της Έλενας Πατρικίου
Γράφοντας στον «Κόστα» [τον Καραμανλή τον Πραγματικό], για το κλείσιμο του Μον Παρνές, ο Μποστ κατέληγε: «Είναι σπάγκοι οι Ελβετοί […]. Διστιχός, παρ’ όλον που τόσον τους υποστηρίξαμε, απεδείχθησαν αχάριστοι διότη, ως φαίνετε, και μεταξύ των Ελβετών δεν υπάρχουν χαρακτήρες» (Αληλογραφεία με τον Κόστα· δημοσιεύθηκε στην «Αυγή», το 1963).
Επειδή ο χαρακτήρας είτε των Ελβετών είτε των άλλων κρατών-μελών του ΟΗΕ μάλλον δεν έχει αξιόλογα αλλάξει από το 1963, η μεγαλόσχημη επενδυτική ιδέα του Δ. Μάρδα με την επωνυμία «Νησί τεχνών και φιλοσοφίας» διατρέχει τον ορατό κίνδυνο να αποβεί φρούδα (με τον νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα). Κυρίως, όμως, κινδυνεύει να αποκαλυφθεί κοινωνικά και αισθητικά απεχθής.
Ο Δ. Μάρδας προανήγγειλε, στη διάρκεια των προγραμματικών δηλώσεων, τη σύσταση του νησιού, μέσω του οποίου θα ιδρυθεί ένα «παγκοσμίου κύρους θερινό Νταβός» και η οποία θα αποτελέσει την αιχμή του δόρατος των πολυαναμενόμενων επενδύσεων. Επόμενα δημοσιεύματα κατέστησαν την εξαγγελία ανάγλυφη έως ανατριχίλας. Ο εν λόγω τόπος, πρόκειται, στα νεφελοκοκκυγικά όνειρα του κ. υφυπουργού, να είναι έρημός τις νήσος, επί της οποίας θα χτιστούν χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα αναπτυξιακής φούσκας: πολυτελή συνεδριακά κέντρα, έτι πολυτελέστερες κατοικίες (μία ανά χώρα-μέλος του ΟΗΕ), υποδειγματικοί αμπελώνες και «πορσελάνινα» ελαιοτριβεία (κατά το αξεπέραστο παράδειγμα του τυροκομείου της Μαρίας Αντουανέτας στο Μικρό Τριανόν), παραδοσιακές ταβέρνες, ψευδοαγορές (σαν τα καταστήματα των all inclusive ξενοδοχείων) και, το απόλυτον sine qua non της νεοελληνικής κακογουστιάς, ένα «ανοικτό “αρχαιοελληνικό” θέατρο». Όλα κατασκευασμένα με την τελευταία λέξη της μόδας: «βιοκλιματικά, οικολογικά και αειφορικά». Συνέχεια ανάγνωσης