Aρχείο της ΕΡΤ: Από δω και πέρα τι;

Standard

της Πατρίτσιας Καλαφατά

Γιάννης Τσαρούχης, "Πνεύμα που πενθεί", 1966.

Γιάννης Τσαρούχης, «Πνεύμα που πενθεί», 1966.

Να αρχίσω αντίστροφα. Με το συμπέρασμα, με την πρόταση που επικάθεται σαν ίζημα τον τελευταίο καιρό, στη δική μου αντίληψη τουλάχιστον: Δεν υπάρχουν πια αυτονόητα. Δεν υπάρχει πια ένα μίνιμουμ παραδοχών, ένα μίνιμουμ βεβαιοτήτων όπου μπορούμε να ακουμπήσουμε ως σύνολο κοινωνικό, χωρίς να τις επαναδιαπραγματευόμαστε κάθε τρεις και λίγο. Ποιος θα το φανταζόταν, π.χ., ότι μέσα σε μία νύχτα δεν θα είχαμε δημόσια ραδιοτηλεόραση — κάτι αυτονόητο εδώ και περίπου πενήντα χρόνια; Ποιος θα το φανταζόταν ότι –με όλες τις κακοδαιμονίες της– η ΕΡΤ θα έκλεινε με τον βίαιο τρόπο που έκλεισε και το μαύρο θα κατέκλυζε τις οθόνες αλλά και τις σκέψεις μας;

Πάντως εγώ όχι. Δεν το φανταζόμουν. Αν κάποιος μου έλεγε τα δύο τελευταία χρόνια που εργάστηκα ως συμβασιούχος στο Μουσείο/Αρχείο της ΕΡΤ (είχα προσληφθεί με ΑΣΕΠ το 2011 και η σύμβασή μου έληξε τον Μάρτιο) ότι αυτή θα ήταν η κατάληξη των πραγμάτων, θα τον κατέτασσα στους κινδυνολόγους και πεσιμιστές. Και το έχω κάνει, το ομολογώ. Να ’μαστε, λοιπόν, δύο χρόνια μετά, να μιλάμε για τα αυτονόητα. Για το πόσο σημαντικό είναι το Αρχείο της ΕΡΤ και το πως πρέπει να διασφαλιστεί με κάθε τρόπο η συνέχιση της εύρυθμης λειτουργίας του, αλλά και η ιδιότητά του ως δημόσιου αγαθού. Περίεργοι καιροί… Σαστίζεις. Κι «όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος πάει να πει ότι του μοιάζει» (Μ. Χατζιδάκις, από τα Σχόλια του Τρίτου). Συνέχεια ανάγνωσης

Η ποιητική της αποπομπής

Standard

του Φίλιππου Ωραιόπουλου

Έργο του Τίμπορ Πόλυα, 1910

Μπροστά στο συστημικό αδιέξοδο της ευρωπαϊκής οικονομικής συγκρότησης, κατασκευάζεται καθημερινά από την ευρωπαϊκή και την πλανητική ηγεμονική ελίτ (πολιτική, οικονομική και επικοινωνιακή), με τρόπο άτυπο αλλά συστηματικό, περίτεχνο αλλά βίαιο, ως σκιά, ως παράπλευρη, ετεροτοπική και επιφαινόμενη εκδοχή, ένα αρχείο από επίσημους και ανεπίσημους επιτελεστικούς λόγους. Οι λόγοι αυτοί παρουσιάζονται στην ευρωπαϊκή και στην πλανητική σκηνή, συγκροτώντας ένα νέο φαντασιακό ρόλο ως διανοητική κατασκευή γύρω από την εκδοχή της αποπομπής μιας χώρας, εν προκειμένω της Ελλάδας, από την ευρωζώνη.

Αυτή η διανοητική κατασκευή εικονοποιεί με φυσικό τρόπο ένα πρόσωπο με τη μορφή αρνητικού «ειδώλου». Το πρόσωπο αυτό δομείται από λόγους που αιτιολογούν το υπάρχον «Κακό», ως αιτία για τη μη λύση του συστημικού αδιεξόδου. Η θεατρικότητα μιας τέτοιας εξουσιαστικής δομής συγκροτείται από την πλοκή των ρόλων ενός ευρωπαϊκού και παγκόσμιου παιχνιδιού από εκπροσώπους ευρωπαϊκών και παγκόσμιων οργανισμών, κυβερνήσεων και διοικήσεων εθνικών και υπερεθνικών, μέσα στους οποίους το αρνητικό ελληνικό «είδωλο» κατέχει μια ειδική θέση. Το παιχνίδι αυτό είναι υπό συνεχή διαμόρφωση με ταχύτητες διαδικτυακές. Οι όροι του διαμορφώνονται από τη διαχείριση που απαιτούν τα συστημικά αδιέξοδα μιας νεοφιλελεύθερης εκδοχής στο πλαίσιο των εγγενών αδυναμιών και της κατάχρησης της αντιπροσωπευτικής Δυτικής Δημοκρατίας. Συνέχεια ανάγνωσης

Το παρελθόν σε βραχυκύκλωμα

Standard

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ «ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΔΙΑΚΟ» ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ  ΚΙΤΣΟΠΟΘΥΛΟΥ

 του Δημήτρη Παπανικολάου

Την εβδομάδα που μας πέρασε όσοι θέλουν τον εθνικό μας πολιτισμό «πραγματικά εθνικό», βρήκαν νέο αγαπημένο θέμα/θύμα: το Φεστιβάλ Αθηνών, και κυρίως την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου Αθανάσιος Διάκος. Δυο μήνες σχεδόν μετά. Οι κατ’ επάγγελμα εθναμύντορες έχουν συχνά αντανακλαστικά Ραν Ταν Πλαν. Σαν τον περίφημο σκύλο του Λούκυ Λουκ, τους πατάς τον κάλο στο πρώτο καρέ και ουρλιάζουν τρεις σελίδες μετά.

Η αντίδραση κορυφώθηκε με ερωτήσεις στη Βουλή, δηλώσεις δεξιών και ακροδεξιών βουλευτών και πρωτοσέλιδο μεγάλης κυριακάτικης εφημερίδας που φώναζε «Έβγαλαν τον Διάκο σουβλατζή, κερατά – συζυγοκτόνο» καταλήγοντας: «Κάποιος να τους μαζέψει». Αλλά δεν έχει νόημα να μιλήσω εδώ για το πόσο ο εθναμυντορικός λόγος είναι τεμπέλικος, ημιμαθής (σχεδόν οι πάντες μιλούσαν χωρίς να έχουν δει την παράσταση), μπανάλ (αιωνίως οι ίδιες λυρικές κορώνες, μπλαμπλαμπλα της πατρίδας τα ιερά, μπλαμπλαμπλα των παιδιών μας τα όσια), και όχι ιδιαίτερα εύστροφος. Ούτε θέλω να επιμείνω στο θέμα της σχέσης πολιτικής και πολιτισμού. Κι ας είναι προφανής η καιροσκοπική διάσταση της επίθεσης, που σχετίζεται  και με την πίεση για απομάκρυνση του «εθνικώς μη ορθού» Γιώργου Λούκου από το Φεστιβάλ. Συνέχεια ανάγνωσης