To αουτσάιντερ που έγινε νικητής  – και ποιος θα τον πολεμήσει

Standard

 

του Στρατή Μπουρνάζου

Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη  συνιστά, σίγουρα, πολιτικό γεγονός – και  όχι μόνο επειδή η Ν.Δ. αποκτά πρόεδρο έπειτα από μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικής στασιμότητας, αν όχι παραλυσίας. Εκτός αυτού, η εκλογή Μητσοτάκη έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά, που αξίζει, πιστεύω, να διερευνήσουμε σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, πώς το «αουτσάιντερ» μπόρεσε να κερδίσει, δεύτερον τι  θα ακολουθήσει. Όσον αφορά το πρώτο, μπορούμε  να διακρίνουμε τρεις κατηγορίες λόγων:

α) Τυχαία περιστατικά όπως η ματαίωση της εκλογής στις 22 Νοεμβρίου και η επιμήκυνση της προεκλογικής περιόδου, ή η κακοκαιρία την προηγούμενη Κυριακή. Τέτοιοι παράγοντες είναι ίσως οι λιγότερο σημαντικοί και ενδιαφέροντες, ωστόσο όταν μιλάμε για μια διαφορά 16.000 ψήφων δεν μπορούμε να τους αγνοήσουμε.

β) Το πραγματολογικό επίπεδο: η ευθεία στήριξη του Άδωνη Γεωργιάδη και η έμμεση αλλά σαφής του Απόστολου Τζιτζικώστα στον Κ. Μητσοτάκη – η φωτογραφία των τριών στον αγιασμό των υδάτων στη Θεσσαλονίκη ήταν εύγλωττη. Εδώ, επίσης, πρέπει να σταθμίσουμε τις συμμαχίες και τις αντιπαλότητες στο ενδοκομματικό πεδίο: μητσοτακικοί, σαμαρικοί κλπ.

Στο ίδιο πραγματολογικό επίπεδο, ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει η κοινωνική σύνθεση της ψήφου, την οποία επισήμαναν  ο Θανάσης Καμπαγιάννης στο facebook, και ο Τάσος Κωστόπουλος στην Εφημερίδα των Συντακτών. Παραθέτω από το άρθρο του Κωστόπουλου:  «Η πρώτη πτυχή αφορά την πόλωση στο εσωτερικό της Ν.Δ., με τις εύπορες συνοικίες να ψηφίζουν κατά κύριο λόγο Κυριάκο Μητσοτάκη (και, συμπληρωματικά, Άδωνη Γεωργιάδη κατά τον πρώτο γύρο), ενώ τα λαϊκότερα στρώματα τάχθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό υπέρ του καραμανλικού Μεϊμαράκη. Ο τελευταίος ήρθε, έτσι, πρώτος στο Περιστέρι, στο Αιγάλεω, στο Κερατσίνι και τη Δραπετσώνα, στον Ασπρόπυργο, στον Βύρωνα, στην Καλλιθέα, στη Νίκαια, στον Κορυδαλλό, στο Πέραμα και στον Δήμο Φυλής. Ο Κυριάκος, αντίθετα, σάρωσε στον Διόνυσο, στη Ραφήνα, στο Παλιό Φάληρο, στη Βάρη-Βουλιαγμένη, στη Γλυφάδα, στον Αλιμο και, πάνω απ’ όλα, στο Ψυχικό και την Κηφισιά. Η δεύτερη πτυχή της πόλωσης αφορά αυτή καθεαυτή την παρουσία της Ν.Δ., ως μαζικού κόμματος, στους επιμέρους δήμους [με βάση τον αριθμό όσων ψήφισαν]: ένας στους επτά κατοίκους του Ψυχικού ή της Φιλοθέης κι ένας στους έντεκα της Κηφισιάς είναι μέλος της Ν.Δ., έναντι ενός μόλις στους σαράντα στο Περιστέρι, ενός στους πενήντα στη Νέα Ιωνία ή την Αγία Βαρβάρα, ενός στους εξήντα στη Νίκαια και ενός στους εβδομήντα στο Ίλιο ή τον Κορυδαλλό!» («Ταξική πόλωση στις εκλογές της ΝΔ», Εφ.Συν., 15.1.2016).  Και εδώ κολλάει η κατακλείδα του στάτους του Καμπαγιάννη: «Το Περιστέρι και ο Πειραιάς μπορεί να μην μπορούν να νικήσουν την Κηφισιά και τη Γλυφάδα εντός της Νέας Δημοκρατίας. Αλλά στο δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015 έκαναν περίπατο» –  και έτσι,  εκτιμάει, τα πράγματα θα είναι δύσκολα για τον Κυριάκο, στις εθνικές εκλογές. Συνέχεια ανάγνωσης

Μετά το 39% «Ναι» στο δημοψήφισμα

Standard

του Νίκου Χατζηνικολάου

Υπάρχει ένα νέο δεδομένο στην πολιτική μας ζωή. Πρόκειται για τη βαθμιαία ιδεολογικοπολιτική συγχώνευση τριών κομμάτων της Αντιπολίτευσης (της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του νεόφερτου Ποταμιού). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εν μέρει απευθύνονται σε διαφορετικές πελατείες. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητος ο καταμερισμός εργασίας ανάμεσά τους. Η γενική τάση δεν παύει όμως να είναι αυτή της άρσης των χαρακτηριστικών που τα διαφοροποιούσαν ακόμη πρόσφατα.

Η χρήση του όρου «η Αντιπολίτευση», ως ενιαίου υποκειμένου, είναι πλέον απαραίτητη για κάθε πολιτική ανάλυση.

Η εβδομάδα που κύλησε ανάμεσα στην προκήρυξη του Δημοψηφίσματος και στην ανακοίνωση του αποτελέσματος ήταν αποκαλυπτική. Στη διάρκειά της φάνηκε η κοινή πλατφόρμα στην οποία στηρίζονταν τα τρία κόμματα, σε σύμπνοια με τους δανειστές. Έτσι και ο όρος «Τρόικα εσωτερικού» έγινε πιο ξεκάθαρος στα μάτια του κόσμου. Έγιναν πράγματα που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν και τα οποία δεν μπορούν να ξεχαστούν. Συνέχεια ανάγνωσης

O αντιρατσισμός σαν μουρουνόλαδο – και ο ρατσισμός σαν σπάνια ζωονόσος

Standard

του Στρατή Μπουρνάζου

Έργο του Όσκαρ Κοκόσκα

Έργο του Όσκαρ Κοκόσκα

Την Τρίτη και την Παρασκευή παρακολούθησα, σχεδόν ολόκληρες, τις δύο συνεδριάσεις της Βουλής για το «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο». Αν κάτι μου έκανε εντύπωση στις τοποθετήσεις των κυβερνητικών βουλευτών, ήταν η γλώσσα: η γλώσσα του στόματος, αλλά και η γλώσσα του σώματος. Γιατί αυτές οι δύο γλώσσες μας λένε πολλά για τη στάση της κυβέρνησης.

Ήταν φανερό ότι βουλευτές της Ν.Δ. ένιωθαν άβολα· σφίγγονταν. Σαν να σε βάζουν να καταπιείς μια κουταλιά μουρουνόλαδο, που δεν το θέλεις, έχει απαίσια γεύση, αλλά τι να κάνεις; Είναι αναγκαίο και ωφέλιμο, έτσι λένε οι μεγαλύτεροι (εν προκειμένω, οι Ευρωπαίοι). Κι αν ήταν στο χέρι σου δεν θα το ’παιρνες – και γι’ αυτό κοιτάς γύρω γύρω, μόλις βρεθείς μόνος να τρέξεις να το φτύσεις. Σαν να έβαζες, ας πούμε, βουλευτές του ΚΚΕ ή του ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρηματολογούν πόσο λαμπρή είναι η μείωση των μισθών και η ιδιωτικοποίηση των αιγιαλών. Και έτσι οι Νεοδημοκράτες έλεγαν περί εναρμονισμού της νομοθεσίας και συγχρόνου πλαισίου, για τη «μακρά γενεσιουργό δημοκρατική παράδοση» της χώρας, τα «ελάχιστα κρούσματα» και άλλα τέτοια, σαν σε σχολική έκθεση. Και, βέβαια, για τις γενοκτονίες, τις γενοκτονίες, τις γενοκτονίες. Αλλά γι’ αυτές θα πω παρακάτω.

Με τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ περνάγαμε σε άλλη επικράτεια. Εδώ κυριαρχούσε μια αίσθηση ανεμελιάς. Πλατσούριζαν ανάλαφρα στην καταγγελία του κακού –ή μάλλον κάκιστου– πράγματος που είναι ο ρατσισμός: πουλάκια (τσίου), λουλουδάκια, ένα προβατάκι που έβοσκε ξέγνοιαστο στο λιβάδι, μια λιμνούλα (αχ!), αντιρατσιστικά χαμομήλια και κυκλάμινα, λειμών θεσπέσιος ανθεάων, και κάπου στο βάθος, σαν καπνός, σαν ίσκιος, σαν δυσοίωνο μαύρο νέφαλο ο μπαμπούλας – εεε… συγγνώμη, ο Ρατσισμός (με ρω κεφαλαίο). Λες και δεν βρισκόμαστε στην Ελλάδα του 2014 με τη Μανωλάδα, τη δολοφονία του Λουκμάν, τα τάγματα της Χρυσής Αυγής και τόσα άλλα. Αν άκουγες λοιπόν μόνο τις ομιλίες των βουλευτών της συγκυβέρνησης είχες την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε άλλο χωροχρόνο, αφού ο ρατσισμός αντιμετωπιζόταν σαν κάποια σπάνια ζωονόσος, η λύσσα λ.χ. – λίαν επικίνδυνη, αλλά ουσιαστικά ανύπαρκτη πια στην Ελλάδα, καθώς από το 2012, σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ έχουν καταγραφεί όλα κι όλα 48 κρούσματα σε κόκκινες αλεπούδες, σκύλους, γάτες και βοοειδή. Συνέχεια ανάγνωσης

Τα (τηλε)παιχνίδια της εξαθλίωσης και η κοινωνική πολιτική για τους άστεγους

Standard

του Νίκου Κουραχάνη

6-kouraxanisΠριν λίγες μέρες ο αντιπρόεδρος μεγάλου τηλεοπτικού σταθμού συναντήθηκε με την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, για τη διοργάνωση συναυλίας με τραγουδιστές δημοφιλούς τηλεπαιχνιδιού. Σκοπός, η συγκέντρωση χρημάτων για την σίτιση απόρων και αστέγων. Πράγματι, όταν η κρατική κοινωνική πολιτική απουσιάζει, η φιλανθρωπία της εξαθλίωσης αποτελεί είδηση.

Ένα success story δίχως τέλος

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει πρόβλημα αστέγων: αυτή ήταν η επίσημη θέση του κράτους μέχρι το 2012, οπότε και θεσμικά αναγνωρίζεται η ύπαρξη τους, με απώτερο σκοπό την άντληση κοινοτικών κονδυλίων για την ανάπτυξη δράσεων. Παρότι αυτό θα μπορούσε να αποτελεί την απαρχή της χάραξης ολοκληρωμένης κοινωνικής πολιτικής στο συγκεκριμένο πρόβλημα, δυστυχώς οι μέχρι τώρα ενδείξεις δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Αν και ένα χρόνο τώρα έχει εκπονηθεί ολοκληρωμένο επιχειρησιακό σχέδιο, η πολιτική ηγεσία δείχνει απροθυμία να το προωθήσει.

Αντ’ αυτού, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε προεκλογικά τη λειτουργία υπνωτηρίου φιλοξενίας 80 ανθρώπων μέχρι είκοσι μέρες. Ούτε καν σταγόνα στον ωκεανό. Ταυτόχρονα, στο πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε πριν ένα μήνα προβλέπεται ενίσχυση των αστέγων με 20 εκ. ευρώ. Τα χρήματα δεν προορίζονται για δημιουργία δομών πρόληψης ή άμεσης στέγασης. Αντίθετα, διοχετεύονται στους υπάρχοντες φορείς, δηλαδή μη κυβερνητικές οργανώσεις και την Εκκλησία. Συνεπής στις προεκλογικές του δεσμεύσεις λοιπόν, ο πρωθυπουργός της χώρας και τακτικός συνομιλητής του θεού, την περασμένη Δευτέρα εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για την προσφορά της Εκκλησίας: «Τώρα που η ανηφόρα είναι πίσω, τονίζω ότι στις δύσκολες στιγμές την ελληνική κοινωνία κράτησαν όρθια η οικογένεια και η Εκκλησία». Πέρα από την επαναφορά του «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» στα λόγια αυτά κρύβεται μια μεγάλη αλήθεια: στα δύσκολα χρόνια της κρίσης, όταν τα ποσοστά απόλυτης φτώχειας εκτινάχθηκαν, η κοινωνική πολιτική του κράτους απουσίαζε για όσους την είχαν ανάγκη. Συνέχεια ανάγνωσης

Απετάξω τω Σατανά; –Για την Αριστερά, τη συντροφικότητα και τον Νίκο Γιαννόπουλο

Standard

 του Στρατή Μπουρνάζου

Πάμπλo Πικάσο, «Ο Μινώταυρος με μια νεκρή κατσίκα στο άνοιγμα μια σπηλιάς», 1936

Πάμπλo Πικάσο, «Ο Μινώταυρος με μια νεκρή κατσίκα στο άνοιγμα μια σπηλιάς», 1936

Για κάμποσες μέρες, η Ελλάδα έζησε στον αστερισμό του βιβλίου Κουφοντίνα. Η κουβέντα έγινε με τον συνήθη τηλεοπτικό τρόπο των τελευταίων χρόνων. Περίσσεψαν οι κραυγές και οι εγκλήσεις για «καταδίκη» άνευ όρων, για αποκήρυξη της τρομοκρατίας με αποδέκτη, βέβαια, τον μόνιμο «συνήθη ύποπτο»: τον ΣΥΡΙΖΑ. Μ’ αυτό τον τρόπο πολλά μπορεί να επιτυγχάνονται: να δημιουργούνται εντυπώσεις, να πιέζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, να μετατοπίζεται η ατζέντα σε θέματα που προτιμάνε, για τους λόγους τους, και η κυβέρνηση και τα κυρίαρχα media, σίγουρα όμως δεν μπορεί να γίνει ουσιαστική κουβέντα για το υποτιθέμενο επίδικο: τη δράση της 17Ν, τις ένοπλες οργανώσεις, την τρομοκρατία, τα αδιέξοδά της, την αξία της ανθρώπινης ζωής, τον πόνο (πράγματα ωστόσο, που, από το λίγο που διάβασα, εύκολα ξεπερνά και το βιβλίο).

Kι αυτό είναι το καταστατικό πρόβλημα της συζήτησης όπως οργανώθηκε από τα κανάλια και τη Ν.Δ.: ότι είναι προσχηματική, καθώς το πραγματικό, ίσως και μοναδικό, αντικείμενό της, είναι πώς (με «χρυσή ευκαιρία» τον Κουφοντίνα, το βιβλίο, τον επιμελητή του) θα στριμώξουμε τον ΣΥΡΙΖΑ. Και, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, είμαι βέβαιος ότι όταν η Άννα-Μισέλ Ασημακοπούλου εγκαλεί «τον κ. Τσίπρα», καλώντας τον «να σεβαστεί το αίμα των θυμάτων», η μέριμνά της δεν είναι ούτε το αίμα ούτε τα θύματα. Δυστυχώς. Είναι το πώς θα κουνήσει το δάχτυλο στον ΣΥΡΙΖΑ. Μ’ αυτή την έννοια –παρόλο που εδώ έχουμε την τραγική εκδοχή, εκεί είχαμε την εκδοχή της φαρσοκωμωδίας– δεν διαφέρει ουσιαστικά από παλιότερες ανακοινώσεις της, όπως εκείνη που κατηγορούσε τον «κ. Τσίπρα» ότι «τραγούδησε τον ύμνο στον κομμουνισμό “παντιέρα ρόσα”», ο οποίος (ύμνος) «για να γνωρίζουν οι Έλληνες, καλεί σε ανύψωση της κόκκινης (κομμουνιστικής) σημαίας, και κλείνει με το περίφημο “Ζήτω ο κομμουνισμός!”».

 Αν συμφωνήσουμε στα παραπάνω, τότε προκύπτουν ορισμένα πολιτικά διά ταύτα. Με λίγα λόγια, οι αριστεροί δεν χρειάζεται, επειδή η Άννα Μισέλ λέει αυτά που λέει, να δίνουν διαπιστευτήρια. Ούτε και το αντίθετο βέβαια: επειδή η Άννα Μισέλ λέει αυτά που λέει, να οδηγούνται σε μια –συναισθηματική κυρίως– συμπάθεια για τη 17Ν (έχω δει και αυτή στη στάση, αν και σαφώς πιο μειοψηφικά από την πρώτη). Το ότι κομμάτια της Αριστεράς –αλλά και της Δεξιάς, ας μην το ξεχνάμε– έχουν ιστορικά προσφύγει στην ένοπλη βία, ως κομμάτι του πολιτικού ανταγωνισμού, δεν σημαίνει ότι διαρκώς θα πρέπει η Αριστερά να «αποτάσσεται τον “Σατανά”». Γιατί έτσι δεν μπορεί να υπάρξει δημόσιος διάλογος. Όπως η Δεξιά πλέον δεν τσιμπάει στο ζήτημα αυτό –ενώ τσιμπούσε, ακόμη και στη δεκαετία του 1980–, έτσι και η Αριστερά δεν χρειάζεται να αγωνίζεται για να λάβει πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης, ούτε όμως να καμώνεται την ανήξερη. Συνέχεια ανάγνωσης

Δεν ήταν ο γαλατάς

Standard

ΕΡΤ: ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΥΚΕΤΟ ΣΤΙΣ ΧΕΙΡΟΠΕΔΕΣ-1

 του Στρατή Μπουρνάζου

Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας/FosPhotos

Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας/FosPhotos

Χαράματα Πέμπτης, όταν χτύπησε το τηλέφωνο, ήξερα στα σίγουρα πως δεν ήταν ο «γαλατάς». Βλέποντας αυτόν που καλούσε, υψηλά ιστάμενο φίλο και συριζαίο, ο νους μου πήγε αμέσως στο χειρότερο: Πραξικόπημα; Τόσο που με ανακούφιση σχεδόν –σχήμα λόγου, βέβαια– άκουσα ότι επρόκειτο «απλώς» για την εισβολή των ΜΑΤ στην ΕΡΤ. Όπως διαπίστωσα την επομένη, κάμποσοι έκαναν την ίδια σκέψη: το μυαλό τους πήγε στα τανκς, κάτι που μόνο ιλαρότητα θα προξενούσε λίγα χρόνια πριν. Και ο λόγος για τον συνειρμό δεν είναι ημερολογιακός, οι μνήμες του Νοέμβρη του ’73, ούτε κάποια «έλξη» προς την εκτροπή, ότι ονειρευόμαστε «χούντες» — κι εγώ κι οι άλλοι φίλοι που είδαμε το ίδιο «όνειρο», μεταξύ ύπνου και ξύπνου, είμαστε απ’ αυτούς που εξακολουθούμε να επιμένουμε ότι δεν ζούμε μια «νέα χούντα». Ας μην αναζητήσουμε λοιπόν το γιατί στους δαιδάλους του μυαλού, αλλά σ’ όσα ζούμε καθημερινά. Και η προχθεσινή εισβολή των ΜΑΤ ήταν ένα ακόμα λιθαράκι –ή, ακριβέστερα, κοτρώνα– στο τοπίο αυτό της ανωμαλίας. Συνέχεια ανάγνωσης

Μομφή και αυτοπεποίθηση

Standard

ΕΡΤ: ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΥΚΕΤΟ ΣΤΙΣ ΧΕΙΡΟΠΕΔΕΣ-3

του Σταύρου Κωνσταντακόπουλου

Φωτογραφία: Νίκος Πηλός, Μενέλαος Μυρίλλας/FosPhotos (από το The Press Project)

Φωτογραφία: Νίκος Πηλός, Μενέλαος Μυρίλλας/FosPhotos (από το The Press Project)

Υπάρχει μια παλιά, παγιωμένη συνήθεια στο χώρο της πολιτικής και κατ’ επέκταση στο χώρο της πολιτικής δημοσιογραφίας: να ερμηνεύονται τα πάντα με όρους μικροπολιτικής. Σημειωτέον ότι ο όρος «μικροπολιτική» εδώ δεν ενέχει τίποτα το επιλήψιμο και το κατακριτέο· χρησιμοποιείται απλώς για να περιγράψει τα μεγέθη μέσα από τα οποία καταβάλλεται προσπάθεια να γίνει κατανοητή η πολιτική ζωή.

Έτσι, η πρόταση δυσπιστίας την οποία κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, θεωρήθηκε, λ.χ., αποτέλεσμα «φωτεινών» ή «σκοτεινών» –θα δείξει– εμπνεύσεων που είχε ο Τσίπρας στη διάρκεια των πολλών ωρών πτήσης κατά την επιστροφή του από το Τέξας ή της απόφασής του να «γιγαντομαχήσει» σε πλάνο ατομικό με τον μεγάλο αντίπαλο, Αντώνη Σαμαρά. Αυτές και διάφορες ανάλογες απόπειρες ερμηνείας βλέπουν το φως τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Το πρόβλημα με όλες τους δεν έγκειται στο ότι είναι συνολικά του πεταματού, αλλά ότι προβάλλονται, αν αναλογιστεί κανείς το πραγματικό τους μπόι, ως δυσανάλογα υπερμεγέθεις. Καλούνται όχι να φωτίσουν πλευρές της πραγματικότητας –κάτι το οποίο, ενδεχομένως, είναι ικανές να κάνουν– αλλά να ερμηνεύσουν το σύνολο των υπό εξέταση φαινομένων. Η αναγωγή σε αυτές έχει επιβληθεί από τη μακροχρόνια χρήση τους: σ’ αυτές κατέφευγαν οι φανταχτερές πένες των μεγαλοδημοσιογράφων, σε αυτές θα συνεχίσουν να καταφεύγουν. Το ότι τέτοιου είδους ερμηνείες που ανάγουν, για παράδειγμα, τα κύρια στις στιγμιαίες εμπνεύσεις των αρχηγών και των «παρατρεχάμενών» τους, τους εμπόδισαν να διαγνώσουν όλες εκείνες τις διεργασίες οι οποίες οδήγησαν την ελληνική κοινωνία στη σημερινή της κρίση, λίγο μοιάζει να τους απασχολεί. Συνέχεια ανάγνωσης

Λεωφόρος Παύλου Φύσσα – «Δεν ξεχνώ»

Standard

του Γιάνη Γιανουλόπουλου

???????????????Δύο προτάσεις για τη μνήμη του. Πρώτη πρόταση: Να μετονομαστεί η λεωφόρος Παναγή Τσαλδάρη στην Αμφιάλη, όπου δολοφονήθηκε από τη νεοχιτλερική συμμορία, σε λεωφόρο Παύλου Φύσσα. (Μαθαίνω,  τώρα,  ότι  κάτοικοι της περιοχής πήραν ήδη τη σχετική πρωτοβουλία και συγκεντρώνουν υπογραφές). Στην Αθήνα και τον Πειραιά υπάρχουν δέκα εφτά ακόμα οδοί και λεωφόροι, καθώς και δύο πλατείες, με το ονοματεπώνυμο τού αρχηγού τού Λαϊκού Κόμματος στην προπολεμική Ελλάδα. Ενός μετριοπαθούς, για τα μέτρα της εποχής του, πολιτικού. Θα πρόκειται για πράξη οφειλόμενης τιμής στο παλικάρι, με την ουσιαστική σημασία της λέξεως, που δεν έχει καμία σχέση με «παλικαρισμούς», και ταυτοχρόνως πράξη υψηλού συμβολισμού, διότι η παραπάνω λεωφόρος συναντάται, σχηματίζοντας ένα είδος «Τ», με τη λεωφόρο Γρηγορίου Λαμπράκη, ο οποίος δολοφονήθηκε από το ακροδεξιό παρακράτος στη Θεσσαλονίκη πριν από πενήντα χρόνια (22 Μαΐου 1963). Ήταν μια πολιτική δολοφονία που, όπως αυτή τού νεαρού αντιφασίστα μουσικού, εργάτη και ακτιβιστή Παύλου Φύσσα, συγκλόνισε τότε το πανελλήνιο και άλλαξε τα πολιτικά δεδομένα. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο σαμαράς και οι παρτσινέβελοι (*)

Standard

ΕΡΤ: Η ΟΘΟΝΗ ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ, ΣΑΛΕΥΕΙ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ-2

του Νίκου Θεοτοκά

Ράινερ Φέτινγκ, «Ντράμερ και κιθαρίστας», 1949

Ράινερ Φέτινγκ, «Ντράμερ και κιθαρίστας», 1949

Ο Σαμαράς, συνειδητά και με σχέδιο, ταπεινώνει τα υποζύγια της συγκυβέρνησής του. Και τους φορά στενό σαμάρι. Οι επικοινωνιακοί του σύμβουλοι τον έχουν πείσει ότι, αν οι παρτσινέβελοι υποταγούν, θα τους κρατά μέχρι τέλους εξουδετερωμένους στο τσεπάκι του. Κι αν πάλι νοιώσουν πως δεν πάει άλλο και πούνε «ως εδώ», τότε θα κάνει εκλογές και θα λεηλατήσει την εκλογική τους βάση. Θα χρεώσει, δηλαδή, στους συνεταίρους ότι αθέτησαν ιδιοτελώς τη συμφωνία κι έριξαν μια κυβέρνηση που τη στήριξαν από ευθύνη «για τη σωτηρία της πατρίδας».

Οι αριθμοί που του δίνουν οι σύμβουλοί του ενσωματώνουν κάτι από τα πασοκοδημαρικά ψηφαλάκια, κάτι από τη συμφωνημένη μεταγραφή Καρατζαφέρη, κάτι από τα φασιστοειδή, κάτι από τη μαύρη μαυρίλα που φυτρώνει στην απελπισία. Και υποβάλλουν στον αρχηγό της Πολιτικής Άνοιξης μια εικόνα νίκης για το κόμμα που διοικεί, τη Νέα Δημοκρατία. Αν κάτι πάει στραβά, «απευκταίο αλλά όχι απίθανο ενδεχόμενο», καθώς γράφτηκε ότι είπε ο γραμματέας της κυβέρνησης Παναγιώτης Μπαλτάκος, η Χρυσή Αυγή θα είναι εδώ, να δώσει τη λύση. Συνέχεια ανάγνωσης

Μονταζιέρες, νεοθατσερισμός και η στρατηγική της έντασης

Standard

του Μάρκου Βογιατζόγλου

Ζωρζ Σερά, "Το τσίρκο", 1891

Ζωρζ Σερά, «Το τσίρκο», 1891

Τον τελευταίο ενάμιση μήνα, από τα υπόγεια της Συγγρού και του Μεγάρου Μαξίμου ξεδιπλώνεται ένας βρώμικος πόλεμος έναντιον του αγωνιζόμενου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας. Αξιοποιώντας το ολιγόμηνο «μορατόριουμ κακών μαντάτων» που εξασφάλισε από την τρόικα, η κυβέρνηση επιχειρεί να καταλάβει όσο το δυνατόν καλύτερες θέσεις ενόψει του –διαφαινόμενου ζοφερού — 2013. Η επιχείρηση ξεδιπλώνεται σε τρία, προσώρας, μέτωπα· παρότι τα «παπαγαλάκια» των ΜΜΕ επιλέγουν να ομογενοποιούν τα πεδία της σύγκρουσης, εμείς θα πρέπει να τα διακρίνουμε, προκειμένου να προετοιμάσουμε τις αναγκαίες απαντήσεις.

Το πρώτο πεδίο είναι το χιλιοστό επεισόδιο της σαπουνόπερας «Φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ». Το χαρτί αυτό έχει ήδη καεί δημοσκοπικά, ενώ οι ερασιτεχνισμοί των «κοπτοραπτούδων» του Μαξίμου καταλήγουν ενίοτε σε φαιδρά αποτελέσματα, όπως, π.χ. στο μοντάζ των δηλώσεων Διαμαντόπουλου. Η προφανής σκοπιμότητα είναι η μετατόπιση της ατζέντας της επικαιρότητας σε λιγότερο βλαβερή, για την κυβέρνηση, θεματολογία και η παρέλκυση του ΣΥΡΙΖΑ σε θέσεις άμυνας. Δεδομένου όμως ότι το χαρτί «Φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ» παρουσιάζει γεωμετρικά μειούμενη αποτελεσματικότητα σε επαναλαμβανόμενη χρήση, είναι ερώτημα το γιατί οι κυβερνώντες αποφάσισαν να το παίξουν τώρα. Αν αύριο καταρρεύσει η ΔΗΜΑΡ ή το ΠΑΣΟΚ και οδηγηθούμε σε νέες εκλογές, στο Μαξίμου θα τραβάνε τα μαλλιά τους.

Το δεύτερο μέτωπο είναι η –θατσερικού τύπου– προσπάθεια εξουδετέρωσης των συνδικάτων. Είναι ακόμα νωρίς για αναλύσεις και αποτίμηση, όμως δύο σημεία όπου πρέπει να δοθεί προσοχή είναι τα εξής: Πρώτον, προκειμένου να προχωρήσει το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, ορισμένα μάχιμα συνδικάτα θα πρέπει να απονευρωθούν. Δεύτερον, η κυβέρνηση –ορθά– τρέμει μια ενδεχόμενη «επί το ριζοσπαστικότερον» μεταστροφή της πλειοψηφίας στο επερχόμενο συνέδριο της ΓΣΕΕ (Μάρτιος 2013). Ως εκ τούτων,  πρέπει να αναμένουμε ολοκληρωτική επίθεση σε σωματεία και ομοσπονδίες που εμπλέκονται στα παραπάνω.

Το τρίτο σημείο που χρήζει ανάλυσης είναι η αποκαλούμενη στρατηγική της έντασης, την οποία εγκαινίασε ο Ν. Δένδιας μέσα απ’ την επιχείρηση «Βίλλες Ανομίας». Εδώ τα πράγματα είναι εξαιρετικά επικίνδυνα, κυρίως διότι οι κυβερνώντες βαδίζουν σ’ αχαρτογράφητα, γι’ αυτούς, μονοπάτια.

Από τα ιστορικά παραδείγματα και τη βιβλιογραφία προκύπτει πως η στρατηγική της έντασης ανακύπτει σε περιόδους ύφεσης της κινηματικής δραστηριότητας, έπεται δηλαδή  έντονων και συγκρουσιακών κινητοποιήσεων. Αυτό είναι, όντως, το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε, από τον Ιούνιο του 2012 κι έπειτα. Σ’ ετούτο το στάδιο, λοιπόν, όσοι, προερχόμενοι απ’ τα ριζοσπαστικά κομμάτια του κινήματος, θεωρούν εαυτούς ως τους πιο «αφοσιωμένους αγωνιστές», έρχονται αντιμέτωποι μ’ ένα οδυνηρό δίλημμα: Είτε θα πρέπει να γυρίσουν σπίτι τους είτε να επιλέξουν μορφές αγώνα λιγότερο εξαρτημένες από τη μαζική συμμετοχή και την ανοιχτή κοινωνική δράση. Κι εδώ μπαίνει στο παιχνίδι το κράτος και οι εκάστοτε παρακρατικοί μηχανισμοί. Η στρατηγική της έντασης αποτελείται από τα εξής δομικά υλικά: προβοκάτσια, καταστολή (αστυνομική, νομοθετική και δικαστική), παραπληροφόρηση. Και ως μοναδικό στόχο έχει το να λύσει το δίλημμα των «αφοσιωμένων αγωνιστών», εξωθώντας τους στα άκρα. Μια επιτυχημένη στρατηγική της έντασης δημιουργεί ένα εφιαλτικό πεδίο μάχης, όπου όποιος δεν επιστρέψει γρήγορα γρήγορα στον καναπέ του, θα συρθεί σε μια ολοκληρωτική σύγκρουση με το κράτος και τις παραφυάδες του – και, φυσικά, θα χάσει. Ταυτόχρονα, οι –πάλαι ποτέ– σύμμαχοι του «αφοσιωμένου αγωνιστή», ανήμποροι να ακολουθήσουν την απότομη άνοδο του πήχυ της βίας, θα υποχρεωθούν να πάρουν αποστάσεις. Μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια για το κράτος — τουλάχιστον, στη θεωρία.

Η υπόθεση όμως ενδέχεται να εξελιχθεί με ιδιαίτερα προβληματικό τρόπο για την κυβέρνηση — οι μέχρι στιγμής χειρισμοί έχουν παράξει αμφίβολα αποτελέσματα. Παρότι η εκκένωση της Βίλλας Αμαλίας ήταν σημαντικό χτύπημα για τους αναρχικούς, οι δυναμικές που αναπτύχθηκαν συσπείρωσαν σε πρωτοφανή βαθμό τις διάφορες συλλογικότητες του αντιεξουσιαστικού χώρου, επιτάχυναν τις εσωτερικές διαδικασίες ανασυγκρότησής τους, τους ανέδειξαν (στα αριστερά του πολιτικού φάσματος) ως αθώα θύματα της καταστολής και τους έδωσαν άφθονο μιντιακό χρόνο — εν ολίγοις, τους χάρισαν το μομέντουμ που είχαν χάσει εδώ και κάποια χρόνια.

Οι κίνδυνοι, όμως, παραμένουν: αν και οι αναρχικοί παίζουν έξυπνα μέχρι στιγμής, ελλείψει κεντρικής πολιτικής στρατηγικής κι ευπρόσβλητοι, καθώς είναι, στην προβοκάτσια, θα μπορούσαν εύκολα να βρεθούν με την πλάτη στον τοίχο.

Οι μόνοι που δικαιούνται μέχρι στιγμής να πανηγυρίζουν για τις πολιτικές Δένδια είναι οι Χρυσαυγίτες. Όσο διαρκεί η στρατηγική της έντασης, η ατζέντα τους θα παραμένει νομιμοποιημένη στο σύνολο του πολιτικού τόξου που ξεκινάει από αυτούς και φτάνει μέχρι και τη ΔΗΜΑΡ. Δεν πρέπει να αγνοήσουμε, τέλος, τους κινδύνους ενός απρόβλεπτου περιστατικού, π.χ. μιας βόμβας, μιας δολοφονίας ή μιας ανεξέλεγκτης κοινωνικής έκρηξης. Με δεδομένη την πολιτικοποίηση της ΕΛΑΣ, το ρευστό πολιτικό σκηνικό και τη συσσωρευμένη οργή στη βάση της ελληνικής κοινωνίας, οι Χρυσαυγίτες μπορούν να προσδοκούν ότι θα είναι αυτοί που θα δρέψουν τους καρπούς μιας ενδεχόμενης κοινωνικής απαίτησης για αποκατάσταση «του νόμου και της τάξης».  Χρειάζεται προσοχή, λοιπόν, από όλους, καθαρό μυαλό και στρατηγική σκέψη.

Ο Μάρκος Βογιατζόγλου είναι πολιτικός επιστήμονας (European University Institute, Φλωρεντία).

Δεξιότητες και ακροδεξιότητες

Standard

 του Στρατή Μπουρνάζου

Έργο του Φράνσις Μπέικον, 1970

Έργο του Φράνσις Μπέικον, 1970

Το 2013 μετράει τη δεύτερη βδομάδα του και η επικαιρότητα εξακολουθεί να καλπάζει. Ξεκινάω από τη λίστα Λαγκάρντ. Αν και τις τελευταίες μέρες κυριάρχησε το –διόλου αμελητέο– γεγονός της αλλοίωσής της, υπάρχει κάτι ακόμα πιο σοβαρό: ότι, εδώ και δυο χρόνια, πέρασε από κάμποσα χέρια (υπουργών, εισαγγελέων, επικεφαλής του ΣΔΟΕ), μένοντας σκανδαλωδώς αναξιοποίητη. Αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, όλοι αυτοί, καθώς και αρκετοί άλλοι (γιατί είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι οι διαδοχικοί πρωθυπουργοί λ.χ. είχαν άγνοια), έκαναν το παν, ό,τι περνούσε από το χέρι τους, όχι για να αξιοποιηθεί, αλλά για να θαφτεί. Και αυτό είναι το μέγα σκάνδαλο, πολύ περισσότερο απ’ τα λεφτά αυτά καθαυτά που δεν εισπράχθηκαν από την αξιοποίηση της λίστας. Γιατί, σε συνέχεια του σκανδάλου Siemens, εμπεδώνει και γενικεύει την πεποίθηση ότι οι έχοντες και κατέχοντες, οι πολιτικά και οικονομικά ισχυροί απολαμβάνουν πλήρη ασυλία, ότι οι αληθινοί θεσμοί της χώρας είναι η αδιαφάνεια, η διαφθορά και η προστασία της διαπλοκής. Κι όλα αυτά τη στιγμή που τόσοι και τόσοι χάνουν τη δουλειά τους χωρίς μεγάλες ελπίδες να την ξαναβρούν, βλέπουν τη σύνταξη των 800 ευρώ να μειώνεται, δουλεύουν με 500 ευρώ ή «μαύρα», δεν έχουν να αγοράσουν πετρέλαιο. Δυο κόσμοι, δύο μέτρα και σταθμά: πριν λίγο καιρό, στη Λάρισα, παραπέμφθηκε στο αυτόφωρο ένας φούρναρης επειδή στο φορτηγάκι του μετέφερε τέσσερις τυρόπιτες χωρίς παραστατικά. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μέγας πολιτειολόγος για να καταλάβει ότι η εδραίωση του αισθήματος της προκλητικής αδικίας, απέναντι στην οποία ο πολίτης νιώθει εντελώς ανίσχυρος αποτελεί τη βασιλική οδό, όχι για τη ριζοσπαστικοποίηση, αλλά συνήθως για την έλευση του «τιμωρού», του «φύρερ» που θα καθαρίσει το «διεφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο». Συνέχεια ανάγνωσης

Μετεκλογικοί τίτλοι στο νέο πολιτικό τοπίο

Standard

του Δημήτρη Χριστόπουλου

 Το πολιτικό τοπίο, όπως διαμορφώθηκε μετά τον Ιούνιο, μας θέτει ενώπιον μιας νέας ιστορικής συνθήκης, η εννοιολόγηση της οποίας αξιώνει συνέχειες και τομές. Μια προσπάθεια ταξινόμησης του τοπίου αυτού θέτει τέσσερις τίτλους με όρους ιεράρχησης, από το σημαντικότερο στο λιγότερο σημαντικό. Θα ήθελα να το υπογραμμίσω, καθώς πολύ συχνά, συνεπαρμένοι από τα γεγονότα, έχουμε την τάση να ξεχνάμε να κάνουμε ιεραρχήσεις ή να τις κάνουμε λάθος.

Τίτλος πρώτος: Επέλαση του  νεοφιλελευθερισμού και νεοσυντηρητισμού

Françoise Lucbert, «Καθιστός άντρας», 1913-14

Αν πριν λίγα χρόνια –σε πολλούς Έλληνες, και όχι μόνο αριστερούς– μας έλεγαν ότι η Ελλάδα θα έχει αυτόν τον πρωθυπουργό θα το θεωρούσαμε αυτοτελή αιτία καταστροφής. Πολλώ δε μάλλον τώρα, που έχουμε αυτόν τον πρωθυπουργό σε μια χώρα που καταστρέφεται. Έτσι έχουν τα πράγματα, και το χάπι δεν χρυσώνεται. Το πρώτο λοιπόν συμπέρασμα, που συνάγεται αβίαστα, είναι ότι καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την ηγεμονία μιας πολιτικής συμμαχίας δύο ιδεολογιών στην υπερβολή τους. Νεοφιλελευθερισμός ευρωπαϊκής κοπής στη βάση, νεοσυντηρητισμός ελληνικής κοπής στο εποικοδόμημα. Είναι, νομίζω, η πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία που έχουμε τον συνδυασμό αυτό σε τέτοια ισχυρή δοσολογία.  Συνήθως είχαμε νεοσυντηρητισμό στους θεσμούς με πατερναλισμό στην οικονομία ή, σπανιότερα, το ανάποδο. Πάντως, σε αυτή την ευρωπαϊκή συγκυρία της νεοφιλελεύθερης συνταγής για την αντιμετώπιση της κρίσης, είναι ιδιαίτερο ότι έχουμε έναν πρωθυπουργό που βρίσκει πολύ χρόνο, προεκλογικά και μετεκλογικά, να θυμίζει ότι πρέπει να ασχοληθεί και με τον «νόμο Ραγκούση» για την ιθαγένεια.

Τίτλος δεύτερος: κοινοβουλευτική και κοινωνική εφόρμηση του νεοναζισμού

Η Αριστερά άργησε, αλλά άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι αυτό είναι ένα αυτοτελές πολιτικό διακύβευμα, το οποίο δεν χωράει συμψηφισμούς. Το εκλογικό σώμα της Χρυσής Αυγής αποτελείται από τρεις ομόκεντρους κύκλους. Ο πρώτος κύκλος και στενός πυρήνας είναι η συμμορία, αυτό που ανέκαθεν ήταν η Χρυσή Αυγή.  Ο δεύτερος εμπνέεται από την πολιτική κουλτούρα της αποενοχοποίησης του δωσιλογισμού και του βασιλοχουντισμού, κάτι που δεν τόλμησε –ή μάλλον δεν κατάφερε επαρκώς– το ΛΑΟΣ. Ο τρίτος και μεγαλύτερος κύκλος αποτελείται κατά κύριο λόγο από τμήματα της αφηνιασμένης μικροαστικής τάξης που συμπιέζεται, κατ’ ουσίαν εξαφανίζεται. Συνέχεια ανάγνωσης

Από την «επανάσταση του αυτονόητου» στη «μάχη του προφανούς»

Standard

του Γιώργου Κατσαμπέκη

 

 Η πρώτη μάχη που πρέπει να δώσει αυτή η κυβέρνηση είναι η μάχη του προφανούς, του αυτονόητου.

Μαν Ρέι, «Το ποτάμι», 1912

Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Αντώνη Σαμαρά και προέρχονται από την ομιλία του στις προγραμματικές δηλώσεις της (συγ)κυβέρνησης των «τριών προθύμων». Μια ομιλία η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να φέρει τον υπότιτλο «η αφόρητη πλήξη της νεοφιλελεύθερης κοινοτοπίας». Γιατί, αλήθεια, τι καινούριο μας είπε ο πρωθυπουργός, το οποίο να μη μας το έχουν ξαναπεί και οι προκάτοχοί του τα τελευταία 15-20 χρόνια; Ήδη από την οχταετία του «εκσυγχρονισμού» (για να μην επιστρέψουμε ως την τριετία Μητσοτάκη) οι κυβερνήσεις της σύγχρονης ελληνικής μεταδημοκρατίας (της «ύστερης» μεταπολίτευσης, όπως εύστοχα την οριοθετεί ο Χριστόφορος Βερναρδάκης στο τελευταίο του βιβλίο, Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010), η μία μετά την άλλη, δίνουν τη μάχη του «αυτονόητου», του «στεγνού» πραγματισμού και της αλήθειας ενάντια στο υπερφίαλο ψεύδος και τον οραματικό ουτοπισμό των ανεύθυνων λαϊκιστών. Συνέχεια ανάγνωσης

ΕΚΔΗΛΩΣΗ: Οι εκλογές της 17.6 και ο ρόλος της Αριστεράς

Standard

έκτακτη ανακοίνωση: λόγω του ποδοσφαιρικού αγώνα Ελλάδας -Γερμανίας, η εκδήλωση θα αρχίσει 20.15 αυστηρά. Στις 21.45 θα ολοκληρωθεί και θα ακολουθήσει προβολή (στον γιγαντότοιχο του μπαλκονιού) του αγώνα

Oι εκλογές και  ο ρόλος της Αριστεράς (μέρος  β΄)

την Παρασκευή 22 Ιουνίου, ώρα 20.00

στο εντευκτήριο των Ενθεμάτων, Βαλτετσίου 50-52 (6ος όροφος)

Ομιλητές: Ν. Γιαννόπουλος, Π. Κλαυδιανός, Δ. Χριστόπουλος

Οργάνωση: Ενθέματα και RedNotebook

Από το σάιτ http://www.inprecor.gr

 Τι σημαίνει το εκλογικό αποτέλεσμα της  Κυριακής, για την Ελλάδα και την Ευρώπη; Πώς το αποτιμάμε, σε σχέση με το προηγούμενο της 6ης Μαΐου; Aποτελεί επιτυχία ή αποτυχία για τον ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να κερδίσει; Τι σημαίνει το ποσοστό της Χρυσής Αυγής; Τι σημαίνει η νίκη της ΝΔ; Πόσο θα αντέξει η νέα κυβέρνηση; Τι πρέπει να κάνει η Αριστερά από εδώ και πέρα, ποια είναι τα καθήκοντα και οι προοπτικές της στη νέα πραγματικότητα; Αυτά και άλλα παρόμοια ερωτήματα θα συζητήσουμε την Παρασκευή το βράδυ, στο εντευκτήριο των «Ενθεμάτων».

Την Παρασκευή 22 Ιουνίου, ώρα 20.00, λοιπόν, στο μπαλκόνι του εντευκτηρίου των «Ενθεμάτων» (Βαλτετσίου 50-52, 6ος όροφος) ο Νίκος Γιαννόπουλος (μέλος του Δικτύου για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα), ο Παύλος Κλαυδιανός (εφημερίδα Η Εποχή) και ο Δημήτρης Χριστόπουλος (Πάντειο Πανεπιστήμιο, μέλος του συντονιστικού της Πρωτοβουλίας για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας) θα μιλήσουν με θέμα «Oι εκλογές της 17ης Ιουνίου  και  ο ρόλος της Αριστεράς στο νέο τοπίο».

Σημ. Θυμίζουμε ότι  λίγες μέρες μετά τις  προηγούμενες εκλογές  της 6ης Μαΐου, τα «Ενθέματα» και το RedNotebook είχαν οργανώσει ανοιχτή συζήτηση με  το ίδιο θέμα και τους ίδιους ομιλητές. Μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ: =http://rnbnet.gr/details.php?id=5645).

Συνδιοργανωτές:

Φιλοπρόοδος Όμιλος «Σύριζα από την κυβέρνηση»

Περιπατητικός Σύλλογος «Οι συνοδοιπόροι» (και άλλες συρριζαϊκές δυνάμεις)

Καλλιτεχνικός Σύλλογος «Οι συγκυβερνήτες» Συνέχεια ανάγνωσης

Καλύτερα δεύτερος;

Standard

του Στρατή Μπουρνάζου

Παιδιά που φεύγουν για διακοπές, Παρίσι, Ιούλιος 1936 (λεπτομέρεια). Πρακτορείο Keystone

Άκουγα, πριν από μέρες, σε μια ωραία εκδήλωση του «Κοινωνία-Δημοκρατία» για τη φτώχεια, τον Σάββα Ρομπόλη να εξηγεί με στοιχεία την απελπιστική κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων, καταλήγοντας στο ότι το ΙΚΑ χρεοκοπεί τον Σεπτέμβρη. H σκέψη ξεπήδησε σχεδόν αντανακλαστικά στο μυαλό μου: Μήπως τελικά είναι καλύτερα να έρθει δεύτερος ο ΣΥΡΙΖΑ;

Λίγο πολύ, φαντάζομαι, το έχουμε σκεφτεί όλοι μας. Όχι από ηττοπάθεια, αποφυγή των δύσκολων, φόβο μπροστά στο άγνωστο, αντιεξουσιασμό ή για τη βολή μας. Αλλά με τον εξής απλό συλλογισμό: αφού κάθε μέρα σκάει κι από μια καινούργια βόμβα (τα φάρμακα που πληρώνουν απ’ την τσέπη τους οι ασφαλισμένοι, το χαρτί που δεν υπάρχει για να τυπωθούν τα σχολικά βιβλία, τα μαγαζιά που κλείνουν καθημερινά, οι ακάλυπτες επιταγές που αποτελούν πλέον τον κανόνα), και τέτοιες βόμβες θα σκάνε συνεχώς και μετά τις 17 του Ιούνη, δεν είναι κρίμα κι άδικο να κληθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να διαχειριστεί το χάος, για το οποίο μάλιστα δεν ευθύνεται; Ας τα λουστεί όλα αυτά η ΝΔ (ή το ΝουδουΠασόκ), συνεχίζει ο ίδιος συλλογισμός, να απαξιωθεί εντελώς, κι αφού φτάσουμε, αργά ή γρήγορα, στο «κατώτερο σκαλί στου κακού τη σκάλα», τότε, μετά την καταστροφή, θα έρθει ένας πανίσχυρος ΣΥΡΙΖΑ, πιο ετοιμασμένος και δικαιωμένος, να σαρώσει τα πάντα.

Ο συλλογισμός δεν είναι αβάσιμος, προσκρούει όμως σε μερικά σοβαρά εμπόδια:

Πρώτον, παραγνωρίζει τη σημασία της συγκυρίας· τώρα είναι η στιγμή: την ατομική και συλλογική ελπίδα, την προσδοκία, τον αναβρασμό του κόσμου δεν μπορείς να τα βάλεις στον πάγο, και να τα ανασύρεις, ως φρεσκοκατεψυγμένα είδη, σε μερικούς μήνες, όταν θα είναι «κατάλληλες οι συνθήκες». Συνέχεια ανάγνωσης

Γράμμα σ’ αυτούς που δεν πρόκειται να το διαβάσουν

Standard

του Δημήτρη Αρβανιτάκη

Πάουλ Φλόρα, «Μισθοφόροι», 1962

Γράφω σε σας που χτες και σήμερα ηγηθήκατε των δύο κομμάτων που κυβέρνησαν αυτή τη χώρα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Όταν άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο, έπεφτε η Δικτατορία. Κι από τότε μεγάλωσαν κοντά δύο γενιές. Θα ήθελα να σας θυμίσω ποιοι είσαστε· να σας θυμίσω γιατί αυτή η κοινωνία θα πήγαινε στο γκρεμό, δίχως να έχει ανάγκη καμία κρίση· να σας θυμίσω γιατί τα αφεντικά του κόσμου διάλεξαν ετούτη τη χώρα για να ξεκινήσουν την κινεζοποίηση της Ευρώπης.·

Αυταπάτες δεν έχω: ξέρω ότι δεν έχετε ούτε τον τρόπο ούτε τη διάθεση να διαβάσετε αυτά που σας γράφει ένας «ανώνυμος». Αλλά, για μας τους ανώνυμους, για μας που νιώσαμε την ασφυξία, τη ντροπή και τον εξευτελισμό κάτω από την πελατειακή εξουσία σας, ο λόγος είναι απελευθέρωση, ο λόγος είναι η ίδια η ελευθερία. Συνέχεια ανάγνωσης

Μορφές «διαλεκτικής» ή «διαλογισμού»;

Standard

του Παναγιώτη Νούτσου

 Τα δύο κυβερνητικά κόμματα (η ιδιότητα αυτή προκύπτει με βάση και τον ισχύοντα εκλογικό νόμο) της χώρας διαγκωνίζονται ποιο θα εκφράσει καλύτερα την «επανάσταση του αυτονόητου». Δεν αποκλείεται μέτριοι σύμβουλοι, ελληνικής ή όχι καταγωγής, να την εισηγούνται. Δηλαδή, στα γραπτά σχέδια των ομιλιών που παραδίδονται στον πρωθυπουργό και στον υποψήφιο πρωθυπουργό να ενυπάρχουν τέτοιες εύκολες ετικέτες.  Ο δεύτερος όρισε τη «Νέα Μεταπολίτευση» (αφού απαλλάχθηκε από το βάρος της «επανίδρυσης του κράτους») ως «επανάσταση του αυτονόητου», κατά το 8ο συνέδριο του κόμματός του.  Η επεξήγηση ήταν να «στηριχθούμε στις δικές μας δυνάμεις για να ξεπεράσουμε την κρίση», ό,τι δηλαδή στην «Ελλάδα παραμένει αδιανόητο» (25.6.2010).

Αντίστοιχα, ο πρωθυπουργός κατονομάζοντας σειρά «αυτονόητων» της εγχώριας οικονομικής ζωής («γραφειοκρατία», «φοροδιαφυγή», «κλειστά επαγγέλματα») υποσχέθηκε στην Κρήτη ότι θα κάνει πράξη την «επανάσταση του αυτονόητου» (2.8.2010). Ό,τι ακριβώς επανέλαβε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (11.9.2010), εξαίροντας ως «επαναστάτες του αυτονόητου» τους επιχειρηματίες που συμβάλλουν στη «βιώσιμη ανάπτυξη». Όσο για τη συνάντηση των Δελφών (26.9.2010), εκεί ζήτησε να εγκαταλειφθούν οι «προκαταλήψεις» και να διανοίγεται «μπροστά μας» ό,τι θα έπρεπε να μας «καθοδηγεί» («πραγματική εσωτερική δημοκρατία», «αριστεία», «αξιολόγηση», «πιστοποίηση» κλπ.), εγκαινιάζοντας έναν «διάλογο» που επιβάλλεται να καταλήξει σε «ένα αποτέλεσμα». Έτσι, οι δύο πολιτικοί λόγοι από τη μια θέτουν το «αυτονόητο» στο παρελθόν και από την άλλη στο μέλλον, με την «επανάσταση» που θα μεσολαβεί να έχει διττό προσανατολισμό. Συνέχεια ανάγνωσης