Ήλοι του Τύπου

Standard

του Δημήτρη Δημητρόπουλου

Τζόναθαν Γκιμπς, «Ψάρι» (από το μπλογκ http://underplot.tumblr.com)

 Πολλά και γιγαντιαία τα ζητήματα που διακυβεύτηκαν στις τελευταίες διπλές εκλογές, ανάμεσα στα οποία αξιοπρόσεκτη νομίζω είναι η σχέση των κομμάτων και των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Είναι η πρώτη φορά –τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά– που το ένα από τα δύο κόμματα τα οποία διεκδίκησαν με σοβαρές αξιώσεις τη διακυβέρνηση δεν υποστηρίχθηκε από καμία μεγάλης κυκλοφορίας, καθιερωμένη, «σοβαρή» εφημερίδα, ενώ επίσης αντιμετώπισε τη σκληρή κριτική, την ανοικτή ή συγκαλυμμένη εχθρότητα και τη λοιδορία, όλων των μεγάλης τηλεθέασης ιδιωτικών καναλιών. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αξιωματική τελικά αντιπολίτευση, κατάφερε να δοξαστεί υβριζόμενος, κατεβαίνοντας στις εκλογές με τη στήριξη δύο μοναχά καθημερινών εφημερίδων, πενιχρής κυκλοφορίας: της δικής του Αυγής και –προσώρας– τής, αλλού και αλλουνού, δυσώνυμης Αυριανής. Επιτέλους, η φράση «μας χτυπούν τα Μέσα», που χρόνια τώρα επαναλαμβανόταν σε ποικίλου χαρακτήρα συνάξεις της Αριστεράς βρήκε την απτή δικαίωσή της. Μια καταδίωξη, που κάποτε ήταν αληθινή, κάποτε πλάσμα της φαντασίας και εθελούσια επιλογή ρόλου θύματος, τώρα πραγματώθηκε. Και απέτυχε απολύτως. Η κατεδαφιστική κριτική των ΜΜΕ, όχι μόνο δεν κατάφερε να ανακόψει την ορμή του κρινόμενου αλλά εκτόξευσε την εκλογική του ανταπόκριση. Η επισήμανση αυτή δεν αναφέρεται φυσικά στην ποιότητα των απόψεων του ΣΥΡΙΖΑ και των κριτών του, αλλά στο γεγονός ότι πορεύτηκε στη μάχη δίχως το δόρυ και την ασπίδα των παραδοσιακών ΜΜΕ· κυρίως μέσα από τα μονοπάτια του διαδικτύου.

Αν όμως είναι έτσι –έστω και ως τάση που φυσικά δεν έχει εξαλείψει την τεράστια επιρροή των ΜΜΕ–, τότε η από μακρού διατυμπανιζόμενη «κρίση του Τύπου» και η γενικότερη «κρίση των ΜΜΕ» (κυκλοφοριακή, οικονομική, αξιοπιστίας, ταυτότητας κλπ.) αποκτά ένα νέο, ανατρεπτικό ποιοτικό χαρακτηριστικό: μεταμορφώνεται σε αδυναμία διαμόρφωσης της κοινής γνώμης· οι αναγνώστες, οι ακροατές και θεατές των κλασικών ΜΜΕ διαβάζουν, ακροώνται, βλέπουν αλλά δεν «ακούνε». Η νέα κρίση πλήττει δηλαδή τον πυρήνα του φληναφήματος, μέσω του οποίου πορεύτηκε ο Τύπος, και κατεξοχήν ο τηλεοπτικός, ότι δηλαδή συνιστά την τέταρτη και πανίσχυρη εξουσία. Δεν ξέρω αν υπάρχουν έρευνες που να επιβεβαιώνουν ή να απορρίπτουν αυτή την πρόχειρη εμπειρική παρατήρηση, μελέτες που να εντοπίζουν τυχόν αιτίες και αίτιους. Η αίσθησή μου είναι ότι ένα βασικό στοιχείο της αλλαγής αυτής βρίσκεται στη σοβαρή μετατόπιση του δημοσιογραφικού λόγου από το κυνήγι και την παρουσίαση της είδησης στον σχολιασμό της. Αλλά εκεί τα παραδοσιακά επαγγελματικά ΜΜΕ έχουν το παιχνίδι χαμένο· το ίντερνετ καραδοκεί παντού.

 Τα χιλιάδες προσωπικά μπλογκ, τα πιο οργανωμένα δημοσιογραφικά δίκτυα τύπου protagon, antinews, tvxs ή και rednotebook, οι ιστοσελίδες των έντυπων εφημερίδων, συνιστούν το βασίλειο του σχολίου· του επώνυμου, του ψευδώνυμου, του ανώνυμου σχολίου, αλλά πάντως του σχολίου. Βεβαίως, η αίσθηση δύναμης που αποπνέει το διαδίκτυο, η ιλιγγιώδης ταχύτητα, η αμεσότητα αντίδρασης του αναγνώστη και η κατ’ επιλογήν ανωνυμία συχνά ζαλίζει όσους πιστεύουν ότι επιτέλους απέκτησαν ένα δίαυλο να ακουστεί η φωνή τους. Με τον τρόπο αυτό, η ακατάσχετη συνωμοσιολογία, το εύκολο υβρεολόγιο, η εξαγρίωση, ενίοτε και εξαχρείωση, ελλοχεύει στον κυβερνοχώρο — συνυπάρχοντας βέβαια με την ευαίσθητη γραφή, το χιούμορ, την ποιότητα κάποιες φορές. Ο σχολιασμός έχει εκδημοκρατιστεί, η γραφίδα, ηλεκτρονική πλέον, από προνόμιο των λίγων μοιάζει να έγινε όπλο των πολλών, και συνακόλουθα ο λόγος των επαγγελματιών βουλιάζει μέσα σε μια τρικυμισμένη θάλασσα απόψεων. Συνέχεια ανάγνωσης

Οι δυο ρεαλισμοί και η πιθανότητα του ΣΥΡΙΖΑ

Standard

του Νικόλα Σεβαστάκη

Νταβίντ Μπουρλιούκ, «Μελαγχολικό φεγγάρι», 1913

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πιθανότητες να είναι πρώτη πολιτική δύναμη στις εκλογές του Ιουνίου. Ακόμα όμως και αν δεν συμβεί αυτό, το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας στρέφεται προς μια δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς έχει ιδιαίτερη σημασία. Το λέω αυτό αναλογιζόμενος κυρίως τις δύο, μάλλον χοντροκομμένες, «εξηγήσεις» για την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, έτσι όπως τις προτείνουν οι αντίπαλοί του εδώ και πολλές μέρες. Την εξήγηση που μιλά για «αυταπάτη των απελπισμένων», αλλά και την άλλη υπόθεση, αυτή της νοσταλγίας για κάποια φιλόστοργη παλαιοπασοκική μήτρα. Αμφισβητώ αυτές τις εύκολες προσεγγίσεις, μένοντας απλώς σε ένα και μόνο δεδομένο της κατάστασης: στο ότι οι άνθρωποι που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 6ης Μαΐου προέρχονται κατά κανόνα από τις λεγόμενες παραγωγικές ηλικίες και τις μεγάλες πόλεις. Τι σημαίνει αυτό; Ότι πρόκειται ακριβώς για κόσμο ο οποίος ένιωσε και νιώθει πάντα στο σαρκίο του τις δραματικές μεταβολές στην εργασία, τις ανατροπές της καθημερινότητας, την μετάλλαξη των συνθηκών ζωής. Κάτι δηλαδή τελείως διαφορετικό από την αργόσχολη τάξη, την οποία κατακεραυνώνουν ο Πάγκαλος και άλλοι. Αυτό το κομμάτι της κοινωνίας βρίσκεται, αντίθετα, στην κόψη του πικρού ενήλικου ρεαλισμού. Έχει ζήσει και την άνοδο και πτώση των παραμυθητικών εξάρσεων των προηγούμενων τριών δεκαετιών. Συνέχεια ανάγνωσης

Tο ιστορικό διακύβευμα είναι η δημιουργία μιας νέας ηγεμονίας

Standard

 Για το νέο κοινωνικό ζήτημα, τη σημασία της 6ης Μαΐου για την Ευρώπη, τον ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ, τον «αντιλαϊκισμό» ως μορφή λαϊκισμού, την «κυβέρνηση της Αριστεράς»

συνέντευξη του Αντώνη Λιάκου

Ρόμπερτ Μπερένι, «Γυμνή γυναίκα ξαπλωμένη», 1907

 Έπειτα από δύο χρόνια εφαρμογής του Μνημονίου, και στο περιβάλλον της διεθνούς κρίσης, με ποιους νέους όρους τίθεται σήμερα το κοινωνικό ζήτημα;

Στον 19o και στον 20ό αιώνα το κοινωνικό ζήτημα αφορούσε τη συμμετοχή και την ένταξη των εργατικών στρωμάτων στο κοινωνικό σώμα και στους πολιτικούς θεσμούς. Ήταν μια πορεία προοδευτικής ενσωμάτωσης. Σήμερα συμβαίνει το αντίθετο: μια πορεία προοδευτικής απώθησης, απόσχισης, αποσωμάτωσης. Η απάντηση στο παλαιό κοινωνικό ζήτημα ήταν η δημιουργία του κράτους πρόνοιας, σήμερα η κατεδάφισή του. Τα τρία μεγάλα ζητήματα είναι βέβαια το δημοσιονομικό και η τύχη του ευρώ (που αφορά μια οικονομική και κοινωνική αρχιτεκτονική της Ευρώπης, αλλά και τη διαχείριση των δημόσιων θεσμών), δεύτερο το πρόβλημα της ανεργίας και της μη ανάπτυξης, που συμπαρασύρει συντάξεις και υγειονομική ασφάλιση, και τρίτο το πρόβλημα της μετανάστευσης με την ανασφάλεια που προκαλεί, η οποία, με τη σειρά της, τρέφει τον ρατσισμό και τον φασισμό.

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαΐου και η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ καταγράφει –και συγχρόνως συγκροτεί περαιτέρω– ένα ρεύμα αντίστασης, το οποίο φαίνεται να αποδεικνύεται ανθεκτικό και το αμέσως επόμενο διάστημα, επιμένει. Τι σηματοδοτεί, κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά, αυτό το ρεύμα;

Συγκεφαλαιώνει μετατοπίσεις οι οποίες συνέβησαν τα προηγούμενα χρόνια, δημιουργώντας αστερισμούς ιδεών και στάσεων. Την κριτική στην προηγούμενη περίοδο η οποία διεύρυνε τα χάσματα πλούτου και φτώχειας, ασφάλειας και ανασφάλειας, την κριτική στα ΜΜΕ και τον τιμωρητικό λόγο των συντηρητικών διανοουμένων, τον πολιτικαντισμό και τη στειρότητα των κομμάτων. Τα κινήματα Οccupy, και ό,τι έρχεται ως καλλιτεχνική διαμαρτυρία. Όταν οι πολιτικές μετατοπίσεις συνοδεύονται και από πολιτισμικές μετατοπίσεις, δείχνουν πού πάνε τα πράγματα. Είδατε λ.χ. καμιά μνημονιακή ταινία, ακούσατε κανένα μνημονιακό τραγούδι; Φυσικά, όλοι όσοι ψήφισαν το κόμμα αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην αριστεροί, και αυτό πρέπει να μας προβληματίζει για το αν πρέπει να σκεφτόμαστε τη γεωγραφία των ψηφοφόρων με πολιτικούς ή με κοινωνικούς χάρτες. Συνέχεια ανάγνωσης

Ξανά: Δεξιά και Αριστερά

Standard

του Πολυμέρη Βόγλη

Φωτογραφία του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, 1953

Στις πρόσφατες εκλογές οι ψηφοφόροι απέρριψαν το κατασκευασμένο εκβιαστικό δίλημμα ευρώ ή δραχμή και καταψήφισαν τα δύο κόμματα που επέβαλαν την πολιτική του Μνημονίου. Η διαπίστωση αυτή είναι σωστή, αλλά δεν είναι αρκετή για να «διαβάσει» το αποτέλεσμα των εκλογών. Οι εκλογές της 6ης Μαΐου ξαναχαράζουν τον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας, επαναφέροντας τη διαιρετική τομή Δεξιά-Αριστερά.

Στη δεκαετία του 1990 πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριζαν ότι η διαίρεση Δεξιά-Αριστερά ήταν ξεπερασμένη. Το ρήγμα στην ελληνική κοινωνία που είχε δημιουργηθεί στη δεκαετία του 1940 είχε σε μεγάλο βαθμό γεφυρωθεί και άρα οι πολιτικές αντιθέσεις που τροφοδοτούσε είχαν ατονήσει. Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων αποδυνάμωσε την Αριστερά και δημιούργησε μια νέα ιδεολογική και πολιτισμική πραγματικότητα. Επιπλέον, και ίσως το πιο σημαντικό, η ίδια η ελληνική κοινωνία είχε μεταμορφωθεί σε σχέση με το παρελθόν. Τα μεσαία στρώματα (δημόσιοι υπάλληλοι, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, κ.ά.) διογκώθηκαν και ισχυροποιήθηκαν σε ένα περιβάλλον τριτογενοποίησης της οικονομίας και για την εκπροσώπηση αυτών των στρωμάτων έριζαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Ήταν η εποχή που ο πολιτικός χάρτης σε Ελλάδα και Ευρώπη ξαναχαράχτηκε, με άξονα αναφοράς το λεγόμενο Κέντρο. Η σταδιακή ιδεολογική και πολιτική σύγκλιση των δύο μεγάλων κομμάτων δημιούργησε ένα ιδεατό «Κέντρο», το οποίο έκφραζε τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης και έδωσε όνομα σε μια νέα πολιτική γεωγραφία: την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά.

Στην εποχή του Μνημονίου, όπως έδειξαν και οι εκλογές, ο πολιτικός χάρτης άλλαξε γρήγορα και δραματικά. Ο χρόνος της Ιστορίας ξαφνικά «πύκνωσε». Οι βίαιες κοινωνικές αλλαγές που έφερε το Μνημόνιο δημιούργησαν αντίστοιχης έντασης πολιτικές ανατροπές. Σε όλο αυτό το πλέγμα των φαινομένων στα οποία αναφερόμαστε για να περιγράψουμε την κρίση (ανεργία, φτώχεια, ύφεση, απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων) αποτυπώνεται η διάλυση των μεσαίων στρωμάτων που αποτέλεσαν τον στυλοβάτη των δύο μεγάλων κομμάτων. Συνέχεια ανάγνωσης

Τι σημαίνει αριστερή κυβέρνηση;

Standard

του Nίκου Γιαννόπουλου

Αντρέ Ντερέν, «Τρία πρόσωπα σε ένα λιβάδι», 1906-1907

Το αποτέλεσμα των εκλογών, και ως προς τον αιφνιδιαστικό του χαρακτήρα, αλλά και ως προς τα δεδομένα του, είναι συγκλονιστικό. Την καλύτερη εικόνα τη δίνει η δήλωση του Μελανσόν, όταν του ζήτησαν να σχολιάσει το δικό του αποτέλεσμα. «Είμαι ευτυχής», είπε, και, καθώς ο δημοσιογράφος κοντοστάθηκε, συνέχισε: «Για τα αποτελέσματα των συντρόφων στην Ελλάδα».

Το παιχνίδι έχει ανοίξει. Και είναι πολύ καλό, σε οποιαδήποτε συνθήκη κοινωνικού ανταγωνισμού, το παιχνίδι να ανοίγει, παρά να προσβλέπουμε σε μικρές σωρεύσεις, σε ένα μικρό παιχνίδι. Είναι πολύ προτιμότερη η αμηχανία της νίκης από την αμηχανία της ήττας. Η δεύτερη οδηγεί, στην καλύτερη περίπτωση, στην αναπόληση του ένδοξου παρελθόντος, ενώ η πρώτη είναι δυνατόν να επινοήσει το μέλλον.

Η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν, κατά κύριο λόγο, ταξική ψήφος. Ταξική ψήφος, βέβαια, δεν σημαίνει και ταξικά συνειδητοποιημένη· σημαίνει μια ψήφο με βάση τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων. Στα νοσοκομεία, στους εργαζόμενους στις δομές τοξικοεξαρτημένων, στους επισφαλείς, στην εφεδρεία, τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ αγγίζουν… τσαουσεσκικά όρια. Ο ΣΥΡΙΖΑ, γενικότερα, τα πήγε πολύ καλά, για τρεις λόγους.

Ο πρώτος είναι ότι ήταν στην ουσία η μόνη δύναμη αντιπολίτευσης, με μια πολύ αξιοπρεπή υποστήριξη στα κινήματα. Ο δεύτερος είναι ότι στοχοποιήθηκε από τον αντίπαλο, και αυτό μπόρεσε να το αξιοποιήσει θετικά. Ο τρίτος λόγος, με όλη την αντιφατικότητα, είναι ότι μίλησε για αριστερή κυβέρνηση· για αριστερή κυβέρνηση της Αριστεράς, όχι της κεντροαριστεράς. Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, μια βδομάδα μετά τις εκλογές, είναι άρτια· υπάρχουν αδυναμίες, παραφωνίες, φοβίες, ας μη στεκόμαστε όμως στη λεπτομέρεια και τη μικρή εικόνα. Στην πορεία προς τις νέες εκλογές, οι εκβιασμοί και η τρομοκρατία που θα ασκηθούν θα κάνουν όσα βλέπουμε τούτες τις μέρες να μοιάζουν με νηπιαγωγείο. Συνέχεια ανάγνωσης

Οι μελανοχίτωνες στη Βουλή. Πώς αντιμετωπίζουμε τη Χρυσή Αυγή;

Standard

Εκδήλωση Ενθεμάτων και RedNotebook

την Παρασκευή 18.5, ώρα 20.30 στο εντευκτήριο των «Ενθεμάτων»

Αφίσα του ισπανικού Εμφυλίου

Eκτός από τη μεγάλη επιτυχία της Αριστεράς και την κατάρρευση του δικομματισμού, η είσοδος της Χρυσής Αυγής στη Βουλή αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία των εκλογών της 6ης Μαΐου. Η ορμητική εμφάνιση του νεοναζιστικού εφιάλτη στο προσκήνιο αποτελεί μεγάλο ζήτημα και απαιτεί άμεσες ενέργειες, στην πορεία προς τις εκλογές του Ιουνίου

Έτσι, τα Ενθέματα και το RedNotebook οργανώνουν ανοιχτή συζήτηση με θέμα: «Οι μελανοχίτωνες στη Βουλή. Τι σημαίνει το ποσοστό της Χρυσής Αυγής και πώς την αντιμετωπίζουμε». Θα μιλήσουν Χριστόφορος Βερναρδάκης (πολιτικός επιστήμονας, ΑΠΘ), Κυριακή Κλοκίτη (μέλος του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα), Σταύρος Κωνσταντακόπουλος (Πάντειο Πανεπιστήμιο), Δημήτρης Ψαρράς (δημοσιογράφος, ομάδα «Ο Ιός»).

Η συζήτηση θα γίνει στο εντευκτήριο των «Ενθεμάτων» (Βαλτετσίου 50-52 6ος όροφος), την Παρασκευή 18 Μαΐου, στις 20.30. Συνέχεια ανάγνωσης

Δυσάρεστη, ναι. Έκπληξη, όμως;

Standard

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Χωρίς τίτλο

«Η είσοδος των “άκρων” στη Βουλή ενισχύει ή αποδυναμώνει τη δημοκρατία;» αναρωτιόταν τρεις μέρες πριν τις εκλογές η lifo. Τι κι αν οι δημοσκοπήσεις και τα απανωτά κρούσματα εκφασισμού βεβαίωναν το αδιανόητο άλμα απ’ το περιθώριο στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση; Τι κι αν οι επιθέσεις δεν περιορίζονταν πια στην Αθήνα και στους «αόρατους», αλλά υλοποιούσαν ενυπόγραφα το ναζιστικό «εναντίον όλων» — ό,τι δηλαδή κραυγάζει η ιστορία από τη Βαϊμάρη μέχρι την Ουτόγια; Η κατανόηση και οι ιεραρχήσεις των ατάραχων «φιλελεύθερων», μέσων ενημέρωσης και κομμάτων, παρέμεναν πεισματικά σε άλλο μήκος κύματος. Και δεν θα άλλαζαν παρά μόνο για λίγο, μετά δηλαδή την επίθεση στον Πέτρο Ευθυμίου, μετά τη γελοιοποίηση της εξίσωσης ΣΥΡΙΖΑ-νεοναζί και, κυρίως, αφού οι δημοσκοπήσεις έδειχναν τη Χρυσή Αυγή να ροκανίζει «αυτοδυναμίες», να αμφισβητεί αξιοπρεπείς καταγραφές και, στην περίπτωση του ΛΑΟΣ, να απομακρύνει δραματικά το 3%. Με δύο λέξεις: κατόπιν εορτής.

Προς τιμήν τους, ο Αχιλλέας Κυριακίδης και ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης διόρθωναν το ερώτημα της lifo: «Προς τι ο πληθυντικός; Ένα είναι το άκρον, κι αυτό γαγγραινιασμένο», έγραφε ο πρώτος· «άκρα στην πολιτική είναι εκείνα που αρνούνται τις αξίες που μας έχει κληροδοτήσει η νεωτερικότητα. Υπ’ αυτή την έννοια, άκρο μπορεί να είναι και ένα μέρος του δεσπόζοντος πολιτικού ρεύματος», σημείωνε ο δεύτερος (lifo, 3.5.2012). Ύστερα ήρθε το βράδυ της 6ης Μαΐου, τα παραγγέλματα στους δημοσιογράφους που είχαν την ατυχία να καλύπτουν τα επινίκια στην οδό Δηλιγιάννη, και η ανακάλυψη, μία ακόμα, της Αμερικής. Συνέχεια ανάγνωσης

Πολιτειακά ζητήματα μετά τις εκλογές

Standard

του Δημήτρη Χριστόπουλου

Έρνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, «Τανγκό», π. 1919-1921

Η έκβαση των εκλογών της 6ης Μαΐου μας θέτει ενώπιον δύο κατηγοριών θεμάτων: πολιτειακών και πολιτικών. Τα πολιτειακά ζητήματα σχετίζονται με την οροθέτηση του πλαισίου, δηλαδή τους κανόνες του παιχνιδιού. Τα πολιτικά, με τις τάσεις και την έκβαση του κομματικού ανταγωνισμού. Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές (Τρίτη 8.5), δεσπόζουσα θέση στα πολιτικά ζητήματα έχει η προσβλητική για τη νοημοσύνη μας στάση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ έναντι της πρότασης «αριστερής διακυβέρνησης». Ενώ μέχρι το Σάββατο το βράδυ διεξήγαγαν μια άνευ προηγούμενου για τα μεταπολιτευτικά χρονικά εκστρατεία τρομοκράτησης του εκλογικού σώματος εναντίον της Αριστεράς –και δη του ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν ήδη σαφές ότι είχε αποκτήσει μια ακαταμάχητη προεκλογική δυναμική–, από την κυριολεκτικά επομένη των εκλογών το τροπάριο της απειλής έδωσε τη θέση του στην πρόσκληση για διακυβέρνηση. Η εκθαμβωτική αυτή μετατόπιση αποδεικνύει περίτρανα ότι συζητάμε για ένα, άξιο της μοίρας του, πολύ φθηνό πολιτικό προσωπικό με αγοραία αίσθηση δημοσίου συμφέροντος: αν όντως οι άνθρωποι, τα κόμματα και τα μέσα τους είχαν την πεποίθηση ότι η πρόταση της αριστερής διακυβέρνησης θα ήταν η συντέλεια του κόσμου, θα περίμενε κανείς, στο όνομα μιας στοιχειώδους συνέπειας, να συνεχίζουν να το υποστηρίζουν και μετεκλογικά, και όχι να προσκαλούν την Αριστερά να τους κυβερνήσει. Αν οι απερχόμενες πολιτικές ελίτ του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ απλώς απειλούσαν υποκριτικά (όπως π.χ. το 1981 η ΝΔ έλεγε ότι «το ΠΑΣΟΚ θα πάρει τα σπίτια μας»), τότε δεν χρειάζεται να ανησυχούν: το ευτελές κύκνειο άσμα τους ήταν αντάξιο του τρόπου διακυβέρνησης της χώρας, που οδήγησε στον εκλογικό τους μαρασμό. Συνέχεια ανάγνωσης