Μνήμη και λήθη: Ένα παλάτι ξαναφτιάχνεται στο Βερολίνο

Standard

το τέταρτο τρίλεπτο των «Ενθεμάτων» στο Πολιτιστικό Ημερολόγιο στο Κόκκινο 105,5

το ηχητικό εδώ: https://soundcloud.com/enthemata-avgis/24-10-14a

το κείμενο, αμέσως παρακάτω:

της Ιωάννας Μεϊτάνη

640px-Stamps_of_Germany_(DDR)_1976,_MiNr_Block_045Στο μικρόφωνο σήμερα η Ιωάννα Μεϊτάνη, άρτι αφιχθείσα από το Βερολίνο. Το Βερολίνο, όπου τα τελευταία 25 χρόνια όλο και κάποιο μεγάλο έργο κατασκευάζεται, πολύ συχνά έργο ανασύνθεσης της εικόνας της πόλης. Το πιο πρόσφατο, η ανακατασκευή του Παλατιού του Βερολίνου, στο κέντρο, απέναντι από τον μητροπολιτικό ναό και το Άλτες Μουζέουμ, λίγο παρακάτω από την Αλεξάντερπλατς και τον γνωστό της πύργο, στην ίδια γειτονιά με την κρατική όπερα και το πανεπιστήμιο Χούμπολντ.

Το έργο της ανακατασκευής του παλατιού, ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε μεγάλο έργο στο Βερολίνο τα τελευταία χρόνια, έγινε αντικείμενο ισχυρότατων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων για την ιστορία της πόλης και τη διατήρηση ή την απαλοιφή της.

Τι υπήρχε στον τόπο όπου γίνονται τώρα τα έργα της ανακατασκευής; Επί αιώνες έστεκε εκεί το Παλάτι του Βερολίνου, έδρα από το 1700 των πρώσων βασιλιάδων και αυτοκρατόρων. Από εκεί όριζαν τη μοίρα της χώρας τους, από εκεί κυβερνούσαν. Από εκεί, επίσης, είχε δηλώσει το 1918 ο Καρλ Λίμπκνεχτ ότι το παλάτι ανήκε πια στα χέρια του λαού. Στο τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, κατεστραμμένο από βομβαρδισμούς και πυρκαγιές, το παλάτι βρέθηκε στον Ανατολικό Τομέα της πόλης – και αμέσως μετά στην καρδιά της πρωτεύουσας της Ανατολικής Γερμανίας. Το 1950 ο Έριχ Χόνεκερ αποφάσισε την κατεδάφισή του και το 1976 ολοκληρώθηκε στο ίδιο σημείο το λεγόμενο Παλάτι της Δημοκρατίας ή Παλάτι του Λαού, η έδρα του κοινοβουλίου, ένα τεράστιο κτήριο που στέγαζε και επίσημες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Συνέχεια ανάγνωσης

Μουσεία της λήθης

Standard

Με αφορμή τα πέντε χρόνια του Μουσείου της Ακρόπολης

του Γιάννη Χαμηλάκη

μετάφραση: Παύλος Καζακόπουλος

Αρχιτεκτονικό θραύσμα από το Ερέχθειο της Ακρόπολης, με οθωμανική επιγραφή του 1805

Αρχιτεκτονικό θραύσμα από το Ερέχθειο της Ακρόπολης, με οθωμανική επιγραφή του 1805. Φωτογραφία του Φώτη Υφαντίδη

Η σχέση ανάμεσα στην αρχαιότητα, την αρχαιολογία και το εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, η ιεροποίηση του κλασικού παρελθόντος και η αφομοίωση μιας δυτικής ιδέας του ελληνισμού από τον γηγενή πληθυσμό έχουν μελετηθεί εκτενώς τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.  Μάλιστα, η περίπτωση της Ελλάδας έχει αποδειχτεί πλούσια πηγή ιδεών και στοιχείων για τη μελέτη των πολιτικών της εθνικής κληρονομιάς σε άλλα έθνη-κράτη. H σύλληψη του νέου Μουσείου της Ακρόπολης ήταν σίγουρο ότι θα επηρεαζόταν εξαρχής από την ποιητική της εθνικής ταυτότητας, αφού η κύρια αναφορά του, η Ακρόπολη των Αθηνών, είναι το πιο ιερό αντικείμενο της ελληνικού εθνικού φαντασιακού. Ταυτόχρονα όμως, είναι αντικείμενο αποθαυμασμού και στη δυτικό φαντασιακό (αρκεί μια ματιά στο σήμα της UNESCO),   προορισμός εκατομμυρίων τουριστών απ’ όλο τον κόσμο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και οικονομικά, και μια αενάως αναπαραγόμενη και τροποποιούμενη παγκόσμια εικόνα.

Υπάρχουν όχι μία αλλά πολλές Ακροπόλεις: σ’ έναν λόφο στο κέντρο της Αθήνας, σε μουσεία όλου του κόσμου, στη λογοτεχνία, στην τέχνη και τον κινηματογράφο, στη φωτογραφία, στο ίντερνετ (δες το φωτο-μπλογκ www.theotheracropolis.com). Υπάρχουν όχι μία αλλά πολλές ιστορίες που αφηγείται αυτή η υλικότητα, πολλές διεκδικήσεις και υποθέσεις που έχουν χρησιμοποιήσει αυτό το αντικείμενο και σύμβολο. Κάποιες επίσημες και από τα πάνω, αρκετές ανεπίσημες, από τα κάτω, κρύφιες , εκουσίως προκλητικές και αμφιλεγόμενες. Γι’ αυτό θεωρώ ότι η εκθεσιακή λογική του νέου μουσείου και οι δυνατότητες που παρέχει στον επισκέπτη, η αρχιτεκτονική και η μουσειογραφεία του δεν μπορούν να κατανοηθούν απομονωμένα. Δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο κριτικής και να αποδομηθούν αποτελεσματικά, αν δεν συνδεθούν με τις αξιώσεις σύγχρονων διεθνών μουσείων επί του υλικού παρελθόντος και αν δεν ληφθούν υπόψιν και όλες οι άλλες φωνές, παρεμβάσεις και προκλήσεις, πέρα από τις επίσημες. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο Κόμης Μόντε-Κρίστο και η λήθη

Standard

ΑΝΤΙΚΛΙΜΑΚΑ

 του Κώστα Αθανασίου

 venceremosΣτο βιβλίο του Ιστορίες από δω κι από κει (μτφ. Αχ. Κυριακίδης, εκδ. Opera), ο Χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα, μιλώντας για τη χούντα του Πινοτσέτ ή την Καθολική Εκκλησία, λέει για τον εαυτό του: «Εγώ είμαι τέκνο του Κόμη Μόντε-Κρίστο και έμβλημά μου είναι: “Ούτε λήθη ούτε συγγνώμη”». Σήμερα, μέσα στα ερείπια της κοινωνίας, γίνεται όλο και περισσότερο φανερό ότι η λήθη αποτελεί βασικό όπλο στα χέρια των κυρίαρχων, ότι το παρελθόν και η μνήμη είναι βασικός εχθρός τους. Όπως όμως λέει μια σοφή κουβανέζικη παροιμία, «κανείς ποτέ δεν ξέρει το παρελθόν που τον περιμένει».

Στο τελευταίο του βιβλίο, Αποκάλυψη, Ουτοπία, Ιστορία (εκδ. Πόλις), ο Αντώνης Λιάκος θυμάται τον Φώκνερ («Το παρελθόν δεν πεθαίνει. Δεν είναι καν παρελθόν»), για να αναφερθεί παρακάτω στις επιτροπές «αλήθειας και συμφιλίωσης» που δημιουργήθηκαν σε χώρες που βγήκαν από δικτατορίες, απαρτχάιντ κ.λπ. Σε μεγάλο βαθμό, αυτή η «συμφιλίωση» προαπαιτούσε και συνεπαγόταν τη λήθη για όσα είχαν συμβεί εκείνα τα μαύρα χρόνια: ας τα ανακαλέσουμε στη μνήμη, ας τα δημοσιοποιήσουμε, αλλά μετά ας τα ξεχάσουμε για πάντα. Η λήθη ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση της ατιμωρησίας, που προσπάθησαν να επιβάλουν παντού οι δικτάτορες. Γι’ αυτό, μόνο ανακούφιση υπήρξε στις χώρες όπου τελικά έσπασαν αυτοί οι νόμοι της «συμφιλίωσης» και τελικά παραπέμφθηκαν σε δίκη δικτάτορες και βασανιστές (π.χ. Αργεντινή, Γουατεμάλα). Συνέχεια ανάγνωσης