του Μικαέλ Λεβί

Έγκον Σίλε, "Όρθιος γυμνός άντρας", 1914
Υπάρχει μια εμπεδωμένη παράδοση στο δυτικό πολιτισμό, η ηθική κρίση να ερμηνεύεται αποκλειστικά σε συσχετισμό προς την ατομική ευθύνη. Κάθε φορά που κάτι δεν πάει καλά στη σφαίρα της πολιτικής ή της οικονομίας, θεωρείται ότι η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στη διαφθορά ή στις ανήθικες πράξεις κάποιων προσώπων. Για παράδειγμα, η πρόσφατη οικονομική κρίση προκάλεσε την εμφάνιση ενός πλήθους ηθικολογούντων σχολίων, που κατήγγειλαν την κακή και ανεύθυνη συμπεριφορά των τραπεζιτών και των κερδοσκόπων. Ο κύριος Σαρκοζί και άλλοι πολιτικοί αρχηγοί έγιναν η αιτία να δημιουργηθεί ένα κίνημα προς την ηθικοποίηση του καπιταλισμού.
Πριν από έναν σχεδόν αιώνα, ο Μαξ Βέμπερ έγραψε ένα σοβαρό και μαζί ιδιαίτερα διαφωτιστικό σχόλιο σχετικά με τη φύση του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος, τονίζοντας, στο Οικονομία και Κοινωνία, τον ριζικά απρόσωπο χαρακτήρα του συστήματος:
«Η ανταγωνιστικότητα (Konkurrenzfähigkeit), η αγορά –η αγορά της εργατικής δύναμης, η χρηματιστηριακή/χρηματοπιστωτική αγορά, η αγορά των εμπορευμάτων– και άλλοι αντικειμενικοί λόγοι καθορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων σε αποφασιστικά σημεία και εμβάλλουν μεταξύ των ανθρώπινων όντων απρόσωπες δυνάμεις. Οι παρατηρήσεις αυτές δεν είναι ούτε ηθικές ούτε ανήθικες, απλώς δεν έχουν να κάνουν τίποτα με την ηθική· είναι ξένες προς κάθε έννοια ηθικής. Η “δουλεία χωρίς αφέντη” στην οποία ο καπιταλισμός φυλακίζει τον εργαζόμενο ή τον οφειλέτη μπορεί να αναλυθεί μόνο ως θεσμικό φαινόμενο (…).»[1]
Παρά το γεγονός ότι ο Βέμπερ δεν αποκαλεί ρητά τον καπιταλισμό «θεσμικό κακό», ο ορισμός του περί δουλείας-χωρίς-αφέντη αποτελεί σχόλιο ισχυρό από ηθική και πολιτική άποψη, απολύτως ξένο προς κάθε είδους απολογητικό λόγο, ο οποίος εξακολουθεί να κυριαρχεί σήμερα και ο οποίος επιμένει να εξισώνει τον καπιταλισμό με την ελευθερία. Στο δοκίμιό του για την κατάσταση της αστικής δημοκρατίας στη Ρωσία (1906), ο Βέμπερ καταρρίπτει ειρωνικά τη σχετική συμβατική φιλελεύθερη/ αστική θέση στο θέμα αυτό. Σύμφωνα με τον Βέμπερ, «είναι απολύτως γελοίο να αποδίδεται στον σημερινό καπιταλισμό με τη μορφή που αυτός εισήχθη στη Ρωσία ή που εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ […] οποιαδήποτε εκλεκτική συγγένεια προς την έννοια της “δημοκρατίας” ή ακόμη και της “ελευθερίας”». Αντίθετα, αυτό που πρέπει να γίνει είναι να τεθεί το ερώτημα κατά ποιοN τρόπο οι έννοιες αυτές θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να ισχύσουν σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας.[2]