Καταστρέφοντας το πανεπιστήμιο: Η «ελληνική πατέντα»

Standard

του Δημήτρη Παπανικολάου

Ρενέ Μαγκρίτ, «Το διπλό μυστικό», 1927

Ρενέ Μαγκρίτ, «Το διπλό μυστικό», 1927

Την εβδομάδα που πέρασε, κορυφώθηκε η αντιπαράθεση γύρω από το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών και τις προτάσεις του πρύτανη του Ιδρύματος για τον έλεγχο της πρόσβασης σε αυτό. Μάλλον κάπου στην πορεία, ανάμεσα σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις του πρύτανη, υπουργικές δηλώσεις και αντεγκλήσεις ξεχάστηκε ποιο πραγματικά είναι το διακύβευμα όλης αυτής της ιστορίας. Μας βοηθάει να το θυμηθούμε και να το καταλάβουμε πολύ καλύτερα, η ανακοίνωση που εξέδωσε για το ζήτημα την προηγούμενη Παρασκευή (17.10.2014) το Συμβούλιο του Ιδρύματος.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, το Συμβούλιο «συστρατεύεται με τις Πρυτανικές Αρχές στην προσπάθειά τους για την εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας στην πανεπιστημιακή κοινότητα και την εύρυθμη λειτουργία του Ιδρύματος. Το πανεπιστήμιο είναι δημόσια περιουσία, ανήκει σε όλους τους Έλληνες […] και πρέπει να προστατεύεται αναλόγως». Ως εκ τούτου, «κρίνεται απαραίτητο να εκπονηθεί και υλοποιηθεί σύστημα ελέγχου της πρόσβασης όλων των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, αλλά και των πολιτών στις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις, όπως συμβαίνει σε κάθε σύγχρονο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα». Τέλος, περνώντας κάπως αναπάντεχα από την ασφάλεια στην καθαριότητα, το Συμβούλιο καταλήγει με τη συμβουλή «να γίνουν άμεσα αναθέσεις», ώστε να αντιμετωπιστεί «το οξύτατο πρόβλημα καθαρισμού των πανεπιστημιακών χώρων. Αυτό απαιτεί η άμεση αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης που συνδέεται με την προστασία της δημόσιας υγείας και της νεολαίας μας».

Έκτακτη ανάγκη, δημόσια υγεία, «η νεολαία μας»(!). Σύστημα ελέγχου, αίσθημα ασφαλείας, εύρυθμη λειτουργία. Αν σας ξενίζει η γλώσσα αυτής της ανακοίνωσης, σωστά σας ξενίζει. Είναι γλώσσα βιοπολιτικού οργάνου — γι’ αυτό άλλωστε φέρνει τόσο πολύ, ακόμα και στις λέξεις της, τον απόηχο άλλων εποχών και καθεστώτων. Είναι γλώσσα που δεν μιλάει για το πανεπιστήμιο, αλλά για διαχείριση πληθυσμών. Δεν στοχεύει στην ανάδειξη ενός προβλήματος λειτουργίας ενός ιδρύματος και στην αντιμετώπισή του, αλλά, με αφορμή τη δραματική και «εμπόλεμη» παρουσίασή του (το Συμβούλιο, ακούμε, «συστρατεύεται»!), κοιτάζει πώς να εντείνει τον ηθικό πανικό, να επιβάλει ως ανάγκη ένα καθεστώς επιτήρησης, να περιγράψει όλη αυτή την πολιτική επιβολής ως στρατηγική ανοσοποίησης και προστασίας. Συνέχεια ανάγνωσης

Πεθαίνω σαν Χώρα (στην Αμφίπολη)

Standard

του Δημήτρη Παπανικολάου

Nίκος  Eγγονόπουλος, «Oι δύο Μακεδόνες. Μέγας Αλέξανδρος και Παύλος Μελάς», 1977

Nίκος Eγγονόπουλος, «Oι δύο Μακεδόνες.
Μέγας Αλέξανδρος και Παύλος Μελάς», 1977

«Μεταμοντέρνα μειράκια» και «χαμαντράκια». Έτσι είχε χαρακτηρίσει ο πολύς Κώστας Γεωργουσόπουλος, σε ένα οργισμένο σχόλιό του πριν λίγα χρόνια, όσους επέμεναν να αναλύουν τη σύνδεση της εθνικής ταυτότητας, της εθνικιστικής ιδεολογίας και της δημόσιας παρουσίας της αρχαιολογίας στην Ελλάδα. Όσοι μιλούν για «εθνικό αφήγημα» όταν συζητούν τη δουλειά του Ανδρόνικου στη Βεργίνα, ή κριτικάρουν την «εθνική υστερία [με] τα Ελγίνεια», έλεγε τότε ο Γεωργουσόπουλος, κάνουν «αβάντα στη σκοπιανή εθνοκαπηλία και […] θεωρίες μια δεκάρα η βιολέτα τσιγκολελέτα τσιγκολελέτα.»[1]

Τα θυμήθηκα αυτές τις μέρες τα «χαμαντράκια», καθώς ακούω τα καθημερινά δελτία για την πρόοδο της ανασκαφής στην Αμφίπολη, τις βαρύγδουπες «προβλέψεις» του αρμόδιου υπουργού, τα διαρκή τιτιβίσματα των υφισταμένων του, το προαίσθημα του, επίσης πολύ, Σαράντη Καργάκου για το ότι εκεί κρύβεται ο Μεγαλέξανδρος, και τη διακήρυξη του αρμοδιότατου Άνθιμου Θεσσαλονίκης ότι «όποιος κι αν είναι θαμμένος στην Αμφίπολη, είναι Έλληνας».[2] Καταλληλότεροι από εμένα έχουν κρίνει επαρκώς αυτή τη νέα, εθνικού επιπέδου, παράκρουση. Περιμένουμε από την Αμφίπολη μια ακόμα επιβεβαίωση του εθνικού αφηγήματος του μεγάλου, άσπιλου και λευκού, υπερβατικού και υπερβαίνοντος, παντοδύναμου και παντοκράτη (πλην όμως και παντοπώλη) ελληνισμού.

Ας επιμείνω εδώ ομως σε μια παράμετρο που ίσως συζητήθηκε λιγότερο:

Τη σύνδεση της επιθυμίας για αρχαιότητα, με τους λόγους του ρατσισμού και της έμφυλης κανονικότητας που κατακλύζουν αυτή τη στιγμή κι από άλλες μπάντες την Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα που συνεπαίρνεται με τα (επερχόμενα) ευρήματα της Αμφίπολης είναι, βεβαίως, η ίδια ακριβώς Ελλάδα που την ίδια εποχή βλέπει «ξαφνικά» τον πιο ρατσιστικό εαυτό της να ξεδιπλώνεται τόσο ξεδιάντροπα στη δημόσια σφαίρα, στη πολιτική, στην κοινωνική συναλλαγή και τη διαχείριση «ντόπιων» και «ξένων», στην εικονοποιϊα της καθημερινότητας. Είναι η ίδια Ελλάδα που την ίδια στιγμή δυσκολεύεται να ψηφίσει ένα ξεκάθαρο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, κι όταν το κάνει αυτό φροντίζει να το συνδυάσει με καθησυχασμό των φοβικών κοινωνικών αγκυλώσεων (άρνηση συμπερίληψης του Συμφώνου Συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια) και κανόνες επιβεβαίωσης της εθνικιστικής μηχανικής (ποινικοποίηση της άρνησης των «ελληνικών γενοκτονιών» Πόντου, Μικρασίας κλπ). Είναι η ίδια Ελλάδα δηλαδή που, αν προλάβαινε, θα φρόντιζε να ποινικοποιήσει, μαζί με την άρνηση ελληνικών γενοκτονιών, και τον οποιονδήποτε σκεπτικισμό περί του τάφου του Φιλίππου, της πεμπτουσιακής σημασίας της Αμφίπολης, και του αν ζει ο Μεγαλέξαντρος. Συνέχεια ανάγνωσης

Κρίση, κριτική και οι δυνατότητες της πολιτικής

Standard

Με την ευκαιρία της έκδοσης του «Dispossession: The Performative in the Political»

 Συνέντευξη της Αθηνάς Αθανασίου και της Τζούντιθ Μπάτλερ

στην Ειρήνη Αβραμοπούλου

μετάφραση:  Δημήτρης Ιωάννου

 9780745653815cov.inddΤο βιβλίο Dispossession: The Performative in the Political της Judith Butler και της Αθηνάς Αθανασίου που κυκλοφόρησε στις αρχές του 2013 (Polity Press) είναι ένα βιβλίο προκλητικό για τη σκέψη, ένα βιβλίο σημαντικό.

Όχι μόνο ακαδημαϊκά (οι σχετικές κριτικές έχουν επισημάνει ήδη τη θεωρητική του συνεισφορά), αλλά και για την πολιτική σκέψη και πράξη, καθώς εισάγει, επερωτά, αλλά και διευρύνει έννοιες κομβικές για την Αριστερά, την πολιτική και τα κινήματα, όπως η αποστέρηση, η αναγνώριση, η πληθυντική επιτελεστικότητα. Για όλα αυτά, και με αφετηρία το βιβλίο, ζητήσαμε από την κοινωνική ανθρωπολόγο Ειρήνη Αβραμοπούλου να μιλήσει με την Αθηνά Αθανασίου και την Τζούντιθ Μπάτλερ. Τις ευχαριστούμε θερμά και τις τρεις.

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

 Κρίση και αποστέρηση

 Eιρήνη Αβραμοπούλου: Ο τίτλος του βιβλίου σας είναι Dispossession. Η έννοια της αποστέρησης (dispossession), εκτός από μια νεοφιλελεύθερη πρακτική επιβαλλόμενης απώλειας ή υλικής αφαίμαξης, αναδύεται, στο βιβλίο σας, και ως ένας όρος διεκδίκησης μιας άλλης πολιτικής αντίληψης σχετικά με το τι συνεπάγεται η στέρηση και η απώλεια, σχετικά με το πώς μπορούν να διεκδικηθούν διαφορετικοί όροι διαβίωσης και συμβίωσης. Μέσα από αυτή την εννοιολόγηση, η αποστέρηση φαίνεται να επιφέρει μια «κρίση» στο πολιτικό. Καθώς σήμερα η έννοια της κρίσης εμφανίζεται ως μια τεχνολογία επικαθορισμού κυρίαρχων λόγων περί οικονομίας, κοινωνίας, συναισθήματος, βιώσιμης ανθρώπινης ζωής και μετρήσιμων μεγεθών διαβίωσης, γιατί και με ποιο τρόπο είναι σημαντικό να ξανασκεφτούμε τους όρους μιας άλλης κρίσης;

4-synentefxi-bΤζούντιθ Μπάτλερ: Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να είμαστε προσεκτικές/οί όταν μιλάμε για οικονομική κρίση. Απ’ τη μια, θα ήταν ασφαλώς αφελές να πούμε ότι δεν υπάρχει οικονομική κρίση, τη στιγμή που την κοινωνία τη συγκλονίζουν φοβερές αλλαγές ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων μορφών διαχείρισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της καταστροφής βασικών κοινωνικών υποδομών, αλλά και της κατάργησης της σταθερής εργασίας και της ελπίδας για το μέλλον.

Απ’ την άλλη, όμως, αν αυτό το αποκαλέσουμε «κρίση», είναι σαν να δηλώνουμε πως αναμένουμε μια λύση που θα αποκαταστήσει την προϋπάρχουσα τάξη. Ο λόγος περί κρίσης υπονοεί ότι υπάρχει ένα πρόβλημα διαχειρίσιμο και επιλύσιμο. Ωστόσο, το ζήτημα είναι πιο θεμελιώδες, μια κι έχει γίνει πια φανερό πως αφορά καινοφανείς καπιταλιστικές τροπικότητες και τις συνέπειές τους στον παγκόσμιο πληθυσμό. Όσο κι αν πρέπει να εστιάσουμε στις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους και στην εκμετάλλευση που υφίστανται, πρέπει επίσης να δούμε ότι η ίδια η φύση της εργασίας και της α-εργίας έχει αλλάξει. Γιατί όταν η εργασία μετατρέπεται σε κάτι ευέλικτο, περιττό ή παροδικό, τότε καμία δουλειά δεν έχει πλέον διάρκεια, δεν μπορείς να οργανωθείς σε έναν εργασιακό χώρο που συνεχώς αλλάζει, κι έτσι αυτές καθαυτές οι συνθήκες που επέτρεπαν κάποτε τον συνδικαλισμό είναι υπό εξαφάνιση.

Όσο, λοιπόν, κι αν το πρεκαριάτο παραμένει, από αναλυτική άποψη, διακριτό από το προλεταριάτο, τα όρια ανάμεσά τους συγχέονται ολοένα και περισσότερο: ο/η εργαζόμενος/η είναι πάντοτε έτοιμος/η να χάσει τη δουλειά του/της, ενώ ο/η άνεργος/η δεν ελπίζει πια παρά σε κάποια παροδική απασχόληση. Το αποτέλεσμα είναι πως η αποστέρηση έχει γίνει κάτι που χαρακτηρίζει τόσο τους εργαζόμενους όσο και τους άνεργους, όπως και όσους αναγκάστηκαν, με μεγάλο ρίσκο, να μεταναστεύσουν, προκειμένου να εξασφαλίσουν έστω και κάποια παροδική εργασία. Αυτά που παραμένουν είναι ένας ολοένα διευρυνόμενος ορίζοντας επισφάλειας και ένας νέος χωροχρονικός σχηματισμός στον οποίο η αποστέρηση είναι ο κανόνας.

Παρ’ όλα αυτά, δεν νομίζω ότι θα έπρεπε όλες και όλοι να οργανωθούμε κάτω από το λάβαρο της επισφάλειας ή της αποστέρησης. Οφείλουμε να οργανωθούμε με τρόπους που αναγνωρίζουν τον χαρακτήρα του νεοφιλελευθερισμού και αντιπαρατίθενται στους τρόπους με τους οποίους αυτός μεθοδεύει την αποστέρηση. Όμως, για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να καταλάβουμε πώς λειτουργεί.

4-synentefxi-aAθηνά Αθανασίου: Προσπαθήσαμε να σκεφτούμε πάνω στον τρόπο που η «κρίση», ως εξουσιαστικός σχηματισμός του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, μας καλεί να ξανα-φανταστούμε, ή να επαν-εμπλακούμε με το πολιτικό· πώς η αποστέρηση γίνεται αφορμή να ενεργοποιηθεί το ερώτημα του κριτικού στοχασμού σε καιρούς κρίσης. Έτσι, ρωτάμε: Πώς ασκείται το πολιτικό, πού «λαμβάνει χώρα» και με ποιους τρόπους; Πώς επενεργεί η κρίση σε σχέση με την αναπαραγωγή, τη μεταβολή και/ή την επίταση της πολιτικής υποκειμενικότητας και πώς παίρνει αυτή έμφυλα, φυλετικά και ταξικά χαρακτηριστικά; Ακόμη, πώς μπορούν αυτά τα ερωτήματα να διατυπωθούν από τη σκοπιά μιας επιτελεστικής πολιτικής που αντιστέκεται μέσω της επαναδιεκδίκησης του δημόσιου χώρου και μιας βιώσιμης ζωής;

4-synentefxi-c

Ρενέ Μαγκρίτ, «Το διπλό μυστικό», 1927

Όταν συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού καθίστανται αναλώσιμες και αφήνονται να εκτεθούν στους θανάσιμους κινδύνους της φτώχειας, του ρατσισμού, της κρατικής παραμέλησης και βίας, ρωτάμε: Πώς μπορούμε «εμείς», ως υποκείμενα της κρίσης (με όλες τις αναταράξεις, τις αβεβαιότητες και τις αδυνατότητες που σημαδεύουν αυτό το «εμείς»), να κινητοποιήσουμε μια αγωνιστική (και όχι ανταγωνιστική σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη νόρμα) απάντηση στην αποστέρηση; Μια τέτοια αναθέσμιση του κοινωνικού είναι που κινητοποιεί το πολιτικό φαντασιακό της ριζοσπαστικής δημοκρατίας σήμερα. Συνέχεια ανάγνωσης

Ασκήσεις νοημοσύνης και νομιμότητας

Standard

Για τις αστυνομικές εφόδους στα κοινωνικά ιατρεία και το νέο μοντέλο διακυβέρνησης

 του Νίκου Σερντεδάκι

Καίτε Κόλβιτς, "Αλληλεγγύη"

Καίτε Κόλβιτς, «Αλληλεγγύη»

Η εισβολή κρατικών οργάνων σε κοινωνικά ιατρεία, όπως και  η επιδίωξη του ΤΑΙΠΕΔ να  εκδιώξει το κοινωνικό ιατρείο του Ελληνικού από το κτίριο όπου στεγάζεται, είναι ασφαλώς γνωστή στους αναγνώστες. Αν επανέρχομαι, στο άνοιγμα του νέου χρόνου, είναι επειδή εκτιμώ ότι έχει μόνιμο περιεχόμενο, ευρύτερη στόχευση και συμβολισμό.

Θυμίζω τα γεγονότα. Στις 24 Οκτωβρίου, δικαστικός, κλιμάκιο του Ελληνικού Οργανισμού Φαρμάκων και αστυνομικοί επέδραμαν στο Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού, επικαλούμενοι ανώνυμη καταγγελία για διακίνηση ναρκωτικών. Εντελώς συμπτωματικά, λίγες ώρες αργότερα, όμοιας σύνθεσης ομάδα εισέβαλε σε κοινωνικό ιατρείο των Γιατρών του Κόσμου, διερευνώντας επώνυμη, αυτή τη φορά, καταγγελία για κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών. Η κυβέρνηση, υπό την πίεση  των αντιδράσεων, περιορίστηκε σε μια λιτή ανακοίνωση περί της εύλογης διερεύνησης καταγγελιών για βαριά αδικήματα, σαν να επρόκειτο για  πρακτική ρουτίνας των κρατικών μηχανισμών, ανακοίνωση  η οποία συσκοτίζει μάλλον παρά ξεδιαλύνει τα συμβάντα. Ας κάνουμε δυο υποθέσεις. Συνέχεια ανάγνωσης

Οι άνθρωποι είναι οι πράξεις τους

Standard

του Βαγγέλη Παπαδάκη

Άουγκουστ Μάκε, «Κορίτσια κάτω από δέντρα»

Η ιδεολογία δεν αποτελεί μια απατηλή παρανόηση της πραγματικότητας, μια κουρτίνα που μας εμποδίζει να δούμε την αλήθεια. Αν ήταν έτσι, θα αρκούσε να τραβήξουμε την κουρτίνα. Η ιδεολογία βρίσκεται μέσα στην ίδια την κοινωνική πραγματικότητα, που την αναπαράγουμε με τις πράξεις μας, και ενέχει την άγνοιά μας για ό,τι αφορά την ουσία αυτής της πραγματικότητας.

Σε αυτό τον χαρακτήρα της ιδεολογίας εδράζεται ο βιοπολιτικός καπιταλισμός, που επιδιώκει να διαχειριστεί όχι μόνο τον νου, αλλά και το σώμα και τις συμπεριφορές των ανθρώπων, αποσκοπώντας στη δημιουργία υπάκουων υπηκόων. Η βιοπολιτική, κυρίως μέσα από τη σωματική πειθαρχία, τον συναισθηματικό έλεγχο και τη συμμόρφωση, και λιγότερο μέσα από τις ιδέες, επιδιώκει την ενσωμάτωση των πολιτών στο σύστημα. Όλες οι ιδέες επιτρέπονται, αρκεί οι συμπεριφορές να ελέγχονται. Εκεί αποσκοπεί ο σχεδιαζόμενος από την κυβέρνηση έλεγχος των συγκεντρώσεων και πορειών, εκεί αποσκοπούσε η βίαιη εκδίωξη των «Αγανακτισμένων» από το Σύνταγμα: δεν είχε μόνο πολιτική διάσταση (να πάψουν να υπάρχουν ως πόλος συσπείρωσης της λαϊκής διαμαρτυρίας) αλλά και ιδεολογική: να πάψει η πλατεία να υπαγορεύει μια διαφορετική καθημερινότητα στην πόλη, με τις ιδεολογικές συνέπειες που είχε αυτό.

Τηρουμένων των αναλογιών, «οι πλατείες» είναι σήμερα για την Αριστερά ό,τι ο εκκλησιασμός για τον χριστιανισμό. Σε αυτές, το πλήθος, ανυπάκουο στην πειθαρχία του σώματος που υπαγορεύει η βιοπολιτική του νεοφιλελευθερισμού, αρνούμενο τον συναισθηματικό έλεγχο που ασκεί ο φόβος και μη συμμορφούμενο, παρήγαγε μια αντιστασιακή ιδεολογία. Αντιμετωπίστηκε με τη στυγνή βία, καθώς η εξουσία εξασφαλίζει σήμερα την ιδεολογική της ηγεμονία, κυρίως με τη χρήση της βίας και τον φόβο. Συνέχεια ανάγνωσης

Η βιοπολιτική της αυταρχικής δημοκρατίας και η διακυβέρνηση του επικίνδυνου σώματος

Standard

της Αθηνάς Αθανασίου

Φράνσις Μπέικον, «Δεύτερη εκδοχή του “Πίνακα 1946”», 1971

Ζούμε σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Η εξαίρεση έχει γίνει κανόνας και πρότυπο άσκησης της εξουσίας. Όπως έλεγε ο Καρλ Σμιτ, κυρίαρχος είναι «όποιος μπορεί να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Μέσω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η εξουσία εδραιώνει την κατίσχυσή της πάνω στην πολιτικά απογυμνωμένη ζωή, παρουσιάζοντας μάλιστα αυτή την αναστολή όχι ως απόκλιση από το δίκαιο αλλά ως την πλέον συνεπή και ενδεδειγμένη εφαρμογή του.

Με άλλα λόγια, αυτό που διαδραματίζεται στην κατάσταση εξαίρεσης είναι η συγκρότηση και η διαρκής παραγωγή ενός ορίου που αφορά το ποιες ζωές λογίζονται ως αξιοβίωτες και ποιες εγκαταλείπονται και μετατρέπονται σε επισφαλείς, και μάλιστα χωρίς λογοδοσία, αφού στη ζώνη της κατάστασης εξαίρεσης όλα επιτρέπονται εν ονόματι, ακριβώς, μιας αδήριτης και επιτακτικής έκτακτης ανάγκης. Επομένως η κατάσταση εξαίρεσης συνδέεται θεμελιακά με την κανονιστική διαχείριση της ζωής μέσω της παραγωγής σωμάτων που μετράνε ή απλώς μετριούνται. Το σώμα (ως ξένο ή οικείο, πάσχον ή υγιές, λειτουργικό ή δυσλειτουργικό) είναι το κατεξοχήν πεδίο εγκαθίδρυσης των όρων απονομής της ανθρώπινης και της πολιτικής ιδιότητας. Με αυτή την έννοια, η κατάσταση εξαίρεσης είναι μια βιοπολιτική συνθήκη.

Αποτυπώματα της νεοφιλελεύθερης «νέας εθνικοφροσύνης»

 Στην τρέχουσα ελληνική συγκυρία, τα στρατόπεδα κράτησης μεταναστών και η διαπόμπευση των οροθετικών εκδιδόμενων γυναικών δεν συνιστούν απλώς έναν προεκλογικό ελιγμό των αστικών κομμάτων «εθνικής σωτηρίας», αλλά αποτελούν θεμελιώδεις όψεις της εθνο-νεοφιλελεύθερης πολιτικής ηγεμονίας που συνδέεται οργανικά με την καλλιέργεια μιας μικρο-φασιστικής ομοθυμίας. Στην «ακροδεξιά του μεσαίου χώρου» (κατά την έκφραση του Δημοσθένη Παπαδάτου- Αναγνωστόπουλου) συμπυκνώνεται η λογική που συντηρεί το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και τη βιοπολιτική της αυταρχικής δημοκρατίας. Συνέχεια ανάγνωσης

Οι επερχόμενες εκλογές: ένα πείραμα βιοπολιτικής

Standard

του Ανδρέα Καρίτζη

 

Μετεπέκ, Μεξικό, 1969. Ένα παιδί με ένα γύψινο σκελετό για την ημέρα των νεκρών. Φωτογραφία του Ρενέ Μπουρί

Ενώ συχνά λέμε ότι ζούμε ιστορικές στιγμές, το καταρρέον μιντιακοπολιτικό καθεστώς επιχειρεί να τις μετασχηματίσει σε εκφάνσεις μιας πεζής καθημερινότητας.

Ο διαρκής βομβαρδισμός με κλισέ πολιτικής κενότητας στα λαμπερά τηλεπαράθυρα –που στο ευαίσθητο βλέμμα αναδεικνύει την κυνικότητα της εξουσίας — πασχίζει να χωρέσει στις φόρμες της πολιτικάντικης «ομαλότητας» την κοινωνική απόγνωση που παράγει η βαρβαρότητα της εξουσίας: τα ανθρώπινα αδιέξοδα μετατρέπονται σε «λαϊκισμό», η άνοδος του φασισμού πάνω στα κοινωνικά ερείπια εγγράφεται σε μια συνηθισμένη αριθμητική κουκιών και εδρών, η σύνθλιψη της ζωής και της αξιοπρέπειας μετατρέπεται σε ενοχοποιητική απόδειξη του «μαζί τα φάγαμε» κ.ο.κ.

Στον δρόμο προς τις εκλογές, ήδη εκτυλίσσεται ένα πείραμα βιοπολιτικής με ιστορική και πλανητική εμβέλεια. Ένας λαός σε μια χώρα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού όπου ο ευρύτερος κοινωνικός συσχετισμός επέτρεπε –παρά την αρνητική φορά των πραγμάτων τα τελευταία είκοσι χρόνια– ένα σχετικά υψηλό μορφωτικό επίπεδο, δημοκρατική συγκρότηση, στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα, κοινωνικό κράτος, κράτος δικαίου κ.ο.κ. δέχεται μια συντονισμένη επίθεση εδώ και δύο χρόνια, με στόχο την πλήρη ισοπέδωση. Την ίδια στιγμή, σε αυτή τη μοίρα σύρονται και οι υπόλοιποι λαοί της Ευρώπης με διαφορετικές ταχύτητες και ένταση προς το παρόν. Οι οικονομικά ισχυροί σε όλη την Ευρώπη έχουν ένα στόχο και ένα επιχείρημα: να ξηλώσουν τη δημοκρατική και κοινωνική διάσταση της Ευρώπης με το επιχείρημα ότι αυτό είναι το σωστό!

Η μοναδικότητα του βιοπολιτικού πειράματος είναι ότι η ρητορική της πολιτικής και οικονομικής ελίτ δεν επιχειρεί να αποκρύψει τη φρικτή πραγματικότητα, ισχυριζόμενη ότι, εν τέλει, τα πράγματα θα είναι καλύτερα για όλους. Επιχειρεί να πείσει ότι η βαρβαρότητα πρέπει να γίνει αποδεκτή ως ορθή. Οι πολίτες πρέπει να θεωρήσουν ορθό ότι η βασική ρυθμιστική αρχή της πραγματικότητας είναι ο γενικευμένος ανταγωνισμός –δηλαδή ένας ανταγωνισμός σε όλα τα επίπεδα και τις πτυχές της κοινωνικής ζωής– και ότι είναι σωστό να πεθαίνουν αβοήθητοι αν ηττηθούν στον εν λόγω ανταγωνισμό.

Για να καταστεί δυνατό σήμερα κάτι τέτοιο σε πληθυσμούς με τα προηγούμενα χαρακτηριστικά πρέπει να υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις. Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει εξελιχθεί ραγδαία η τεχνολογία εξουσίας και ελέγχου του πληθυσμού, αλλά και η ιδεολογική προετοιμασία σε μια «καλή» περίοδο για τα ιδεολογήματα περί της «ορθολογικότητας» του ανταγωνισμού της ελεύθερης αγοράς κ.ο.κ.

Υπό μια έννοια, βρισκόμαστε στο τελικό στάδιο του πειράματος βιοπολιτικής. Μέσα στην κρίση, μέσα σε δύο χρόνια, επιχειρείται ο ολοκληρωτικός εξανδραποδισμός του πληθυσμού στην Ελλάδα και η εγκαθίδρυση της δυστοπίας του «1984». Μια τεράστια σε εμβέλεια και ισχύ μηχανή –μια βιοπολιτική μήτρα με ποικίλες απολήξεις και μορφές που αγκαλιάζει την κοινωνική, ψυχολογική, σωματική και διανοητική πτυχή του κάθε πολίτη– επιχειρεί να ελέγξει πλήρως την άσκηση του λογικού, την πρόσληψη της πραγματικότητας και την ηθικότητα των πολιτών, όλα δηλαδή τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται το διαφωτιστικό, χειραφετητικό πρόταγμα και τελικά η ίδια η έννοια της δημοκρατίας, της κοινοτικότητας και της πολιτοφροσύνης. Συνέχεια ανάγνωσης

Επαναπροσδιορίζοντας το ευάλωτο την εποχή της κρίσης

Standard

της Δήμητρας Μακρυνιώτη

Το άρθρο του Δημήτρη Χριστόπουλου «Πόσο αυτόνομος μπορεί να είναι ο αγώνας για τα δικαιώματα σε συνθήκες κρίσης» (25.9.2011) εγκαινίασε, στα «Ενθέματα», τη συζήτηση για τα δικαιώματα την εποχή της κρίσης. Ακολούθησε το κείμενο του Γεράσιμου Κουζέλη «Δικαιώματα και ευκαιρίες σε κρίση» (9.10.2011). Το κείμενο της Δήμητρας Μακρυνιώτη που δημοσιεύουμε σήμερα συνεχίζει τη συζήτηση για το κρίσιμο αυτό νομικό και πολιτικό ζήτημα. Και αυτό, όπως και τα δύο που προηγήθηκαν, βασίζεται σε ανακοίνωση στη Διημερίδα  «Εκπαίδευση και δικαιώματα σε συνθήκες κρίσης» που οργανώθηκε από το κοινό μεταπτυχιακό πρόγραμμα  του ΤΕΑΠΗ, του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Institute of Education του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (Αθήνα, 23-24.9.2010).

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Φερνάν Λεζέ, «Μεγάλος Ιούλιος», 1945

Τα τελευταία δύο χρόνια γίναμε μάρτυρες αλλά και αποδέκτες έντονων, ραγδαίων, αλυσιδωτών και πολυεπίπεδων ανατροπών, όπως αυτές συμπυκνώνονται στη λέξη κρίση, και κληθήκαμε να διαχειριστούμε τις συχνά απρόσμενες και σίγουρα οδυνηρές επιπτώσεις τους, τόσο σε συλλογικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Τα δεδομένα με βάση τα οποία μπορούσαμε να προσλάβουμε το παρόν και να σχεδιάσουμε το μέλλον αποδιαρθρώθηκαν. Η καθημερινότητα διαποτίστηκε από αισθήματα απώλειας, επισφάλειας, τρωτότητας, θλίψης, θυμού αλλά ταυτόχρονα κατακλύστηκε από νέες μορφές δράσης και αντίστασης που οδήγησαν στην ανάδυση νέων συλλογικοτήτων και εναλλακτικών μορφών πολιτικού και κοινωνικού ανήκειν.

Μέσα σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η κρίση αφορά ένα παγκόσμιο περιβάλλον, που δεν διέπεται αποκλειστικά και μόνον από τους νόμους της αγοράς αλλά διατρέχεται από σχέσεις εξουσίας και κοινωνικές ανισότητες και επηρεάζεται απο τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες σε τοπικό/εθνικό επίπεδο. Η παραδοχή αυτή σημαίνει ότι είναι πρακτικά αδύνατον να μιλήσει κανείς για την ελληνική κρίση ως αυτόνομη και αυτοφυή, παρά τις όποιες ιδιαιτερότητές της. Συνέχεια ανάγνωσης

Το πλήθος στην πλατεία και στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων

Standard

στο τέλος του post δημοσιεύεται μια εκτενέστερη και αναλυτικότερη μορφή του άρθρου

 του Κώστα Δουζίνα

 Πλήθος και Αριστερά

Near Ground Zero, NYC, 2009. Φωτογραφία του Δημήτρη Μέλλου, από την έκθεση «Its Strangest Patterns» (γκαλερί Taf, Νορμανού 5, Μοναστηράκι)

Οι επαναστάσεις στην Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Συρία, το Μπαχρέιν και την Υεμένη, οι «αγανακτισμένοι» στην Ισπανία και την Ελλάδα θέτουν το πλήθος στην πλατεία, στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων. Εντούτοις, οι αντιδράσεις της Αριστεράς για το «Σύνταγμα» ήταν αρκετά επιφυλακτικές και οι θεωρητικές προσεγγίσεις σχεδόν ανύπαρκτες. Η αδυναμία πρόβλεψης, και ακόμα περισσότερο κατανόησης, του φαινομένου σχετίζονται, πιστεύω, με τη σχετική αδιαφορία της Αριστεράς και της θεωρίας για τις μεταμαρξιστικές και μεταδομιστικές τάσεις. Το άρθρο επιχειρεί μια προσπάθεια ανάλυσης της «επανάστασης της πλατείας», με εργαλείο τη σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία. Εκεί ίσως ανακαλύψουμε ιδέες για την προσαρμογή της αριστερής στρατηγικής στις συνθήκες του ύστερου βιοπολιτικού καπιταλισμού.

Πλήθος και βιοπολιτική στον ύστερο καπιταλισμό

Από πού έρχεται το πλήθος; Γεμίζουν οι πλατείες από τυχαία σύμπτωση στο Κάιρο, τη Μαδρίτη και την Αθήνα ή κάτι τέτοιο αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της εποχής μας;

Η οργάνωση της κοινωνίας υπηρεσιών του ύστερου καπιταλισμού έχει αλλάξει τις βασικές παραμέτρους της ριζοσπαστικής πρακτικής και θεωρίας. Ο νεοφιλελευθερισμός ωθεί τους ανθρώπους να κατανοούν τη ζωή τους και να σχετίζονται με τους άλλους ως καταναλωτές χωρίς όρια, ως μηχανές επιθυμίας. Ως αποτέλεσμα, η ολοκλήρωση οικονομίας-κοινωνίας-πολιτικής είναι άμεση, έντονη και οργανώνεται μέσω του ελέγχου της υποκειμενικότητας και της επιθυμίας. Ο άνθρωπος που δανείζεται για να καταναλώσει έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και συμφέρον για την επιτυχή λειτουργία του καπιταλισμού, πιστεύει σ’ αυτήν. Συνέχεια ανάγνωσης

Η αριστερή αντίσταση στον νεοφιλελεύθερο λόγο

Standard

της Ιωάννας Τσιβάκου

 

Ρόυ Λιχτενστάιν, «Κοπέλα με μπάλα», 1961

Στο σύστημα «Ευρωπαϊκή ΄Ενωση», η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται ως το πιο προβληματικό μέρος του, και συνεπώς ως το πιο ευεπίφορο σε ανατροπές ικανές να διαταράξουν ολόκληρο το σύστημα. Κι αυτό διότι η επικρατούσα εδώ αταξία ακυρώνει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, τις πειθαρχικές δυνάμεις της ευταξίας. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα προσφέρεται, αφενός, ως πειραματικό πεδίο επιτήρησης από τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής εξουσίας και, αφετέρου, ως πεδίο δυνητικής αντίστασης απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις. Με τον όρο «αντίσταση» δεν εννοείται, εν προκειμένω, η διαμαρτυρία για τη διατήρηση οικονομικών ωφελημάτων απ’ όσους ήδη τα νέμονται, αλλά η λαϊκή άρνηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών οι οποίες, εν ονόματι της ανταγωνιστικότητας, προωθούν τον ατομικισμό και την εξαφάνιση κάθε είδους συλλογικότητας. Συνέχεια ανάγνωσης

Η νεοφιλελεύθερη βιοπολιτική του Μνημονίου

Standard

της Ιωάννας Τσιβάκου

Χαρακτικό του Blasco Mentor

Οι διορθωτικοί μηχανισμοί που έχει επιβάλει μέσω του Μνημονίου η Τρόικα στην ελληνική οικονομία, καθώς έχουν δρομολογηθεί πάνω στη λογική του νεοφιλελευθερισμού, είναι μια ευκαιρία για να αναλογιστούμε εκ νέου τα προτάγματα του τελευταίου, και ιδίως εκείνες τις όψεις του που επιδρούν στη συγκρότηση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Στα αριστερά πολιτικά κείμενα ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίζεται ως επί το πλείστον ως πολιτική για την εξάρθρωση του κράτους πρόνοιας και την υποταγή τού θεμελιωμένου μεταπολεμικού κράτους δικαίου στα κελεύσματα της καπιταλιστικής αγοράς. Αυτή η γενικόλογη περιγραφή αποκρύπτει εσωτερικές λογικές του νεοφιλελευθερισμού που η αντίσταση σε αυτόν θα πρέπει επίμονα να αποκαλύπτει.

Όπως είχε διαπιστώσει ο Φουκώ κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970,[1] η επικρατούσα εκδοχή του αμερικανικού φιλελευθερισμού (βλ. Hayek, von Mises, Simons, Schultz κ.ά.) δεν αποσκοπεί σε υποχώρηση του κράτους, αλλά σε αλλαγή του ρόλου του. Συνέχεια ανάγνωσης