Συνέντευξη του Ράινερ Μπάουμπεκ στον Δημήτρη Χριστόπουλο
Μιλάει για τις πολιτικές ιθαγένειας στην Ε.Ε, την ένταξη των μεταναστών, τις προοπτικές του προσφυγικού και τον ρόλο της Ελλάδας
O Rainer Bauböck είναι ένας από τους διακεκριμένους πολιτικούς επιστήμονες στην Ευρώπη στον τομέα της ιδιότητας του πολίτη και της μετανάστευσης στην Ευρώπη, την περίοδο έπειτα από τον Ψυχρό Πόλεμο. Κατέχει την έδρα Πολιτικής και Κοινωνικής Θεωρίας στο Τμήμα Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου στη Φλωρεντία. Το 2009 πήρε την πρωτοβουλία για την ίδρυση του Eudo, του παρατηρητηρίου για την ιθαγένεια στην Ευρώπη, το οποίο έκτοτε συντονίζει. Το Eudo Citizenship είναι στις μέρες μας η μεγαλύτερη ακαδημαϊκή δομή τεκμηρίωσης των σπουδών ιδιότητας του πολίτη σε όλη την Ευρώπη. Ο Ράινερ Μπάουμπεκ θα μιλήσει στην Αθήνα στις 9 Μαρτίου, στις 19:00, στο Gazarte (Βουτάδων 32-34, Γκάζι· Μετρό: Κεραμεικός), με θέμα «Δημοκρατική ένταξη: οι προκλήσεις της μετανάστευσης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Θα υπάρχει ταυτόχρονη μετάφραση αγγλικά-ελληνικά. Η διάλεξη εντάσσεται στη σειρά RethinkingEurope, που οργανώνει το Παράρτημα Ελλάδας του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, σε συνεργασία με την Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και Δημοκρατίας (περισσότερες πληροφορίες στο rosalux.gr). Με την ευκαιρία αυτή, με τον με τον Ρ. Μπάουμπεκ συζήτησε ο Δημήτρης Χριστόπουλος (Πάντειο Πανεπιστήμιο, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα δικαιώματα του Ανθρώπου-FIDH).
Έχετε αφιερώσει το ακαδημαϊκό σας έργο στις στρατηγικές της ιδιότητας του πολίτη και στην ένταξη των μεταναστών. Πώς αξιολογείτε τον τρόπο που η Ε.Ε. αντιμετωπίζει τα εν λόγω θέματα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου;
Η Ε.Ε. έχει πολύ περιορισμένες αρμοδιότητες σε αυτά τα θέματα. Το 1992 η Συνθήκη του Μάαστριχτ εισήγαγε μια κοινή ενωσιακή ιθαγένεια αλλά δεν υπήρξε η φυσιολογική συνέχεια της εναρμόνισης των εθνικών νομοθεσιών που ρυθμίζουν την πρόσβαση στο καθεστώς ιθαγένειας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε το 1999 προώθησε μια κοινή πολιτική ασύλου και μια προσέγγιση των δικαιωμάτων των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε αυτά των πολιτών, αλλά την επόμενη δεκαετία η ατζέντα μετατοπίστηκε, δίνοντας έμφαση στις προϋποθέσεις και τις δοκιμασίες απόδοσης ιθαγένειας. Ο αργός και ημιτελής εξευρωπαϊσμός των πολιτικών αυτών στο παρελθόν έχει δημιουργήσει σήμερα έναν πραγματικό κίνδυνο ριζοσπαστικής εθνικής αναδίπλωσης. Η αποτυχία των κρατών-μελών να συμφωνήσουν σε έναν διαμοιρασμό ευθυνών στην προσφυγική κρίση μπορεί να πυροδοτήσει την κατάρρευση της Συμφωνίας Σένγκεν για τα ανοιχτά σύνορα, και η απειλή εξόδου της Βρετανίας χρησιμεύει ως δικαιολογία για πολλά κράτη-μέλη ώστε να προτείνουν νέους περιορισμούς της ελεύθερης μετακίνησης των Ευρωπαίων πολιτών. Το δίδαγμα που πρέπει να αντλήσουμε είναι: Δεν μπορούμε πλέον να διαχωρίζουμε τις πολιτικές που ακολουθούμε για τους μη Ευρωπαίους και τους Ευρωπαίους μετανάστες. Γιατί αν αποτύχουν οι πρώτες, θα κλονιστούν αναμφίβολα και οι δεύτερες. Συνέχεια ανάγνωσης