Με αφετηρία το βιβλίο των Ξενοφώντα Κοντιάδη και Αλκμήνης Φωτιάδου
του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Ποια είναι η ιστορική σχέση που συνδέει τα κράτη δικαίου, τις θεμελιακές αξίες και την οικονομική συγκυρία; Πώς προσεγγίζεται η «ικανότητα» των συνταγματικών τάξεων να συμβάλλουν στην άρση η άμβλυνση των κρίσεων; Ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων είναι δυνατόν να αξιολογείται η κανονιστική «ποιότητα» και η επιτυχημένη προσαρμογή των κρατών δικαίου στην πραγματικότητα;
Με τους ίδιους ή παραπλήσιους όρους, τα ερωτήματα αυτά είναι διιστορικά. Αλλά έχουν ιδιαίτερη σημασία σήμερα, σε εποχές κρίσης, όταν η πραγματικότητα προσλαμβάνεται με τη μορφή μιας έρπουσας «κατάστασης ανάγκης». Κατ’ ανάγκην, στα πλαίσια αυτά, επιτελούνται ριζικοί μετασχηματισμοί στην πρόσληψη του δέοντος αλλά και του επιτρεπτού. Διότι, όπως έλεγε ο Τζιουζέπε Τομάρι ντι Λαμπεντούζα στον Γατόπαρδο, «αν θέλουμε να παραμένουν τα πράγματα ως έχουν, όλα πρέπει να αλλάξουν».
Ωστόσο, το ερώτημα τι «θέλουμε» να παραμείνει σταθερό και τι «πρέπει» να αλλάξει είναι, προφανώς, ανοικτό. Όσο και αν η «σταθερότητα» και η «αντοχή» των εννόμων τάξεων στον χρόνο και η αντίστασή τους στην πάντα ελλοχεύουσα ιστορική πανουργία τείνουν συχνά να νοούνται ως ύπατοι πολιτειακοί αυτοσκοποί, οι όροι της αυτογνωσίας και της αναπαραγωγής τους αλλάζουν συνεχώς. Τόσο οι «τυπικές» αναθεωρήσεις του συνταγματικού «γράμματος» όσο και οι άτυπες διασταλτικές ή συσταλτικές ερμηνείες των συνταγματικών κανόνων εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο. Αυτή ακριβώς είναι η πολυεπίπεδη προβληματική που αναπτύσσεται από τον Κοντιάδη και τη Φωτιάδου. Ευλόγως δε, σε μιαν εποχή όπου όλα φαίνεται να κρέμονται από μια κλωστή, επιλέγεται μια οπτική γωνία «πολυπρισματικη». Παρότι λοιπόν στιβαρά νομική, η προσέγγιση είναι ταυτόχρονα κοινωνική, ιστορική, οικονομική και θεσμική.
Μοιραία, λοιπόν, φαίνεται να εμπλέκονται όλες οι μεγάλες λέξεις, ιδέες, αξίες και σημασίες της πολιτειακής και πολιτικής νεωτερικότητας: το Σύνταγμα, η έννομη τάξη, το κράτος δικαίου, τα ατομικά δικαιώματα, η εθνική και λαϊκή κυριαρχία, το κοινωνικό συμβόλαιο και, προφανώς, η δημοκρατία. Και μαζί με τις λέξεις, τις ιδέες και τις αξίες τίθενται επί τάπητος και οι σχέσεις τους με τα «πράγματα» και τα οργανωμένα συμφέροντα, οι επισφαλείς δηλαδή σχέσεις «όντος» και «δέοντος», που οριοθετούν τις τρέχουσες μορφές νομιμοποίησης και εκλογίκευσης του ιστορικού γίγνεσθαι. Με αυτή την έννοια, η «κρίση» που αποτελεί το ιστορικό υπόβαθρο του βιβλίου δεν νοείται απλώς ως οικονομική και δημοσιονομική, ούτε εκφράζεται μόνο στο επίπεδο των συνθηκών υλικής διαβίωσης. Αντιμετωπίζεται επίσης ως κρίση θεσμική και πολιτική, κρίση αξιών και κανονιστικών προτύπων, κρίση, σε τελική ανάλυση, ιδεών, νοημάτων και σημασιών: στο μέτρο που τίποτε δεν μπορεί να λειτουργεί όπως πριν, όλες οι θεμελιακές νομικές σημασίες μοιάζουν έωλες και εκκρεμείς. Συνέχεια ανάγνωσης