Ο Nτέιβιντ Χάρβεϋ βρέθηκε τις προηγούμενες μέρες στην Αθήνα και έδωσε τρεις πολύ επιτυχημένες ομιλίες. Την τρίτη από αυτές, με τίτλο «Οι πολιτικές επιπτώσεις της καπιταλιστικής κρίσης: Ο νεοφιλελευθερισμός ενάντια στη δημοκρατία» (που συνδιοργάνωσαν το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς», το RedNotebook και τα «Ενθέματα» στο κηπάκι της Τσαμαδού 10, μπορείτε να την παρακολουθήσετε στο https://enthemata.wordpress.com/harvey_video/ ). Με την ευκαιρία αυτή, δημοσιεύουμε ένα σχετικό κείμενο του Γ. Βελεγράκη.
EΝΘΕΜΑΤΑ
του Γιώργου Βελεγράκη

Ρόι Λίχτενστάιν, «Οφθαλμαπάτη με κεφάλι Λεζέ και πινέ-
λο», 1973
Ένα από τα λιγότερο γνωστά, αλλά πολύ σημαντικά κατά τη γνώμη μου «χωρικά έργα» του Χάρβεϋ είναι το κείμενο Η πολιτική οικονομία του δημόσιου χώρου (The political economy of public space) που εκδόθηκε το 2006 στις ΗΠΑ ως μέρος του συλλογικού έργου Οι πολιτικές του δημόσιου χώρου (The politics of public space) υπό την επιμέλεια των Neil Smith και Setha Low.1 Το κείμενο διερευνά τη σχέση μεταξύ της φυσικής υπόστασης του αστικού δημόσιου χώρου και των πολιτικών αυτού που νοείται ως δημόσια σφαίρα. Η δημόσια σφαίρα για τον Χάρβεϋ, όπως και για το σύνολο των ριζοσπαστών γεωγράφων, δεν είναι καθολική και αχωρική, ώστε στο πλαίσιό της να τελείται απρόσκοπτα ο δημόσιος δημοκρατικός διάλογος της αστικής δημοκρατίας, αλλά, αντίθετα, υπόκειται στις συγκεκριμένες γεωγραφικές και ιστορικές δεσμεύσεις του φυσικού χώρου. Γι’ αυτό ο σχεδιασμός και η φυσική υλικότητα της χωρικής οργάνωσης δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον ζήτημα ή εκτός θέματος. Οι διάφορες γεωγραφίες του χώρου (και ειδικά στην πόλη ο σχεδιασμένος και οργανωμένος δημόσιος χώρος) είναι αυτές που επιβεβαιώνουν, αναιρούν ή αλλάζουν τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις της δημόσιας σφαίρας. Συνεπώς, είναι εύλογα τα ερωτήματα πώς ο φυσικός σχεδιασμός του δημόσιου χώρου της πόλης αντιστοιχεί σε πιο αυταρχικές ή πιο δημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης2 και πώς σχετίζεται με τη δυνατότητα πολιτικής κινητοποίησης.
Ο Χάρβεϋ, μελετώντας την εμβληματική προσπάθεια αναδόμησης του Παρισιού από τον Οσμάν τις δεκαετίες του 1850 και του 1860, αναδεικνύει τη σχέση της οργάνωσης του δημόσιου χώρου με τις μεγάλες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές εκείνης της περιόδου. Οι νέες τεράστιες λεωφόροι και τα εμπορικά κέντρα που τότε ξεφυτρώνουν, συνδέονται και υπηρετούν την ανάδειξη της μεσαίας τάξης, τον ευρύτερο χωρικό διαμοιρασμό του πληθυσμού με ταξικά κριτήρια και τη διακυβέρνηση μέσω της εικόνας του μεγαλείου και της νέας καπιταλιστικής αφθονίας.
To Παρίσι εισέρχεται στην κατά Χομπσμπάουμ «εποχή του κεφαλαίου». Τα έργα ανοικοδόμησής του ήταν μεγάλες δημόσιες δαπάνες, σχεδιασμένες για να αναζωογονήσουν την οικονομία και, μέσω κυρίως της εξασφάλισης του ιδιωτικού κέρδους και την εκμετάλλευση της αστικής γης. Δημιουργείται μια νέα φαντασιακή αναπαράσταση για την πόλη: η πόλη του θεάματος (νέα μπαρ, καφέ, καμπαρέ και θέατρα), του ιμπεριαλιστικού μεγαλείου της Γαλλίας (στις μεγάλες λεωφόρους πραγματοποιούνται δημοτικές τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις, «αριστοκρατικοί» γάμοι) και του κατά Μπένγιαμιν «προσκυνήματος του φετιχισμού του εμπορεύματος»3 (νέα μεγάλα εμπορικά κέντρα). Συνέχεια ανάγνωσης