Μετεκλογικοί τίτλοι στο νέο πολιτικό τοπίο

Standard

του Δημήτρη Χριστόπουλου

 Το πολιτικό τοπίο, όπως διαμορφώθηκε μετά τον Ιούνιο, μας θέτει ενώπιον μιας νέας ιστορικής συνθήκης, η εννοιολόγηση της οποίας αξιώνει συνέχειες και τομές. Μια προσπάθεια ταξινόμησης του τοπίου αυτού θέτει τέσσερις τίτλους με όρους ιεράρχησης, από το σημαντικότερο στο λιγότερο σημαντικό. Θα ήθελα να το υπογραμμίσω, καθώς πολύ συχνά, συνεπαρμένοι από τα γεγονότα, έχουμε την τάση να ξεχνάμε να κάνουμε ιεραρχήσεις ή να τις κάνουμε λάθος.

Τίτλος πρώτος: Επέλαση του  νεοφιλελευθερισμού και νεοσυντηρητισμού

Françoise Lucbert, «Καθιστός άντρας», 1913-14

Αν πριν λίγα χρόνια –σε πολλούς Έλληνες, και όχι μόνο αριστερούς– μας έλεγαν ότι η Ελλάδα θα έχει αυτόν τον πρωθυπουργό θα το θεωρούσαμε αυτοτελή αιτία καταστροφής. Πολλώ δε μάλλον τώρα, που έχουμε αυτόν τον πρωθυπουργό σε μια χώρα που καταστρέφεται. Έτσι έχουν τα πράγματα, και το χάπι δεν χρυσώνεται. Το πρώτο λοιπόν συμπέρασμα, που συνάγεται αβίαστα, είναι ότι καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την ηγεμονία μιας πολιτικής συμμαχίας δύο ιδεολογιών στην υπερβολή τους. Νεοφιλελευθερισμός ευρωπαϊκής κοπής στη βάση, νεοσυντηρητισμός ελληνικής κοπής στο εποικοδόμημα. Είναι, νομίζω, η πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία που έχουμε τον συνδυασμό αυτό σε τέτοια ισχυρή δοσολογία.  Συνήθως είχαμε νεοσυντηρητισμό στους θεσμούς με πατερναλισμό στην οικονομία ή, σπανιότερα, το ανάποδο. Πάντως, σε αυτή την ευρωπαϊκή συγκυρία της νεοφιλελεύθερης συνταγής για την αντιμετώπιση της κρίσης, είναι ιδιαίτερο ότι έχουμε έναν πρωθυπουργό που βρίσκει πολύ χρόνο, προεκλογικά και μετεκλογικά, να θυμίζει ότι πρέπει να ασχοληθεί και με τον «νόμο Ραγκούση» για την ιθαγένεια.

Τίτλος δεύτερος: κοινοβουλευτική και κοινωνική εφόρμηση του νεοναζισμού

Η Αριστερά άργησε, αλλά άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι αυτό είναι ένα αυτοτελές πολιτικό διακύβευμα, το οποίο δεν χωράει συμψηφισμούς. Το εκλογικό σώμα της Χρυσής Αυγής αποτελείται από τρεις ομόκεντρους κύκλους. Ο πρώτος κύκλος και στενός πυρήνας είναι η συμμορία, αυτό που ανέκαθεν ήταν η Χρυσή Αυγή.  Ο δεύτερος εμπνέεται από την πολιτική κουλτούρα της αποενοχοποίησης του δωσιλογισμού και του βασιλοχουντισμού, κάτι που δεν τόλμησε –ή μάλλον δεν κατάφερε επαρκώς– το ΛΑΟΣ. Ο τρίτος και μεγαλύτερος κύκλος αποτελείται κατά κύριο λόγο από τμήματα της αφηνιασμένης μικροαστικής τάξης που συμπιέζεται, κατ’ ουσίαν εξαφανίζεται. Συνέχεια ανάγνωσης

Ήλοι του Τύπου

Standard

του Δημήτρη Δημητρόπουλου

Τζόναθαν Γκιμπς, «Ψάρι» (από το μπλογκ http://underplot.tumblr.com)

 Πολλά και γιγαντιαία τα ζητήματα που διακυβεύτηκαν στις τελευταίες διπλές εκλογές, ανάμεσα στα οποία αξιοπρόσεκτη νομίζω είναι η σχέση των κομμάτων και των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Είναι η πρώτη φορά –τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά– που το ένα από τα δύο κόμματα τα οποία διεκδίκησαν με σοβαρές αξιώσεις τη διακυβέρνηση δεν υποστηρίχθηκε από καμία μεγάλης κυκλοφορίας, καθιερωμένη, «σοβαρή» εφημερίδα, ενώ επίσης αντιμετώπισε τη σκληρή κριτική, την ανοικτή ή συγκαλυμμένη εχθρότητα και τη λοιδορία, όλων των μεγάλης τηλεθέασης ιδιωτικών καναλιών. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αξιωματική τελικά αντιπολίτευση, κατάφερε να δοξαστεί υβριζόμενος, κατεβαίνοντας στις εκλογές με τη στήριξη δύο μοναχά καθημερινών εφημερίδων, πενιχρής κυκλοφορίας: της δικής του Αυγής και –προσώρας– τής, αλλού και αλλουνού, δυσώνυμης Αυριανής. Επιτέλους, η φράση «μας χτυπούν τα Μέσα», που χρόνια τώρα επαναλαμβανόταν σε ποικίλου χαρακτήρα συνάξεις της Αριστεράς βρήκε την απτή δικαίωσή της. Μια καταδίωξη, που κάποτε ήταν αληθινή, κάποτε πλάσμα της φαντασίας και εθελούσια επιλογή ρόλου θύματος, τώρα πραγματώθηκε. Και απέτυχε απολύτως. Η κατεδαφιστική κριτική των ΜΜΕ, όχι μόνο δεν κατάφερε να ανακόψει την ορμή του κρινόμενου αλλά εκτόξευσε την εκλογική του ανταπόκριση. Η επισήμανση αυτή δεν αναφέρεται φυσικά στην ποιότητα των απόψεων του ΣΥΡΙΖΑ και των κριτών του, αλλά στο γεγονός ότι πορεύτηκε στη μάχη δίχως το δόρυ και την ασπίδα των παραδοσιακών ΜΜΕ· κυρίως μέσα από τα μονοπάτια του διαδικτύου.

Αν όμως είναι έτσι –έστω και ως τάση που φυσικά δεν έχει εξαλείψει την τεράστια επιρροή των ΜΜΕ–, τότε η από μακρού διατυμπανιζόμενη «κρίση του Τύπου» και η γενικότερη «κρίση των ΜΜΕ» (κυκλοφοριακή, οικονομική, αξιοπιστίας, ταυτότητας κλπ.) αποκτά ένα νέο, ανατρεπτικό ποιοτικό χαρακτηριστικό: μεταμορφώνεται σε αδυναμία διαμόρφωσης της κοινής γνώμης· οι αναγνώστες, οι ακροατές και θεατές των κλασικών ΜΜΕ διαβάζουν, ακροώνται, βλέπουν αλλά δεν «ακούνε». Η νέα κρίση πλήττει δηλαδή τον πυρήνα του φληναφήματος, μέσω του οποίου πορεύτηκε ο Τύπος, και κατεξοχήν ο τηλεοπτικός, ότι δηλαδή συνιστά την τέταρτη και πανίσχυρη εξουσία. Δεν ξέρω αν υπάρχουν έρευνες που να επιβεβαιώνουν ή να απορρίπτουν αυτή την πρόχειρη εμπειρική παρατήρηση, μελέτες που να εντοπίζουν τυχόν αιτίες και αίτιους. Η αίσθησή μου είναι ότι ένα βασικό στοιχείο της αλλαγής αυτής βρίσκεται στη σοβαρή μετατόπιση του δημοσιογραφικού λόγου από το κυνήγι και την παρουσίαση της είδησης στον σχολιασμό της. Αλλά εκεί τα παραδοσιακά επαγγελματικά ΜΜΕ έχουν το παιχνίδι χαμένο· το ίντερνετ καραδοκεί παντού.

 Τα χιλιάδες προσωπικά μπλογκ, τα πιο οργανωμένα δημοσιογραφικά δίκτυα τύπου protagon, antinews, tvxs ή και rednotebook, οι ιστοσελίδες των έντυπων εφημερίδων, συνιστούν το βασίλειο του σχολίου· του επώνυμου, του ψευδώνυμου, του ανώνυμου σχολίου, αλλά πάντως του σχολίου. Βεβαίως, η αίσθηση δύναμης που αποπνέει το διαδίκτυο, η ιλιγγιώδης ταχύτητα, η αμεσότητα αντίδρασης του αναγνώστη και η κατ’ επιλογήν ανωνυμία συχνά ζαλίζει όσους πιστεύουν ότι επιτέλους απέκτησαν ένα δίαυλο να ακουστεί η φωνή τους. Με τον τρόπο αυτό, η ακατάσχετη συνωμοσιολογία, το εύκολο υβρεολόγιο, η εξαγρίωση, ενίοτε και εξαχρείωση, ελλοχεύει στον κυβερνοχώρο — συνυπάρχοντας βέβαια με την ευαίσθητη γραφή, το χιούμορ, την ποιότητα κάποιες φορές. Ο σχολιασμός έχει εκδημοκρατιστεί, η γραφίδα, ηλεκτρονική πλέον, από προνόμιο των λίγων μοιάζει να έγινε όπλο των πολλών, και συνακόλουθα ο λόγος των επαγγελματιών βουλιάζει μέσα σε μια τρικυμισμένη θάλασσα απόψεων. Συνέχεια ανάγνωσης

Παρά τρίχα το Καμερούν να έφτανε στον τελικό του Μουντιάλ

Standard

 του Νίκου Γιαννόπουλου

Οι εργάτες των εργοστασίων Delahaye σε απεργία. Παρίσι, Ιούνιος 1936.
Φωτογραφία: Roger-Viollet

Ανήκω σε όσους πίστευαν ότι δεν ήμασταν έτοιμοι, ούτε η Αριστερά ούτε το κίνημα ούτε η κοινωνία. Ωστόσο, θα προτιμούσα να βγαίναμε πρώτοι: και επειδή ο κόσμος που ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ είχε προσδοκίες, αλλά και επειδή στον κοινωνικό ανταγωνισμό και την ταξική πάλη, όταν οι χρόνοι πυκνώνουν, δεν διαλέγεις τη στιγμή, δεν λες: «Δεν είμαι ακριβώς έτοιμος, το παντελόνι δεν είναι σιδερωμένο, έχει και μια λαδιά». Θα προτιμούσα λοιπόν σαφώς ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι πρώτος. Όμως, αν επρόκειτο να είναι πρώτος με 1,5% διαφορά και να κρέμεται από τους εκβιασμούς της ΔΗΜΑΡ, του ΠΑΣΟΚ και των Ανεξάρτητων Ελλήνων, προτιμώ σαφώς αυτό που έγινε. Άλλωστε, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά θετικό: ο ΣΥΡΙΖΑ ανθίσταται στις πιέσεις, δεν υποχωρεί πολιτικά και παίρνει ένα πρωτοφανές ποσοστό. Κι αυτό δίνει πολύ μεγάλες δυνατότητες, καθώς, και με τη διεθνή αναφορά σε αυτόν, έχει τον αέρα όχι μόνο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και του ανατροπέα ενός ορισμένου σκηνικού, ελλαδικά και πανευρωπαϊκά.

Δεν χρειάζεται ούτε ένας υπεραισιόδοξος οπτιμισμός, του στυλ «η νίκη είναι βέβαιη», ούτε όμως και να ταυτίσουμε την πορεία την κοινωνικής αλλαγής και του κινήματος με το ότι η ΝΔ πέρασε μπροστά με 2,5%. Θεωρώ όσους πιστεύουν πως η κυβέρνηση δεν θα αντέξει παρά λίγους μήνες μάλλον βιαστικούς. Η τρόικα, ο αστικός πολιτικός κόσμος, το διεθνές κεφάλαιο δεν είναι διατεθειμένοι να πηγαίνουμε κάθε τόσο εκλογές. Περάσανε δύσκολα, παρά τρίχα το Καμερούν να φτάσει στον τελικό του Μουντιάλ. Θα κάνουν ό,τι μπορούν. Συνέχεια ανάγνωσης

Το εκλογικό αποτέλεσμα από τη γωνία της κοινωνίας και της Αριστεράς

Standard

Για τον ΣΥΡΙΖΑ του 27%, το αξιακό του φορτίο, τα αιτούμενα της περιόδου, την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής και την Ευρώπη

 

συνέντευξη του Αριστείδη Μπαλτά

Ανρί Ματίς, «Νύμφη και σάτυρος», 1908

Ξεκινώντας, θα ήθελα ένα συνολικό σου σχόλιο για το αποτέλεσμα των δύο εκλογικών αναμετρήσεων.

 Νομίζω ότι πρέπει να δούμε το αποτέλεσμα από δύο τουλάχιστον γωνίες. Η μία είναι της κοινωνίας και η άλλη, πιο στενά, της Αριστεράς. Από την πρώτη γωνία, οι εκλογές κατά κάποιον τρόπο συμπύκνωσαν –κάτι που δεν ήταν δεδομένο ότι θα συνέβαινε– τα δύο χρόνια του Μνημονίου. Κινητοποιήσεις πολλές αλλά ατελέσφορες όσον αφορά την επίτευξη αιτημάτων, διεκδικήσεις όλων των ειδών, ποικίλες εκφράσεις οργής ή απελπισίας, το Σύνταγμα, οι διαμαρτυρίες στις παρελάσεις και η κριτική, έμμεσα ή άμεσα, θεσμών υψηλού κμη και να ύρους έφτασαν να συμπυκνωθούν στην εκλογική μάχη. Να συμπυκνωθούν, ώστε να εκπροσωπηθούν.

Με αυτή την έννοια, η λεγόμενη αντιμνημονιακή ψήφος –που μοιράστηκε βέβαια, δεν πήγε μόνο στα αριστερά– ήταν πολιτική ψήφος. Ταυτόχρονα, η ψήφος, και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις, ήταν ταξική ψήφος, με όρους πρωτοφανείς για την πρόσφατη ελληνική ιστορία. Είναι ενδεικτικό πώς η Αριστερά στους χώρους της φτώχειας –ας το πούμε έτσι– αποτελεί πλειοψηφική δύναμη. Συνέχεια ανάγνωσης

Αριστερά σε ανορθόδοξους καιρούς

Standard

 του Νικόλα Σεβαστάκη

Έργο του Αμεντέο Μοντιλιάνι

Έγραφα σε προηγούμενο σημείωμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να ξανακάνει την Αριστερά «κόμμα της κίνησης». Κατάφερε να ξεπαγώσει το πεδίο της προσδοκίας σε συνθήκες συλλογικής κατάθλιψης. Αλλά η θέση και ο ρόλος του ως παράταξης μετά τις 17 Ιουνίου επιβάλλουν να σκεφτούμε καλύτερα τις ποιότητες αυτής της κίνησης. Υπολογίζοντας συγχρόνως, όσο γίνεται, τους υψηλούς κραδασμούς που απειλούν το εθνικό και το ευρωπαϊκό περιβάλλον, την κινδυνώδη αστάθεια της περιόδου.

Πολλοί βλέπουν ωστόσο την κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα φάση ως μια συμβατική μετατόπιση από το ριζοσπαστικό «εκτός» στο θεσμικό «εντός». Ως κίνηση ολίσθησης από το κόμμα/ κίνημα σε μια κρατικο-κοινοβουλευτική δύναμη. Μια τέτοια θεώρηση είναι ωστόσο εξωτερική προς το συγκεκριμένο χώρο, τις πραγματικότητές του, την ανάπτυξή του σε καινούρια εδάφη και ακροατήρια. Γιατί παραγνωρίζει το ισχυρό σημείο που κάνει σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ προνομιακό συνομιλητή ενός κόσμου πέραν του λαού της Αριστεράς. Αυτό το ισχυρό σημείο  είναι ακριβώς η ατελής μορφοποίηση ενός αιρετικού ρεαλισμού. Είναι η ανορθοδοξία και η πολιτική στο μεταίχμιο ως πηγή δύναμης και συγχρόνως ως πηγή έγνοιας και ανησυχίας. Αυτή η ανορθόδοξη τοποθέτηση  προϋπάρχει εξαρχής στην ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά. Αλλά η τωρινή της παραγωγικότητα συνδέεται με τη συνειδητοποίηση της ιδιαίτερης περίστασης της κρίσης, με την αίσθηση ότι οι κυβερνώσες ελίτ της χώρας μεταθέτουν απλώς χρονικά το τέλος, το αδρανές και αποτυχημένο συμβόλαιο με το οποίο επιδίωξαν να εκβιάσουν τη «νέα μεταπολίτευση». Συνέχεια ανάγνωσης

Τρία μετεκλογικά σχόλια

Standard

του Στρατή Μπουρνάζου

Προπύλαια 17.6.2012. Φωτογραφία του Άγγελου Καλοδούκα

 Έχουν περάσει μόλις πέντε μέρες από τις εκλογές της 17ης Ιουνίου και ο πολιτικός χρόνος εξακολουθεί να καλπάζει. Οι εκλογές φαίνονται ήδη μακρινές – και ας μη μιλήσουμε για την περίοδο πριν από τις 6 Μαΐου, που μοιάζει να απέχει χρόνους πολλούς. Έτσι συμβαίνει με τον πολιτικό και ιστορικό χρόνο, γνωρίζει ανόμοιες πυκνώσεις, και ένα γεγονός που συνέβη δύο μήνες πριν μπορεί να είναι πιο κοντινό με όσα συνέβαιναν πριν δύο χρόνια, παρά με το σήμερα. Γι’ αυτό, και καθώς έχουν γραφτεί πολλά και καλά για το εκλογικό αποτέλεσμα (κάποια θα τα διαβάσετε και στο σημερινό φύλλο της Αυγής), θα περιοριστώ σε τρία μικρά σχόλια για τις πραγματικότητες που διαμορφώνονται μετά την 17η Ιουνίου.

Το πρώτο έχει να κάνει με τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν νίκησε, όπως θα θέλαμε. Το 27% όμως και η δεύτερη θέση, που συνιστούν σπουδαία επιτυχία (με όποια κριτήρια κι αν το μετρήσουμε: διεθνή, ιστορικά, της συγκυρίας), τον υποχρεώνουν να αλλάξει πολλά, και πρώτα απ’ όλα την οργανωτική του δομή. Υπάρχουν πολλοί, πάρα πολλοί άνθρωποι, σε όλη την Ελλάδα, που θέλουν να πλαισιώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, να ενταχθούν σ’ αυτόν, να προσφέρουν τις ιδέες τους, τις δυνάμεις τους και, κυρίως, τον εαυτό τους. Το δείχνουν οι ανοιχτές συνελεύσεις, τα τηλεφωνήματα στα γραφεία, μας το λένε οι παλιοί φίλοι και σύντροφοι που ξανασυναντάμε. Όπως το είπε επιγραμματικά ο Αλέξης Τσίπρας, τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει μια ακόμα συνιστώσα, και αυτή είναι η πιο μεγάλη και πιο καθοριστική: ο λαός. Όλος αυτός ο κόσμος –και μιλάμε για χιλιάδες– δεν έχει πού να αποταθεί, δεν υπάρχει διαδικασία και δομή να τον υποδεχθεί. Δεν ανοίγω τη συζήτηση πώς μπορεί να γίνει αυτό. Αλλά ας συμφωνήσουμε ότι είναι επείγον, πολύ επείγον. Γιατί θα είναι τρομερό όλη αυτή η διάθεση, η δύναμη και ο ενθουσιασμός να μείνουν ξεκρέμαστα και να διαχυθούν. Συνέχεια ανάγνωσης