Κορνήλιος Καστοριάδης: στοχαστής της οικολογικής δημοκρατίας και πρόδρομος της αποανάπτυξης

Standard

 του Σερζ Λατους

μετάφραση: Εκδόσεις των Συναδέλφων

Ο Σερζ Λατούς στην Αθήνα. Ο Serge Latouche ομότιμος  καθηγητής oικονομικών στο Πανεπιστήμιο Paris-Sud (Ορσέ), θεωρείται, διεθνώς, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της αποανάπτυξης. Την Τρίτη 10 Μαΐου θα βρεθεί στην Αθήνα και θα μιλήσει στις 19.30, στο Πολυτεχνείο (αμφιθέατρο ΜΑΧ), με θέμα «Το στοίχημα της αποανάπτυξης». Την εκδήλωση συνδιοργανώνουν το Αυτόνομο Στέκι, οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, το Παρατηρητήριο Ελεύθερων Χώρων, το περιοδικό Πανοπτικόν, ο Σκόρος και ο  Σπόρος.

Ο Λατούς γεννήθηκε το 1940 σπούδασε φιλοσοφία, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες, έχει διδάξει σε πανεπιστήμια στη Λιλ στη Γαλλία, στο Κονγκό και στο Λάος. Από το 2002 έχει αφιερωθεί στη μελέτη της αποανάπτυξης. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του Το στοίχημα της από-ανάπτυξης, μτφρ. Χριστίνα Σαρίκα, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2008.

Όπως σημειώνουν οι οργανωτές της εκδήλωσης, «τη στιγμή που η χρεοκοπία της χώρας είναι χρεοκοπία του μοντέλου ανάπτυξης, ο Λατούς σε ρήξη με το ωφελιμιστικό φαντασιακό του καπιταλιστικού κόσμου, που μας οδήγησε εδώ, προτείνει νέες μορφές κοινωνικής, παραγωγικής και οικολογικής συμβίωσης.  Η μεγέθυνση και η ανάπτυξη είναι δύο μύθοι της οικονομίας που οδηγούν τον κόσμο στον αφανισμό. Ως εκ τούτου, ο Λατούς προτείνει την κατασκευή «συμβιωτικών, αυτόνομων, οικονόμων κοινωνιών» με ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει «αναδιανομή, αναδόμηση, μείωση, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση κ.ά». Το πρόγραμμα αυτό –χωρίς να αποτελεί  «ετοιμοπαράδοτο μοντέλο»– συνιστά μια «ουτοπία κινητήρια και δημιουργική» για να διερευνήσουμε «τρόπους συλλογικής άνθησης που δε θα καταστρέφουν το περιβάλλον και τον κοινωνικό δεσμό».

«ΕΝΘΕΜΑΤΑ»

«Δεν είναι μόνο η αμετάκλητη κατασπατάληση του περιβάλλοντος και αναντικατάστατων πόρων. Είναι επίσης η ανθρωπολογική καταστροφή των ανθρώπινων όντων που μεταμορφώνονται σε παραγωγικά και καταναλωτικά κτήνη, σε εξαχρειωμένους ζάπερ»

Κορνήλιος Καστοριάδης[1]

«Η οικολογία είναι ανατρεπτική, γιατί θέτει σε αμφισβήτηση το καπιταλιστικό φαντασιακό που δεσπόζει στον πλανήτη. Αρνείται το κεντρικό του μοτίβο, σύμφωνα με το οποίο το πεπρωμένο μας είναι ν’ αυξάνουμε ακατάπαυστα την παραγωγή και την κατανάλωση. Δείχνει τον καταστροφικό αντίκτυπο της καπιταλιστικής λογικής στο φυσικό περιβάλλον και στη ζωή των ανθρωπίνων όντων».

Κορνήλιος Καστοριάδης[2]

Το σχέδιο μιας κοινωνίας αποανάπτυξης περικλείει ένα σύνολο θεματικών που συνηχούν με τη σκέψη του Καστοριάδη. Τις θεματικές αυτές μπορούμε να τις ταξινομήσουμε γύρω από δύο κύριους άξονες: την οικολογική δημοκρατία, αφενός, και την αποαποικιοποίηση του φαντασιακού, αφετέρου.

 Η οικολογική δημοκρατία

Έργο του Όσκαρ Κοκόσκα

Η πολιτική αυτονομία, ως συνειδητή και νηφάλια αυτοοργάνωση της κοινωνίας, κατέχει κεντρική θέση στην καστοριαδική ανάλυση. Για τον Καστοριάδη, όπως και για εμάς, η αυτονομία πρέπει να λαμβάνεται υπό την κυριολεκτική της έννοια (αυτό-νομος, αυτός που θεσπίζει ο ίδιος τους νόμους του), ως αντίδραση στην ετερονομία της αόρατης χείρας, της δικτατορίας των χρηματοοικονομικών αγορών και των επιταγών της τεχνοεπιστήμης στην (υπερ)μοντέρνα κοινωνία. Η αυτονομία καταλήγει στην άμεση δημοκρατία («συνέλευση ανθρώπων που θεσπίζουν οι ίδιοι τους νόμους τους» και «γνωρίζοντας ότι το κάνουν»), της οποίας ο Καστοριάδης ήταν θερμός υπέρμαχος.

Ωστόσο, σαν καλός ψυχαναλυτής που επίσης ήταν, ο Καστοριάδης δίνει μεγάλη σημασία στην προσωπική αυτονομία, την οποία θεωρεί αλληλένδετη με την αυτονομία της κοινωνίας. Το ον-υποκείμενο θεσπίζεται ως αυτόνομο ον. «Δηλαδή», εξηγεί ο Νικολά Πουαριέ, «ένα πρόσωπο που θεσπίζει το ίδιο τους νόμους του κι επιλέγει να τους υπακούει μετά λόγου γνώσης, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να τους θεσπίσει ξανά εκ νέου».[3] Η αυτονομία του προσώπου εκτείνεται αναγκαστικά και στο οικονομικό επίπεδο, γι’ αυτό η αυτοδιαχείριση των συλλογικοτήτων εργασίας έχει σημαντική θέση στη θεώρησή του. Πώς θα λειτουργούσε αυτή η αυτόνομη πολιτική και οικονομική κοινωνία; Το πείραμα των «Lip» (από το όνομα εκείνης της ωρολογοποιίας στην Μπεζανσόν, που την παράτησε το αφεντικό της και πρώτα την ανέλαβαν και μετά τη διοίκησαν οι υπάλληλοί της), το 1973, παρά την εχθρική στάση ορισμένων συνδικαλιστικών κατευθύνσεων, κατέδειξε τον πλούτο και το εφικτό της αυτοδιαχείρισης. Χρειάστηκε η βούληση των αρχών (του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν εν προκειμένω), υπό την ώθηση μιας πεισματικής μερίδας εργοδοτών, για να μπει τέλος στο πείραμα.[4] Για την κοινωνικοπολιτική οργάνωση, ο Καστοριάδης παραπέμπει, όπως κι εμείς, στον οικολόγο αναρχικό Μάρεϊ Μπούκτσιν, του οποίου τον «οικο-κομουναλισμό»[5] ασφαλώς θα εκτιμούσε. «Δεν είναι εντελώς παράλογο», γράφει ο Μπούκτσιν, «να σκεφτούμε ότι μια οικολογική κοινωνία θα μπορούσε ν’ απαρτίζεται από έναν δήμο μικρών δήμων, καθένας από τους οποίους θα σχηματιζόταν από μια “κοινότητα κοινοτήτων” ακόμα πιο μικρών […] σε πλήρη αρμονία με το οικοσύστημά τους».[6] Θα είχαμε, κατά κάποιον τρόπο, μικρές δημοκρατίες γειτονιάς. Η συνειδητοποίηση των παγκόσμιων αντιφάσεων προκαλεί έτσι μια τοπική δραστηριοποίηση που εκκινεί τη διαδικασία αλλαγής, με τις προσδοκίες και τις δυνατότητες των πολιτών να εκδηλώνονται στη ζωντανή τους καθημερινότητα.

Το να δούμε στην ουτοπία της ριζικής και τοπικής δημοκρατίας τη λύση όλων των προβλημάτων είναι βεβαίως υπερβολικό, αλλά η αναζωογόνηση της τοπικής δημοκρατίας αποτελεί σίγουρα μια διάσταση της ήπιας αποανάπτυξης και μια μορφή χειροπιαστής πραγμάτωσης της αυτονομίας.

 Η αποαποικιοποίηση του φαντασιακού

Έργο του Βασίλι Καντίσκι, από τη σειρά "Γαλάζιος καβαλάρης"

Η υλοποίηση μιας κοινωνίας αποανάπτυξης συνεπάγεται ν’ αποαποικιοποιήσουμε το φαντασιακό μας για ν’ αλλάξουμε στ’ αλήθεια τον κόσμο προτού η αλλαγή του κόσμου μάς καταδικάσει στην οδύνη. Αυτή είναι η αυστηρή εφαρμογή του μαθήματος του Καστοριάδη.

«Το απαιτούμενο –σημειώνει– είναι μια νέα φαντασιακή δημιουργία που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε ανάλογο στο παρελθόν, μια δημιουργία που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, που θα έθετε στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο. (…) Αυτή είναι η κολοσσιαία δυσκολία που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε. Θα έπρεπε να θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν πάψει να κατέχουν κεντρική (ή μοναδική) θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία επομένως θα έχουμε παραιτηθεί από αυτή την τρελή κούρσα προς μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο για ν’ αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως για να βγούμε από την ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων».[7] Συνέχεια ανάγνωσης

Kοινωνική οικονομία της αλληλεγγύης ή της αγοράς;

Standard

του Τάκη Νικολόπουλου και του Δημήτρη Καπογιάννη

Αντιδικτατορική αφίσα του Jean Marie Drot, υπογεγραμμένη από τον καλλιτέχνη (από την έκθεση-δημοπρασία «Συμβολή 39 καλλιτεχνών για τα ΑΣΚΙ»)

Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους η υπάρχουσα συστημική κρίση δεν έχει ακόμα, παρά την ένταση και τη διάρκειά της, ενεργοποιήσει κοινωνικές αντιστάσεις στο απαιτούμενο επίπεδο είναι και οι στρατηγικές συστημικής επιβίωσης. Παρά τον πολλαπλασιασμό των προβλημάτων που ανακύπτουν από την τεράστια επιχείρηση μετακύλισης των συνεπειών της κρίσης στους οικονομικά ασθενέστερους, η οποία εξελίσσεται ιδιαίτερα εμφανώς σε κράτη-πειράματα, οι κοινωνικοί αγώνες δεν εμφανίζουν, στις χώρες αυτές αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, την απαιτούμενη ένταση και διάρκεια. Φαίνεται πως ενώ οι δυνατότητες του καπιταλισμού ως συστήματος περιορίζονται, εντούτοις αποδεικνύεται εφευρετικός στη βελτίωση των μηχανισμών που του επιτρέπουν, για να θυμηθούμε τον A. Γκορζ, «να χειρίζεται την μη επίλυση των προβλημάτων του, να επιβιώνει από τις δυσλειτουργίες του» ή, αλλιώς, να επιβιώνει ακόμα και σε κατάσταση εντροπίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο τρόπος χειρισμού του οξύτατου προβλήματος της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Ως γνωστόν, ανάμεσα στις δραματικές συνέπειες της κρίσης συγκαταλέγεται και η ραγδαία αύξηση ανέργων και επισφαλώς απασχολουμένων, ιδίως μετά την ατζέντα της Λισσαβώνας «Ευρώπη 2020». Συνακόλουθα, και στην Ελλάδα, το αρμόδιο για τη διαχείριση –και όχι βέβαια την επίλυση!– του προβλήματος Υπουργείο έσπευσε να εξαγγείλει, για μια ακόμα φορά, την προσφυγή στον θεσμικό εξοπλισμό της αποκαλούμενης «κοινωνικής οικονομίας». Συνέχεια ανάγνωσης

Η κοινωνική οικονομία στην Ελλάδα και το πρόσφατο σχετικό νομοσχέδιο

Standard

του Πάνου Παπαδόπουλου

Με τον όρο κοινωνική οικονομία ή τρίτος τομέας εννοούμε όλες εκείνες τις δραστηριότητες που, ακόμη και όταν έχουν οικονομικό αντικείμενο, δεν έχουν σκοπό το κέρδος, αλλά την προώθηση ενός κοινωνικού σκοπού. Περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα οργανώσεων: από φιλανθρωπικά ιδρύματα, εθελοντικές ομάδες και μη κυβερνητικές οργανώσεις μέχρι συνεταιρισμούς και κοινωνικές επιχειρήσεις.

Βάσω Κατράκη, «Ψαράδες με καπέλα»

Στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης οι θεσμοί της κοινωνικής οικονομίας έχουν μακρά ιστορία και αξιοσημείωτη παρουσία στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, ο κοινωνικός τομέας απασχολεί το 10% του εργατικού δυναμικού και έχει κύκλο εργασιών που ανέρχεται σε δεκάδες δισ. Ευρώ, ενώ στην Ιταλία λειτουργούν αυτή τη στιγμή περίπου 7.500 περίπου κοινωνικοί συνεταιρισμοί. Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι οργανώσεις της κοινωνικής οικονομίας έχουν μικρή επιρροή, αλλά κατά κοινή ομολογία υπάρχουν πολλά περιθώρια ανάπτυξης.

Κεντρικό ρόλο στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας έχει η κοινωνική επιχείρηση. Παρότι τυπικά πρόκειται για κερδοσκοπική επιχείρηση, η κοινωνική επιχείρηση προτάσσει τις αξίες της κοινωνικής αλληλεγγύης, της βιώσιμης ανάπτυξης και της δημοκρατικής συμμετοχής σε βάρος της επιδίωξης κέρδους. Με αρχές όπως «ένα μέλος, μία ψήφος», περιορισμένη ή και καθόλου διανομή κερδών, και με σκοπούς την αλληλεγγύη των μελών του (π.χ. καταναλωτικοί συνεταιρισμοί), την κοινωνική και επαγγελματική ενσωμάτωση  ευπαθών ομάδων (άτομα με αναπηρία, μετανάστες, χρήστες ουσιών κ.λπ.) ή την επιδίωξη ενός γενικότερου σκοπού (π.χ. δίκαιο εμπόριο), οι κοινωνικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τα όποια κέρδη τους για την επίτευξη των σκοπών τους (π.χ. αύξηση των θέσεων εργασίας, επέκταση δραστηριοτήτων), και όχι το αντίστροφο. Συνέχεια ανάγνωσης