ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ
του Βαγγέλη Καραμανωλάκη

«Αυτό είναι το χειρότερο». Χαρακτικό του Φρανσίσκο Γκόγια, 1812-1815.
Δεν είναι ο θάνατος που με τρόμαξε. Ούτε κι η βιαιότητά του. Ακόμη κι αν δεν τον έσυραν απάνω στους αγκαθερούς ασπαλάθους, ο τύραννος πλήρωσε τα κρίματά του, τα πολλά και άθλια, με τη ζωή του. Συμβαίνει κι αυτό κάποτε, όσοι περιφρόνησαν τόσο επιδεικτικά την ανθρώπινη ύπαρξη κι αξιοπρέπεια να πληρώνονται με το ίδιο νόμισμα. Ούτε κι η σκύλευση της σωρού του: πανάρχαια συνήθεια των νικητών, ήταν σχεδόν αναμενόμενη έτσι όπως συνέβη η θανάτωσή του. Ούτε ακόμη κι αυτή η παράξενη πομπή που σχηματίστηκε από όλους εκείνους που θέλησαν να αγγίξουν να βάλουν το δάχτυλο εις τον τύπον των ήλων για να πειστούν ή για να διηγούνται έπειτα από χρόνια ότι ήταν κι εκείνοι εκεί∙ το σώμα του αντικείμενο διαπόμπευσης, υλικό τεκμήριο της νίκης των εχθρών του, της νίκης της Αυτοκρατορίας.
Δεν είναι τα παραπάνω που με τρόμαξαν τόσο πολύ. Είναι κυρίως η διαχείριση της εικόνας τούτου του θανάτου, η βίαιη εισβολή του στις οθόνες όλου του κόσμου. Μέρες τώρα, αυτές οι σκηνές του τρόμου –χωρίς καμιά παρέμβαση, χωρίς καν την προειδοποίηση του εκφωνητή για τη βιαιότητα των όσων θα ακολουθήσουν– παίζουν στην τηλεόραση, σε εφημερίδες σε ιστοσελίδες, παντού, πρωί μεσημέρι και βράδυ. Στο όνομα της ελευθερίας της πληροφόρησης, που προφανώς δεν αφορούσε λ.χ. την εκτέλεση του Οσάμα Μπιν Λάντεν, η εικόνα του νεκρού Καντάφι συμπλέκεται –δίκαια έγραφε η Πόπη Διαμαντάκου για ύβρι στα Νέα της περασμένης βδομάδας– με την εικόνα της υπερφίαλης αμερικανίδας υπουργού των Εξωτερικών, με τις χαρούμενες δηλώσεις των ευρωπαίων ηγετών, κι ας μην έχουν ακόμη προλάβει να στεγνώσουν στα χέρια τους τα αποτυπώματα από τα δικά του, από τις χειραψίες στις λογής λογής συναντήσεις των τελευταίων χρόνων. Συνέχεια ανάγνωσης