του Γιώργου Σταθάκη

Λούσιαν Φρόυντ, "Πλούτων", 1988
Τη χρυσή εικοσαετία 1950-1970 η Ιρλανδία θεωρείται ότι έμεινε πίσω σε σχέση με τις νοτιοευρωπαικές χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) που είχαν επιδείξει εκρηκτικούς ρυθμούς οικονομικής ανόδου, ταχύτερους από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες, δικαιώνοντας τη θεωρία ότι οι χώρες που μπαίνουν αργότερα στη διαδικασία ανάπτυξης έχουν γρηγορότερους ρυθμούς από τις πιο ώριμες οικονομίες και, για ένα διάστημα, τουλάχιστον συγκλίνουν. Έτσι υπερκεράστηκε τόσο από την Ελλάδα όσο και από την Ισπανία, στους συμβατικούς οικονομικούς δείκτες.
Η Ιρλανδία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήταν σχεδόν απόλυτα προσδεδεμένη στην οικονομία της Αγγλίας (83% των εξαγωγών της). Η προσφιλής πολιτική του «ανοίγματος της οικονομίας» άρχισε να κλιμακώνεται εκείνα τα χρόνια. Έφτιαξε ενιαία αγορά με την Αγγλία το 1966 και μπήκε στην ΕΟΚ το 1973. Δημιούργησε ένα προνομιακό καθεστώς για ξένες επενδύσεις με εξαιρετικά χαμηλή φορολογία ήδη από τις αρχές του ’60 και προσπάθησε να επιλύσει το χρονίζον εκπαιδευτικό πρόβλημα με την καθιέρωση του δημόσιου συστήματος εκπαίδευσης το 1966.