Μια κινηματογραφική «κατάδυση» στο κολαστήριο της Μακρονήσου
(αναδημοσίευση από την Αυγή της Κυριακής, 14.4.2013)
Σημ. Η ταινία «Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας» θα παίζεται μέχρι την άλλη Τετάρτη 30/4 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος στην Αθήνα και στην αίθουσα «Παύλος Ζάννας» στη Θεσσαλονίκη)
συνέντευξη του Ολιβιέ Ζισουά στον Κώστα Τερζή
μετάφραση: Σοφία Φραγκουλοπούλου

Σκαπανείς κατασκευάζουν ομοίωμα του Παρθενώνα, στη Μακρόνησο. Προπαγανδιστική φωτογραφία του Απόστολου Βερβέρη
«Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας» είναι ο τίτλος του ντοκιμαντέρ που γύρισε ένας Ελβετός, ο Ολιβιέ Ζισουά, για το «εθνικό αναμορφωτήριο» της Μακρονήσου, και το οποίο θα προβάλλεται από την ερχόμενη Πέμπτη σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος και στην αίθουσα «Παύλος Ζάννας» αντίστοιχα). Με τον τίτλο δανεισμένο από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Οι γερόντοι», η ταινία του Ζισουά αντιπαραθέτει την ποίηση που έγραψαν οι πολιτικοί κρατούμενοι της Μακρονήσου στο εθνικιστικό παραλήρημα της «αναμόρφωσης», όπως βγαίνει μέσα από το ουρλιαχτό των μεγαφώνων…
Ο «ανήσυχος» για τα σημάδια των καιρών Ελβετός κινηματογραφιστής φτιάχνει μια ταινία μνήμης ενάντια στη λήθη, αλλά και ένα έργο ηθικής αντίστασης για το σήμερα… Ο Γάλλος συμπαραγωγός της ταινίας μεσολάβησε ώστε ο Ζισουά να συνεργαστεί από ελληνικής πλευράς με την κινηματογραφική ομάδα του «Περίπλου» -σε μια «εξαιρετικά γόνιμη συνεργασία», όπως τονίζουν οι Έλληνες συνεργάτες του. Ιστορικός σύμβουλος της ταινίας ήταν ο «δικός μας» Στρατής Μπουρνάζος, των «Ενθεμάτων».
Κώστας Τερζής
Τι είναι αυτό που σας τράβηξε αρχικά, ως κινηματογραφιστή, στο συγκεκριμένο σχέδιο για τη Μακρόνησο; Και όταν τελειώσατε την ταινία τι είχε αλλάξει, τι «μάθατε» μέσα απ’ αυτήν;
Αποφάσισα να γυρίσω την ταινία, αφότου διάβασα τη συλλογή Πέτρινος Χρόνος του Γιάννη Ρίτσου (στη γαλλική μετάφραση του Pascal Neveu, από τις εκδόσεις Ypsilon, 2009]. Μέχρι τότε δεν είχα επισκεφτεί ποτέ την Ελλάδα. Η τραγωδία της Μακρονήσου και η δραματουργική δύναμη των ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου, τα οποία έγραψε ενόσω ήταν εξόριστος στο νησί, με συγκλόνισαν. Οπότε, ήταν για μένα σαν μια μεγάλη πόρτα που άνοιγε προς μια χώρα και μια ιστορία που δεν γνώριζα. Προκειμένου να γίνει μια τέτοια ταινία, χρειάστηκε διάβασμα, συζητήσεις με μεγάλο αριθμό Μακρονησιωτών και με ιστορικούς, και στη συνέχεια να γίνουν δραστικές επιλογές, την ευθύνη των οποίων φέρουμε πλήρως. Κατά κάποιο τρόπο, προστατεύτηκα πίσω από τους ποιητές, αφήνοντας τα ποιήματα να αντιπαρατεθούν με τα προπαγανδιστικά κείμενα. Όμως, έχω επίγνωση ότι αυτός ο λογοτεχνικός «Ψυχρός Πόλεμος» δεν πραγματεύεται παρά μόνο κάποιες από τις διαστάσεις της πραγματικότητας για τη Μακρόνησο.
Καθώς δεν γνωρίζουμε καθόλου στην Ελλάδα το προηγούμενο κινηματογραφικό σας έργο, ποια είναι, ίσως, τα κοινά στοιχεία με την ταινία για τη Μακρόνησο;
Η προηγούμενη ταινία μου, με τίτλο «Αuloindesvillages» (Μακριά από τα χωριά, 2008), γυρίστηκε σε ένα προσφυγικό στρατόπεδο στο Νταρφούρ του Σουδάν. Πρόκειται για ένα στρατόπεδο, στο οποίο οι άνθρωποι κλείνονται από μόνοι τους, προκειμένου να προστατευτούν από τον πόλεμο που μαίνεται έξω. Σε αντίθεση με τη Μακρόνησο, επρόκειτο για ένα στρατόπεδο που σώζει ζωές. Η κινηματογραφική φόρμα που επιλέχθηκε ήταν αυστηρή: στατικά πλάνα και τράβελινγκ, με στόχο να αποτυπωθεί η ατέρμονη αναμονή και οι συνθήκες ένδειας των επιζώντων. Μια δουλειά πάνω στο χρόνο (που απλώνεται), το χώρο (που περιορίζεται) και τη μνήμη (των σφαγών από τις οποίες γλίτωσαν), η οποία συγκλίνει με την προσέγγιση που χρησιμοποιήθηκε και στην ταινία για τη Μακρόνησο. Σε αυτό το σημείο, όμως, μου φαίνεται, πρέπει να σταματήσουν οι συγκρίσεις…
Σε μια ταινία όπως αυτή, πόσο ισχυρός είναι ο καταναγκασμός της Ιστορίας, της πραγματικότητας, και ποιο το περιθώριο καλλιτεχνικής ελευθερίας; Τι πιστεύετε για τον συνδυασμό αυτό;
Σε μια ταινία που πραγματεύεται ένα τόσο οδυνηρό θέμα όπως η Μακρόνησος, ο σκηνοθέτης δεν είναι ελεύθερος: παραλύει από το «βάρος» και την πολυπλοκότητα όσων συνέβησαν, από τον κίνδυνο να αναπτύξει μια αισθητική που φαίνεται τεχνητή ή να κάνει μια ταινία «ωραία αλλά ανούσια». Από το να αποπειραθώ να τεκμηριώσω ή να κάνω «Ιστορία», προτίμησα να προσπαθήσω να φέρω στο φως παρουσίες, να προκαλέσω ερωτήματα, να παλέψω ενάντια στη λήθη, και αυτό με το να αφήσω να λειτουργήσει η δύναμη της ποιητικής φαντασίας. Συνέχεια ανάγνωσης →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...