roger’s Version, ένας μεταπτυχιακός φοιτητής προσπαθεί να πείσει τον καθηγητή του ότι μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη του θεού μέσω μιας περίπλοκης διαδικασίας με γραφήματα στον υπολογιστή. Ο συγγραφέας στήνει αυτήν της πλοκή για να ανοίξει μια θεολογική συζήτηση, στην οποία η απόπειρα του φοιτητή να προσεγγίσει με τον τρόπο αυτό το θείο αντιμετωπίζεται σαν ιεροσυλία. Η συζήτηση είναι ιδιαίτερα επηρεασμένη από το έργο του ελβετού θεολόγου Καρλ Μπαρ (Karl Barth), ο οποίος επέμενε ότι «δεν υπάρχει κανένας τρόπος να γίνει αυτό … ο άνθρωπος δεν διαθέτει καμία ικανότητα να κατανοήσει το θείο». Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει ο θεός, έλεγε ο Μπαρτ. Όμως «η αλαζονεία του ανθρώπου είναι τέτοια που αξιώνει, εκτός όλων των άλλων, να έχει πρόσβαση και σε αυτόν τον υπερ-κόσμο».

Οι πολιτικές του εξονυχιστικού ελέγχου δεν ανέχονται να υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να αποκωδικοποιηθεί. Στόχος είναι η απόλυτη γνώση και σύμφωνα με τους ειδήμονες διαθέτουμε την τεχνολογία για να φτάσουμε σε αυτήν. Πάρτε, για παράδειγμα, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γνωστό ως Frontex, και το τεράστιο σύστημα παρακολούθησης, το Eurosur. Οι κοινές τους δράσεις κατά μήκος των ευρωπαϊκών συνόρων αλλά και πέρα αυτών υποστηρίζονται από αυτό που η Frontex διαφημίζει ως «το απόλυτο σύστημα»: ένα δίκτυο από τεχνολογίες που, όταν ενοποιηθούν πλήρως, θα μπορούν να προσφέρουν την «απρόσκοπτη κυκλοφορία πληροφοριών ταυτοποίησης μέσα σε μια μοναδική παγκοσμιοποιημένη αγορά πληροφορίας». Αυτός είναι, με άλλα λόγια, ο υπερ-κόσμος — ας τον ονομάσουμε Τέκνικουμ: εκεί όπου όλη η κοινωνία, και τα επιμέρους της κομμάτια (εμείς δηλαδή) αποκαλύπτονται. Και όχι μόνο στη σημερινή τους μορφή, αλλά και στην αυριανή τους, γιατί η κύρια αποστολή του απόλυτου συστήματος είναι να προβλέπει το μέλλον.

Λειτουργεί κάπως έτσι: τα εθνικά κέντρα συντονισμού των κρατών-μελών της Ευρώπης διοχετεύουν πληροφορίες και βιομετρικά δεδομένα στο Κέντρο Επιχειρήσεων της Frontex (FSC), όπου νύχτα μέρα αλγόριθμοι αγωνίζονται να αναγνωρίσουν μοτίβα και τάσεις, έτσι ώστε «οι συνεχείς απειλές κατά της ασφάλειας να μπορούν να καταδιωχθούν και να προβλεφθούν μέσα από ψηφιακά ίχνη και τoν διαρκή ανασυνδυασμό τους». Η ιδέα είναι ότι οι υπολογισμοί που βασίζονται στην εκτίμηση του κινδύνου και προκύπτουν μέσα από τους αλγορίθμους επιτρέπουν στην Frontex να ελέγχει και να αντιδρά σε όσα πρόκειται να συμβούν στο μέλλον: μια έκθεση που έγινε κατά παραγγελία της Frontex συστήνει οι συνοριοφύλακες να εκπαιδεύονται στο να «σκέφτονται τι μπορεί να γίνει στο μέλλον». Η έκθεση αυτή εμπεριέχει και ένα παράθεμα του (πεθαμένου πια) «γκουρού» της διαχείρισης Πήτερ Ντράκερ (Peter Drucker), ο οποίος είχε πει ότι «ο καλύτερος τρόπος για να προβλέψεις το μέλλον, είναι να το δημιουργήσεις». Η Frontex, πάντως, από το 2004 που ιδρύθηκε, είχε μια δεκαετία να τελοιοποιήσει την γυάλινη σφαίρα της, και παρόλα αυτά δεν κατάφερε να προβλέψει ότι μόνο μέσα στο 2015 περισσότεροι από ένα εκατομμύριο «παράνομοι» μετανάστες θα περνούσαν τα ευρωπαϊκά σύνορα, με αποτέλεσμα η Συνθήκη του Σένγκεν να φαίνεται τώρα τόσο μικρή όσο η πόλη του Λουξεμβούργου στην οποία υπογράφτηκε. Αυτό ήταν που δεν μπόρεσε να δει η υπερ-διορατικότητα της Frontex.

Μην ανησυχείτε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μόλις ενέκρινε μια αύξηση 54% στον προϋπολογισμό της Frontex, έτσι αυτή θα μπορέσει να κάνει ορισμένες βελτιώσεις στο λογισμικό της. Και έχει και εξοπλισμό να συντηρήσει: μη επανδρωμένα τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη, συστήματα ραντάρ κατά μήκος των ακτών, θερμικούς και υπέρυθρους ανιχνευτήρες, κάμερες επιτήρησης (γνωστές ως «κάμερες παιχνιδιού»), παγίδες, σπρέι πιπεριού, πολλούς φράκτες από ατσάλι, αγκαθωτά συρματοπλέγματα, προβολείς και εξοπλισμένα παρατηρητήρια. Εμείς δεν τα συναντούμε όλα αυτά γιατί είμαστε πολίτες πρώτης κατηγορίας και δεν ταξιδεύουμε με φουσκωτές παιδικές βάρκες. Αλλά, ας μην έχουμε καμία αμφιβολία, αυτό είναι ό,τι φαίνεται: ένας πόλεμος ενάντια στην μετανάστευση ή αλλιώς ένας πόλεμος απέναντι στον παγκοσμίως περιπλανώμενο μη επαληθεύσιμο εαυτό.

«Το απόλυτο σύστημα» είναι ένας στρατιωτικός όρος που ενστερνίζεται το δόγμα της «απόλυτης διαλειτουργικότητας» και της «ολοκληρωτικής κυριαρχίας», όπου ο πόλεμος γίνεται «μια συνεχής, απεριόριστη άσκηση […] απέναντι σε ένα μεγάλο φάσμα μη κρατικών εχθρών». Δεν είναι ο Τριακονταετής Πόλεμος ή ο Εκατονταετής Πόλεμος, αλλά ο αιώνιος πόλεμος — ο πόλεμος σαν ένα είδος υπερ-κόσμου. Όταν βλέπω εικόνες των στρατιωτικοποιημένων ευρωπαϊκών συνόρων, για παράδειγμα στη Μελίγια ή την Θέουτα –μέρη στα οποία ελπίζω ποτέ να μην βρεθώ– βλέπω την επαναχρησιμοποίηση μιας μεσαιωνικής τεχνολογίας πολιορκίας για τους σκοπούς του Τέκνικουμ. Αυτός ο μεσαιωνικός μοντερνισμός γεννιέται από την ολέθρια απόφαση να κρατήσουμε έξω αυτούς που έρχονται, να ξεχωρίσουμε τους επαληθεύσιμους από τους μη επαληθεύσιμους. Αλλά καθώς αυτό προϋποθέτει τη συστηματική καχυποψία, γίνεται ταυτόχρονα και απόδειξη της αδυναμίας του δυνατού. Δεν μπορείς να κερδίσεις την ασφάλειά σου, αν δεν ξέρεις με τι μοιάζει αυτή. Κάθε Γραμμή Μαζινό γίνεται κάποια στιγμή μια φαντασιακή γραμμή.

«Πού στο καλό είσαι;»

Στις 8 Ιουλίου του 2013, ο νεοεκλεγείς Πάπας Φραγκίσκος, στο πρώτο του επίσημο ταξίδι έξω από τη Ρώμη, έφτασε με πλοίο στο νησί της Λαμπεντούζα για να τιμήσει τους χιλιάδες μετανάστες που πέθαναν προσπαθώντας να διασχίσουν τη Μεσόγειο από τη Βόρεια Αφρική. Αφού έριξε ένα στεφάνι στο νερό, τέλεσε τη λειτουργία στο γήπεδο που χρησιμοποιείται ως χώρος υποδοχής μεταναστών και έκανε το κήρυγμα από μια Αγία Τράπεζα φτιαγμένη από μια παλιά ψαρόβαρκα. «Πού είναι ο αδερφός σου;» ρώτησε:

«Ποιος ευθύνεται για αυτό το αίμα; Στην ισπανική λογοτεχνία έχουμε μια κωμωδία του Λόπε δε Βέγκα, ο οποίος εξιστορεί πώς οι κάτοικοι της πόλης Φουέντε Οβεχούνα σκότωσαν τον κυβερνήτη τους επειδή ήταν τύραννος. Το έκαναν με τέτοιο τρόπο ώστε κανείς να μην ξέρει ποιος είναι ο πραγματικός δολοφόνος. Έτσι όταν ο βασιλικός δικαστής ρώτησε, «Ποιος σκότωσε τον κυβερνήτη;», όλοι απάντησαν, “H Φουέντε Οβεχούνα, κύριε”. Όλοι και κανένας! Έτσι και σήμερα, η ερώτηση πρέπει να γίνει: ποιος είναι υπεύθυνος για το αίμα των αδερφών μας; Κανείς! …η παγκοσμιοποίηση της αδιαφορίας μας κάνει όλους ανώνυμους. Υπεύθυνους μεν, αλλά χωρίς όνομα, χωρίς πρόσωπο».

Χωρίς πρόσωπο, χωρίς όνομα. Όχι η ανώνυμη μάζα του ενός εκατομμυρίου μεταναστών, αλλά εμείς, εμείς που είμαστε επαληθεύσιμοι μέχρι το τελευταίο μας κύτταρο, και ωστόσο, αόρατοι πίσω από το ψηλό τείχος που έχουμε χτίσει για να προστατευτούμε από τους άλλους, τους «παράνομους», αυτούς δεν δικαιούνται να περάσουν το τείχος. Αυτό είναι, λοιπόν, που μας προσφέρει «το απόλυτο σύστημα»; Κάτι «τόσο τέλειο που κανείς δεν θα χρειάζεται πια να είναι καλός», όπως γράφει ο Eliot/Έλιοτ στο έργο του «Δέκα χορικά από τον ‘βράχο’»; Αν ναι, τότε βάζει τόσο εμάς, όσο και αυτούς που αφήνει απέξω, σε κίνδυνο. Δεν μας φέρνει πιο κοντά στο θεό ή στον υπερ-κόσμο. Γιατί, όπως μας προειδοποιεί ο Έλιοτ, θεωρεί λανθασμένα ότι η πληροφορία είναι γνώση, και η γνώση σοφία.

Όλοι οι μετανάστες ξέρουν ότι η απάντηση στην ερώτηση «Ποιος στο καλό είσαι;» είναι μια άλλη ερώτηση: «Πού στο καλό είσαι;». Και έτσι θέλουν αυτό που έχουμε εμείς: έναν επαληθεύσιμο εαυτό που θα τους μεταφέρει στην δική μας πλευρά της ιστορίας. Η ταυτότητα του μετανάστη είναι ένα βάρος που θέλουν να ξεφορτωθούν. Οι μετανάστες ταξιδεύουν συχνά χωρίς έγγραφα πιστοποίησης της ταυτότητάς τους και ένα λόγος, όπως είπα, είναι ότι το να βγάλουν τέτοια χαρτιά στη χώρα τους μπορεί να είναι επικίνδυνο. Άλλοι τα χάνουν από την αρχή, τους τα κλέβει η αστυνομία ή οι συνοριοφύλακες, ή οι διακινητές τους στο ταξίδι. Πολλοί τα καταστρέφουν επίτηδες, καθώς φοβούνται, όχι χωρίς λόγο, ότι το δικό μας σύστημα εξακρίβωσης στοιχείων είναι ένας μηχανισμός που θα τους γυρίσει πίσω. Στην Αλγερία αυτοί ονομάζονται χαράγκα, που στα αραβικά σημαίνει «εκείνοι που καίνε». Και δεν καίνε μόνο τα χαρτιά τους. Πολλοί καίνε τα άκρα από τα δάχτυλά τους στα μάτια της κουζίνας ή με αναπτήρες ή με οξύ, ή ακρωτηριάζονται με ξυράφια, για να αποφύγουν την βιομετρική καταγραφή και την πιθανότητα της απέλασης. Αυτά είναι τα όπλα του αδύναμου.

Μια βάρκα που μετέφερε περισσότερους από πεντακόσιους ανθρώπους από την Ερυθραία και τη Σομαλία βυθίστηκε λίγο έξω από την Λαμπεντούζα τον Οκτώβρη του 2013, τρεις μόνο μήνες μετά την επίσκεψη του Πάπα. Μέσα στο σκοτάδι, όσοι άκουσαν τις φωνές τους, νόμισαν ότι είναι γλάροι. Η βάρκα βυθίστηκε μέσα σε λίγα λεπτά, ωστόσο όσοι σώθηκαν έμειναν στη θάλασσα για πέντε ώρες, πολλοί από αυτούς κρεμασμένοι πάνω στα άψυχα σώματα των συμπατριωτών τους καθώς αυτά επέπλεαν. Πολλοί από τους 368 ανθρώπους που πνίγηκαν δεν κατάφεραν ποτέ να βγουν από τη βάρκα. Μπροστά στο θάνατο, με ή χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα, οι άνθρωποι ήθελαν να γίνει γνωστή η ταυτότητά τους. Καθώς η βάρκα έβαζε νερό, και με τις περισσότερες γυναίκες και παιδιά να είναι παγιδευμένοι κάτω από το κατάστρωμα, εκείνοι που ήξεραν ότι δεν θα τα καταφέρουν, φώναζαν τα ονόματά τους και τα ονόματα των χωριών τους, έτσι ώστε αν κάποιοι σωθούν να μεταφέρουν τα νέα του θανάτου τους. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος: δεν υπάρχει επίσημη διαδικασία ταυτοποίησης για όσους πνίγονται. Στο νεκροταφείο της Λαμπεντούζα οι πλάκες που γράφουν «μετανάστης αγνώστων στοιχείων» μαρτυρούν ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν στη Μεσόγειο εδώ και εικοσιπέντε χρόνια — περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις.

Όλοι πρέπει να μετρηθούν, αλλά μόνο εάν μετράνε οι ίδιοι. Οι νεκροί μετανάστες δεν μετράνε. Ανάμεσα στους 108 ανθρώπους που παγιδεύτηκαν μέσα στο πλοίο, ήταν και μια γυναίκα από την Ερυθραία, είκοσι χρονών περίπου. Η γυναίκα αυτή γέννησε ενώ πνιγόταν. Τα νερά της έσπασαν μέσα στη θάλασσα. Οι δύτες βρήκαν το νεκρό παιδί της δεμένο ακόμα με τον ομφάλιο λώρο ανάμεσα στα πόδια της. Η γυναίκα αυτή δεν έγινε ποτέ αντικείμενο βιομετρίας, έγινε μόνο αντικείμενο βιοδιάσπασης. Δεν θέλω να μετατρέψω αυτή τη γυναίκα σε ένα συναισθηματικό αντικείμενο που θα επιβαρύνει την ήδη επιβαρυμένη συνείδησή μου. Θέλω όμως να μείνει γνωστή σαν κάτι παραπάνω από ένα νούμερο –το 288 η ίδια, το 289 το μωρό της– γιατί αλλιώς η ιστορία των μεταναστών αναπαράγεται στο άπειρο μέχρι να γίνει απλώς μια αφαίρεση. Τα τελευταία δύο χρόνια έψαχνα για κάτι που θα με βοηθούσε να την ταυτοποιήσω. Τα είχα σχεδόν παρατήσει, όταν λίγες μέρες πριν έπεσα πάνω σε ένα άρθρο του Ματατίας Σβαρτς (Mattathias Schwartz), ενός δημοσιογράφου που επισκέφτηκε την Λαμπεντούζα μετά την τραγωδία. Βρήκε εκεί έναν διασωθέντα, ο οποίος αποδείχτηκε ότι ήταν ο σύντροφος της γυναίκας και πατέρας του παιδιού της. Το όνομά της, είπε ο άντρας, ήταν Yohanna. Στη γλώσσα της Ερυθραίας, σημαίνει «συγχαρητήρια».

Η Frances Stonor Saunders είναι δημοσιογράφος και ιστορικός. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο «London Review of Books», στις 3.3.2016, με τίτλο «Where on Earth are you?». Εδώ δημοσιεύονται μικρά αποσπάσματα· εκτενέστερα αποσπάσματα, στην ηλεκτρονική «Αυγή» (www.avgi.gr) και στο μπλογκ των «Ενθεμάτων» (enthemata.wordpress.com). Ο τίτλος και οι μεσότιτλοι, εδώ, είναι των «Ενθεμάτων».

 

Σχολιάστε