Πειραιάς-Βόλος: λιμάνια ψευδαισθήσεων

Standard

Ποδοσφαιρικές ολιγαρχίες και υβριδικά πολιτικά μορφώματα στις τοπικές κοινωνίες

του Γιάννη Ζαϊμάκη

zaimakisΗ διαπλοκή της πολιτικής με τις ποδοσφαιρικές ελίτ έχει μια μακρόχρονη διαδρομή, που πάντα ήταν υπόγεια και αφανής. Δίκτυα πολιτικής πατρονείας εναγκαλισμένα με ποδοσφαιρικά συμφέροντα διασφάλιζαν τη λειτουργία κρατικοδίαιτων εταιρειών και σωματείων, διευθετώντας τις οικονομικές τους ατασθαλίες. Στις πρόσφατες εκλογές, ωστόσο, είδαμε για πρώτη φορά μια ωμή διείσδυση επιχειρηματικών κύκλων, που βρίσκονται πίσω από δημοφιλή σωματεία, στην πολιτική αρένα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η εκλογική επιτυχία τους δείχνει πως υβριδικά πολιτικά μορφώματα που αντλούν τη ρητορεία τους από τον κόσμο του λαϊφστάιλ και του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, με λαϊκό προσωπείο και επιχειρηματικό μεγαλοϊδεατισμό, διεισδύουν στο κοινωνικό σώμα διαμορφώνοντας νέα πολιτικά ήθη.

Παράγοντες όπως ο Βαγγέλης Μαρινάκης και ο Αχιλλέας Μπέος αποτελούν παραδείγματα προβεβλημένων αθλητικών προσώπων με ταχεία κοινωνική ανέλιξη που μετέφεραν στον χώρο του ποδοσφαίρου τη λογική του ευέλικτου καπιταλισμού της ύστερης νεωτερικότητας. Ευρισκόμενοι στο επίκεντρο μιας αθλητικής δημοσιότητας που κατασκευάζει είδωλα και σωτήρες, έχουν καταλάβει ιδιαίτερη θέση στην καθημερινότητα των νοικοκυριών. Αποτελούν τις ενσαρκώσεις του καπιταλιστικού ονείρου για γρήγορο πλουτισμό, δόξα και μια ταχεία οικονομική αναρρίχηση χωρίς ηθικούς φραγμούς. Διακεκριμένοι ποδοσφαιρικοί παράγοντες και αθλητές που λανσάρονται με επιμέλεια στους αλλοτριωμένους κόσμους του επαγγελματικού ποδοσφαίρου γίνονται οι επιτυχημένοι, ξεχωριστοί άνδρες της διπλανής πολυκατοικίας που εισέρχονται στο σπίτι μας, ενεργοποιούν τις φαντασιώσεις μας και εκπληρώνουν εφήμερες προσδοκίες. Συνέχεια ανάγνωσης

H δική μας πρώτη φορά

Standard

της Μαρίας Καλαντζοπούλου

1

Ανρί Μαγκέ, «H τσιγγάνα στο ατελιέ», 1906

 Είμαστε μια μέρα πριν από αποφασιστικής σημασίας επιλογές για το μέλλον μας. Μολονότι διακυβεύονται αύριο πολλά, σε όλες τις γεωγραφικές κλίμακες, θα επικεντρωθώ στο μέλλον μας σ’ αυτή την πόλη, ειδικά τώρα που κανείς μας δεν κινδυνεύει να κατηγορηθεί για αλίευση σταυρών προτίμησης.

Γιατί μοιάζει ίσως δύσκολο να πείσεις ότι υπάρχουν άνθρωποι ανιδιοτελείς στην αγωνία τους για την πόλη, στην προσπάθειά τους για μια προεκλογική προετοιμασία (και όχι «εκστρατεία»), που καταθέτουν απεριόριστο κόπο χωρίς να μοιράζουν υποσχέσεις, χωρίς να πληρώνονται γι’ αυτόν, χωρίς κανείς να κάνει κανέναν να ντρέπεται. Και όμως. Η δικιά μας πρώτη φορά είναι που μαζευτήκαμε τόσο πολλοί και πολλές, υποψήφιοι και μη, που δουλέψαμε με τρόπο που μας έκανε περήφανους και πριν και ασχέτως της επίδοσης στην κάλπη την προηγούμενη και την ερχόμενη Κυριακή. Ο τρόπος στον οποίο αναφέρομαι, δεν είναι πρωτόγνωρος στους ανθρώπους της Ανοιχτής Πόλης, η ευρύτητα όμως των συνεργασιών και το πάθος και η επαγγελματική σοβαρότητα ως προς την κλίμακά τους ήταν. Η ανοιχτότητα κι η ειλικρίνεια στην προσέγγιση της προσπάθειας αυτής είναι κάτι που χαρακτήρισε όλους μας, από τον αυριανό ελπίζω δήμαρχο, τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη μέχρι τον κάθε συνεργάτη, φανερό ή αφανή, υποψήφιο ή μη. Συνέχεια ανάγνωσης

Η κουτσή Μαρία υποψήφια

Standard

του Μάνου Αυγερίδη

 manos–«Θέλεις να τα φτιάξουμε;», –«Δεν μπορώ, σε βλέπω σα δημοτικό σύμβουλο!». Τις τελευταίες μέρες, αστεία σαν αυτό έχουν πλημμυρίσει τα social media. Τα διαβάζουμε, τα αναπαράγουμε στους «τοίχους» μας, διαλέγουμε τα καλύτερα, σκεφτόμαστε καινούργια, τα συζητάμε με τους φίλους μας πίνοντας καφέ. Η παραγωγή αυτή, βέβαια, αποτελεί αντίδραση στην υπερπροσφορά υποψηφίων και (προσωπικού) προεκλογικού υλικού. Στις φετινές αυτοδιοικητικές εκλογές μοιάζει να κατεβαίνουν υποψήφιοι οι πάντες, πολλοί εκ των οποίων προσπαθούν να εκμεταλλευτούν, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τις δυνατότητες που τους προσφέρουν τα νέα μέσα, μαζί με παλιές δοκιμασμένες πρακτικές όπως οι προσωπικές κάρτες και τα φυλλάδια — άλλοτε με περισσότερο και άλλοτε με λιγότερο αξιοπρεπή αισθητικά αποτελέσματα.

Σ’ αυτό το σύντομο σχόλιο θέλω να σταθώ, ωστόσο, στη χιουμοριστική κριτική που ανέφερα στην αρχή κι όχι στο ίδιο το φαινόμενο, επισημαίνοντας μόνο ένα πράγμα γι’ αυτό: Λέξη-κλειδί για την Αριστερά είναι η συλλογικότητα. Η προσωπική προβολή του κάθε υποψηφίου, λοιπόν, είναι χρήσιμη και γόνιμη στο μέτρο που συμβάλλει στην ενίσχυση της συλλογικής προσπάθειας, και όχι στην ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών και την αυτοπροβολή — κάτι που ενίοτε φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα, εκθέτοντας τη συλλογικότητα.

Μπαίνω, λοιπόν, στο θέμα μου. Το καλό (ή το κακό) χιούμορ, ο σαρκασμός, ο αυτοσαρκασμός είναι, πιστεύω, όχι μόνο θεμιτά αλλά και απαραίτητα στοιχεία άσκησης πολιτικής. Μια ζωογόνα και δημιουργική πρακτική ζύμωσης, σύγκρουσης, κριτικής και αυτοκριτικής. Και ως τέτοια πρακτική, βέβαια, το χιούμορ δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ουδέτερο: από τον πιο κραυγαλέο χαβαλέ μέχρι τις λεπτότερες, υπαινικτικές και πιο ευφάνταστες μορφές του, το χιούμορ που κάνουμε εκφράζει μια πολιτική θέση και στάση.

Ένα παράδειγμα: Χιουμοριστικοί τίτλοι όπως «Η κουτσή Μαρία υποψήφια δημοτική σύμβουλος» συνοδευόμενοι από την ανάλογη εικονογράφηση, ανεξάρτητα απ’ το αν το αποτέλεσμα είναι διασκεδαστικό ή όχι, εκφράζουν, για μένα, μια σαφώς συντηρητική (ή και αντιδραστική) πολιτική θέση. Δηλώνουν, συνειδητά ή μη, ότι η πολιτική –ακόμα και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης– δεν είναι μια διαδικασία στην οποία μπορεί (και πρέπει) να συμμετέχει ο καθένας, αλλά ένα προνόμιο για λίγους, υψηλά καταρτισμένους και μάλλον λευκούς, ετεροφυλόφιλους, αρτιμελείς και άντρες. Η Αριστερά, ωστόσο, διεκδικεί το αντίθετο: την εκπροσώπηση και τη συμμετοχή στην πολιτική όσο το δυνατόν περισσότερων (αριθμητικά και ποιοτικά) κοινωνικών κατηγοριών, με έμφαση στους πιο αδύναμους και αποκλεισμένους από τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη ζωή τους. Συνέχεια ανάγνωσης

Για τον δημόσιο χώρο που μας περιέχει

Standard

της Μαρίας Καλαντζοπούλου

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, "Πιάτσα ντ' Ιτάλια", 1913

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, «Πιάτσα ντ’ Ιτάλια», 1913

 Μια τετραπλή συγκυρία βάζει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης για την Αθήνα τη λειτουργία της πόλης, τον δημόσιο χώρο της και τις παρεμβάσεις σ’ αυτόν:

– Οι ανάγκες και τα προβλήματα που αναδεικνύει οξύτερα ή επιτείνει η βαθιά κοινωνική και οικονομική κρίση,

– η προεκλογική περίοδος για τις αυτοδιοικητικές εκλογές και ο προγραμματικός λόγος που κυριαρχεί,

– η κυρίαρχη πια «άσκηση» επιλεξιμότητας των παρεμβάσεων που σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη δημόσια συζήτηση με την αδιαφανή στο κοινό δυνατότητα δέσμευσης κονδυλίων από το τρέχον ΕΣΠΑ

– τα πρωτόφαντα (;) σχήματα προώθησης κρίσιμων πολεοδομικών παρεμβάσεων από ιδιώτες και ιδρύματα.

Η συζήτηση για την πόλη και τον δημόσιο χώρο είναι μεγάλη και συχνά χαοτική, ειδικά στο βαθμό που εστιάζεται σε ορισμένες μόνο διαστάσεις. Έχει ενδιαφέρον πάντως, γιατί, για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, εκτός από αιτήματα ή προτάγματα για την πόλη, που συχνά παρουσιάζονται ως πολιτικά ουδέτερα, ως ένα αναμφισβήτητο «κοινό καλό», μπαίνει πλέον ανοιχτά στον δημόσιο διάλογο και με ένταση το ζήτημα του «σε ποιους ανήκει η πόλη» ή «ποιοι σχεδιάζουν για την πόλη» — ερωτήματα που επερωτούν με τη σειρά τους τα αιτήματαή τις προτάσειςπου διατυπώνονται.

Δημόσιος χώρος και πόλη. Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε πως δημόσιος χώρος στην πόλη είναι αυτό που συγκροτεί τη συλλογική ζωή αλλά και το εκεί όπου εγγράφεται η τελευταία, εκεί όπου μπορούν να συνυπάρξουν γενιές, τάξεις, ενταγμένοι κι αποκλεισμένοι, άνθρωποι με διαφορετικές ευκαιρίες ή επιλογές. Όλοι αυτοί και αυτές νοηματοδοτούν και διεκδικούν τον δημόσιο χώρο. Το φάσμα αυτών των διεκδικήσεων μας οδηγεί στο επόμενο:

Το ποιοι και ποιες της πόλης. Αυτό καθαυτό το ερώτημα «σε ποιους ανήκει η πόλη» αναδεικνύει την πολυπλοκότητα της συνύπαρξης. Η πόλη «ανήκει» στην εξουσία ή στους εξουσιαζόμενους; Μπορεί καν να «ανήκει» κάπου; Κι είναι άραγε όλοι στην πόλη ίδιοι ως προς τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τις προβολές που έχουν για τη ζωή τους σ’ αυτήν; Οι επίκαιρες συζητήσεις για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου λ.χ. είναι, απ’ αυτή την άποψη, αποκαλυπτικές: μεταξύ άλλων, ως προς το ποιοι μετέχουν σ’ αυτές (γιατί, φυσικά, δεν μετέχουν όλοι) και ως προς το γιατί υπερασπίζονται ή επικρίνουν την παρέμβαση. Μολονότι υπάρχουν κοινοί παρονομαστές, οι αποχρώσεις είναι ποικίλες και κυμαίνονται από το περιεχόμενο της πρότασης ή ίσως και μεμονωμένες όψεις του (λ.χ. το τραμ, το πράσινο, η κυκλοφορία) μέχρι ζητήματα που δεν σχετίζονται με το περιεχόμενο αλλά με τη συγκυρία της επιλογής, τους φορείς ή τις διαδικασίες της απόφασης (σχεδιασμού), προώθησης και υλοποίησης. Πράγμα που μας φέρνει στο επόμενο ερώτημα: Συνέχεια ανάγνωσης

Η κάθοδος των τεσσάρων (στις δημοτικές εκλογές)

Standard

Υπεύθυνος δήλωσις

Μάνος Αυγερίδης, Μαρία Καλαντζοπούλου, Ιωάννα Μεϊτάνη, Στρατής Μπουρνάζος

[…] Οι φυσιολάτραι εψήφισαν υπέρ της καταργήσεως της υποταγής και ο κρουνός ενός εκάστου κατήντησε το προσκύνημα των λεπρών καθώς και των υγιεστέρων μονάδων. Στην κορυφή του ενδοξοτέρου λόφου ιδρύθη αμμωνιούχον αιλουροκομείον και εις το κυλικείον του επετράπη η είσοδος σε όλους τους καιρούς καθώς και η συμβίωσις των δεσποινίδων μετά των ορχουμένων ποντοπόρων του ενεστώτος έτους.

Ανδρέας Εμπειρίκος, «Τα σύρματα των αισθημάτων» (από την Υψικάμινο)

Εντγκάρ Ντεγκά, "Τέσσερις χορεύτριες", 1900

Εντγκάρ Ντεγκά, «Τέσσερις χορεύτριες», 1900

Τα «Ενθέματα» είναι πολλά πράγματα μαζί: είναι κομμάτι της «Αυγής», είναι κομμάτι μιας ιστορίας (που σαν ένθετο ξεκινάει το 1996, αλλά σαν ιδέες ασφαλώς πάει πολύ πιο πίσω), είναι διαθέσεις, ιδέες, κέφι, συζητήσεις και άλλα πολλά. Και φυσικά είναι οι άνθρωποί τους: οι άνθρωποι που τα γράφουν, οι άνθρωποι που τα επιμελούνται, οι άνθρωποι που τα διαβάζουν.

Εμείς λοιπόν, οι τέσσερις άνθρωποι που επιμελούμαστε τα «Ενθέματα», θέλουμε να πούμε κάτι σε όσους και όσες μας διαβάζουν. Να κάνουμε μια (υπεύθυνη) δήλωση: Κατεβαίνουμε υποψήφιοι στις δημοτικές εκλογές. Ο Μάνος Αυγερίδης στην Ηλιούπολη με το συνδυασμό «Ηλίου-Πόλις. Ανθρώπινη Πόλη» (υποψήφιος δήμαρχος: Χρήστος Κοκοτίνης), η Μαρία Καλαντζοπούλου, η Ιωάννα Μεϊτάνη και ο Στρατής Μπουρνάζος στον Δήμο της Αθήνας με τον συνδυασμό «Ανοιχτή Πόλη» (υποψήφιος δήμαρχος: Γαβριήλ Σακελλαρίδης).

Η απόφασή μας αυτή δεν είναι τυχαία, κάθε άλλο. Πέρα από τις προσωπικές διαδρομές του καθενός μας, υπάρχει κάτι κοινό σ’ αυτήν: Στις διπλές εκλογές του Μάη θέλουμε, με κάθε τρόπο, να εκτεθούμε. Να πάρουμε θέση, να προσφέρουμε τις όποιες δυνάμεις μας. Με την Αριστερά. Γιατί, όσο κι αν ακούγεται βαρύγδουπο, τις εκλογές αυτές τις αισθανόμαστε ως μια υπαρξιακή μάχη για την κοινωνία και τη ζωή μας. Και μας δίνει μεγάλη χαρά που τον αγώνα αυτόν τον δίνουμε μαζί με συνυποψήφιους και συνυποψήφιες (ανάμεσά τους και πολλοί φίλοι και φίλες, πολλοί συνεργάτες και συνεργάτριες των «Ενθεμάτων», καθώς και της Αυγής γενικότερα) που μας εμπνέουν με την αξιοσύνη, τη γνώση, τους αγώνες και την ανιδιοτέλειά τους.

Xέστερ βαν Ντάπερεν, "Τέσσερις χορευτές στα κόκκινα"

Xέστερ βαν Ντάπερεν, «Τέσσερις χορευτές στα κόκκινα»

Δεν πιστεύουμε σε δρόμους γεμάτους ροδοπέταλα ούτε θέλουμε να φιλοτεχνήσουμε ένα ειδυλλιακό αριστερό τοπίο με πολύχρωμες πεταλούδες· ξέρουμε τις δυσκολίες, τις υστερήσεις, τις κακοτεχνίες. Και όμως είμαστε βέβαιοι ότι μας αξίζει κάτι πολύ καλύτερο από αυτό που ζούμε. Και επειδή «είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας», αυτό το μέλλον πρέπει επειγόντως να το επινοήσουμε, τώρα, συλλογικά, όλοι και όλες εμείς.

Καλή επιτυχία και καλούς αγώνες, λοιπόν, στους συνδυασμούς της Αριστεράς (άμποτε και ενωμένης) και τους υποψήφιούς τους. Κανείς μας δεν περισσεύει, αλλά και κανείς μας δεν (πρέπει να) είναι αναντικατάστατος.

Μάνος Αυγερίδης, Μαρία Καλαντζοπούλου, Ιωάννα Μεϊτάνη, Στρατής Μπουρνάζος

Αυτοδιοικητικές επιλογές: Τα δέντρα και το δάσος

Standard

του Αλέξη Οικονομίδη

Ρενέ Μαγκρίτ, "Ο ευαγγελισμός", 1930

Ρενέ Μαγκρίτ, «Ο ευαγγελισμός», 1930

Ορισμένες σκέψεις, με αφορμή τον διάλογο που ξεκίνησε στις σελίδες των «Ενθεμάτων» για τις αυτοδιοικητικές επιλογές και τη σχέση του «τοπικού» με το «εθνικό» με το σχόλιο του Αντώνη Λιάκου και την απάντηση του Χρήστου Σίμου.

1. Οι άνθρωποι δεν βιώνουν μια ενιαία τοπικότητα, την οποία στις επικείμενες εκλογές καλούνται να συνδέσουν πλήρως, μερικώς ή καθόλου με την κεντρική πολιτική αναμέτρηση. Η ίδια η τοπικότητα εμπεριέχει ήδη –και παράγει συνεχώς– διαφορές, και μάλιστα όχι μόνο ποσοτικές: η πόλη δεν είναι ένα μεγάλο χωριό, ούτε η μητρόπολη είναι, απλώς, μια μεγάλη πόλη. Οι διαφορές κλίμακας συγκροτούν –έχουν συγκροτήσει προ πολλού– διαφορετικές ποιότητες.   

2. Γι’ αυτό άλλωστε, ακόμη και στο βαθύτερο σημείο της κρίσης, μια μικρή ή μεσαία πόλη δεν θα ζήσει ποτέ το φαινόμενο που διεθνώς περιγράφεται ως «μητροπολιτική οδύνη»: τη μαζική, δηλαδή, εξαθλίωση των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού της, απόρων, αστέγων, ψυχικά ασθενών, αναπήρων, τοξικοεξαρτημένων, με τις ιδιότητες μάλιστα αυτές να συνυπάρχουν συχνά στα ίδια πρόσωπα. Η Αθήνα όχι απλώς ζει αυτό το φαινόμενο, αλλά, επιπλέον, η διαχείρισή του αποτελεί όρο επιβίωσης γι’ αυτήν. Συνέχεια ανάγνωσης

Αυτοδιοικητικές εκλογές: στο βάθος της εικόνας

Standard

του Αντώνη Λιάκου

Robert Beréby, Natureza morta com gato

Robert Beréby, «Nεκρή φύση με γάτα»

Δυο επισημάνσεις, για το βαθύτερο υπόστρωμα του προβλήματος επιλογής υποψηφίων στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η πρώτη αφορά την αντίληψη πως οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι «δημοψήφισμα για την κυβέρνηση». Αυτό σημαίνει υποταγή του μέρους στο όλο. Οι πόλεις και οι περιφέρειες της Ελλάδας ζουν την κρίση διαφορετικά, γιατί με διαφορετικό τρόπο συνδέονται όχι μόνο με την εθνική αλλά και την παγκόσμια οικονομία. Αυτό είναι ένα διεθνές φαινόμενο. Μέσα στην ίδια χώρα άλλες πόλεις καταρρέουν (λ.χ. Ντιτρόιτ), άλλες ευημερούν και ανέρχονται (λ.χ. Σιατλ). Η διαφοροποίηση αυτή δεν αποπολιτικοποιεί κατ’ ελάχιστον την τοπική πολιτική, αλλά την κάνει πιο σύνθετη, επιτρέπει τολμηρότερες συνθέσεις. Δεν έχει τις ίδιες ανάγκες και προβλήματα η Ρόδος με την ανάπτυξη του τουρισμού, και η κεντρική Μακεδονία με την οικονομική και περιβαλλοντική κρίση. Δεν σημαίνει αποπολιτικοποίηση η διαφοροποίηση της κεντρικής από τις τοπικές ατζέντες. Δείχνει πιο σύνθετο πολιτικό οργανισμό, μεγαλύτερη ετοιμότητα η Αριστερά να διαχειριστεί τις τύχες της χώρας. Συνέχεια ανάγνωσης

Με αφορμή, και όχι αιτία, τις εκλογές

Standard

του Νικόλα Βαγδούτη και της Δανάης Τζήκα

Έργο του Πάμπλο Πικάσο

Τα μηνύματα των εκλογών είχαν πολλαπλούς αποδέκτες. Καταρχάς, η κυβέρνηση, παρά τη φθορά που υπέστη, διασώθηκε και είναι σε θέση να ισχυρίζεται ότι έχει τη συναίνεση να πάρει νέα μέτρα. Από την άλλη, η Αριστερά συνολικά, παρά την εκλογική αύξηση κομματιών της, αλλά και ειδικά η δική μας Αριστερά δεν κατάφερε να διαρρήξει τη συναίνεση ή την ανοχή στην πολιτική του Μνημονίου. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της αποτίμησης των αποτελεσμάτων, οφείλουμε να επανεξετάσουμε ζητήματα που έχουν να κάνουν με την τακτική μας αλλά και συνολικά με το πολιτικό μας υποκείμενο και τη λειτουργία του.

Η συζήτηση πρέπει, κατά την άποψη μας, να ξεκινήσει από μια πιο συνολική τοποθέτηση επί της στρατηγικής του χώρου, μετά το συνέδριο του κόμματος. Ένα συνέδριο του οποίου η διεξαγωγή διεκδικήθηκε με επίταση από τα μέλη, ακριβώς για να σταματήσουν τα φαινόμενα εκφυλισμού και προσωπικών στρατηγικών στον ΣΥΡΙΖΑ και στο κόμμα, και για να βαθύνουμε τη στροφή στο κοινωνικό και την Αριστερά του αποτελέσματος.

Συνέχεια ανάγνωσης

Για ποια Αριστερά του 40% μιλάμε;

Standard

Aπάντηση στο άρθρο του Γ. Σταθάκη (Ενθέματα, 14.11.2010)

 

του Βένιου Αγγελόπουλου

 

Πολλές σωστές παρατηρήσεις, χωρίς αναγκαστικά τα σωστά ματογυάλια.

Και κάποιες προκαταλήψεις: Αντίθετα με ό,τι λες, υπήρξαν «σταλινικά» κόμματα που κάναν επαναστάσεις. Άλλες νίκησαν, άλλες ηττήθηκαν: Κίνα, Βιετνάμ, Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Ισπανία. Το αν σύρθηκαν εκεί, αν ηττήθηκαν ή νίκησαν, αν είχαν σωστή τακτική και στρατηγική, είναι άλλου παπά βαγγέλιο. Και πολλή συζήτηση σηκώνει το τι σημαίνει «σταλινικός»: Χάριν συντομίας, όμως, υπήρξε κόμμα της τρίτης Διεθνούς που να μην ήταν;

Κατά τα άλλα, πώς ορίζεις την «Αριστερά»; Αν ο τίτλος αρκεί, τότε και το ΠΑΣΟΚ είναι Αριστερά, κυβερνητική Αριστερά, αλλά πάντως Αριστερά, όπως όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διεθνώς — ενώ, από την άλλη, οι Οικολόγοι αρνούνται την ετικέτα του αριστερού. Η ΔΗΑΡΙ είναι μη κυβερνητική Αριστερά; (ας απαντήσουν οι ίδιοι). Η λέξη Αριστερά είναι τουλάχιστον αμφίσημη: αφενός δηλώνει το τμήμα της κοινωνίας που θέλει (ή που έχει συμφέρον) την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, αφετέρου τις οργανώσεις, διαφόρων μεγεθών, που έχουν αυτό τον πολιτικό στόχο. Και όλοι παίζουμε με αυτή την αμφισημία στις αναλύσεις μας.

Παραφράζοντας τον ορισμό του Σαρτρ περί εβραίων, αριστερός είναι αυτός που οι Άλλοι τον αναγνωρίζουν ως αριστερό. Μπορούμε λοιπόν να αθροίζουμε ποσοστά με όλες τις δυνατές ομαδοποιήσεις και να βάλουμε τα αποτελέσματα στο συρτάρι ή στη βιτρίνα, ως πολιτικά άχρηστα: Διότι για να αθροιστούν πολιτικά, πρέπει και στα μάτια των Άλλων (άρα και μεταξύ τους) να αναγνωρίζονται ως αριστεροί (ή, γενικότερα, ως κάτι που σηματοδοτείται πολιτικά: στην Κατοχή η διαίρεση ήταν πατριώτες-συνεργάτες).

Συνέχεια ανάγνωσης

Πέρα από την εκλογική αριθμητική, τα νέα μέτωπα

Standard

του Νικόλα Σεβαστάκη

 

Χαρακτικό του Ραούλ Ρουσό

Οι εκλογές της μαζικής αποχής (πάνω από το μισό των εγγεγραμμένων) δεν προσφέρονται για ασφαλή και απλοϊκά συμπεράσματα. Δίνουν ωστόσο κάποια ιδέα για τις βαθύτερες διεργασίες στην κοινωνία σε συνθήκες όπου κυριαρχούν οι ελάχιστες προσδοκίες και ρευστοποιούνται, με ταχύτητα, πολλά από τα δεδομένα του παρελθόντος. Το αποτέλεσμα λοιπόν φαίνεται να συμπυκνώνει την αμφισημία της περιόδου: για παράδειγμα, τη συνύπαρξη μιας τάσης μαζικής αποχώρησης από το «πολιτικό σύστημα» παράλληλα και από κοινού με την αναζήτηση ανώδυνων παρακαμπτηρίων από το επαχθές βάρος των κεντρικών πολιτικών διλημμάτων της συγκυρίας. Ο αμιγής «αυτοδιοικητισμός» και οι εκκεντρικές  υποψηφιότητες τύπου Αμυρά εντάσσονται σε αυτή τη λογική.

Μια δεύτερη παράμετρος είναι ότι ο στόχος των δυνάμεων που αναζητούν την παθητική, έστω, νομιμοποίηση των σημερινών «αναμορφώσεων» (μέσα από το Μνημόνιο αλλά και πέρα από αυτό) επικεντρώνεται στην με κάθε τίμημα αγορά σταθερότητας και ανοχών. Και όπως ξέρουμε η λειτουργία κάθε ανταγωνιστικής εκλογικής αγοράς –αυτό είναι η «δημοκρατία» κατά τους ορθόδοξους πολιτικούς επιστήμονες– δεν διαταράσσεται ούτε με την αλματώδη αύξηση της αποχής ούτε με τις διαφοροποιήσεις της ψήφου προς τις λεγόμενες ανεξάρτητες και διαμαρτυρόμενες υποψηφιότητες. Όπως ήδη φάνηκε, για τον Παπανδρέου και την κυβέρνησή του, είναι μάλλον ευτύχημα η μετατόπιση του κέντρου βάρους κάποιων αναμετρήσεων από τις κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις της κρίσης στη σφαίρα των συμβολικών-πολιτισμικών ευαισθησιών. Αυτή η μετατόπιση φαίνεται να είναι κάτι διαφορετικό από την παλιά πόλωση μεταξύ δεξιάς και αντιδεξιάς, δεξιάς και «προοδευτικών δυνάμεων». Στηρίζεται κατά ένα μέρος σε μια δυναμική αθέατων ενίοτε συγκλίσεων μεταξύ απογοητευμένων από τον σαμαρικό λαϊκισμό συντηρητικών αστικών στρωμάτων, μερίδων της «φιλελεύθερης» αριστεράς και νεομποέμ χαλαρών ακροατηρίων των μεγάλων πόλεων. Τέτοιου τύπου συναντιλήψεις διαμορφώνουν από καιρό τώρα ένα ακροατήριο που δεν αποδίδει πλέον προτεραιότητα σε κρίσιμα ζητήματα ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για καπιταλισμούς, σοσιαλισμούς και άλλα «ιδεολογήματα» –όπως τα βαφτίζουν– όσο για πραγματιστικές επιδιορθώσεις στις κλίμακες ποιότητας της καθημερινότητας.

Συνέχεια ανάγνωσης

Στη συγκυρία της κρίσης: Η τεράστια διοικητική-πολιτική αναδιάρθρωση του Καλλικράτη και η λογική της «αποκένωσης του κράτους»

Standard

Συζητούν ο Χάρης Κωνσταντάτος, ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης

και ο Κωστής Χατζημιχάλης

 

Φωτογραφία του Ρομπέρ Ντουανό, 1957

Εδώ και λίγους μήνες, ο «Καλλικράτης», μια τεράστια διοικητική και πολιτική αναδιάρθρωση της χώρας, αποτελεί νόμο του κράτους. Αυτή η μείζονος σημασίας νομοθετική μεταβολή, που αλλάζει πάρα πολλά, όχι μόνο στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αλλά και γενικότερα στη δομή του κράτους, δεν συζητήθηκε επαρκώς ούτε την εποχή της κατάθεσης και της ψήφισής της, αλλά ούτε και ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών της 7ης Νοεμβρίου, των πρώτων που γίνονται με το νέο πλαίσιο.

Εκτιμώντας ότι το θέμα αποτελεί ένα από τα κεντρικότερα ζητήματα των επερχόμενων εκλογών για την Αριστερά, ζητήσαμε από τρεις καλούς γνώστες να το προσεγγίσουν, πολιτικά και επιστημονικά, στο σημερινό φύλλο των «Ενθεμάτων». Τους θέσαμε ορισμένα γενικά ερωτήματα όπως τι σημαίνει ο «Καλλικράτης» (γενικά, αλλά και στην παρούσα συγκυρία), ποιες αλλαγές επιφέρει στο αυτοδιοικητικό και γενικότερο πεδίο, ποια είναι η κριτική από την πλευρά της Αριστεράς, ποια μπορεί να είναι η αριστερή παρέμβαση στα αυτοδιοικητικά, με βάση την ελληνική και τη διεθνή εμπειρία. Οι τρεις συνομιλητές μας (ο Χάρης Κωνσταντάτος, υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, και ο Κωστής Χατζημιχάλης, καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο), αποκρίθηκαν με προθυμία στο κάλεσμά μας. Τους ευχαριστούμε θερμά, και για την ανταπόκριση και για το αποτέλεσμα.

Την επόμενη Κυριακή θα δημοσιευτεί στα «Ενθέματα» το δεύτερο μέρος της συζήτησης, με θέμα: Αριστερά και Τοπική Αυτοδιοίκηση. Εμπειρίες από την Ευρώπη και την Ελλάδα, τι σήμαινε και τι σημαίνει «αριστερός δήμαρχος».

«Ε»

Μια τεράστια διοικητική και πολιτική αναδιάρθρωση της χώρας

Ρενέ Μαγκρίτ, "Προς δόξαν της διαλεκτικής", 1936 ("Ένα εσωτερικό χωρίς εξωτερικό δεν μπορεί, καθεαυτό, να συνιστά εσωτερικό". Γ. Φ. Χέγκελ)

Xάρης Κωνσταντάτος: Χαρτογραφώντας τις μεγάλες αλλαγές που εισάγει ο Καλλικράτης, θα σημείωνα, καταρχάς, τη θέσπιση του περιφερειακού επιπέδου αυτοδιοίκησης, για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Καθώς υπάρχει συνταγματική δέσμευση για δύο επίπεδα αυτοδιοίκησης, και με δεδομένη τη σχετικά πρόσφατη εμπειρία της εισαγωγής της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης από τον προηγούμενο «Καποδίστρια», το επίπεδο αυτό συγκροτείται με τη συνένωση σε 13 περιφέρειες των υπαρχoυσών νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων.

Ένα δεύτερο βασικό στοιχείο είναι ότι συνεχίζονται, με ένα δεύτερο κύμα, οι συνενώσεις των πρωτοβάθμιων αυτοδιοικήσεων και μειώνεται έτσι, κατά πολύ, ο αριθμός των δήμων: από 1033 γίνονται 323.

Αυτές οι ανακατανομές στα δύο επίπεδα αυτοδιοίκησης αναδιατάσσουν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τις αρμοδιότητες που αποδίδονται σε καθένα από αυτά. Αξίζει να δει κανείς ποιες αρμοδιότητες εκχωρούνται από το κεντρικό κράτος στο περιφερειακό επίπεδο, ποιες αρμοδιότητες από το πρώην νομαρχιακό επίπεδο πηγαίνουν προς τα κάτω, προς τους δήμους ή παραμένουν συνενούμενες στο περιφερειακό επίπεδο.

Στις αρμοδιότητες περιφερειών περιλαμβάνονται ο αναπτυξιακός προγραμματισμός στο ευρύ χωρικό επίπεδο της περιφέρειας, η διαχείριση των υδάτινων πόρων, ο συντονισμός και έλεγχος των νοσοκομείων και κέντρων υγείας και η κατασκευή οδικών, λιμενικών κλπ. έργων. Στην περιφέρεια Αττικής και στο μητροπολιτικό διαμέρισμα Θεσσαλονίκης μεταφέρονται ακόμη περισσότερες επιπλέον αρμοδιότητες. Στους δήμους ανατίθενται πολεοδομικές αρμοδιότητες, αρμοδιότητες κοινωνικής πρόνοιας και δημόσιας υγιεινής, καθώς και αρμοδιότητες στην εκπαίδευση — κυρίως οι σχολικές υποδομές και προγράμματα κατάρτισης.

Σημειώνω επίσης τη θέσπιση ενός νέου επιπέδου γενικών κρατικών διοικήσεων, μη αιρετών, πάνω από το αυτοδιοικούμενο περιφερειακό, το νέο εκλογικό σύστημα, καθώς και έναν νέο τρόπο ρύθμισης, εποπτείας και ελέγχου των οικονομικών των ΟΤΑ. Βέβαια, και στο πλαίσιο της συγκυρίας, ο «Καλλικράτης» επιδιώκει ρητά και την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων εξοικονόμησης κρατικών δαπανών.

Εν ολίγοις, πρόκειται για μια πολύ μεγάλη θεσμική μεταρρύθμιση. Αν και τα αιτήματα για αποκέντρωση και πολυβάθμια δημοκρατική αυτοδιοίκηση, έχουν συζητηθεί και μελετηθεί εδώ και δεκαετίες, και από τις δυνάμεις της Αριστεράς και γενικότερα από προοδευτικές αυτοδιοικητικές δυνάμεις, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, στη συγκυρία που εισάγεται, δεν έχει συζητηθεί, αν μη τι άλλο, επαρκώς και νομοθετήθηκε από την κυβέρνηση με «κατεπείγουσες» διαδικασίες.

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Πρόκειται πράγματι για μια τεράστια διοικητική και πολιτική αναδιάρθρωση της χώρας, μια αναδιάρθρωση που συνάδει με τους γενικότερους μετασχηματισμούς της πολιτικής εξουσίας στη χώρα μας και τη φέρνει πιο κοντά στη λογική διεθνών τάσεων. Ακόμη και ο όγκος, αυτός καθαυτός, του νόμου 8552/2010 (331 σελίδες, 254 άρθρα), είναι ενδεικτικός του εύρους των αλλαγών. Υποστηρίζεται ότι το μέγεθος θα εξασφαλίσει και την αποτελεσματικότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Προβλέπεται ότι δεν πρέπει να υπάρχουν δήμοι με πληθυσμό κάτω των 25.000 στο λεκανοπέδιο και κάτω των 10.000 στην υπόλοιπη χώρα, εκτός και αν δεν γίνεται αλλιώς, όπως σε κάποιες νησιωτικές περιοχές. Αλλαγές έχουμε και στην εκλογική διαδικασία, αφού για πρώτη φορά θα γίνονται εκλογές για τον δεύτερο βαθμό αυτοδιοίκησης ανά πενταετία, οι οποίες θα συμπίπτουν, στο εξής, με τις ευρωεκλογές.

Στη διανομή των εδρών καταργείται το 42% που υπήρχε ως τώρα με τον νόμο Παυλόπουλου. Επανέρχεται το 50% συν 1, για την εκλογή δημάρχου και περιφερειάρχη, αλλά η διανομή των δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων είναι δυσανάλογα μεγάλη υπέρ του πρώτου συνδυασμού, ο οποίος ακόμα και με το ¼ των ψήφων την πρώτη Κυριακή διεκδικεί ακόμη τα 3/5 των δημοτικών ή περιφερειακών συμβούλων. Οι αρμοδιότητες οι οποίες δίνονται στους δήμους είναι πολλές και σημαντικές: άσκηση κοινωνικής πολιτικής, περιβαλλοντική και πολιτική προστασία, παιδεία, αθλητισμός, νέα γενιά και, ακόμη, γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία. Σε ό,τι αφορά την περιφέρεια έχουμε, αντίστοιχα, ανάπτυξη, γεωργία, φυσικούς πόρους, απασχόληση, εμπόριο, μεταφορές, τουρισμό, υγεία (με 23 συγκεκριμένες αρμοδιότητες), πολιτική προστασία, διοικητική μέριμνα, παιδεία, αθλητισμό… Περίπου 360 αρμοδιότητες που περνάνε στην περιφέρεια.

Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση, τους πόρους του κεντρικού κράτους προς τους νέους δήμους και περιφέρειες θα καθορίσει υπουργική απόφαση. Στο νόμο όμως αναφέρονται εννέα ακόμη πηγές χρηματοδότησης, κυρίως ιδιωτικής λογικής, αφού οι νέοι ΟΤΑ αναμένεται να αντλούν πόρους από δάνεια, τέλη, την Ευρωπαϊκή Ένωση, χορηγίες, κληρονομιές κ.ά.

Το τελευταίο που θα ήθελα να πω είναι ότι υπάρχει μια εποπτεία, το κράτος θα κάνει τον έλεγχο νομιμότητας και τον πειθαρχικό έλεγχο: θα υπάρχει δηλαδή μια αυτοτελής υπηρεσία εποπτείας, από τα πάνω, που δεν θα είναι βέβαια αιρετή.

Η συγκυρία της κρίσης

Γιώργος Βακαλό, Ταυρομάχος

Κωστής Χατζημιχάλης: Θα αρχίσω με δύο παρατηρήσεις που αφορούν τη συγκυρία, πριν μπω στα πραγματολογικά. Ένα πολύ σημαντικό κενό υπάρχει στη σχέση της σημερινής διοικητικής αναδιάρθρωσης με την προηγούμενη, καθώς δεν έχει υπάρξει συστηματική αξιολόγηση του Καποδίστρια. Η προηγούμενη μεταρρύθμιση, που εφαρμόστηκε πριν από 12 χρόνια, επέφερε μια πολύ σημαντική αλλαγή, η οποία δεν έχει αξιολογηθεί. Η κυβέρνηση εισάγει τη νέα αλλαγή, χωρίς να έχει κάνει καμιά αξιολόγηση της προηγούμενης.

Η δεύτερη παρατήρηση, που είναι και αυτή πολύ σοβαρή, αφορά το ζήτημα της κοινωνικής πολιτικής και της οικονομικής συγκυρίας. Όπως είπαν πριν και οι άλλοι δυο συνομιλητές, πρόκειται για μια συγκλονιστικά σοβαρή αλλαγή, η οποία θα εφαρμοστεί στο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που έχουμε μπροστά μας. Δηλαδή, σε μια εποχή που υποτίθεται ότι το κράτος και οι υπηρεσίες του σε όλες τις βαθμίδες θα έπρεπε να λειτουργούν με τον πιο άρτιο τρόπο (από τις εισπρακτικές πολιτικές μέχρι την κοινωνική πολιτική), εισάγεται μια μεταρρύθμιση η οποία θα αποδιοργανώσει και ό,τι ισχνά λειτουργούσε σε δήμους και νομαρχίες. Οπότε, ακόμα και αν ήταν ένα καταπληκτικό νομοσχέδιο, υπάρχει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα συγκυρίας, πότε και πώς εφαρμόζεται.

***

Συνέχεια ανάγνωσης