Με την ευκαιρία της έκδοσης του «Dispossession: The Performative in the Political»
Συνέντευξη της Αθηνάς Αθανασίου και της Τζούντιθ Μπάτλερ
στην Ειρήνη Αβραμοπούλου
μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου
Το βιβλίο Dispossession: The Performative in the Political της Judith Butler και της Αθηνάς Αθανασίου που κυκλοφόρησε στις αρχές του 2013 (Polity Press) είναι ένα βιβλίο προκλητικό για τη σκέψη, ένα βιβλίο σημαντικό.
Όχι μόνο ακαδημαϊκά (οι σχετικές κριτικές έχουν επισημάνει ήδη τη θεωρητική του συνεισφορά), αλλά και για την πολιτική σκέψη και πράξη, καθώς εισάγει, επερωτά, αλλά και διευρύνει έννοιες κομβικές για την Αριστερά, την πολιτική και τα κινήματα, όπως η αποστέρηση, η αναγνώριση, η πληθυντική επιτελεστικότητα. Για όλα αυτά, και με αφετηρία το βιβλίο, ζητήσαμε από την κοινωνική ανθρωπολόγο Ειρήνη Αβραμοπούλου να μιλήσει με την Αθηνά Αθανασίου και την Τζούντιθ Μπάτλερ. Τις ευχαριστούμε θερμά και τις τρεις.
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Κρίση και αποστέρηση
Eιρήνη Αβραμοπούλου: Ο τίτλος του βιβλίου σας είναι Dispossession. Η έννοια της αποστέρησης (dispossession), εκτός από μια νεοφιλελεύθερη πρακτική επιβαλλόμενης απώλειας ή υλικής αφαίμαξης, αναδύεται, στο βιβλίο σας, και ως ένας όρος διεκδίκησης μιας άλλης πολιτικής αντίληψης σχετικά με το τι συνεπάγεται η στέρηση και η απώλεια, σχετικά με το πώς μπορούν να διεκδικηθούν διαφορετικοί όροι διαβίωσης και συμβίωσης. Μέσα από αυτή την εννοιολόγηση, η αποστέρηση φαίνεται να επιφέρει μια «κρίση» στο πολιτικό. Καθώς σήμερα η έννοια της κρίσης εμφανίζεται ως μια τεχνολογία επικαθορισμού κυρίαρχων λόγων περί οικονομίας, κοινωνίας, συναισθήματος, βιώσιμης ανθρώπινης ζωής και μετρήσιμων μεγεθών διαβίωσης, γιατί και με ποιο τρόπο είναι σημαντικό να ξανασκεφτούμε τους όρους μιας άλλης κρίσης;
Τζούντιθ Μπάτλερ: Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να είμαστε προσεκτικές/οί όταν μιλάμε για οικονομική κρίση. Απ’ τη μια, θα ήταν ασφαλώς αφελές να πούμε ότι δεν υπάρχει οικονομική κρίση, τη στιγμή που την κοινωνία τη συγκλονίζουν φοβερές αλλαγές ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων μορφών διαχείρισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της καταστροφής βασικών κοινωνικών υποδομών, αλλά και της κατάργησης της σταθερής εργασίας και της ελπίδας για το μέλλον.
Απ’ την άλλη, όμως, αν αυτό το αποκαλέσουμε «κρίση», είναι σαν να δηλώνουμε πως αναμένουμε μια λύση που θα αποκαταστήσει την προϋπάρχουσα τάξη. Ο λόγος περί κρίσης υπονοεί ότι υπάρχει ένα πρόβλημα διαχειρίσιμο και επιλύσιμο. Ωστόσο, το ζήτημα είναι πιο θεμελιώδες, μια κι έχει γίνει πια φανερό πως αφορά καινοφανείς καπιταλιστικές τροπικότητες και τις συνέπειές τους στον παγκόσμιο πληθυσμό. Όσο κι αν πρέπει να εστιάσουμε στις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους και στην εκμετάλλευση που υφίστανται, πρέπει επίσης να δούμε ότι η ίδια η φύση της εργασίας και της α-εργίας έχει αλλάξει. Γιατί όταν η εργασία μετατρέπεται σε κάτι ευέλικτο, περιττό ή παροδικό, τότε καμία δουλειά δεν έχει πλέον διάρκεια, δεν μπορείς να οργανωθείς σε έναν εργασιακό χώρο που συνεχώς αλλάζει, κι έτσι αυτές καθαυτές οι συνθήκες που επέτρεπαν κάποτε τον συνδικαλισμό είναι υπό εξαφάνιση.
Όσο, λοιπόν, κι αν το πρεκαριάτο παραμένει, από αναλυτική άποψη, διακριτό από το προλεταριάτο, τα όρια ανάμεσά τους συγχέονται ολοένα και περισσότερο: ο/η εργαζόμενος/η είναι πάντοτε έτοιμος/η να χάσει τη δουλειά του/της, ενώ ο/η άνεργος/η δεν ελπίζει πια παρά σε κάποια παροδική απασχόληση. Το αποτέλεσμα είναι πως η αποστέρηση έχει γίνει κάτι που χαρακτηρίζει τόσο τους εργαζόμενους όσο και τους άνεργους, όπως και όσους αναγκάστηκαν, με μεγάλο ρίσκο, να μεταναστεύσουν, προκειμένου να εξασφαλίσουν έστω και κάποια παροδική εργασία. Αυτά που παραμένουν είναι ένας ολοένα διευρυνόμενος ορίζοντας επισφάλειας και ένας νέος χωροχρονικός σχηματισμός στον οποίο η αποστέρηση είναι ο κανόνας.
Παρ’ όλα αυτά, δεν νομίζω ότι θα έπρεπε όλες και όλοι να οργανωθούμε κάτω από το λάβαρο της επισφάλειας ή της αποστέρησης. Οφείλουμε να οργανωθούμε με τρόπους που αναγνωρίζουν τον χαρακτήρα του νεοφιλελευθερισμού και αντιπαρατίθενται στους τρόπους με τους οποίους αυτός μεθοδεύει την αποστέρηση. Όμως, για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να καταλάβουμε πώς λειτουργεί.
Aθηνά Αθανασίου: Προσπαθήσαμε να σκεφτούμε πάνω στον τρόπο που η «κρίση», ως εξουσιαστικός σχηματισμός του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, μας καλεί να ξανα-φανταστούμε, ή να επαν-εμπλακούμε με το πολιτικό· πώς η αποστέρηση γίνεται αφορμή να ενεργοποιηθεί το ερώτημα του κριτικού στοχασμού σε καιρούς κρίσης. Έτσι, ρωτάμε: Πώς ασκείται το πολιτικό, πού «λαμβάνει χώρα» και με ποιους τρόπους; Πώς επενεργεί η κρίση σε σχέση με την αναπαραγωγή, τη μεταβολή και/ή την επίταση της πολιτικής υποκειμενικότητας και πώς παίρνει αυτή έμφυλα, φυλετικά και ταξικά χαρακτηριστικά; Ακόμη, πώς μπορούν αυτά τα ερωτήματα να διατυπωθούν από τη σκοπιά μιας επιτελεστικής πολιτικής που αντιστέκεται μέσω της επαναδιεκδίκησης του δημόσιου χώρου και μιας βιώσιμης ζωής;

Ρενέ Μαγκρίτ, «Το διπλό μυστικό», 1927
Όταν συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού καθίστανται αναλώσιμες και αφήνονται να εκτεθούν στους θανάσιμους κινδύνους της φτώχειας, του ρατσισμού, της κρατικής παραμέλησης και βίας, ρωτάμε: Πώς μπορούμε «εμείς», ως υποκείμενα της κρίσης (με όλες τις αναταράξεις, τις αβεβαιότητες και τις αδυνατότητες που σημαδεύουν αυτό το «εμείς»), να κινητοποιήσουμε μια αγωνιστική (και όχι ανταγωνιστική σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη νόρμα) απάντηση στην αποστέρηση; Μια τέτοια αναθέσμιση του κοινωνικού είναι που κινητοποιεί το πολιτικό φαντασιακό της ριζοσπαστικής δημοκρατίας σήμερα. Συνέχεια ανάγνωσης →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...