του Θανάση Καλαφάτη
Έφυγε πριν λίγο, στα 102 χρόνια της, παίρνοντας μαζί της στο ταξίδι ό,τι έσφυζε ακόμα ζωντανό από την ιστορία της Λευκάδας, του τόπου της, του τόπου μας, παίρνοντας μαζί της τα ίχνη των καιρών. Στους δύο αιώνες που περπάτησε, μοιράστηκε, μαζί με τους πολλούς μόχθους και τα δάκρυα, τους αγώνες, τις νίκες και τις ήττες, όλα όσα σφράγισαν ανεξίτηλα την πατρίδα στα χρόνια του βίου της, τις ζωές των ανθρώπων, άλλες επώνυμες και άλλες, οι περισσότερες, σιωπηλές, ευγενικές και ανώνυμες. Τα λιγοστά που ακολουθούν, τελευταίος χαιρετισμός του γιού της Θανάση Καλαφάτη, ας θεωρηθούν μια κατάθεση οφειλόμενης τιμής στον πόνο και στην εγκαρτέρηση των πολλών.
Είμαστε όλοι εδώ, τα παιδιά σου, τα εγγόνια σου, οι συγγενείς σου, οι φίλοι σου, οι γείτονες, για να σου απευθύνουμε τον τελευταίο χαιρετισμό. Μητέρα μας, δεν μπορούμε εύκολα να εκφράσουμε τα αισθήματά μας. Η ζωή σου, η ζωή μας, ήταν δύσκολη αλλά και τόσο όμορφη. Έζησες ανάμεσα σε δύο αιώνες, γνώρισες διαφορετικές ζωές και εποχές, καιρούς δύσκολους, άδικους, σημαδεμένους και σημαδιακούς. Τα χρόνια της υπομονής ήταν ατελείωτα. Έμαθες πολλά και μας έμαθες πολλά, μέσα απ’ όλον αυτό τον τιτάνιο αγώνα. Ενσάρκωσες με τον αγώνα σου το παράδειγμα της ελληνίδας γυναίκας, τη δύναμη και την απαντοχή της, για την οικογένεια, την πατρίδα, τις υψηλές αρχές της αγάπης και του αλτρουισμού.
Τα παιδικά σου μάτια είδαν και έζησαν τους οδυρμούς και τον πόνο εκείνων των πρώτων ξεριζωμένων αδελφών μας, των προσφύγων που έφτασαν στη Λευκάδα το 1922. Ύστερα μπήκες στην ορφάνια και στη μαθητεία-βιοπάλη, ασκώντας το επάγγελμα της κορδελιάστρας. Η Πάτρα, εκεί που έμαθες τη δουλειά και πρωτοεργάστηκες, ήταν ένα τόπος όπου δέθηκε τ’ ατσάλι, ανάμεσα στους φτωχούς κι εργατικούς ανθρώπους, στο σωματείο των τσαγκαράδων, με τους αγώνες τους στα τέλη της δεκαετίας του ’20, τους ανθρώπους που αναζητούσαν ένα καλύτερο αύριο μέσα απ’ τους δύσκολους δρόμους του Οκτώβρη και της χριστιανικής ισοπολιτείας. Ύστερα ήρθες ξανά στη Λευκάδα, νέα και όμορφη σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια των αρχών της δεκαετίας του ’30, στις απεργίες για την επιβίωση και τα όνειρα, αυτά που σ’ έφεραν κοντά και στον πατέρα μας. Βαρύς ο ίσκιος της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, ο άντρας σου, ο πατέρας μας, στην Ακροναυπλία — κι εσύ πατέρας και μητέρα μας. Κι ύστερα η Κατοχή. Μπαινοβγαίνατε στη φυλακή και τα κρατητήρια εσύ κι ο παππούς κι η γιαγιά, για να σας αναγκάσουν να μαρτυρήσετε τον παράνομο αγωνιστή πατέρα μας. Όχι για πολύ — τον χάσαμε τόσο νωρίς. Κι από τότε στάθηκες πατέρας μαζί και μάνα μας, και στα άλλα βάσανα και τις κακουχίες που ακολούθησαν και την καινούρια δικτατορία. Το κουβάρι μεγάλωνε. Συνέχεια ανάγνωσης