ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Το βιβλίο Στέφανος Στεφάνου. Ένας απ’ τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς 1941-1971, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από το Θεμέλιο, είναι μια αυτοβιογραφική αφήγηση. Την κατέγραψε και την επιμελήθηκε, με γνώση και φροντίδα η ιστορικός Χριστίνα Αλεξοπούλου. Όσοι γνωρίζουν τον Στέφανο θα αναγνωρίσουν στις σχεδόν 500 σελίδες του τόμου τα χαρίσματά του: την ορθοκρισία, την ευκρίνεια της σκέψης, τον συναισθηματικό πλούτο, το αφηγηματικό ταλέντο. Για όσους δεν τον γνωρίζουν ο τόμος είναι μια ευκαιρία να τον γνωρίσουν, μαζί με έναν ολόκληρο κόσμο αξιών και ιστοριών του ελληνικού αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος. «Ένας απ’ τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς» επιγράφει το βιβλίο του ο ίδιος. «Ένας από τους πολλούς, αλλά και ένας και μοναδικός», όπως επισημαίνει στον επίλογό της η Χρ. Αλεξοπούλου. Προδημοσιεύουμε σήμερα ένα απόσπασμα (που αναφέρεται στο Πάσχα του 1950 στα Γιούρα, ένα Πάσχα που γιορτάζουν λαμπρά οι εξόριστοι, στο κλίμα της ανακούφισης και των ελπίδων που έχει τροφοδοτήσει η νίκη της ΕΠΕΚ, τον Μάρτη του ίδιου χρόνου, και ο σχηματισμός της κυβέρνησης Πλαστήρα), καθώς και ένα μέρος της εισαγωγής της Ιωάννας Παπαθανασίου.
Πάσχα στα Γιούρα
του Στέφανου Στεφάνου

Πασχαλινή κάρτα του Χρίστου Δαγκλή, Άη Στράτης, 1951
Στον Α΄ όρμο τα πράγματα ήταν δυσκολότερα, γιατί είχαμε να κάνουμε με πέντε και πλέον χιλιάδες ανθρώπους ποικίλης προέλευσης και μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου, και αυτοί που είχαν κάποια σχετική προπαίδεια ή φυσικές δυνατότητες να παίξουν κάποιον ιδιάζοντα ρόλο στις πολιτιστικές και μορφωτικές εκδηλώσεις πολύ λίγοι ήταν. Κάτι άρχισε όμως να κινείται. Ιδιαίτερα στη λαϊκή ψυχαγωγία, όπου άρχισαν να συγκροτούνται ομάδες χορευτικές και ομάδες δημοτικών τραγουδιών να κάνουν πρόβες. Κάποια στιγμή μάλιστα ακούστηκε και ο ήχος μιας εβρίτικης γκάιντας. Ο αρχαίος άσκαυλος ξαναζούσε με καινούρια βαλκανικά μουσικά και χορευτικά μοτίβα. Ακόμα μου μένει η απορία πού βρήκαν εκείνο το τομάρι αρνιού τα παιδιά του Πυθίου και της Θυρέας και σκάρωσαν αυτό το χαρακτηριστικό όργανο της πατρίδας μου. Πρέπει οπωσδήποτε να μεσολάβησαν διαπραγματεύσεις με κάποιο φύλακα και κάποιον καϊκτσή που ερχόταν από τη Σύρα ή με τον προμηθευτή των τροφίμων μας. Η φωνή της μπορεί σε άλλους να ξύπνησε απλώς παλιά ευχάριστα ακούσματα, για μένα ήταν κάτι συγκλονιστικό. Δεν ξέρω ακόμα και τώρα τους λόγους για τους οποίους με γοήτευε αυτό το όργανο. Ίσως να ήταν η μαστοριά του Σταύρη, του γκαϊντατζή της γειτονιάς μου, που με καθήλωνε, από μικρό παιδί ακόμα, όταν τον συναντούσα να παίζει σε καφενείο ή στις χαρές [: ανοιχτοί γάμοι] και για τον οποίο νιώθω υποχρέωση κάποτε να μιλήσω…