To αουτσάιντερ που έγινε νικητής  – και ποιος θα τον πολεμήσει

Standard

 

του Στρατή Μπουρνάζου

Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη  συνιστά, σίγουρα, πολιτικό γεγονός – και  όχι μόνο επειδή η Ν.Δ. αποκτά πρόεδρο έπειτα από μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικής στασιμότητας, αν όχι παραλυσίας. Εκτός αυτού, η εκλογή Μητσοτάκη έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά, που αξίζει, πιστεύω, να διερευνήσουμε σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, πώς το «αουτσάιντερ» μπόρεσε να κερδίσει, δεύτερον τι  θα ακολουθήσει. Όσον αφορά το πρώτο, μπορούμε  να διακρίνουμε τρεις κατηγορίες λόγων:

α) Τυχαία περιστατικά όπως η ματαίωση της εκλογής στις 22 Νοεμβρίου και η επιμήκυνση της προεκλογικής περιόδου, ή η κακοκαιρία την προηγούμενη Κυριακή. Τέτοιοι παράγοντες είναι ίσως οι λιγότερο σημαντικοί και ενδιαφέροντες, ωστόσο όταν μιλάμε για μια διαφορά 16.000 ψήφων δεν μπορούμε να τους αγνοήσουμε.

β) Το πραγματολογικό επίπεδο: η ευθεία στήριξη του Άδωνη Γεωργιάδη και η έμμεση αλλά σαφής του Απόστολου Τζιτζικώστα στον Κ. Μητσοτάκη – η φωτογραφία των τριών στον αγιασμό των υδάτων στη Θεσσαλονίκη ήταν εύγλωττη. Εδώ, επίσης, πρέπει να σταθμίσουμε τις συμμαχίες και τις αντιπαλότητες στο ενδοκομματικό πεδίο: μητσοτακικοί, σαμαρικοί κλπ.

Στο ίδιο πραγματολογικό επίπεδο, ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει η κοινωνική σύνθεση της ψήφου, την οποία επισήμαναν  ο Θανάσης Καμπαγιάννης στο facebook, και ο Τάσος Κωστόπουλος στην Εφημερίδα των Συντακτών. Παραθέτω από το άρθρο του Κωστόπουλου:  «Η πρώτη πτυχή αφορά την πόλωση στο εσωτερικό της Ν.Δ., με τις εύπορες συνοικίες να ψηφίζουν κατά κύριο λόγο Κυριάκο Μητσοτάκη (και, συμπληρωματικά, Άδωνη Γεωργιάδη κατά τον πρώτο γύρο), ενώ τα λαϊκότερα στρώματα τάχθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό υπέρ του καραμανλικού Μεϊμαράκη. Ο τελευταίος ήρθε, έτσι, πρώτος στο Περιστέρι, στο Αιγάλεω, στο Κερατσίνι και τη Δραπετσώνα, στον Ασπρόπυργο, στον Βύρωνα, στην Καλλιθέα, στη Νίκαια, στον Κορυδαλλό, στο Πέραμα και στον Δήμο Φυλής. Ο Κυριάκος, αντίθετα, σάρωσε στον Διόνυσο, στη Ραφήνα, στο Παλιό Φάληρο, στη Βάρη-Βουλιαγμένη, στη Γλυφάδα, στον Αλιμο και, πάνω απ’ όλα, στο Ψυχικό και την Κηφισιά. Η δεύτερη πτυχή της πόλωσης αφορά αυτή καθεαυτή την παρουσία της Ν.Δ., ως μαζικού κόμματος, στους επιμέρους δήμους [με βάση τον αριθμό όσων ψήφισαν]: ένας στους επτά κατοίκους του Ψυχικού ή της Φιλοθέης κι ένας στους έντεκα της Κηφισιάς είναι μέλος της Ν.Δ., έναντι ενός μόλις στους σαράντα στο Περιστέρι, ενός στους πενήντα στη Νέα Ιωνία ή την Αγία Βαρβάρα, ενός στους εξήντα στη Νίκαια και ενός στους εβδομήντα στο Ίλιο ή τον Κορυδαλλό!» («Ταξική πόλωση στις εκλογές της ΝΔ», Εφ.Συν., 15.1.2016).  Και εδώ κολλάει η κατακλείδα του στάτους του Καμπαγιάννη: «Το Περιστέρι και ο Πειραιάς μπορεί να μην μπορούν να νικήσουν την Κηφισιά και τη Γλυφάδα εντός της Νέας Δημοκρατίας. Αλλά στο δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015 έκαναν περίπατο» –  και έτσι,  εκτιμάει, τα πράγματα θα είναι δύσκολα για τον Κυριάκο, στις εθνικές εκλογές. Συνέχεια ανάγνωσης

O αντιρατσισμός σαν μουρουνόλαδο – και ο ρατσισμός σαν σπάνια ζωονόσος

Standard

του Στρατή Μπουρνάζου

Έργο του Όσκαρ Κοκόσκα

Έργο του Όσκαρ Κοκόσκα

Την Τρίτη και την Παρασκευή παρακολούθησα, σχεδόν ολόκληρες, τις δύο συνεδριάσεις της Βουλής για το «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο». Αν κάτι μου έκανε εντύπωση στις τοποθετήσεις των κυβερνητικών βουλευτών, ήταν η γλώσσα: η γλώσσα του στόματος, αλλά και η γλώσσα του σώματος. Γιατί αυτές οι δύο γλώσσες μας λένε πολλά για τη στάση της κυβέρνησης.

Ήταν φανερό ότι βουλευτές της Ν.Δ. ένιωθαν άβολα· σφίγγονταν. Σαν να σε βάζουν να καταπιείς μια κουταλιά μουρουνόλαδο, που δεν το θέλεις, έχει απαίσια γεύση, αλλά τι να κάνεις; Είναι αναγκαίο και ωφέλιμο, έτσι λένε οι μεγαλύτεροι (εν προκειμένω, οι Ευρωπαίοι). Κι αν ήταν στο χέρι σου δεν θα το ’παιρνες – και γι’ αυτό κοιτάς γύρω γύρω, μόλις βρεθείς μόνος να τρέξεις να το φτύσεις. Σαν να έβαζες, ας πούμε, βουλευτές του ΚΚΕ ή του ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρηματολογούν πόσο λαμπρή είναι η μείωση των μισθών και η ιδιωτικοποίηση των αιγιαλών. Και έτσι οι Νεοδημοκράτες έλεγαν περί εναρμονισμού της νομοθεσίας και συγχρόνου πλαισίου, για τη «μακρά γενεσιουργό δημοκρατική παράδοση» της χώρας, τα «ελάχιστα κρούσματα» και άλλα τέτοια, σαν σε σχολική έκθεση. Και, βέβαια, για τις γενοκτονίες, τις γενοκτονίες, τις γενοκτονίες. Αλλά γι’ αυτές θα πω παρακάτω.

Με τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ περνάγαμε σε άλλη επικράτεια. Εδώ κυριαρχούσε μια αίσθηση ανεμελιάς. Πλατσούριζαν ανάλαφρα στην καταγγελία του κακού –ή μάλλον κάκιστου– πράγματος που είναι ο ρατσισμός: πουλάκια (τσίου), λουλουδάκια, ένα προβατάκι που έβοσκε ξέγνοιαστο στο λιβάδι, μια λιμνούλα (αχ!), αντιρατσιστικά χαμομήλια και κυκλάμινα, λειμών θεσπέσιος ανθεάων, και κάπου στο βάθος, σαν καπνός, σαν ίσκιος, σαν δυσοίωνο μαύρο νέφαλο ο μπαμπούλας – εεε… συγγνώμη, ο Ρατσισμός (με ρω κεφαλαίο). Λες και δεν βρισκόμαστε στην Ελλάδα του 2014 με τη Μανωλάδα, τη δολοφονία του Λουκμάν, τα τάγματα της Χρυσής Αυγής και τόσα άλλα. Αν άκουγες λοιπόν μόνο τις ομιλίες των βουλευτών της συγκυβέρνησης είχες την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε άλλο χωροχρόνο, αφού ο ρατσισμός αντιμετωπιζόταν σαν κάποια σπάνια ζωονόσος, η λύσσα λ.χ. – λίαν επικίνδυνη, αλλά ουσιαστικά ανύπαρκτη πια στην Ελλάδα, καθώς από το 2012, σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ έχουν καταγραφεί όλα κι όλα 48 κρούσματα σε κόκκινες αλεπούδες, σκύλους, γάτες και βοοειδή. Συνέχεια ανάγνωσης

Από τη δωσίλογη Δεξιά στον κυβερνώντα ακροδεξιό νεοφιλελευθερισμό

Standard

του Στέφανου Δημητρίου

 TSAKALIAΟ σκληρός πυρήνας της κυβερνώσας Δεξιάς. Ξέρουμε ότι δεν υπάρχει μία εκδοχή της Δεξιάς ούτε και της Αριστεράς. Γνωρίζουμε, επίσης, τη ρήση «η Δεξιά δεν αλλάζει», παρόλο που αλλάζει. Ωστόσο, ένας σκληρός, ιδεολογικός πυρήνας της διατηρείται άθραυστος. Ο πυρήνας αυτός της δωσίλογης Δεξιάς απετέλεσε, κατά τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της χώρας, τον μηχανισμό για την ανασύσταση του κράτους και της δημόσιας διοίκησης, υπό το πνεύμα του μισαλλόδοξου αφανισμού των αντιφρονούντων, του πνιγμού της δημοκρατίας και των πολιτικών ελευθεριών. Οργάνωσε τη δημόσια διοίκηση ως μηχανισμό δίωξης και επιβολής διακρίσεων, αλλά και αναπαραγωγής των πελατειακών σχέσεων μεταξύ των «συνεργατών» και της ίδιας. Χρειάζονται οι συνεργάσιμοι άνθρωποι· και η δωσίλογη Δεξιά είχε πλεόνασμα από αυτούς. Αυτή η Δεξιά κατέστειλε πολιτικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα και παρέκαμψε το Σύνταγμα του 1952 με τα «παρασυντάγματα». Είναι η ίδια Δεξιά που συγκρότησε και τον σκληρό πυρήνα της δικτατορίας. Από τη Μεταπολίτευση και μετά, η Νέα Δημοκρατία προσπάθησε να περιθωριοποιήσει τα υπολείμματα του ένοχου παρελθόντος. Αυτά όμως είναι παρελθόν. Σύμφωνα με τον αφόρητα κοινότοπο λόγο του πρωθυπουργού, «ανήκουν στο χθες και όχι στην Ελλάδα του αύριο». Ο ίδιος, βεβαίως, ανήκει στη σημερινή Ελλάδα, γι’ αυτό και είναι έτσι όπως την ζούμε η χώρα μας.

«EDAΠοιος, επιτέλους, κυβερνά αυτόν τον τόπο;» και η απάντηση Σαμαρά. Ο πρωθυπουργός κατέστη άβουλο ενεργούμενο του Μπαρόζο, στις Κάννες, το 2011. Με την πολιτική που του ανέθεσαν να εκτελέσει, υπονομεύτηκε η συνταγματική αυτονομία. Με την κατάρρευση της συνταγματικής αυτονομίας, παγιώθηκε η αδυναμία της χώρας ως προς το να καθορίζει αυτοδύναμα και κυριαρχικά τους κανόνες που διέπουν την αυτοτέλειά της, αλλά και το αν θα μπορεί να διατηρεί τον νομίμως εκλεγέντα πρωθυπουργό. Ο πρωθυπουργός περιφρόνησε τον «κυρίαρχο λαό», αναλαμβάνοντας ασμένως να διεκπεραιώσει πολιτική που δεν σχεδίασε ο ίδιος∙ ταξική πολιτική βάναυσης εξαθλίωσης. Στελέχωσε το επιτελείο του με τους ιδεολογικούς επιγόνους των υπολειμμάτων εκείνου του σκληρού ιδεολογικού πυρήνα, που μετέτρεψε τον δωσιλογισμό σε εθνικοφροσύνη και πατριδοκαπηλία. Ο ίδιος προέκυψε από αυτή την πατριδοκαπηλία: θυμόμαστε όλοι την «εθνωφελή» εξωτερική του πολιτική…. Αυτός ο σκληρός ιδεολογικός πυρήνας της Δεξιάς, που εκφράζουν ο Σαμαράς και οι συνεργάτες του, πρεσβεύει την πλήρη απουσία του κράτους από την κοινωνική πολιτική, προωθεί την κατάλυση του θεσμικού πλαισίου προστασίας και συνοχής των εργασιακών σχέσεων, την περιφρόνηση των δικαιωμάτων. Περιφρονεί το Σύνταγμα και το Κοινοβούλιο, από το οποίο προκλητικώς απέχει ο περιδεής πρωθυπουργός, φοβούμενος την αντιπαράθεση με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Συνέχεια ανάγνωσης

Η καρδιά χτυπάει αριστερά

Standard

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

 του Νίκου Σαραντάκου

Μαρκ Σαγκάλ, «Επανάσταση», 1937 (λεπτομέρεια)

Μαρκ Σαγκάλ, «Επανάσταση», 1937 (λεπτομέρεια)

 Στο προηγούμενο, πασχαλινό μας άρθρο είχαμε λεξιλογήσει γύρω από το κόκκινο χρώμα, οπότε ταιριάζει τώρα να εξετάσουμε τα λεξιλογικά της αριστεράς, της πολιτικής παράταξης εννοώ. Αμέσως βλέπουμε την πρώτη ιδιαιτερότητα του όρου: η Αριστερά, σαν λέξη, διατηρεί την καθαρευουσιάνικη κατάληξή της· κι ενώ το θηλυκό του επιθέτου «αριστερός» είναι «αριστερή», και λέμε, π.χ., για αριστερή πολιτική, αριστερή συμμαχία ή αριστερή συσπείρωση, όταν έχουμε το ουσιαστικοποιημένο επίθετο και θέλουμε να αναφερθούμε στην παράταξη, τότε υιοθετούμε τον καθαρεύοντα τύπο, η Αριστερά, και κανείς ποτέ δεν διανοήθηκε να πει «η Αριστερή», με εξαίρεση μερικούς αντίθετους που ειρωνεύονται, όχι και πολύ πρωτότυπα, τη χρήση δημοτικών τύπων (αλλά η σχέση Αριστεράς και γλώσσας είναι ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα που αξίζει χωριστό άρθρο). Συνέχεια ανάγνωσης

Γιατί φοβούνται τον ΣΥΡΙΖΑ;

Standard

του Κύρκου Δοξιάδη

Πάουλ Κλε, «Τυμπανιστής», 1940

Πάουλ Κλε, «Τυμπανιστής», 1940

Για καιρό, η διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς, στη διάχυτη αντίληψη περί πολιτικής, στην επικρατούσα πολιτική κουλτούρα, στα μυαλά πάρα πολλών ανθρώπων, αλλά ακόμη και σε κείμενα πολιτικής θεωρίας, συνοδευόταν από ένα δίλημμα που παρουσιαζόταν ως λίγο-πολύ αδυσώπητα αναπόφευκτο: Ότι στο γνωστό τρίπτυχο της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης οφείλει κανείς να επιλέξει αν δίνει προτεραιότητα στον πρώτο όρο ή στους άλλους δύο. Και ανάλογα με αυτή του την επιλογή, αυτομάτως, ούτως ειπείν, τοποθετούσε κανείς τον εαυτό του προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά του ιδεολογικοπολιτικού φάσματος αντίστοιχα.

Όσο και αν ακούγεται υπερβολικά σχηματικό –και είναι–, το παραπάνω δίλημμα μαζί με την επίλυσή του ως κριτήριο διάκρισης Δεξιάς και Αριστεράς ήταν διάχυτο στην πολιτική ρητορεία, πρώτιστα της Δεξιάς. Ως επιχείρημα εναντίον της Αριστεράς ήταν πανίσχυρο. Και αυτό για δύο κυρίως λόγους, σε δύο διαφορετικά επίπεδα.

Στο πραγματολογικό-ιστορικό επίπεδο, είναι γεγονός ότι τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», με όλες τις λιγότερο ή περισσότερο σταλινικές παραλλαγές τους, αποτελούσαν ολοζώντανο παράδειγμα ότι τουλάχιστον για την Αριστερά το δίλημμα είχε όντως επιλυθεί εις βάρος της ελευθερίας. Για καιρό, όσο κι αν διαρρήγνυε τα ιμάτιά της η ανανεωτική Αριστερά ότι πιστεύει στην ελευθερία και στη δημοκρατία, λίγο ήταν πιστευτή, ακόμη και σε καλοπροαίρετους μη αριστερούς.

Η ειρωνεία είναι ότι και στο εννοιολογικό-θεωρητικό επίπεδο η Δεξιά επίσης έβρισκε ερείσματα στην Αριστερά. Αναφέρομαι στον οικονομικό αναγωγισμό που χαρακτήριζε κατά μέγα μέρος τον θεωρητικό λόγο της Αριστεράς, και που οδηγούσε, μεταξύ άλλων, σε μια ουσιώδη υποβάθμιση της αξίας της πολιτικής ελευθερίας — ήτοι, της ελευθερίας ως άρρηκτα συνδεδεμένης με την ιδιότητα του πολίτη καθώς και με την αξιακή στήριξη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Εφόσον η Αριστερά δεν ενδιαφερόταν και τόσο για αυτήν ακριβώς την έννοια της ελευθερίας –έστω στον θεωρητικό της λόγο, αλλά η θεωρητική υποβάθμιση είχε και πρακτικές συνέπειες–, η Δεξιά βρήκε ελεύθερο το πεδίο να την υποβαθμίσει με τον δικό της τρόπο. Αρχικά επίσης στη θεωρία, κατόπιν και στην πράξη διαμέσου της εφαρμογής της πρώτης. Συνέχεια ανάγνωσης

Το παρελθόν σε βραχυκύκλωμα

Standard

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ «ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΔΙΑΚΟ» ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ  ΚΙΤΣΟΠΟΘΥΛΟΥ

 του Δημήτρη Παπανικολάου

Την εβδομάδα που μας πέρασε όσοι θέλουν τον εθνικό μας πολιτισμό «πραγματικά εθνικό», βρήκαν νέο αγαπημένο θέμα/θύμα: το Φεστιβάλ Αθηνών, και κυρίως την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου Αθανάσιος Διάκος. Δυο μήνες σχεδόν μετά. Οι κατ’ επάγγελμα εθναμύντορες έχουν συχνά αντανακλαστικά Ραν Ταν Πλαν. Σαν τον περίφημο σκύλο του Λούκυ Λουκ, τους πατάς τον κάλο στο πρώτο καρέ και ουρλιάζουν τρεις σελίδες μετά.

Η αντίδραση κορυφώθηκε με ερωτήσεις στη Βουλή, δηλώσεις δεξιών και ακροδεξιών βουλευτών και πρωτοσέλιδο μεγάλης κυριακάτικης εφημερίδας που φώναζε «Έβγαλαν τον Διάκο σουβλατζή, κερατά – συζυγοκτόνο» καταλήγοντας: «Κάποιος να τους μαζέψει». Αλλά δεν έχει νόημα να μιλήσω εδώ για το πόσο ο εθναμυντορικός λόγος είναι τεμπέλικος, ημιμαθής (σχεδόν οι πάντες μιλούσαν χωρίς να έχουν δει την παράσταση), μπανάλ (αιωνίως οι ίδιες λυρικές κορώνες, μπλαμπλαμπλα της πατρίδας τα ιερά, μπλαμπλαμπλα των παιδιών μας τα όσια), και όχι ιδιαίτερα εύστροφος. Ούτε θέλω να επιμείνω στο θέμα της σχέσης πολιτικής και πολιτισμού. Κι ας είναι προφανής η καιροσκοπική διάσταση της επίθεσης, που σχετίζεται  και με την πίεση για απομάκρυνση του «εθνικώς μη ορθού» Γιώργου Λούκου από το Φεστιβάλ. Συνέχεια ανάγνωσης

Τον Αύγουστο υπήρχαν ειδήσεις

Standard

του Στρατή Μπουρνάζου

 

Διακοπές. Φωτογραφία του Ανρί-Καρτιέ Μπρεσόν, 1936

«Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις», λέει ο τίτλος ενός γνωστού βιβλίου του Ουμπέρτο Έκο. Κι όμως, αυτόν  τον διακεκαυμένο Αύγουστο που μόλις τέλειωσε, μόνο η θερινή ραστώνη δεν κυριάρχησε: τα ΜΑΤ στη Χαλυβουργία,  η εκποίηση της ΑΤΕ, οι εφιαλτικές πυρκαγιές, οι συνεχιζόμενες σκούπες του «Ξένιου Δία», τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η έξαρση των ρατσιστικών  δολοφονικών επιθέσεων, ο αφηνιασμός της Χρυσής Αυγής, το ρατσιστικό κρεσέντο των ΜΜΕ με αφορμή το έγκλημα στην Πάρο,  η εξάτμιση κάθε ελπίδας «αναδιαπραγμάτευσης», το κουκούλωμα άρον άρον της υπόθεσης Siemens, η επέλαση του πακέτου των δισ. είναι μερικά μόνο από τα καταιγιστικά γεγονότα  του σκληρού Αυγούστου του 2012.

Θα μπορούσε κανείς, απλουστεύοντας κάπως, να συμπυκνώσει τα παραπάνω στο δίπολο «κρατική (και παρακρατική) καταστολή»-«ολομέτωπη επίθεση στους εργαζόμενους και τα δικαιώματα», σε ακρότατη μορφή τους και τα δύο. Ένα δίπολο γνωστό από τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο,  από το δίπολο αυτό, παρότι  δεν είναι ανακριβές, διαφεύγουν δύο κρίσιμα, κατά τη γνώμη μου, σημεία. Το πρώτο είναι ότι η ακροδεξιά πολιτική και δράση, όπως συμπυκνώνεται, κεφαλαιοποιείται και οργανώνεται πολιτικά από τη Χρυσή Αυγή, αποτελεί εντελώς νέο, ποσοτικά και ποιοτικά, φαινόμενο, που επιχειρεί να αποκτήσει κοινωνικές ρίζες και απήχηση — κι εδώ που τα λέμε, δεν τα καταφέρνει και τόσο άσχημα. Με ιδεολογικά και αξιακά πατήματα στον κυρίαρχο λόγο,  μεθοδική οργανωτική δουλειά, συνδυάζοντας τον «αντισυστημισμό» με τον νεοναζισμό και την εγχώρια ακροδεξιά παράδοση (από τους δοσίλογους και τους ταγματασφαλίτες μέχρι τους χουντικούς), θύοντας στη λατρεία της βίας, η Χρυσή Αυγή ήρθε για να μείνει στο πολιτικό και κοινωνικό στερέωμα. Προς το παρόν (και παραπέμποντας στο άρθρο του Νικόλα Σεβαστάκη, «Η ορατή ακροδεξιά» στο RedNotebook: http://www.rnbnet.gr/details.php?id=6702) περιορίζομαι στην εκτίμηση ότι –ανεξάρτητα από τις ρίζες, τις αιτίες, τις ευθύνες, τις διασυνδέσεις– η άνοδος της Χρυσής Αυγής και της ρατσιστικής βίας συγκροτεί αυτοτελές πολιτικό φαινόμενο, που χρειάζεται μόνιμη αντιμετώπιση. Συνέχεια ανάγνωσης

Οι Νεφελίμ και τα φωνήεντα

Standard

του Χρήστου Τριανταφύλλου

 «Οι συγγραφείς του εγχειριδίου παραδέχονται στον πρόλογο ότι “τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του βιβλίου υπαγόρευσαν κάποιες απαραίτητες απλοποιήσεις”! Χωρίς να έχουν την εξουσιοδότηση κανενός, αυτοί οι άνθρωποι αποπειρώνται να κάνουν λοβοτομή στο μέλλον του έθνους αλλάζοντας –επί τα χείρω– τον πηγαίο κώδικα του ανθρώπινου μυαλού, που είναι η γλώσσα! Με τις… ευλογίες της πανελίστριας της λέσχης Μπίλντερμπεργκ κυρίας Διαμαντοπούλου, οι συγγραφείς του βιβλίου έκαναν κανονική επίθεση στον σκληρό πυρήνα της εθνικής ιδιοσυστασίας μας και το δηλητηριώδες πόνημά τους διανέμεται στα μικρά και ανυπεράσπιστα παιδιά». Το απόσπασμα προέρχεται από ένα άρθρο της εφημερίδας Δημοκρατία, με τον εύγλωττο τίτλο «Εθνική Λοβοτομή» (11.7.2012, goo.gl/Ah4cD), και αποδίδει στον ύψιστο βαθμό τον πυρήνα του ζητήματος, το οποίο προέκυψε σχετικά με το βιβλίο Γραμματικής της Ε΄ και ΣT΄ Δημοτικού σχετικά με την υποτιθέμενη «μείωση των φωνηέντων». Ως προς το γλωσσολογικό σκέλος, αφενός ο Νίκος Σαραντάκος και αφετέρου οι 140 επιστήμονες[i] (αλλά και ο Ι. Καζάζης και ο Γ. Μπαμπινιώτης) απάντησαν με εξαιρετικό τρόπο στη σκοταδιστική επίθεση. Ο απόηχος που απομένει, όμως, είναι ιδιαίτερα θορυβώδης για να αγνοηθεί, ως θέμα τόσο κοινωνικό όσο και ιδεολογικό — υπό την έννοια της διάχυσης και εμπέδωσης επιστημονικών ή ψευδοεπιστημονικών ερμηνευτικών σχημάτων.

Όπως παρατηρεί εύστοχα και πάλι ο Ν. Σαραντάκος,[ii] πρόκειται για ένα ζήτημα που, παρά τα κοινά στοιχεία, διαφέρει από εκείνο του βιβλίου της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού (με τον περίφημο «συνωστισμό»): οι τωρινές αντιδράσεις προέρχονταν κυρίως από τον χώρο της αντιδραστικής — λαϊκής θα πω εγώ– Δεξιάς και Ακροδεξιάς, σε αντίθεση με το 2007 που εξέφραζαν ένα ευρύτερο φάσμα. Μάλιστα, οι αντιδρώντες υποστηρίζουν, ρητά ή υπόρητα, ότι το «πρόβλημα» έγκειται στις γλωσσικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1970 και του 1980, αναπολώντας έναν χαμένο παράδεισο — με αυτή την έννοια μπορεί κανείς να βρει αναλογίες λ.χ. με τα Μαρασλειακά.

Αν και οι αντιδράσεις έχουν ως κοινό παρονομαστή τα εθνικά διακυβεύματα, διακρίνεται σαφώς ένα σκέλος που προσεγγίζει το ζήτημα σε μια πιο «λόγια» βάση∙ εξέχον παράδειγμα –χαρακτηριστικός και ο χώρος όπου φιλοξενείται– είναι το άθρο του Απόστολου Διαμαντή,[iii] ο οποίος ξεσπαθώνει κατά των επιστημόνων που προσπαθούν να νοθεύσουν την αναλλοίωτη ουσία του Ελληνισμού μειώνοντας τα φωνήεντα του ελληνικού αλφαβήτου. Το άρθρο αυτό δεν περιλαμβάνει τίποτα το καινοφανές, απλά επαναλαμβάνει τα γνωστά εθνοκεντρικά και συνωμοσιολογικά στερεότυπα, εφαρμόζοντας και το σχήμα που θέλει τον «απλό και άδολο λαό» να αντιπαρατίθεται στους πάσης φύσεως υπηκόους των ξένων κέντρων εξουσίας. Το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον –καθώς μάλιστα ο συγγραφέας είναι και πανεπιστημιακός– είναι πως προσκομίζονται οι ρήσεις δύο μορφών του παρελθόντος, στις οποίες γίνεται επίκληση ως αυθεντίες: η μια είναι ο Βιτγκενστάιν και η άλλη ο Ζαμπέλιος. Ο δεύτερος μάλιστα με τα «έξοχα ελληνικά του», προφανώς σε αντίθεση με τα άθλια ελληνικά των συγγραφέων της Γραμματικής. Δεν θέλω να σταθώ εδώ στην αιτία της δημοσίευσης αρχετυπικά λαϊκίστικων άρθρων σε μια σελίδα «σοβαρή» και «φιλελέυθερη», όσο στον μηχανισμό στήριξης της αυθεντίας στο «λόγιο» σκέλος των αντιδράσεων για το βιβλίο της Γραμματικής. Συνέχεια ανάγνωσης

Δίκαιο ιθαγένειας: η ευθυγράμμιση με τον ευρωπαϊκό Νότο έχει ήδη συντελεστεί

Standard

συνέντευξη του Δημήτρη Χριστόπουλου στον Στρατή Μπουρνάζο

Η αλλαγή του νόμου για την ιθαγένεια θα αποτελέσει, για την Αριστερά αλλά και για την κοινωνία, μια από τις σοβαρές μάχες της περιόδου, με σημαντικές ιδεολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Έτσι, ζητήσαμε να μας πουν τη γνώμη τους δύο από τους καλούς γνώστες του θέματος: ο Κωστής Παπαϊωάννου, μέχρι πρόσφατα πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και ο Δημήτρης Χριστόπουλος,  επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (θυμίζουμε και το πρόσφατο βιβλίο του [Ποιος είναι Έλληνας πολίτης; Το καθεστώς ιθαγένειας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως τις αρχές του 21ου αιώνα, εκδ. Βιβλιόραμα], καθώς και τη συτστηματική δουλειά και περέμβαση της ΕΕΔΑ για τα ζητήματα ιθαγένειας, με αποκορύφωμα του προσχέδιο κώδικα ιθαγένειας που είχε ετοιμάσει το 2009)

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Μια από τις φωτογραφίες που είχαν κάνει τον γύρο του διαδικτύου, το 2010-2011, συγκεντρώνοντας την μήνιν των πολεμίων του νόμου για την ιθαγένεια.

* Θα ήθελα, ξεκινώντας, ένα γενικό σχόλιο για τις επικείμενες αλλαγές στη νομοθεσία για την ιθαγένεια.

 Θα ρωτούσα τον πρωθυπουργό, τους υπουργούς και όσους προωθούν τις αλλαγές: Τι ακριβώς θέλετε να αλλάξει; Το ότι, επιτέλους, με τον Νόμο 3838, μπήκε κάποια τάξη στις πολιτογραφήσεις και δεν βασιλεύει η αυθαιρεσία; Το ότι το κράτος καλείται να απαντά σε προθεσμίες και να αιτιολογεί τις αποφάσεις του; Ή μήπως ενοχλεί που αποκτούν ιθαγένεια τα παιδάκια των ανθρώπων που ζούνε μόνιμα και νόμιμα στη χώρα μας;

Αυτό έκανε ο 3838 και για τον λόγο αυτό τον υπερασπιζόμαστε — το έχω ξαναπεί: σχεδόν το μόνο καλό πολιτικό νέο της τελευταίας τριετίας. Και βεβαίως πιστεύω ότι θα έπρεπε να αλλάξει, όχι όμως στην κατεύθυνση περαιτέρω περιορισμών, αλλά της διευκόλυνσης της κτήσης της ιθαγένειας από ανθρώπους που έχουν εδώ το κέντρο της ζωής τους. Μια άλλη βασική αλλαγή είναι να παύσει η ανεξίτηλη ισχύς του νόμου του αίματος για τους Έλληνες της διασποράς. Δεν είναι δυνατόν η ελληνική ιθαγένεια να αναπαράγεται αέναα στο εξωτερικό για ανθρώπους που δεν έχουν τον παραμικρό βιοτικό δεσμό με τη χώρα, και παράλληλα να συζητάμε αν τα παιδάκια που πηγαίνουν στο ελληνικό σχολείο δικαιούνται την ελληνική ιθαγένεια. Αυτά είναι αδιανόητα…

Τέτοιου είδους αλλαγές στον νόμο, θα έπρεπε να είναι η κατεύθυνση της ΔΗΜΑΡ. Όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ, δεν ξέρω πλέον αν πρέπει να το συμπεριλάβω στο μπλοκ των υπερασπιστών του νόμου και γι’ αυτό δεν έχω προσδοκίες.

* Ας δούμε λοιπόν τι ισχύει στην Ευρώπη και ειδικότερα στον ευρωπαϊκό Νότο. Ο πρωθυπουργός, στις προγραμματικές δηλώσεις, είπε ότι ο νόμος θα αλλάξει με βάση «τις σύγχρονες εξελίξεις και σε αντιστοίχιση με τα ισχύοντα σε ευρωπαϊκές χώρες με παρόμοια προβλήματα, δηλαδή με χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου» — διατύπωση που περιλαμβάνεται και στην προγραμματική συμφωνία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ.

Η πραγματικότητα είναι ότι η ευθυγράμμιση αυτή έχει ήδη πραγματοποιηθεί, με τον ίδιο τον νόμο που υποτίθεται πρέπει να αλλάξει. Πρoηγουμένως, το ελληνικό δίκαιο της ιθαγένειας είχε περισσότερα κοινά με τα υπόλοιπα βαλκανικά και κεντροευρωπαϊκά. Με τον Νόμο 3838 εντάχθηκε στην κατηγορία των 15 κρατών-μελών της Ε.Ε. — δηλαδή των μεταναστευτικών προορισμών. Ο νόμος αυτός προβλέπει μηχανισμούς κτήσης της ιθαγένειας που είτε υπάρχουν στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου είτε, αν δεν υπάρχουν, συζητιέται έντονα να υλοποιηθούν. Η Ιταλία, λ.χ., η χώρα με το πιο αυστηρό δίκαιο ιθαγένειας, με πρωτοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατίας, Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο, έχει βάλει ως προτεραιότητα την κτήση της ιθαγένειας από τη δεύτερη γενιά μεταναστών. Η Πορτογαλία, στην πρόσφατη μεταρρύθμιση του 2006, επέφερε αλλαγές πιο προωθημένες σε σχέση με τον 3838. Το ίδιο ισχύει και για τη Μάλτα. Στην Ισπανία, τα παιδιά των νόμιμων μεταναστών τα οποία γεννήθηκαν στη χώρα αποκτούν την ιθαγένεια σε ένα χρόνο. Η δε Γαλλία –ας μην τη βγάζουμε από το κάδρο– έχει ένα καθεστώς με ιστορική αφετηρία το δίκαιο του εδάφους (λ.χ., αν ένα παιδί ζήσει πέντε χρόνια στη χώρα και είναι κάτω από 16 αποκτά την ιθαγένεια) ενώ στις περισσότερες χώρες ισχύει, όπως εδώ, το λεγόμενο διπλό δίκαιο του εδάφους για την «τρίτη» γενιά: το εγγόνι του μετανάστη παίρνει αυτόματα την ιθαγένεια του κράτους στο οποίο γεννιέται. Τέλος, ως προϋπόθεση πολιτογράφησης η Γαλλία έχει τα πέντε χρόνια διαμονής, η Ιταλία και η Ισπανία τα δέκα, έξι η Πορτογαλία και επτά η Ελλάδα.

Ας δούμε και το ζήτημα της λεγόμενης «μιάμισης γενιάς», των παιδιών που γεννήθηκαν στη χώρα των γονιών, αλλά ανατρέφονται εδώ. Στη Γαλλία, αρκεί να έχουν πάει σχολείο πέντε χρόνια, στην Πορτογαλία να έχουν φοιτήσει στο δημοτικό, ενώ η Ιταλία και η Ισπανία δεν έχουν σχετικές ρυθμίσεις. Συνέχεια ανάγνωσης

Αλλαγές στον νόμο για την ιθαγένεια: Εύλογος συμβιβασμός ή αδικαιολόγητη υποχώρηση;

Standard

 του Κωστή Παπαϊωάννου

Έργο του Γιάννη Τσαρούχη.

 Συχνά, ρεπορτάζ που αναφέρονται στον νόμο για την ιθαγένεια συνοδεύονται από εικόνες εξαθλιωμένων αφρικανών μεταναστών υπό κράτηση. Τι σχέση έχουν αυτοί οι φτωχοδιάβολοι με την ιθαγένεια; Ουσιαστικά καμία. Πρόκειται για την ίδια σύγχυση που συνοδεύει κάθε συζήτηση περί ιθαγένειας. Και αν δεχτούμε ότι κάποια δημοσιογραφική αμέλεια μπορεί να συγχωρείται, δεν ισχύει το ίδιο για την πολιτική δολιότητα. Γιατί δολιότητα υποκρύπτει η συνειδητή συσχέτιση της ιθαγένειας με την παράνομη μετανάστευση και συνεκδοχικά με τα ζητήματα ασφάλειας. Πρόκειται για συντεταγμένη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, η οποία γενικεύτηκε και αποδίδει πλούσιους καρπούς στους γεννήτορές της.

Θύματα αυτής της διαστρέβλωσης μάλλον έπεσαν και οι συντάκτες της προγραμματικής συμφωνίας των τριών κομμάτων, αφού ενέταξαν ατυχώς στο κεφάλαιο «Παράνομη μετανάστευση και ασφάλεια» την πρόβλεψη για «Προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου για απόδοση ιθαγένειας σε συνδυασμό με τις σύγχρονες εξελίξεις και σε αντιστοίχιση με τα ισχύοντα σε ευρωπαϊκές χώρες με παρόμοια προβλήματα». Σε κάθε περίπτωση πάντως, την προηγούμενη εβδομάδα άνοιξε διάπλατα η δημόσια συζήτηση για την αλλαγή του Νόμου 3838. Μετά τις προτάσεις από τους Ανεξάρτητους Έλληνες και τη Χρυσή Αυγή, ο κ. Στυλιανίδης προανήγγειλε αλλαγή του νόμου. Μένει να δούμε τις ακριβείς τελικές προβλέψεις για τις προϋποθέσεις απόκτησης ιθαγένειας.

 Η κυβέρνηση δεν μιλά για κατάργηση του νόμου, αλλά για αυστηροποίηση. Πρόκειται για μετατόπιση της Νέας Δημοκρατίας σε καταφανώς ηπιότερη κατεύθυνση, ενδεχομένως υπό την πίεση των άλλων δύο εταίρων, και κυρίως της ΔΗΜΑΡ. Το σημερινό ΠΑΣΟΚ, καθαρμένο μάλιστα από το «στίγμα Ραγκούση», δύσκολα θα όρθωνε ανάστημα για την ιθαγένεια των μεταναστών, όπως, θλιβερά ψοφοδεές, δεν στήριξε τον νόμο ούτε όταν τον νομοθετούσε. Σήμερα πάντως, μετά την επικράτηση της Ν.Δ. και τον σχηματισμό στα δεξιά της ενός ευδιάκριτου ακροδεξιού μπλοκ, εθνολαϊκιστικής ή νεοναζιστικής κοπής, ο νόμος δύσκολα θα μπορούσε να διατηρηθεί ως έχει. Εξάλλου, η συρρίκνωση της πρόσβασης στην ιθαγένεια, έστω και ως διακύβευμα κυρίως στο χώρο του φαντασιακού, αντανακλά τη βούληση του εκλογικού σώματος. Σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης, η συρρίκνωση αυτή, ως προανάκρουσμα συνολικής υποχώρησης των αρχών μιας ανοιχτής κοινωνίας, δεν προκαλεί έκπληξη. Υπό τις συνθήκες αυτές λοιπόν, εάν τελικά διασωθεί με ανεκτούς όρους το πνεύμα του Νόμου 3838 θα πρόκειται για μια μικρή νίκη εντός της ήττας.

Επιπλέον, ας μην παραγνωρίζουμε πως ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της ολοένα και μεγαλύτερης αυστηροποίησης του νόμου. Όσο οι εξελίξεις σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο θα επιδεινώνονται και οι συνακόλουθες πιέσεις στην κυβέρνηση θα εντείνονται, τόσο το μεταναστευτικό θα αναδεικνύεται σε προνομιακό πεδίο επίδειξης συνεπούς ισχύος. Στο γήπεδο της μετανάστευσης, οι πιέσεις προς την κυβέρνηση εκ δεξιών θα είναι σαφέστατα ισχυρότερες από τις αντίστοιχες εξ αριστερών, και το έδαφος θα γίνεται ολισθηρότερο. Όσοι μιλούν για αρχές του κράτους δικαίου ίσως πρέπει να εύχονται μια σύντομη διευθέτηση του ζητήματος της ιθαγένειας με τους τωρινούς όρους παρά μια μεταγενέστερη διαχείρισή του με πολύ δυσμενέστερους. Συνέχεια ανάγνωσης

Ξανά: Δεξιά και Αριστερά

Standard

του Πολυμέρη Βόγλη

Φωτογραφία του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, 1953

Στις πρόσφατες εκλογές οι ψηφοφόροι απέρριψαν το κατασκευασμένο εκβιαστικό δίλημμα ευρώ ή δραχμή και καταψήφισαν τα δύο κόμματα που επέβαλαν την πολιτική του Μνημονίου. Η διαπίστωση αυτή είναι σωστή, αλλά δεν είναι αρκετή για να «διαβάσει» το αποτέλεσμα των εκλογών. Οι εκλογές της 6ης Μαΐου ξαναχαράζουν τον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας, επαναφέροντας τη διαιρετική τομή Δεξιά-Αριστερά.

Στη δεκαετία του 1990 πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριζαν ότι η διαίρεση Δεξιά-Αριστερά ήταν ξεπερασμένη. Το ρήγμα στην ελληνική κοινωνία που είχε δημιουργηθεί στη δεκαετία του 1940 είχε σε μεγάλο βαθμό γεφυρωθεί και άρα οι πολιτικές αντιθέσεις που τροφοδοτούσε είχαν ατονήσει. Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων αποδυνάμωσε την Αριστερά και δημιούργησε μια νέα ιδεολογική και πολιτισμική πραγματικότητα. Επιπλέον, και ίσως το πιο σημαντικό, η ίδια η ελληνική κοινωνία είχε μεταμορφωθεί σε σχέση με το παρελθόν. Τα μεσαία στρώματα (δημόσιοι υπάλληλοι, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, κ.ά.) διογκώθηκαν και ισχυροποιήθηκαν σε ένα περιβάλλον τριτογενοποίησης της οικονομίας και για την εκπροσώπηση αυτών των στρωμάτων έριζαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Ήταν η εποχή που ο πολιτικός χάρτης σε Ελλάδα και Ευρώπη ξαναχαράχτηκε, με άξονα αναφοράς το λεγόμενο Κέντρο. Η σταδιακή ιδεολογική και πολιτική σύγκλιση των δύο μεγάλων κομμάτων δημιούργησε ένα ιδεατό «Κέντρο», το οποίο έκφραζε τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης και έδωσε όνομα σε μια νέα πολιτική γεωγραφία: την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά.

Στην εποχή του Μνημονίου, όπως έδειξαν και οι εκλογές, ο πολιτικός χάρτης άλλαξε γρήγορα και δραματικά. Ο χρόνος της Ιστορίας ξαφνικά «πύκνωσε». Οι βίαιες κοινωνικές αλλαγές που έφερε το Μνημόνιο δημιούργησαν αντίστοιχης έντασης πολιτικές ανατροπές. Σε όλο αυτό το πλέγμα των φαινομένων στα οποία αναφερόμαστε για να περιγράψουμε την κρίση (ανεργία, φτώχεια, ύφεση, απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων) αποτυπώνεται η διάλυση των μεσαίων στρωμάτων που αποτέλεσαν τον στυλοβάτη των δύο μεγάλων κομμάτων. Συνέχεια ανάγνωσης

Η μανία με το «τζαμί»

Standard

του Στήβεν Σαλίσμπουρυ

Η ανέγερση ενός μουσουλμανικού πολιτιστικού κέντρου στο Μανχάταν, κοντά στο «Σημείο Μηδέν» (το σημείο επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους, στις 9/11/2001) έχει αναχθεί, τις τελευταίες εβδομάδες, σε μείζον θέμα αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ, σε εθνικό επίπεδο. Η ρεπουμπλικανική Δεξιά και το Tea Party πρωτοστατούν στις διαμαρτυρίες, με κεντρικό σύνθημα «Όχι Τζαμί στο Ground Zero», ενώ πολλοί Δημοκρατικοί παίρνουν αμφιλεγόμενη θέση (λ.χ. να ανεγερθεί μεν το τζαμί, αλλά αλλού), ενώ και ο πρόεδρος Ομπάμα άμβλυνε την αρχικά ξεκάθαρη θέση του υπέρ της ανέγερσης. Καθώς το ζήτημα ανακινεί πολύ γενικότερα ζητήματα, όπως η θρησκευτική ελευθερία, η ισλαμοφοβία, ο ακροδεξιός ριζοσπαστισμός, η χριστιανική δεξιά στις ΗΠΑ κλπ. δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από το άρθρο του Stephan Salisbury, πολιτιστικού συντάκτη του The Philadelphia Inquire («Mosque Mania», ΤomDispatch, 10.8.2010) και του Hendrik Herzberg, αρχισυντάκτη του New Yorker («Zero Grounds», The New Yorker, 16.8.2010).

«Ε»

Μια ιδιαίτερη αίσθηση τρόμου αναδύεται στην εντεινόμενη αντιπαράθεση για το ισλαμικό πολιτιστικό κέντρο στο Κάτω Μανχάταν. Η οργισμένη «συζήτηση» για το αν πρέπει να επιτραπεί η ανέγερση του κτιρίου έχει κάτι από τη σκοτεινή λάμψη του Μάτριξ, αφήνοντας στο πέρασμά της μια αύρα της συμφοράς που επέρχεται.

Δεν αρκεί να τονίσουμε τα ψέματα που κυριαρχούν στα διαμαρτυρίες και συμπυκνώνονται στη διατύπωση «Όχι Τζαμί στο Ground Zero» (στον απόηχο του ολέθρου της φωτιάς, του θανάτου και των δολοφόνων). Πολλοί έχουν επισημάνει –αλλά εις μάτην– ότι το συγκρότημα, σε μια γωνιά του Park Place,  θα απέχει πάνω από δύο τετράγωνα από το πρώην Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, ενώ θα περιλαμβάνει μια συνεδριακή αίθουσα, spa, γήπεδο μπάσκετ, πισίνα, αίθουσες διδασκαλίας, εκθεσιακό χώρο, χώρους συναντήσεων, ένα  μνημείο για την 9/11 και, ναι, έναν λατρευτικό χώρο για τους μουσουλμάνους. Το σύνθημα «Όχι στο Τζαμί» παραμένει ακλόνητο.

Συνέχεια ανάγνωσης

Μηδενικά ερείσματα

Standard

του Χέντρικ Χέρτζμπεργκ

Μια-δυο εβδομάδες πριν τις τελευταίες προεδρικές εκλογές, οι υποψήφιοι των Ρεπουμπλικανών έδωσαν μια κοινή συνέντευξη στον Μπράιαν Ουίλλιαμς του NBC. «Τι είναι μια ελίτ; Ποιος  είναι μέλος της ελίτ;» ρώτησε ο δημοσιογράφος  στρεφόμενος προς στην υποψήφια αντιπρόεδρο. Η Σάρα Πέιλιν απάντησε: «Όποιος νομίζει αξίζει περισσότερο από τους υπόλοιπους, αυτός είναι ελιτιστής — αυτός είναι ο ορισμός μου  για τον ελιτισμό». «Δεν σχετίζεται με τον τόπο;» συνέχισε ο Ουίλλιαμς. «Όχι βέβαια», απάντησε η Πέιλιν. Ο παρτνέρ της έκλεισε το μάτι, υπομειδιώντας. Ο Τζων ΜακΚέιν είχε κάτι να πει:

ΜακΚέιν: Ξέρω ένας μέρος όπου ζουν πολλοί από δαύτους.

Ουίλλιαμς: Και ποιο είναι αυτό;

ΜακΚέιν: Η πρωτεύουσα της χώρας μας και η Νέα Υόρκη. Το ξέρω. Έχω ζήσει εκεί. Αυτοί οι ελιτιστές θέλουν να υπαγορεύσουν τα πιστεύω τους στους Αμερικανούς, εμποδίζοντάς τους να αποφασίσουν για τους εαυτούς τους.

Είναι όμορφο που η Πέιλιν μάς άφησε στην ησυχία μας, εμάς τους Νεοϋορκέζους. Έχει ξεχάσει τις νουθεσίες του προστάτη της, για τους Αμερικανούς που πρέπει να αφήσουν τους άλλους Αμερικανούς να αποφασίσουν για τους εαυτούς τους, αλλά τουλάχιστον λέει «παρακαλώ» — τουλάχιστον στην γλώσσα του Twitter. Στη συνέχεια του μηνύματος που γρήγορα έγινε διάσημο, και εξίσου γρήγορα αποσύρθηκε «Παρακαλώ Εναντιώστε» (sic), έγραψε:  «Ειρηνικοί κάτοικοι της Νέας Υόρκης, παρακαλώ εναντιωθείτε στα σχέδια για το Τζαμί στο Ground Zero, αν τουλάχιστον πιστεύετε ότι ο αφόρητος πόνος που προκλήθηκε στους Δίδυμους Πύργους είναι πολύ ζεστός, πολύ πραγματικός. Sic, sic, sic.

Συνέχεια ανάγνωσης

Η μετατροπή του συντηρητισμού σε θρησκεία στην Αμερική

Standard

του Νηλ Γκάμπλερ

Γκέοργκ Σόλτζ, «Βιομηχανικοί αγρότες», 1920

Εδώ και δεκαετίες οι φιλελεύθεροι προοδευτικοί είναι βυθισμένοι στην αγωνία, καθώς οι συντηρητικοί φαίνεται να κερδίζουν ακόμα και όταν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο κόσμος διαφωνεί, εν γένει, μαζί τους. Στους επικήδειους που εκφωνούν, οι προοδευτικοί θεωρούν ότι ευθύνεται ο τρόπος που διατυπώνουν τον πολιτικό τους λόγο ή η οχλαγωγία των δεξιών media που πνίγει οποιαδήποτε άλλη φωνή ή η οικειοποίηση από τη Δεξιά της σημαίας, της οικογένειας και των παραδοσιακών αξιών — σχεδιασμένη έτσι που να κάνει τους προοδευτικούς φιλελεύθερους να φαντάζουν σαν ξεπεσμένοι και ξενοκίνητοι πράκτορες του εχθρού.

Είναι κατανοητό γιατί οι φιλελεύθεροι προοδευτικοί προτιμούν να θεωρούν ότι η μειονεκτική τους θέση οφείλεται στις δικές τους αδυναμίες ή στα τεχνάσματα των συντηρητικών. Θεωρητικά, μπορείτε να μάθετε πώς να βελτιώσετε τον πολιτικό σας λόγο ή πώς να αντιπαρατίθεστε επιτυχώς με τους αντιπάλους· και πράγματι, πολλοί προοδευτικοί έχουν αφιερωθεί απεγνωσμένα στο έργο αυτό. Αλλά όπως γίνεται ολοένα σαφέστερο, οι φιλελεύθεροι προοδευτικοί δεν έχουν ηττηθεί μονάχα από έναν ανώτερο χειρισμό της πολιτικής επικοινωνίας ή ακόμα και έναν ισχυρότερο πολιτικό λόγο (ο ατομικισμός των συντηρητικών εναντίον του «κοινοτισμού» των προοδευτικών). Αντιπαρατίθενται με έναν αντίπαλο πολύ πιο σοβαρό και ισχυρό: βρίσκονται αντιμέτωποι με μια θρησκεία.

Πιθανόν η μοναδική βαθιά αλλαγή στην πολιτική μας κουλτούρα μας τα τελευταία τριάντα χρόνια να ήταν η μετατροπή του συντηρητισμού από πολιτικό κίνημα, με όλους τους περιορισμούς, τα όρια και τους κανόνες που θέτει  η πολιτική, σε ένα είδος φονταμενταλιστικού θρησκευτικού κινήματος, με τη σιγουριά και την απολυτότητα που διακρίνει τη θρησκευτική πίστη.

Συνέχεια ανάγνωσης

Η ιδεολογική αποενοχοποίηση της Δεξιάς στο μεταναστευτικό: Οι θέσεις της ηγεσίας της Ν.Δ.

Standard

του Απόστολου Στραγαλινού

«Υακίνθη». Έργο του Κυριάκου Κατζουράκη από το λεύκωμα "Ο δρόμος προς τη Δύση", Μεταίχμιο, Αθήνα 2001.

«Η ιδεολογική απoενοχοποίηση και η απελευθέρωση της ιδεολογικής ταυτότητας» της Δεξιάς συνιστά δημοσίως διακηρυγμένο στόχο του νεοεκλεγέντος προέδρου της Ν.Δ., Αντώνη Σαμαρά (Κεντρική Επιτροπή της Ν.Δ., 23.1.2010). Υπ’ αυτό το πρίσμα, αποτυπώνουν τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας ηγεσίας σε θέματα μετανάστευσης τη στροφή σε σκληρότερες, «παραδοσιακά» συντηρητικές θέσεις, οι οποίες αδυνατούν να κρύψουν την ακραία, ανοιχτά ή συγκεκαλυμμένα, ξενοφοβική και δημαγωγική υφή τους.

Εθνοκεντρικές εμμονές

Σε κομματική εκδήλωση του τομέα μεταναστευτικής πολιτικής της Ν.Δ. στις αρχές Ιουλίου, ο αρχηγός της μείζονος αντιπολίτευσης παρουσίασε τις θέσεις του για τη μεταναστευτική πολιτική. Συνοψίζονται τούτες στη δέσμευσή του ότι, όταν κάποτε σχηματίσει κυβέρνηση, θα καταργήσει τον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο που ρυθμίζει θέματα ιθαγένειας. Στον αντιπολιτευτικό του οίστρο, επικρίνοντας την κυβέρνηση ότι «με την πολιτική της προκαλεί διαλυτικά φαινόμενα στην ελληνική κοινωνία», ενέπλεξε σκόπιμα την ιθαγένεια (ήτοι, την πολιτική ουσία του πολίτη με το κράτος) με το μεταναστευτικό ζήτημα, ενώ, προκρίνοντας το γερμανικό μοντέλο ως λύση, διαστρέβλωσε σε πολλά σημεία τόσο το πνεύμα όσο και τις ρυθμίσεις του.

Ήδη από την αρχή της ομιλίας του ο Α. Σαμαράς παίρνει ξεκάθαρη θέση: «Το μεταναστευτικό είναι ένα πρόβλημα, δεν είναι πρόσχημα». Με τον αφορισμό αυτό μεταφέρεται στην εσωτερική δημόσια συζήτηση η κυρίαρχη άποψη της Νέας Δεξιάς ότι η Ευρώπη κινδυνεύει να αλλοιωθεί από την παρουσία των μεταναστών. Πρόκειται για τη γνωστή φαντασίωση της Δεξιάς για μια Ευρώπη-Φρούριο με ερμητικά κλειστές πύλες για τους «άλλους». Αποφαίνεται δε ο πρόεδρος της Ν.Δ. –και έχει σημασία η επιλογή των εννοιών– ότι «η Ελλάδα είναι κράτος με εθνικό κορμό, δεν είναι μεταναστευτικό κράτος». Υπονοεί, κατά συνέπεια, ότι αυτό τον ομοιογενή «εθνικό κορμό» απειλούν να νοθεύσουν οι μετανάστες που εντάσσονται στη διαδικασία κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας. Η εθνική ομοιογένεια χρησιμοποιείται εδώ ως κατασκευή διαφοροποίησης (ομογενής/ αλλογενής, ημεδαπός/αλλοδαπός) και αποκλεισμού (το προσόν να είναι κάποιος Έλληνας με βάση την καθαρότητα του αίματός του).

Φωτογραφία του Johan Lunberg από το λεύκωμα "Another day of life in Romanipen", Στοκχόλμη, Journal, 2005

Θα είχε ενδιαφέρον ο πρόεδρος της ΝΔ να αναλύσει περαιτέρω την έννοια «εθνικός κορμός». Θεωρεί ότι οι Έλληνες είναι μια «φυλή» που αποτελεί «βιολογική πραγματικότητα»; Μια αυθύπαρκτη, υπερβατική οντότητα που οι απαρχές της χάνονται μέσα στο χρόνο, μια αιματοσυγγενική και γλωσσική συνομάδωση όπως τα «έθνεα» του Ηροδότου;

Συνέχεια ανάγνωσης