Εξωχώριος σωτήρ

Standard

του Στρατή Μπουρνάζου

Το «Δρυός πεσούσης» το απεχθανόμουν ανέκαθεν, ακόμα κι αν πρόκειται για κάποιον ακροδεξιό, φαύλο, απεχθή (ή όλα αυτά μαζί). Επειδή όμως, σ’ αυτές τις σελίδες τα γράφαμε πολύ πριν πέσει η –ο Θεός να την κάνει– «δρυς» που ακούει στ’ όνομα Καρατζαφέρης και επειδή, άλλωστε, δεν έχουμε να «ξυλευθούμε», αξίζουν, νομίζω, δυο λόγια για το θέμα.

 Το πρώτο είναι ότι –όσο κι αν ο Καρατζαφέρης σήμερα φαντάζει γραφικός, αξιοθρήνητος και μαδημένος–, δεν πρέπει να ξεχνάμε το ποσοστό του στις ευρωεκλογές, ούτε την ευρεία εκτίμηση που απολάμβανε μόλις τρία χρόνια πριν. Όταν ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ. και Παπαδήμος τον θεωρούσαν αναγκαίο στη συγκυβέρνηση — παρότι διόλου αναγκαίος δεν ήταν για λόγους κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Όταν τόσοι και τόσοι τον θεωρούσαν «σωτήρα», ανακάλυπταν πόσο λαμπρός πολιτικός είναι, με κορυφαίο τον Αλέξη Παπαχελά, που του αφιέρωσε ολόκληρο άρθρο, υμνώντας την «υπεύθυνη στάση» του, την «επένδυσή του στη συναίνεση», τον «απλό λόγο». Και κατέληγε ότι στο ΛΑΟΣ (και ας όψεται, έλεγε, η «αριστερόστροφη πολιτική ορθότης») συναντάμε «τα συστατικά μιας επιτυχημένης πολιτικής συνταγής: Συναίνεση, υπεύθυνη στάση όταν κρίνονται καίρια θέματα, κοινός νους και όχι ξύλινος κομματικός λόγος και νέα επαρκή πρόσωπα» (Η Καθημερινή, 11.3.2011). Συνέχεια ανάγνωσης

H πλατεία ήτανε άδεια…

Standard

του Πολυμέρη Βόγλη

Χουάν Μιρό, «Τοπίο», 1924-25

Χουάν Μιρό, «Τοπίο», 1924-25

Η διαπίστωση είναι πλέον κοινότοπη. Στις συγκεντρώσεις, οι πλατείες είναι άδειες και τα καφέ γεμάτα. Οι αντιδράσεις του κόσμου στα μέτρα που επιβάλλει η κυβέρνηση είναι υποτονικές, κατώτερες των προσδοκιών και των περιστάσεων. Η οργή και η απόγνωση αναλώνονται σε ιδιωτικές συζητήσεις και κλείνονται σε ιδιωτικούς χώρους, δεν εκβάλλουν στο συλλογικό και το δημόσιο. Το κλείσιμο της ΕΡΤ προκάλεσε ένα μαζικό κύμα διαμαρτυρίας, που γρήγορα αποδυναμώθηκε. Οι κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα ή των καθαριστριών, όχι μόνο δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ευρύτερο κίνημα ενάντια στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων αλλά ούτε να κινητοποιήσουν μαζικά τους συναδέλφους τους. Οι «πλατείες» του 2011 μοιάζουν να αποτελούν μια πολύτιμη αλλά μακρινή ανάμνηση. Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτή την στάση της κοινωνίας; Σ’ αυτή τη στρατηγική σύγκρουση των τελευταίων τεσσάρων ετών υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Η κοινωνία έδωσε σημαντικές μάχες ενάντια στα μέτρα του Μνημονίου, συγκρούστηκε πολλές φορές, αλλά τελικά τα μέτρα πέρασαν. Το πολιτικό κόστος για τα κόμματα ήταν σοβαρό, αλλά το κοινωνικό κόστος τεράστιο. Η κοινωνία ηττήθηκε.

   Για να επιτευχθεί αυτή η ήττα, το σύμπλεγμα εξουσίας (πολιτικές ελίτ, επιχειρηματίες και μέσα ενημέρωσης) επιστράτευσε τις πολιτικές του φόβου και της ταπείνωσης. Η διαρκής απειλή της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ και της χρεοκοπίας, η καταστροφολογία, ο λόγος περί «πολέμου», η «αγωνία» για την έγκριση της επόμενης δόσης, καλλιέργησαν ένα κλίμα γενικευμένου φόβου, στο οποίο αναπτύχθηκαν ο ατομισμός, η εργασιακή ανασφάλεια, η καχυποψία, η συμμόρφωση στις ολοένα και πιο δυσβάστακτες εργασιακές συνθήκες. Με αυτό τον τρόπο η πολιτική του φόβου για το μέλλον έγινε εργαλείο πειθάρχησης της κοινωνίας και εξατομίκευσης των αντιδράσεων. Η συλλογική διαμαρτυρία υποχώρησε, η αλληλεγγύη αποδυναμώθηκε: όσοι μέσα στην κρίση διασώθηκαν μάλλον αδιαφόρησαν γι’ αυτούς που βυθίστηκαν. Η πολιτική της ταπείνωσης αποσκοπούσε στην άμβλυνση των κοινωνικών αντιδράσεων μέσω της ενοχοποίησης: η κοινωνία ήταν συλλογικά και αδιακρίτως υπεύθυνη για την οικονομική κρίση, άρα έπρεπε να μεταμεληθεί, να αναμορφωθεί ηθικά. Η Ελλάδα ήταν μια χώρα «διεφθαρμένων», «τεμπέληδων» και «απατεώνων», η οποία έπρεπε να τιμωρηθεί. Όταν ο τιμωρητικός λόγος εξαντλήθηκε, επιστρατεύθηκε ο πατερναλιστικός: η Ελλάδα έγινε ο «καλός μαθητής», η πρόοδος του οποίου διαρκώς ελεγχόταν και ενίοτε επιβραβευόταν. Η ηθική απαξίωση μιας ολόκληρης χώρας, σε συνδυασμό με την ταπείνωση που νιώθει ένας λαός με την εκχώρηση της κυριαρχίας του στους δανειστές, καλλιέργησαν την αίσθηση ότι η όποια αντίδραση ήταν ανώφελη και καταδικασμένη. Και, βέβαια, για όσους επέμεναν να αντιστέκονται επιστρατεύθηκαν ο στιγματισμός και η συκοφαντία, η καταστολή και τα χημικά, η επιστράτευση και οι διώξεις. Συνέχεια ανάγνωσης

Η «ανίερη συγκυβέρνηση» και η Αριστερά

Standard

Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ: ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ «ΑΝΙΕΡΗ ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗ»

του Μιχάλη Πάγκαλου

Juan Genoves, «Ο εναγκαλισμός», 1976 (η εικόνα του εξωφύλλου της «Ανίερης Συγκυβέρνησης»).

Το μικρό βιβλίο Ανίερη Συγκυβέρνηση (εκ. Πόλις, 2011) του Σταύρου Ζουμπουλάκη είναι μια σύντομη αλλά περιεκτική διάλεξη που ο συγγραφέας έδωσε στο αμφιθέατρο του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Η ημερομηνία της διάλεξης είναι σημαδιακή, 16 Νοεμβρίου 2011, την ημέρα που η νέα κυβέρνηση υπό τον Λουκά Παπαδήμο έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή, με 255 ψήφους υπέρ. Έτσι λοιπόν 37 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση και παραμονή του εορτασμού της 38ης επετείου του Πολυτεχνείου, ορκίστηκε κυβέρνηση σοσιαλιστών και ακροδεξιών μέσα στη «γενική σιωπή και ανακούφιση»: «δεν μπορώ, λέει ο συγγραφέας, να φανταστώ πιο άδοξο τέλος της Μεταπολίτευσης! Ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς συγκυβερνά με τον παλαιό Γραμματέα της Νεολαίας της ΕΠΕΝ (το κόμμα του Παπαδόπουλου) και πρόεδρο επίσης του λεπενικού Ελληνικού Μετώπου!» (σ. 33).

Πώς όμως φτάσαμε ως εδώ; Κατά τον συγγραφέα, η ελληνική κρίση αναλύεται σε δύο πτυχές ή αιτίες: μια εξωτερική και μια εσωτερική. Η εξωτερική σχετίζεται με τα τεράστια προβλήματα που πηγάζουν από την «παγκόσμια συστημική κρίση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού» και της «άγριας νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», υπό την αιγίδα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, η οποία πιστεύει στην ορθολογικότητα των αυτορρυθμιζόμενων αγορών, δηλαδή τον «μεγαλύτερο μύθο που υπάρχει», (σ. 13). Τα προβλήματα αυτά γίνονται μάλιστα ακόμη πιο δυσεπίλυτα δεδομένης της παγκοσμιοποίησης που «έχει καταστήσει εξαιρετικά δύσκολη, σχεδόν αδύνατη, τη λήψη μέτρων προστασίας των εθνικών οικονομιών» (σ. 12). Η παγκοσμιοποίηση καταργεί εν τοις πράγμασι τις δικλείδες προστασίες του έθνους κράτους και παραδίδει τους οικονομικά ασθενέστερους βορρά στην αδηφαγία των αγορών.

Δικαίως, ο συγγραφέας θεωρεί τους 900.000 ανέργους «θρυαλλίδα» τοποθετημένη στα θεμέλια της κοινωνίας : «άνεργοι παντού, στις πόλεις και τα χωριά, άνεργοι που όλο αβγαταίνουν» (σ. 36). Αλλά και από τους εργαζόμενους, λίγοι είναι όσοι απολαμβάνουν εργασιακή ασφάλεια. Η υποαπασχόληση, η αστάθεια, η αβεβαιότητα, οι ελαστικές συμβάσεις εργασίας καταστρέφουν κάτι πολύ σημαντικό, δηλαδή την ίδια την έννοια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας αλλά και του κοινωνικού ρόλου του εργαζόμενου: Συνέχεια ανάγνωσης

Ένα σπουδαίο ηθικό και πολιτικό τόλμημα

Standard

Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ: ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ «ΑΝΙΕΡΗ ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗ»

του Στρατή  Μπουρνάζου

Φερνάν Λεζέ, «Το γεύμα της αφηνιασμένης αγελάδας», π. 1915

Παρακολουθώ τις δημόσιες παρεμβάσεις του Σταύρου Ζουμπουλάκη, συνήθως με τη μορφή μικρών άρθρων, από τη δεκαετία του 1990. Διάσπαρτα σε εφημερίδες και περιοδικά (τα τελευταία χρόνια κυρίως στη Νέα Εστία), τα περισσότερα μπορεί να τα βρει κανείς σήμερα συγκεντρωμένα στους τόμους Ο Θεός στην πόλη (2002), Στη σκηνή του κόσμου (2007) και Χριστιανοί στο δημόσιο χώρο (2010) — και οι τρεις από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της «Εστίας». Πολλά μαθαίνει, πιστεύω, ο αναγνώστης, και πολλά έμαθα κι εγώ, μελετώντας τα κείμενα αυτά. Εκτός από τον πλούτο των ιδεών, την τεκμηριωμένη γραφή και την καλλιέπεια, το γνώρισμά τους που θα ξεχώριζα είναι η παρρησία και η στοχαστική  τοποθέτηση στα επίκαιρα και φλέγοντα: στοχαστική και νηφάλια, αλλά διόλου χλιαρή· αντιθέτως, μαχητική, ταγμένη στην αγωνιώδη αναζήτηση του συντάκτη τους για το δίκιο — χαρακτηριστικά που συναντάμε και στο τελευταίο του βιβλίο, την Ανίερη συγκυβέρνηση (εκδ. Πόλις), με θέμα την ελληνική κρίση και τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση.

Λέω, εξαρχής, ότι ενώ η Ανίερη συγκυβέρνηση είναι ένα δοκίμιο με το οποίο έχω σοβαρές διαφωνίες, ταυτόχρονα αποτελεί το βιβλίο του Ζουμπουλάκη που θαυμάζω –για να μην πω ζηλεύω– περισσότερο. Και το θαυμάζω, γιατί αυτό το μικρό βιβλιαράκι, των 39 μόλις σελίδων, συνιστά ένα μεγάλο πολιτικό και ηθικό τόλμημα. Δεν χρειάζεται να το παρουσιάσω· το κάνει αναλυτικά ο Μιχάλης Πάγκαλος, στην προηγούμενη σελίδα. Μπαίνω  κατευθείαν στην ουσία.

Το εκλέξασθαι υπόθεσιν καλήν, ως γνωστόν, ήδη από την εποχή του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως, υπήρξε βασικό συστατικό κάθε συγγραφής. H πρώτη αρετή του βιβλίου είναι ακριβώς αυτή: η επιλογή του θέματος. Ο Στ. Ζουμπουλάκης δεν κλήθηκε να μιλήσει με θέμα την ακροδεξιά, ως «ακροδεξιολόγος», για τον ρατσισμό ή τον αντισημιτισμό στη χώρα μας κλπ. Κάθε άλλο. Η διάλεξη της 16.11 (της οποίας το κείμενο απαρτίζει και το βιβλίο), είχε τίτλο «Αναλύσεις, ελπίδες και προκλήσεις στη σημερινή Ελλάδα». Όταν σε καλούν να μιλήσεις για ένα τέτοιο θέμα, μπορείς να πεις οτιδήποτε, από αβλαβείς γενικότητες μέχρι πολύ καίρια πράγματα, σίγουρα όμως δεν είσαι υποχρεωμένος να μιλήσεις για την ακροδεξιά.

Ο Ζουμπουλάκης λοιπόν, αφού αναπτύξει τις απόψεις του για τη διεθνή και την ελληνική κρίση, επιλέγει να αφιερώσει τη μισή διάλεξη (και τον τίτλο του βιβλίου) στην «ανίερη συγκυβέρνηση», τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην εξουσία. Εδώ έγκειται και η ευστοχία και η τόλμη του: θεωρεί βασικό ζήτημα, έκφανση της ελληνικής κρίσης, και εξέλιξη στην οποία πρέπει να αντιπαρατεθούμε μετωπικά τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση, καθώς, όπως εξηγεί, «αν υπάρχει μια πραγματικά κόκκινη γραμμή, αυτή είναι η ακροδεξιά ιδεολογία και ο αντισημιτισμός». Συνέχεια ανάγνωσης

Όπισθεν ολοταχώς; ο Κώδικας ιθαγένειας ενώπιον του ΣτΕ, η Ακροδεξιά στην κυβέρνηση

Standard

του Δημήτρη Χριστόπουλου

Παρίσι, 1949. Φωτογραφία του Έλιοτ Έρβιτ

Η δημιουργία της κυβέρνησης Παπαδήμου μας έθεσε ενώπιον ενός ερωτήματος στο οποίο δύσκολα μπορούμε να απαντήσουμε ακόμη από μια μακροϊστορική διάσταση: Με ποιον τρόπο η Ακροδεξιά κατάφερε να γίνει τμήμα της ελληνικής κυβέρνησης; Επί των χειρισμών που έφεραν την Ακροδεξιά στην κυβέρνηση ακούστηκαν οι εξής θέσεις: πρώτον, φταίει η Νέα Δημοκρατία, διότι ο πρόεδρός της επ’ ουδενί δεν επιθυμούσε να υποστεί το πολιτικό κόστος της διαχείρισης του μνημονίου μόνος του. Έβαλε έτσι ως όρο τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ, για να περιορίσει την εκλογική αφαίμαξη της ΝΔ προς το υπόγειο της δεξιάς πολυκατοικίας, το οποίο βλέπει πλέον για τα καλά και τους παραπάνω ορόφους. Η ερμηνεία αυτή μπορεί και να στέκει, πλην όμως είναι ασφυκτικά ελλιπής κατά το ότι βλέπει μόνο στο φωτοφίνις, το τέλος της κούρσας του ΛΑΟΣ προς την εξουσία. Για να φτάσει όμως το κόμμα αυτό εκεί χρειάστηκε σπρώξιμο που δόθηκε γενναιόδωρα από την ίδια την προηγούμενη κυβέρνηση, προκειμένου η Ακροδεξιά να μπορεί να εμβολίζει την πολιτική δύναμη της Δεξιάς. Ακόμη, όπως έχει τεκμηριώσει ο Δ. Ψαρράς στο τελευταίο βιβλίο του,[1] ήταν τέτοια η υποδοχή του «χωρατατζή» προέδρου του ΛΑΟΣ στα τηλεοπτικά σαλόνια τα δελτίων των οχτώ και όχι μόνο, ώστε το όλο πολιτικό και τηλεοπτικό περιβάλλον λειτούργησε σαν το τέλειο πλυντήριο της Ακροδεξιάς ταυτότητάς του. Έτσι, η μετέπειτα συμμετοχή του κόμματος αυτού στην κυβέρνηση εμφανίστηκε ως μια φυσική πολιτική διέξοδος για το ξέπλυμα (όχι του βρόμικου χρήματος, αλλά) της πιο βρόμικης ιδεολογίας. Μιας ιδεολογίας την οποία εύκολα μπορεί κανείς να την ανιχνεύσει στις επερωτήσεις των βουλευτών του κόμματος αυτού στη διάρκεια της τελευταίας κοινοβουλευτικής θητείας — και όχι μόνο. Μιας ιδεολογίας την οποία φυσικά το ΛΑΟΣ δεν απαρνείται. Απλώς την καμουφλάρει και το ομολογεί: «ο λόγος μας ήταν πιο εύγευστος και εύπεπτος. Δεν αλλάξαμε αυτά που σερβίραμε! Αλλάξαμε τον τρόπο που τα σερβίρουμε», έλεγε ο αρχηγός του το 2006, όπως μας θυμίζει ο Ψαρράς. Ορθά λοιπόν επισημαίνει το πρώην πλέον στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, ο Ν. Μπίστης: «Σε αυτή τη “λαϊκή νομιμοποίηση” του κ. Καρατζαφέρη συνέβαλε το ΠΑΣΟΚ χαρίζοντάς του γενναιόδωρα τον τίτλο του υπεύθυνου χαριτωμένου συνομιλητή, σε αντίθεση συνήθως με τον αδιάλλακτο και πάντα κατσούφη Σαμαρά. Για να χτυπήσουν τον τελευταίο, χάιδευαν τον πρώτο. Η ΝΔ έκανε κάτι χειρότερο. Στον ανταγωνισμό της με το ΛΑΟΣ για τις ψήφους της λαϊκής Δεξιάς εγκολπώθηκε τα συνθήματα, το αντιμεταναστευτικό και εθνικιστικό του πάθος».[2] Έτσι λοιπόν διαμορφώθηκε αυτό που εύστοχα αναγνωρίστηκε ως η «Ακροδεξιά του μεσαίου χώρου» (κατά τον Δ. Αναγνωστόπουλο-Παπαδάτο), υπό την έννοια ότι και η Ακροδεξιά θεσμοποιείται, αλλά και τα μέινστριμ κόμματα και μίντια ενστερνίζονται τις πολιτικές παραδοχές της.

Φραντς Μαρκ, «Η κίτρινη αγελάδα», 1911

Δεύτερο επιχείρημα, επίσης οικείο στο χώρο της κυβερνητικής παράταξης, ήταν πως η Aριστερά δια της a priori κατακραυγής της όποιας κυβερνητικής επερχόμενης σύνθεσης κατ’ ουσίαν λειτούργησε ως ηθικός αυτουργός για τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ, καθώς δια της αποχής της έσπρωξε το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση δίνοντάς του το ζωτικό χώρο που του έλειπε και που διακαώς αναζητούσε. Εφόσον, κατά το επιχείρημα αυτό, η Αριστερά λέει συνέχεια «όχι», κατ’ ουσίαν αφήνει το πολιτικό βαρόμετρο να γέρνει προς τα Δεξιά με τα γνωστά αποτελέσματα. Το επιχείρημα προσωπικά δεν με αφήνει αδιάφορο και θα επιχειρηματολογήσω στη συνέχεια για ποιο λόγο υπάρχουν διαφορετικές διαβαθμίσεις του «όχι», δηλαδή αυξομειούμενης έντασης αρνήσεις οι οποίες συγκροτούν διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές.

Για να προϊδεάσω λίγο για τα συμπεράσματα, πιστεύω ότι είναι διαφορετικής έντασης το «όχι» στην κυβέρνηση Παπαδήμου με το ΛΑΟΣ από το «όχι» στην ίδια κυβέρνηση χωρίς το ΛΑΟΣ. Επιχειρηματολογώ δηλαδή για λόγους αρχής υπέρ της αυτόνομης πολιτικής απαξίας της συμμετοχής της Ακροδεξιάς στο κυβερνητικό μπλοκ εντός ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος.

Επανέρχομαι όμως στο προηγούμενο επιχείρημα που ρίχνει το ανάθεμα στην Αριστερά. Το αντεπιχείρημα εδώ δεν είναι δύσκολο: κανείς δεν είχε ανάγκη την κοινοβουλευτική ομάδα του ΛΑΟΣ για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης η νέα κυβέρνηση. Αυτή είναι η ελληνική ιδιομορφία την οποία νομίζω θα πασχίζουν οι πολιτικοί επιστήμονες να τυποποιήσουν και να ταξινομήσουν στο μέλλον. Δεν είναι όμως μόνον ότι το ΛΑΟΣ δεν ήταν κοινοβουλευτικά αναγκαίο. Εκ των πραγμάτων φαίνεται πως η συμμετοχή του αντιμετωπίστηκε ως μια κατεξοχήν επιθυμητή επιλογή, πριν μάλιστα από τη συμμετοχή οποιουδήποτε άλλου κόμματος. Προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού θα αναφερθώ σε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα μιας πρόσφατης συνέντευξης του Φώτη Κουβέλη (Τα Νέα, 26-27.11.11). «ΕΡ.: Ο Παπανδρέου δεν σας πρότεινε να συμμετέχετε στην κυβέρνηση; ΑΠ.: Όχι […] ΕΡ.: Αν ο Παπανδρέου πριν συμφωνήσει με το ΛΑΟΣ σάς είχε πει να συζητήσετε το ενδεχόμενο μιας κεντροαριστερής κυβέρνησης με τη συμμετοχή και της Νέας Δημοκρατίας θα το συζητούσατε; ΑΠ.: Με τα χαρακτηριστικά της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, ναι». Συνέχεια ανάγνωσης

Φονικά τσεκούρια και γύφτικα σκεπάρνια

Standard

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

 του Νίκου Σαραντάκου

 Τις περισσότερες φορές, κάτι που συνέβη πριν από μερικές εβδομάδες επισκιάζεται από τα πιο πρόσφατα γεγονότα, αλλά κατά τη γνώμη μου η συμμετοχή της άκρας δεξιάς στην κυβέρνηση είναι αναμφίβολα το γεγονός που σημάδεψε (και στιγμάτισε, αν χρησιμοποιήσουμε τη λέξη με τη σωστή της σημασία) το μήνα που μας πέρασε, ιδίως με την ανάδειξη δυο προβεβλημένων στελεχών του ακροδεξιού κόμματος σε υπουργικούς θώκους — δυο στελεχών, από τα οποία ο ένας στα νιάτα του συμμετείχε σε ακροδεξιές ομάδες κρούσης κραδαίνοντας τσεκούρι και μέχρι σχετικά πρόσφατα ήταν ομοτράπεζος του Λεπέν, ενώ ο άλλος, ο εκπρόσωπος του εμπρόθετου και επιδεικτικού καραγκιοζισμού (κατά την εύστοχη έκφραση του Γιάννη Χάρη), καμαρώνει στα υπουργικά έδρανα σαν γύφτικο σκεπάρνι. Από εκεί και ο τίτλος λοιπόν.

Το σκεπάρνι, εργαλείο των μαστόρων, μαραγκών και οικοδόμων, είναι από παλιά μαζί μας: στον Όμηρο διαβάζουμε για «σκέπαρνον εΰξοον» (ε 237), σκεπάρνι ακονισμένο. Ο σκέπαρνος και το σκέπαρνον έδωσε στα ελληνιστικά χρόνια το σκεπάρνιον, και από εκεί στο σκεπάρνι. Το οποίο σκεπάρνι σήμερα, ως λέξη, το χρησιμοποιούν κι αυτοί που δεν μαστορεύουν, λόγω της πολύ διαδεδομένης φράσης, που την έβαλα και στον τίτλο, «καμαρώνει σαν το γύφτικο σκεπάρνι», που τη λέμε για κάποιον που κορδώνεται και καμαρώνει υπερβολικά, επιδεικτικά, συχνά χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος. Οι γύφτοι ήταν τεχνίτες στα χωριά, σιδεράδες και χαλκιάδες, κι η φράση βγήκε επειδή το γύφτικο σκεπάρνι έχει λαβή κυρτή, κι έτσι θυμίζει τον άνθρωπο που κορδώνεται με την κοιλιά προς τα έξω, ακριβώς τη στάση του σώματος που είχε ο Άδωνης Γεωργιάδης όταν πήγαινε να ορκιστεί υφυπουργός.

Το τσεκούρι, από την άλλη, είναι μεγαλύτερο από το σκεπάρνι, και το βρίσκουμε με τρία βασικά συνώνυμα στο ελληνικό λεξιλόγιο· τα άλλα δύο είναι ο πέλεκυς και ο μπαλτάς. Ο πέλεκυς είναι ιθαγενής, ήδη ομηρικός, όπως και το σκέπαρνον: στην Ιλιάδα (Γ60), ο Πάρης κατηγορεί τον  Έκτορα ότι η καρδιά του είναι σκληρή σαν το τσεκούρι που σκίζει τον κορμό του δέντρου («κραδίη πέλεκυς… ατειρής»). Η λέξη έχει περάσει στη δημοτική (πελέκι), δώσει ρήματα (πελεκάω) και παράγωγα, έχουμε και την παροιμία για τον άνθρωπο αγράμματο που είναι ξύλο απελέκητο, ενώ ακούγεται πολύ το κλισέ για τον πέλεκυ της δικαιοσύνης που θα πέσει βαρύς και αμείλικτος πάνω σε όσους παρανομούν, μόνο που, αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα, αυτός ο πέλεκυς φαίνεται να έχει στομώσει· μάλλον απαλό σαν χάδι είναι το άγγιγμά του για τους ημέτερους, πιο πολύ σαν φτερό που ξεσκονίζει.

Ο μπαλτάς, από την άλλη, μας ήρθε από ανατολικά, τούρκικο δάνειο (balta), από εκεί και ο μπαλτατζής, δηλαδή ο ξυλοκόπος, που είναι και επώνυμο. Το τσεκούρι, αντίθετα, που ήρθε από τα δυτικά, έχει πιο ενδιαφέρουσα ετυμολογική διαδρομή, από το μεσαιωνικό τσεκούριον και το ελληνιστικό σεκούριον φτάνουμε στο λατινικό securis, που σήμαινε τον πέλεκυ. Αυτό το securis, παρά την ηχητική ομοιότητα, δεν έχει καμιά σχέση με την οικογένεια λέξεων του security. Προέρχεται από το ρήμα secare, που σημαίνει «κόβω, τέμνω», απ’ όπου προέκυψαν τα διάφορα section (τομέας) των αγγλικών και γαλλικών.

Βαρύ και κοφτερό το τσεκούρι, όταν πέφτει δεν συγχωρεί: τσεκουράτος είναι αυτός που φέρεται με σκληρή αποφασιστικότητα· μιλάει τσεκουράτα όποιος λέει κάτι ωμά και χωρίς περιστροφές· η φρασεολογία μας διαθέτει κάμποσα συνώνυμα: τσεκουράτα, χύμα και τσουβαλάτα, ορθά κοφτά, νέτα σκέτα.

Φωτιά και τσεκούρι, είναι έκφραση που δηλώνει την ολοσχερή καταστροφή, ιδίως σε καιρό πολέμου· αυτή την τακτική εφάρμοσε ο Ιμπραήμ για να γονατίσει τον επαναστατημένο Μοριά, ως αντίποινα φωτιά και τσεκούρι υποσχέθηκε στους προσκυνημένους ο Κολοκοτρώνης, τον ίδιο τίτλο διάλεξε για το (όχι και πολύ αμερόληπτο) βιβλίο που αφιέρωσε στον Εμφύλιο ο Ευάγγελος Αβέρωφ.

Οι μαθητές κι οι φοιτητές λένε «έπεσε τσεκούρι» όταν στις εξετάσεις κοπούν πολλοί. Όμως εδώ και κάμποσο καιρό στον τόπο μας έχει αρχίσει να πέφτει ανελέητο και ασταμάτητο τσεκούρωμα στα πάντα: στους μισθούς και στις συντάξεις, στα δικαιώματα και στα κεκτημένα, στις ελπίδες των μεγαλύτερων και στα όνειρα των νέων. Δεν είναι τυχαίο που το πρόγραμμα αυτό ανέλαβε να το φέρει σε πέρας, καμαρώνοντας σαν γύφτικο σκεπάρνι, μια κυβέρνηση που έχει υπουργό της κάποιον που κράδαινε στα νιάτα του τσεκούρι. Μάθε τέχνη κι άστηνε, που λέμε.

Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στα sarantakos.wordpress.com και http://www.sarantakos.com

Ο «κυρίαρχος λαός» και οι υπερασπιστές της νομιμότητας

Standard

του Γιώργου Κατσαμπέκη

Φωτογραφία του Αντρέ Κέρτες,1920

Το τελευταίο διάστημα τείνει να κυριαρχήσει στη δημόσια σφαίρα ένας συγκεκριμένος λόγος, μια αγωνιώδης απεύθυνση προς την κοινωνία, η οποία συνήθως παίρνει τη μορφή νουθεσίας ή/και πιεστικής παράκλησης για υπευθυνότητα και σύνεση. Ποιο το κεντρικό διακύβευμα σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση; Η αποτροπή μιας υποτιθέμενης επικείμενης αντιδημοκρατικής εκτροπής· ενός «χάους ανομίας». Αρχιερείς σε αυτή την προσπάθεια, πέρα από ηγετικά στελέχη της κυβέρνησης, έχουν αυτοχρισθεί γνωστοί αρθρογράφοι φιλοκυβερνητικών εφημερίδων και βεβαίως οι «συνήθεις ύποπτοι» τηλε-δημοσιογράφοι αντίστοιχων καναλιών, οι οποίοι συχνά παρουσιάζονται και ως βασιλικότεροι του βασιλέως. Στον κατάλογο αυτού του άτυπου «κόμματος της υπευθυνότητας» βλέπουμε να στριμώχνονται διάφορα ετερόκλητα δημόσια πρόσωπα, διάσπαρτα στο πολιτικό/κομματικό φάσμα, από την «(παρα)εκσυγχρονισμένη» ανανεωτική αριστερά ως και την «υπεύθυνα» νουθετούσα ακροδεξιά.

Ο (διόλου) νέος αυτός λόγος που εκφέρουν οι συγκεκριμένοι φορείς επικεντρώνει στο ζήτημα της εφαρμογής των νόμων ως πυρήνα των σύγχρονων δημοκρατιών. «Προσοχή, κινδυνεύει η έννομη τάξη»… Σε τούτο έγκειται λοιπόν ο σημερινός κίνδυνος εκτροπής και όχι αλλού όπως νομίζουμε αρκετοί. Ξεχνούν ίσως, ή παραβλέπουν συνειδητά οι συγκεκριμένοι πολιτικοί, δημοσιογράφοι και λοιποί δημοσιολογούντες πως αν η δημοκρατία φέρει στον πυρήνα της την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή της δύναμης/βούλησης των πολλών, δε τη φέρει μόνο ως θεσμισμένη [constituted] εξουσία/δύναμη (που εκδηλώνεται τυπικά στα σύγχρονα αντιπροσωπευτικά συστήματα με την τακτική, ανά τέσσερα χρόνια, προσέλευση στην εκλογική κάλπη για την παροχή της λεγόμενης «ελεύθερης εντολής» και πιο σπάνια στην κάλπη ενός δημοψηφίσματος), αλλά και ως θεσμίζουσα/συντακτική [constituent] εξουσία/δύναμη. Εδώ –ας υποθέσουμε κάπως αυθαίρετα– η πρόζα της υπευθυνότητας φαίνεται πως σέβεται τουλάχιστον την πρώτη ιδιότητα. Κάτι που βεβαίως δεν ισχύει απαραίτητα. Πώς να ερμηνεύσουμε άλλωστε την κυβερνητική και μηντιακή εμμονή του τελευταίου διαστήματος ότι οι πρόωρες εκλογές στην παρούσα συγκυρία θα ήταν μοιραίες για τη χώρα; Πώς να δούμε τον πανευρωπαϊκό τρόμο απέναντι στο ενδεχόμενο δημοψηφίσματος; Συνέχεια ανάγνωσης

Τα ανομολόγητα εφόδια της κυβέρνησης Παπαδήμου

Standard

ΔΙΑΦΟΡΙΔΙΑ: ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ

 της Αγγέλικας Ψαρρά

Σχέδιο του Μίνω Αργυράκη, από το λεύκωμα "Η πολιτεία έπλεε εις την μελανόλευκον"

Τις ώρες που μαγειρευόταν η σύνθεση της κυβέρνησης Παπαδήμου, ο Πολιτικός Σύνδεσμος Γυναικών, με έκτακτη ανακοίνωσή του, ζητούσε «να εξαντληθεί κάθε δυνατότητα» ώστε να αναδειχθεί μια κυβέρνηση «και με κριτήρια φύλου». Επαναφέροντας το πάγιο αίτημά του για «ισόρροπη εκπροσώπηση γυναικών και ανδρών», ο Πολιτικός Σύνδεσμος δεν έδειχνε την παραμικρή ανησυχία για τη συμμετοχή της ακροδεξιάς στη νέα κυβέρνηση. Αντιθέτως. Εκφράζοντας εμμέσως πλην σαφώς το φόβο ότι μια ακόμη ευκαιρία μπορεί να πάει χαμένη, καλούσε τον «εντολοδόχο πρωθυπουργό, τα κόμματα και τις πολιτικές δυνάμεις να κάνουν πράξη τη συναίνεση και την εθνική συμπαράταξη, υπολογίζοντας στην ενεργό συμμετοχή και δράση του γυναικείου πολιτικού δυναμικού» (10.11.2011).

   Δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που η ταύτιση του φύλου του/της πολιτικού με το φύλο της πολιτικής οδηγεί σε εξαιρετικά αφελείς όσο και προβληματικές απλουστεύσεις. Ούτως ή άλλως, τη διεύρυνση της γυναικείας συμμετοχής στα κοινά έχει στόχο η συγκεκριμένη διακομματική γυναικεία συσσωμάτωση. Εκείνο, ωστόσο, που θεωρώ τερατώδες είναι ότι γυναίκες που ασχολούνται συστηματικά με τις έμφυλες πτυχές της πολιτικής δεν βρήκαν να πουν ούτε μια κουβέντα για την απόλυτη θεσμική νομιμοποίηση (και) του σεξισμού που συνιστά η αποδοχή εκπροσώπων του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση. Ας μην αδικήσω τις υπεύθυνες του Πολιτικού Συνδέσμου. Η επισήμανση αφορά προφανώς και τις γυναικείες οργανώσεις, αλλά και τις γυναίκες πολιτικούς –ανάμεσά τους και όσες διαφώνησαν με το σχηματισμό μιας κυβέρνησης «εθνικής ανάγκης»–, οι οποίες δεν φάνηκε να ενοχλούνται ιδιαίτερα από τις περί γυναικών θέσεις που έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει ο αρχηγός και τα στελέχη του ΛΑΟΣ. Κι αν ενοχλήθηκαν, δεν το έδειξαν. Αναμενόμενη, αν και εξίσου δυσάρεστη, και η σιωπή της Γενικής Γραμματείας Ισότητας. Η συστέγασή της με την άκρα δεξιά στο ίδιο κυβερνητικό σχήμα τραυματίζει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία της. Συνέχεια ανάγνωσης

Το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση και το ξέπλυμα της Ακροδεξιάς

Standard

ΤΑ ΛΕΡΩΜΕΝΑ, Τ’ ΑΠΛΥΤΑ, ΤΑ ΠΑΡΑΞΕΠΛΥΜΕΝΑ

σημείωμα των «Ενθεμάτων»

 Το βλέπουμε κι αυτό, λοιπόν: Να τιμάμε την ημέρα του Πολυτεχνείου με την ακροδεξιά στην κυβέρνηση. Κι ενώ αυτό το νέο κυβερνητικό μόρφωμα αρχίζει να μετράει μέρες (και δυστυχώς, όχι αντίστροφα), ενώ το εφιαλτικό σενάριο της υπουργοποίησης των νοσταλγών και επιγόνων της χούντας (αυτής, της ίδιας χούντας, εναντίον της οποίας έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου) αποτελεί πραγματικότητα, όλοι εμείς που ανησυχούμε προσπαθούμε, στις σελίδες των «Ενθεμάτων» και όπου αλλού, να ανοίξουμε το θέμα και να αναδείξουμε την τεράστια σημασία του, συμβολική και πραγματική. Ζητήσαμε ένα πρώτο σχόλιο από κοντινούς μας ανθρώπους· θα συνεχίσουμε, τις επόμενες εβδομάδες, με ειδικότερα άρθρα και μεταφράσεις. Και δεν θα σταματήσουμε να λέμε, με τις πένες μας και τις πένες σας, ότι η συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση ξεπλένει, για πρώτη φορά μετά τη χούντα, την ακροδεξιά: ο ρατσισμός, ο φασισμός, ο ακραίος εθνικισμός και σεξισμός εγκαταστάθηκαν στους υπουργικούς θώκους της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Συνέχεια ανάγνωσης

Ημερολόγιο αποπληξίας

Standard

ΤΑ ΛΕΡΩΜΕΝΑ, Τ’ ΑΠΛΥΤΑ, ΤΑ ΠΑΡΑΞΕΠΛΥΜΕΝΑ

του Γιάννη Χάρη

Τζωρτζ Γκρος, «Ο δημεγέρτης», 1928. Ο πίνακας είναι μια αλληγορία για τον Χίτλερ: υπόσχεται στις μάζες ότι θα ικανοποιήσει τις υλικές τους ανάγκες — αλλά η υπόσχεσή του σημαίνει γκλομπ, μπότα και σβάστικες.

1. Η ακροδεξιά στην εξουσία. Ο λαϊκισμός, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, -ισμοί διόλου άγνωστοι και σε άλλους πολιτικούς χώρους, εδώ όμως στην πολύ ειδική συσκευασία και με «προστασία ονομασίας προέλευσης». Με κερασάκι πια στην τούρτα τον ειδικότερο -ισμό, του Άδωνη Γεωργιάδη. Ώστε ο «εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος». Αυτό το αυτονόητο, νόμιζα, αυτή την αφόρητα τετριμμένη, νόμιζα, σκέψη έκανα μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας, κι έγραψα δυο γραμμές στο μπλογκ μου. Κι ωστόσο διάβασα σχόλιο που αντιδρούσε, πόσο τάχα χειρότερος είναι ο Άδωνης από τη Φώφη, τον Πάγκαλο, τον Αβραμόπουλο, τον Πολύδωρα…

2. «Η ακροδεξιά στην εξουσία» περίμενα να δω να εκφράζουν τη φρίκη μου, να αποτυπώνουν τη γενική, νόμιζα, φρίκη, οι εφημερίδες την επομένη. Μπα! 20 πρωτοσέλιδα είχε φωτογραφία το frontpages.gr, μόνο σε ένα υπήρχε η λέξη «ακροδεξιά», σε υπότιτλο: «Η Ακροδεξιά υπουργοποιείται για πρώτη φορά από το 1974» έγραφε η Ελευθεροτυπία. Πουθενά, τίποτα, σε καμία άλλη. Ούτε στα Νέα και την Καθημερινή, από τις παραδοσιακά σοβαρές εφημερίδες, ούτε στην Αυγή ή τον Ριζοσπάστη, από τις παραδοσιακά αριστερές εφημερίδες. Συνέχεια ανάγνωσης

Πήραμε χαμπάρι;

Standard

ΤΑ ΛΕΡΩΜΕΝΑ, Τ’ ΑΠΛΥΤΑ, ΤΑ ΠΑΡΑΞΕΠΛΥΜΕΝΑ

της Μαριάννας Δήτσα

Δεν έχω να καταθέσω καμιά πρωτότυπη σκέψη, γιατί δεν γνωρίζω από πολιτικές (κυρίως οικονομικές) αναλύσεις. Και την οργή μου αν κατέθετα, δεν θα συνιστούσε κάτι πρωτότυπο. Αν και για λίγες μέρες η αγανάκτηση ήταν σε καταστολή, μόλις δηλώθηκε ότι δεν γυρνάμε στη δραχμή. Η διαδικασία που προηγήθηκε για να φτάσουμε εδώ ήταν θαυμαστά πετυχημένη — ελπίζω για λίγες μόνο μέρες. Με αυτό το πρωτόφαντο πολιτικό σχήμα διακυβέρνησης μπορούμε πλέον να μιλάμε για το απόλυτο τέλος της μεταπολίτευσης. Να μιλάμε για την αρχή ενός πρώτου ή τέταρτου Ράιχ στην Ελλάδα; Μπορεί η ακροδεξιά να ήταν ο κύριος ρυθμιστής της πολιτικής και ιδεολογικής πρακτικής ως τη χούντα, μπορεί η χούντα να ήταν ένα απεχθές αλλά και διαφανές στρατιωτικό πραξικόπημα. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο σωτήρας του συστήματος

Standard

ΤΑ ΛΕΡΩΜΕΝΑ, Τ’ ΑΠΛΥΤΑ, ΤΑ ΠΑΡΑΞΕΠΛΥΜΕΝΑ

του Δημήτρη Ψαρρά

«Der Drahzier» (αυτός που κινεί τα νήματα): γερμανική αντισημιτική αφίσα του «Λαϊκού Μετώπου» (ονομασία με την οποία μετείχαν οι ναζιστές στις εκλογές), 1924. Ο εβραίος καπιταλιστής, τετράπαχος και αγέρωχος, εκμεταλ- λεύεται τον πόλεμο και τον πληθωρισμό, για να θησαυρί- σει («Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα», επιμ. Χρ. Χα- τζηιωσήφ, τόμ. Γ1, εκδ. Βιβλιόραμα).

Δικαίως περηφανεύεται τις τελευταίες μέρες ο Γιώργος Καρατζαφέρης. Χάρη σ’ αυτόν και τις επικοινωνιακές του πιρουέτες σώθηκε το κλυδωνιζόμενο πολιτικό σύστημα και αναθάρρησε ο ανυπόληπτος δικομματισμός. Τώρα βρισκόμαστε μπροστά στο παράδοξο φαινόμενο να δίνει τη δική του λύση στην πολιτική κρίση του συστήματος ένα κόμμα που ανδρώθηκε με το σύνθημα «Ρήξη και ανατροπή».

Πολλοί σπεύδουν να συμπεράνουν ότι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε την «εθνική υπευθυνότητα» του Καρατζαφέρη και να διαχωρίσουμε το σημερινό ΛΑΟΣ από το ακροδεξιό παρελθόν του, όπως ήδη έχουν κάνει από καιρό πολιτικοί αναλυτές (π.χ. ο Αλέξης Παπαχελάς, Η Καθημερινή, 11.3.2011 και ο Γιάννης Πρετεντέρης, Τα Νέα, 30.8.2011).

Όσοι προβληματίζονται από καλή πίστη, και όχι από μικροπολιτικό υπολογισμό, πέφτουν έξω. Γιατί το ΛΑΟΣ δεν υπήρξε ποτέ κόμμα του πολιτικού περιθωρίου, ένα κόμμα-παρίας, όπως συμβαίνει συνήθως για τα μορφώματα της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς. Το ΛΑΟΣ όχι μόνο είναι κόμμα του συστήματος, αλλά εκφράζει ένα σοβαρό τμήμα του ελληνικού «βαθέος κράτους», διαθέτει στηρίγματα στους πιο κρίσιμους κρατικούς μηχανισμούς, ενώ έχει ήδη επιβάλει την πολιτική του ατζέντα στα δυο μεγάλα κόμματα, τουλάχιστον στους κρίσιμους τομείς της αντιμετώπισης των μεταναστών και των ζητημάτων «νόμου και τάξης». Αυτό το ελληνικό βαθύ κράτος διατηρείται επί δεκαετίες ζωντανό, ίσως και από την εποχή του Μεταξά. Όχι βέβαια χωρίς διακυμάνσεις και τομές, αλλά με ορισμένες σταθερές που δεν τις ανέτρεψε ούτε η μεταπολίτευση ούτε η έλευση του ΠΑΣΟΚ το 1981. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο ΛΑΟΣ στην εξουσία

Standard

ΤΑ ΛΕΡΩΜΕΝΑ, Τ’ ΑΠΛΥΤΑ, ΤΑ ΠΑΡΑΞΕΠΛΥΜΕΝΑ

του Νίκου Θεοτοκά

Τζωρτζ Γκρος, "Στυλοβάτες της κοινωνίας", 1926

Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνο το [παπ]ανδρεϊκό: «Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία»; Εκείνο το κούφιο σύνθημα που, επιτέλους, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να γίνει πράξη. Έτσι, εν ονόματι της έκτακτης συνθήκης στην οποία έχει περιέλθει το έθνος, ο ΛΑΟΣ κλήθηκε στο cabinet της κυβέρνησης Παπαδήμου. «Πιστεύομεν εις την λαοκρατίαν», είχε ειπωθεί κάποτε, πριν οι φασίστες και οι ταγματασφαλήτες αναλάβουν την υπεράσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

O λαός, λοιπόν, στην εξουσία. Και με όλα τα γράμματα της λέξης κεφαλαία: ΛΑΟΣ. Είναι η κατάληξη εκείνου του «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» που, προεκλογικά, έθεσε ως δίλημμα στον ελληνικό λαό ο κ. Γιώργος Παπανδρέου. Με τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό στην κυβέρνηση, η βαρβαρότητα ήρθε στη εξουσία. Και ήρθε για να μείνει.

ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, μέσα στη δίνη της κρίσης, ξανοίγονται στους πιο επικίνδυνους καιροσκοπισμούς για να διευρύνουν, όσο μπορούν, τις δικλείδες διαφυγής από τις συνέπειες των πολιτικών τους.

Για τη σωτηρία της πατρίδας, λοιπόν, η ακροδεξιά στην κυβέρνηση. Συνέχεια ανάγνωσης

Τελικά «εκτός» ή «εντός συνταγματικού τόξου»;

Standard

ΤΑ ΛΕΡΩΜΕΝΑ, Τ’ ΑΠΛΥΤΑ, ΤΑ ΠΑΡΑΞΕΠΛΥΜΕΝΑ

του Δημήτρη Χριστόπουλου

Τζωρτζ Γκρος, "Γκρίζ μέρα", 1926

Υπάρχουν μερικά παραγωγικά διλήμματα, υπό την έννοια ότι παρέχουν εναλλακτικές, και υπάρχουν ψεύτικα ή αδιέξοδα διλήμματα τα οποία ουσιαστικά μόνο κατ’ επίφαση μπορούν να θεωρούνται τέτοια.

Πρώτον: Χρεοκοπία ή ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση; Αυτό είναι ένα παραγωγικό δίλλημα, στο οποίο και οι δύο απαντήσεις είναι ανθρώπινες. Μπορεί ένας να πει ότι «προκειμένου να μη χρεοκοπήσει η Ελλάδα θα ανεχθώ και τον Άδωνι υφυπουργό». Άλλος –πιο ιδεολόγος, ας τον λέγαμε– θα απαντούσε «χρεοκοπία, διότι η ένδεια αντέχεται, το άλλο όχι». Ας κρατήσει ο καθένας ό,τι επιθυμεί. Πάντως, το βέβαιον είναι ότι υπάρχει δίλημμα, καθώς υπάρχουν επιλογές.

Το δεύτερο, λογικό επακόλουθο του προηγουμένου: η περίπτωση να αποφασίσουμε να υποστούμε το ΛΑΟΣ στη κυβέρνηση για να γλιτώσουμε τη χρεοκοπία είναι να ξέρουμε τουλάχιστον ότι η συμμετοχή του είναι αναγκαία, προκειμένου να εξασφαλιστούν κάποιες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες απαραίτητες για την ψήφιση επαχθών πλην όμως αναγκαίων μέτρων που θα κρατήσουν τη χώρα στο ευρώ κλπ. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι έτσι. Το ΛΑΟΣ δεν μπήκε στην κυβέρνηση επειδή χρειαζόταν οι ψήφοι για να περάσουν επαχθή μέτρα, διότι τα μέτρα αυτά θα περνούσαν ούτως ή άλλως διά του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ μαζί. Άρα, εδώ έχουμε ένα ψεύτικο δίλημμα, το οποίο μόνο καταχρηστικά μπορεί να χρησιμοποιήσει τον διαζευκτικό φθόγγο «ή». Συνέχεια ανάγνωσης

Λεπτομέρειες (με νύχια γαμψά)

Standard

της Ιωάννας Μεϊτάνη

Η είσοδος της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση, που οριστικοποιήθηκε την ώρα που έκλεινε η ύλη μας, αποτελεί γεγονός με ιδιαίτερη και μεγάλη πολιτική βαρύτητα, που δεν μπορεί να αφήνει κανέναν αδιάφορο. Αν ψάχνουμε κάτι που να επισφραγίζει το τέλος της μεταπολίτευσης, δύσκολα θα βρούμε πιο χαρακτηριστικό και σκοτεινό συμβολισμό. Σαν μια πρώτη αντίδραση, δημοσιεύουμε το σχόλιο που ακολουθεί, και θα επανέλθουμε· συστηματικά.

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

«Σε σύσκεψη με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί», «Παπανδρέου, Σαμαράς και Καρατζαφέρης συζητούν για το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης»: η φρασεολογία στις ειδήσεις είναι ουδέτερη. Επικίνδυνα ουδέτερη. Η «υπέρβαση του δικομματισμού» προβάλλεται ως «αξιέπαινη», με πλήρη αδιαφορία για το περιεχόμενό της. Τα τρία κόμματα της νέας κυβέρνησης αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Ο τρίτος της παρέας όμως, ο Καρατζαφέρης, δεν παύει να είναι ο αρχηγός του ακροδεξιού κόμματος — και συζητάει με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στελέχη του κόμματός του συμμετέχουν στη νέα κυβέρνηση. Βουλευτής του κόμματος της ακροδεξιάς, δηλαδή, γίνεται υπουργός, και άλλα τρία στελέχη υφυπουργοί. «Λεπτομέρειες», φαίνεται, όλα αυτά. Τα δύο μεγάλα κόμματα, όταν χρειάστηκαν συνδρομή, στράφηκαν στην ακροδεξιά — την οποία εξάλλου στηρίζουν υπογείως εδώ και χρόνια. Με ένα μικρό εκλογικό ποσοστό και με ακόμη ισχνότερη πραγματική κοινωνική έδραση, ο εγνωσμένα φασίστας Βορίδης αναλαμβάνει υπουργείο. Οποίον από μηχανής δωράκι! Σε ποιανού τα αυτιά ακούγεται περίεργο που υποστηρίζει πως δεν είναι ανάγκη να πάμε σύντομα σε εκλογές; Κι όταν θα συνεχίσει να το υποστηρίζει με κύρος και προβολή υπουργού, τι βαρύτητα θα έχει τότε; Κι όταν θα βγουν ξανά στο δρόμο οι χρυσαυγίτες, ποιανής κυβέρνησης τα όργανα της τάξης θα τους σταματήσουν; Συνέχεια ανάγνωσης

Η Ακροδεξιά την εποχή του Μνημονίου

Standard

του Δημήτρη Ψαρρά

Τζωρτζ Γκρος, "Έκλειψη ηλίου", 1926

ΣΚΗΝΗ 1η: Βλέπουμε τον αρχηγό του ΛΑΟΣ σε πρόσφατη συνέντευξή του (Kontra Channel, 28.5.2011)  να αποκρούει τον όρο Ακροδεξιά: «Δεν ξέρω τι είναι αυτό που λέμε Aκροδεξιά. Δεν έχω δει ακροδεξιά με την έννοια του ναζισμού πουθενά. […] Πουθενά δεν υπάρχει αυτό που λέμε Aκροδεξιά. Δεν είναι ακροδεξιά η Λέγκα του Βορρά, η οποία συμμετέχει στην κυβέρνηση Μουσολίνι [sic] κι έχει μία άνοδο». Όσο για τη Χρυσή Αυγή, δεν είναι ακραία: «Όχι. Εγώ θα ’λεγα ότι είναι μια δεξιά παράταξη. Γιατί πρέπει να είναι ακραία;».

ΣΚΗΝΗ 2η: Ο Άδωνις Γεωργιάδης παρουσιάζει την επανέκδοση του Λεξικού των ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων του Σμιθ (Τηλεάστυ, 22.6.2011). Σε όλη την εκπομπή του ο γραμματέας του ΛΑΟΣ επανέρχεται στο λήμμα «Ξενία» του λεξικού διαβάζοντας την ίδια φράση: «Παρά τοις αρχαίοις ο μη Ελλην ξένος εθεωρείτο ως εχθρός και βάρβαρος». Αυτή τη φράση ο κ. Γεωργιάδης την ερμηνεύει ως εξής: «Δηλαδή, η έννοια του Ξενίου Διός ήταν μόνο μεταξύ των Ελλήνων. Δεν έχει να κάνει με τους αλλοδαπούς, να πείτε στους διάφορους θολοκουλτουριαραίους». Συνέχεια ανάγνωσης

Ο «ακροδεξιός μεσαίος χώρος»

Standard

του Νίκου Φίλη

Την περασμένη Τρίτη παρουσιάστηκε, στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά Το κρυφό χέρι του Καρατζαφέρη. Η τηλεοπτική αναγέννηση της ελληνικής ακροδεξιάς (εκδ. Αλεξάνδρεια), μια σπουδαία μελέτη, που φέρνει στο φως πληθώρα στοιχείων και προσφέρει ερμηνευτικά σχήματα για την κατανόηση της πορείας του ΛΑΟΣ, στο πλαίσιο της διεθνούς συζήτησης για την ακροδεξιά.

Το βιβλίο, με συντονιστή τον Δημήτρη Χριστόπουλο, παρουσίασαν ο Αλέκος Αλαβάνος, η Βασιλική Γεωργιάδου, η Θάλεια Δραγώνα, ο Θανάσης Κούρκουλας και ο Νίκος Φίλης, του οποίου και δημοσιεύουμε την ομιλία.

«ΕΝΘΕΜΑΤΑ»

Το εκκρεμές του Καρατζαφέρη: Ακροδεξιά και Μνημόνιο

Το τεκμηριωμένο βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά, που παρουσιάζουμε σήμερα, είναι ιδιαίτερα επίκαιρο. Δεν καταγράφει μια ιστορία που τελείωσε, αλλά ένα φαινόμενο που, όπως ο Ιανός, προσλαμβάνει πολλά και διαφορετικά πρόσωπα. Πρόκειται για το φαινόμενο του λαϊκισμού, ακριβέστερα του ακροδεξιού λαϊκισμού.

Δεν υποτιμώ τη δύναμη της τηλεόρασης και των συμφερόντων που κρύβονται πίσω από τις οθόνες. Όμως, παρά τη δύναμή της, που παραστατικά περιγράφεται ως δύναμη πλύσης εγκεφάλου, η τηλεόραση δεν μπορεί να δημιουργήσει ανθεκτικά κόμματα, δηλαδή κόμματα που θα ξεφύγουν από την εικονική πραγματικότητα και θα διεκδικήσουν θέση στο πολιτικό σύστημα, επί δεκαπέντε χρόνια, όπως συμβαίνει με τον Γ. Καρατζαφέρη. Το ΛΑΟΣ ξεκίνησε ως τηλεοπτική επιχείρηση, αλλά κατόρθωσε να αποκτήσει την αναγνώριση των τηλεοπτικών αντιπάλων του και να μεταλλαχθεί σε κόμμα  νέου τύπου. Το κόμμα ως μέρος του μηντιακού συστήματος.

Δύο στοιχεία προσδιόρισαν τον δυναμισμό του ΛΑΟΣ στο ξεκίνημά του:

Το πρώτο είναι η κρίση εκπροσώπησης αλλά και στρατηγικής που είχε καθηλώσει τη Ν.Δ. στην αντιπολίτευση. Το ΛΑΟΣ, δηλαδή, ξεπήδησε ως ριζοσπαστική-ακροδεξιά εκδοχή από τον συντηρητικό χώρο που βρισκόταν σε κρίση. Σε συνθήκες μάλιστα εύθραυστου εκλογικού ισοζυγίου ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. (στις εκλογές του 2000 κοιμηθήκαμε με κυβέρνηση Καραμανλή και ξυπνήσαμε και πάλι με κυβέρνηση Σημίτη), σ’ αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ διέβλεψε ότι η ακροδεξιά σφήνα στη Ν.Δ. θα μεταβάλει υπέρ του τον εκλογικό συσχετισμό. Ανοιχτά άλλωστε ο Κ. Σημίτης είχε χαρακτηρίσει πρόβλημα για το πολιτικό σύστημα της χώρας την ανυπαρξία αυτόνομου ακροδεξιού κόμματος, επικαλούμενος την ευρωπαϊκή πραγματικότητα των διαφορετικών πολιτικών οικογενειών του συντηρητικού χώρου. Σε αυτή την πολιτική υστεροβουλία πρέπει να αναζητήσουμε την τηλεοπτική πριμοδότηση του Καρατζαφέρη. Συνέχεια ανάγνωσης

Το γελεκάκι που φορείς…

Standard


της Σοφίας  Ζουμπουλάκη

Πριν από λίγες ημέρες (Δευτέρα 14.3.2011),  ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ Γιώργος Καρατζαφέρης, σε συνάντησή του με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Χρήστο Παπουτσή, προσέφερε στην Ελληνική Αστυνομία 20 αλεξίσφαιρα γιλέκα για την ομάδα ΔΙΑΣ, και μάλιστα γιλέκα υψίστης ποιότητας, τα οποία, όπως επεσήμανε ο ίδιος, σταματάνε τις σφαίρες ακόμα και των καλάσνικοφ. Στην εκδήλωση αυτή ήταν παρόντες και ο υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μανώλης Όθωνας, και ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ, αντιστράτηγος Λευτέρης Οικονόμου.

Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη καλοδέχτηκε στο υπουργικό του γραφείο τον δωρητή και τη δωρεά, φωτογραφήθηκαν και βιντεοσκοπήθηκαν όλοι μαζί γελαστοί κρατώντας τα γιλέκα και εμείς απολαύσαμε στα κεντρικά δελτία ειδήσεων στιγμές πραγματικής πολιτικής γενναιοδωρίας. Ο υπουργός έπρεπε να κάνει και μια δήλωση, οπότε χαρακτήρισε την πρωτοβουλία Καρατζαφέρη «[…] συμβολική κίνηση, που στέλνει μήνυμα σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, αλλά και σε όλους τους επιφανείς Έλληνες», για να καταλήξει ότι «[…] η ασφάλεια της χώρας μας, η ασφάλεια των πολιτών είναι βασική προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη». Ο ακραία λαϊκιστικός χαρακτήρας της κίνησης του Καρατζαφέρη είναι αυτονόητος και δεν νομίζω ότι αξίζει περαιτέρω σχολιασμού.

Αυτό που μας εκπλήσσει είναι η στάση του υπουργού. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η πολιτεία παραιτείται από μία βασική της υποχρέωση, να παρέχει αυτά τα γιλέκα προστασίας στην Αστυνομία, και ο κ. Καρατζαφέρης, εκμεταλλευόμενος την πανελλήνια συγκίνηση για τον άδικο θάνατο των δύο αστυνομικών, έρχεται να καλύψει αυτό το κενό. Ο Χρήστος Παπουτσής, και στο πρόσωπό του η ελληνική πολιτεία, σε ρόλο σχεδόν κομπάρσου, όχι μόνο υποδέχτηκε τον πρόεδρο του ΛΑΟΣ και παρέλαβε χαρούμενος το πεσκέσι, αλλά με τις δηλώσεις του κατάφερε να εξυψώσει ακόμη περισσότερο τη δημαγωγική αυτή ενέργεια και σχεδόν να κατατάξει τον πρωταγωνιστή της στους «επιφανείς Έλληνες».

Η ασφάλεια της χώρας και των πολιτών της είναι αναμφίβολα κεντρικό ζήτημα για κάθε κράτος δικαίου, και για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν πρέπει να αφήνεται στα χέρια των λαϊκιστών δημαγωγών. Ο κ. Καρατζαφέρης όχι μόνο γίνεται δεκτός από τον ίδιο τον υπουργό μετά βαΐων και κλάδων ενώπιον τηλεοπτικών συνεργείων, αλλά σχεδόν τον υποκαθιστά στο κύριο έργο του — αυτό της προστασίας των αστυνομικών και των πολιτών. Οι δημοσκοπήσεις, η πολιτική αρθρογραφία[1] αλλά, εν προκειμένω, και ο ίδιος ο υπουργός προετοιμάζουν τον δρόμο για μια ενδεχόμενη συγκυβέρνηση με το ΛΑΟΣ;

 


[1] Βλ. για παράδειγμα, σχετικό άρθρο του Αλέξη Παπαχελά (εφ. Η Καθημερινή, 11.3.2011), όπου σημειώνεται : «[…] Εχει λοιπόν ενδιαφέρον να δει κανείς τι κάνει σωστά ο κ. Γιώργος Καρατζαφέρης. […] Συναίνεση, υπεύθυνη στάση όταν κρίνονται καίρια θέματα, κοινός νους και όχι ξύλινος κομματικός λόγος και νέα επαρκή πρόσωπα. Μήπως είναι αυτά τα συστατικά που περιμένει κάποιος από ένα αστικό κόμμα αντιπολίτευσης και τα οποία προφανώς δεν έχει η Νέα Δημοκρατία»;

Η ακροδεξιά απειλή και ο ΛΑ.Ο.Σ.

Standard

του Αλέξανδρου Κεσσόπουλου

 

Σχέδιο του Μωρίς Ανρύ, 1934

Μετά την απροσδόκητη εκλογική άνοδο της Χρυσής Αυγής στον Δήμο της Αθήνας, θεωρώ απαραίτητη μια προσπάθεια ερμηνείας της απήχησης του ακροδεξιού λόγου στην ελληνική κοινωνία και της δυναμικής των πολιτικών οργανώσεων που τον εκφράζουν. Μια τέτοια προσέγγιση της συγκυρίας στη χώρα μας παρουσιάζει ορισμένες θεωρητικές δυσκολίες, καθώς στο πλαίσιο της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης έχουν δοθεί δεκάδες ορισμοί της έννοιας «άκρα δεξιά». Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 παρουσιάσθηκε μια νέα, πιο ήπια, εκδοχή του ακροδεξιού φαινομένου σε σχέση με τον Μεσοπόλεμο, που κατέστησε ασαφή τα κριτήρια με βάση τα οποία εντάσσεται ένας πολιτικός χώρος στην άκρα δεξιά.[1]

 

Τι είναι η ακροδεξιά;

Ως πληρέστερο θεωρώ τον ορισμό που, εκτός από τον εθνικισμό και το ρατσισμό, απαιτεί τη συνδρομή άλλων δύο στοιχείων, προκειμένου να χαρακτηρίσει μια οργάνωση ακροδεξιά: την αντι-δημοκρατία και το ισχυρό κράτος.[2] Ακροδεξιό πολιτικό κόμμα, επομένως, είναι εκείνο που έχει ως στόχο του το μετασχηματισμό του κράτους μέσω της κατάργησης των υπαρχόντων πολιτικών θεσμών και της αντικατάστασής τους με νέους, αυταρχικής αντίληψης. Απαραίτητο συστατικό στοιχείο αυτού του πολιτικού χώρου, λοιπόν, αποτελεί και η εχθρότητα απέναντι στα κόμματα, τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και τις ατομικές ελευθερίες. Για την ακροδεξιά ιδεολογία προϋποτίθεται ότι υπάρχει ένας αδιαίρετος Λαός με ενιαίο συμφέρον, το οποίο πρέπει να εκφράζεται άμεσα από τον Ηγέτη, καθώς η ύπαρξη των πολιτικών κομμάτων και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός προκαλεί τη διαίρεση των μελών της πολιτικής κοινότητας. Σε φιλοσοφικό επίπεδο, η Αλήθεια θεωρείται μία και απόλυτη, ταυτίζεται με την κρατική βούληση και, συνεπώς, προστατεύεται από το νόμο έναντι κάθε διαφορετικής ιδέας ή πράξης που εξ αντικειμένου υπονομεύει την ενότητα του Έθνους. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η άκρα δεξιά δεν είναι πολέμια μόνο του μαρξισμού και της θεωρίας για την πάλη των τάξεων, αλλά και του φιλελευθερισμού, που πρεσβεύει τη σχετικότητα της αλήθειας και επιτρέπει στον καθένα να εκφράζει τις πεποιθήσεις του είτε σε ατομικό επίπεδο είτε μέσω της συμμετοχής του σε πολιτικές οργανώσεις.

Συνέχεια ανάγνωσης

Το κρυφό χέρι του Καρατζαφέρη

Standard

του Δημήτρη Ψαρρά

Θεσαλονίκη, 7.11.2004. Φωτογραφία του Δημήτρη Δαμκαλή/Megapress

Την εβδομάδα που  πέρασε κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά Το κρυφό χέρι του Καρατζαφέρη. Η τηλεοπτική αναγέννηση της ελληνικής ακροδεξιάς. Βασισμένος σε εξαντλητική έρευνα και αξιοποιώντας ουσιαστικά τη διεθνή βιβλιογραφία περί Ακροδεξιάς, ο Δ. Ψαρράς (γνωστός μας και από τη δημοσιογραφική-ερευνητική ομάδα «Ιός»), με διεισδυτικότητα και αφηγηματική άνεση, παρακολουθεί την πορεία του Γ. Καρατζαφέρη από το 1974 μέχρι σήμερα. Το κρυφό χέρι του Καρατζαφέρη είναι μια σπουδαία μελέτη και ταυτόχρονα ένα μαχητικό πολιτικό δοκίμιο, χωρίς το ένα να αναιρεί το άλλο: η δύσκολη αυτή ισορροπία επιτυγχάνεται χάρη στην αναλυτική δεινότητα και εμβρίθεια του συγγραφέα. Δημοσιεύουμε στη συνέχεια μικρά αποσπάσματα από την Εισαγωγή και το Επίμετρο.

Στρ. Μπ.

Οι ακροδεξιοί του μεσημεριού. Για πολλά χρόνια το πολιτικό προσωπικό στη χώρα μας ζούσε με ήσυχη τη συνείδησή του. Όλοι έβλεπαν ότι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες γιγαντώνονταν κάθε λογής ακροδεξιά, νεοφασιστικά ή μεταφασιστικά κινήματα, κι εμείς βαυκαλιζόμαστε με τη δημοκρατικότητα και τον έμφυτο αντιρατσισμό του λαού μας που δεν επιτρέπει τη γέννηση παρόμοιων φαινομένων. Ώσπου ξαφνικά μαθαίνουμε ότι υπάρχει κάποιο κόμμα (το ΛΑΟΣ) και ένας πολιτικός αρχηγός (ο Γιώργος Καρατζαφέρης) που μεταφέρουν με εξαιρετική επιτυχία στην Ελλάδα το μοντέλο της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, μιμούμενοι με αξιοσημείωτη ευρηματικότητα τους ομοϊδεάτες τους στη Γαλλία και την Ιταλία. […]

Συνέχεια ανάγνωσης